ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Στο τελευταίο του βιβλίο ο Κον Μπετίτ αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπάστης–ρεφορμιστής, με πρότερη ελευθεριακή κουλτούρα…
(DΑNIEL COHN-BENDIT, Τι να κάνουμε; μτφρ. Μελίττα Γκουρτσογιάννη, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 172)
Για τον Κον Μπετίτ, όπως και για τους πράσινους και τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ, οι αναγκαίες αλλαγές (μεταρρυθμίσεις;) μπροστά στη γενικευμένη και καθολική κρίση (σ. 45) πρέπει να λάβουν χώρα εντός («του ταμπού») της ΕΕ με άξονα τη (νέα) πολιτική οικολογία υπό ευρεία έννοια, ήτοι τις γνωστές «τρείς οικολογίες» του Φ. Γκουαταρί. Πρόκειται για την προσφορότερη απάντηση στα αδιέξοδα της προαναφερθείσας κρίσης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και τη μόνη που «στη διάρκεια μισού αιώνα κατόρθωσε να θέσει τις βάσεις μιας εναλλακτικής ιδεολογίας απέναντι στις μεγάλες ιδεολογίες του παρελθόντος» (σ. 26). Σε αντίθεση με τις κλασσικές ουτοπικές ιδεολογίες, η νέα (κοινωνική) πολιτική οικολογία βασίζεται και στο παρόν και στο μέλλον, και στο σήμερα και στο αύριο (σ. 69).
Μια σφαιρική και ολιστική–υπαρξιακή προσέγγιση (στην οποία ο Κον Μπετίτ αναγνωρίζει τον εαυτό του), μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε, όχι όπως θα ‘κανε ο Καστοριάδης πάνω στο «τι ζωή θέλουμε», αλλά στο να αναστοχασθούμε περί του «τι είναι οικονομία; τι είναι καπιταλισμός; τι είναι οικονομία της αγοράς; σε τι ωφελεί να παράγουμε όλο και περισσότερο με ξέφρενους ρυθμούς;» (σ. 58). Με λίγα λόγια (σ. 51), ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης με την οικολογική, μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε στο σύνολό του τον ίδιο τον χαρακτήρα της ανάπτυξή μας (όχι δηλ. αποσπασματικά, τομεακά π.χ. βιομηχανία). Τελικά, στην ουσία «τι είδους οικονομική μεγέθυνση θέλουμε».
Ο συγγραφέας υποστηρίζει (εναρμονιζόμενος προς απόψεις των L. Brown, E. Morin, J. Gadrey, J. Fitoussi, E. Laurent κ.ά) μια οικολογική οικονομία (η οποία δεν έχει σχέση, αν και δανείζεται τα εργαλεία της, με την κλασσική περιβαλλοντική οικονομία των «εξωτερικοτήτων»), που θα είναι ικανή να απαντήσει στις προκλήσεις, στο βαθμό που η οικονομία θα ενσωματώνει την οικολογία. Έτσι η (νέα) πολιτική οικολoγία είναι συνδεδεμένη με τη μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων (σ. 69 και σ. 70)[1] Με άλλα λόγια, μπορούμε και περισσότερους πληθυσμούς να θρέψουμε με λιγότερη απώλεια βιοποικιλότητας, και με καλύτερης ποιότητας ασφαλή τρόφιμα, θυσιάζοντας λιγότερες εκτάσεις γης (σ. 57). Κοντολογίς, ν’ αλλάξουμε μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης (σ. 62), δίνοντας προτεραιότητα μεταξύ άλλων στο ποιοτικό και όχι στο ποσοτικό, στην ανακύκλωση, στη διάρκεια των παραγόμενων αγαθών κλπ. Είναι προφανές ότι η οικολογική οικονομία του Κον Μπετίτ δεν απορρίπτει την «οικολογία της αγοράς» ή τον πράσινο καπιταλισμό. Είναι άλλη μια «ορθή» και με «θετικό πρόσημο» (διότι πράσινη και αειφόρος) ανάπτυξη/μεγέθυνση, που θα δημιουργήσει απασχόληση και θα βελτιώσει τη θέση των εργαζόμενων, μέσω της αύξησης του ΑΕΠ (πράγμα όχι τόσο αυτονόητο) και της μεγιστοποίησης του κέρδους. Ο Κον Μπετίτ υιοθετεί το μότο ενός γάλλου πρώην υπουργού περιβάλλοντος: «να χρησιμοποιήσουμε τον καπιταλισμό για να κάνουμε οικολογία». Μήπως όμως είμαστε μάρτυρες του ακριβώς αντίθετου; Μήπως δηλαδή επιδιώκεται η χρησιμοποίηση της οικολογίας (και όχι μόνο, αλλά και των ανθρώπων και όλου του πλανήτη) για να «κάνουμε καπιταλισμό»;[2] Αυτός ήταν, ίσως, και ένας από τους κύρους λόγους που το συγκεκριμένο βιβλίο αποτέλεσε αντικείμενο σφοδρής κριτικής (ενίοτε με έντονο προσωπικό τόνο) από την πλευρά των απομεγεθυνσιακών (Ph. Ariès και Fl. Leray). Γι’ αυτούς, όπως προκύπτει από το πρόσφατο βιβλίο τους,[3] ο Κον Μπετίτ δεν είναι παρά μια μεγάλη απάτη. Είναι ένας «χρήσιμος ηλίθιος του καπιταλισμού», ο άνθρωπος τον οποίο έχει ανάγκη το σύστημα –καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο- για να επιβάλει και νομιμοποιήσει τις λάθος «λύσεις» στην κρίση. Όπως ο Σαρκοζί μιλάει για ηθικοποίηση του καπιταλισμού (προφανώς ανεύρετη διότι αδύνατη), έτσι και ο Κον Μπετίτ, θέλει να τελειώνει με την «οικολογία της αριστεράς» και μιλάει για οικολογικοποίηση του (υπερ) καπιταλισμού. Γι’ αυτόν τον σταρ, με εγωτική και ναρκισσιστική συμπεριφορά («είμαι ένας μύθος»), και για τα ψευδοαριστερά κηρύγματά του, τα μεγάλα και ηγεμονικά Μέσα Μαζικής Επιρροής είναι ορθάνοιχτα. Ευρωπαιο-ατλαντιστής, (αυτο)θεωρείται εν τούτοις αριστερός, ενώ απεχθάνεται κάθε ρήξη με τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία της αγοράς και του ανταγωνισμού και την κοινωνία των πολιτών. (Αυτο)αποκαλείται, επίσης, οικολόγος, ενώ λιβανίζει την τεχνοεπιστήμη και την κατανάλωση, όντας εχθρός της απομεγέθυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, της συγχώνευσης φιλελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς και οικολογίας, η πολιτική απομακρύνεται από τη (συγκρουσιακή) διεκδίκηση της κοινωνικής χειραφέτησης και αυτονομίας, και ταυτίζεται με τη διακυβέρνηση ως «τέχνη» συμβιβασμού ανάμεσα σε αντιτιθέμενα συμφέροντα των «εταίρων». Για τους Ph. Ariès και Fl. Leray, η σκέψη του Κον Μπετίτ είναι αντιφατική, μεμβρανώδης, ύπουλη, αλλά και εξουσιαστικο-κηρυκτική και προπαγανδιστική (και όχι αποδεικτικο-πειστική), προερχόμενη από ένα άνθρωπο-χαμαιλέοντα. Με λίγα λόγια, πρόκειται για τη μεγαλύτερη σχάση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, το σύμβολο και το νόημά του.
Όσες επιφυλάξεις κι αν έχουμε για τον προσωπικό τόνο της παραπάνω κριτικής, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το προφανές. Ο Κον Μπετίτ πράγματι δεν υιοθετεί το αντισυστημικό οικοπολιτικό ρεύμα ή πολιτικό σλόγκαν της αποανάπτυξης /απομεγέθυνσης, την οποία μερικές φορές συγχέει με την ύφεση και τη μείωση του βιοτικού επιπέδου. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι και οι περισσότεροι απομεγεθυνσιακοί δεν υποστηρίζουν τη γενική και πλήρη απομεγέθυνση των πάντων για τους πάντες (κάνουν λόγο για «κοινωνίες αποανάπτυξης» σ’ ένα συνολικό περιβάλλον αποανάπτυξης» και μετά από αμεσοδημοκρατικό προγραμματισμό). Ο Κον Μπετίτ όμως, όντας κατ’ ουσία οπαδός της ανάπτυξης/μεγέθυνσης των βιοτικών επιπέδων ζωής, νέων αναγκών και επιθυμιών, εισάγει έναν νεοπαραγωγισμό» και, συνεπώς, ένα νεοκαταναλωτισμό, οι οποίοι δεν θ’ αμφισβητούν την οικονομική και κοινωνική τάξη. Εγγράφεται στους απομεγεθυνσιακούς εκείνους οι οποίoι, σε αντίθεση με τον S. Latouche και άλλους, θεωρούν ότι η λεγόμενη αειφόρος ή βιώσιμη (ή διαρκής) ανάπτυξη, ακόμα και ως πράσινη μεγέθυνση, μπορεί να αποτελέσει τη μήτρα εναλλακτικών λύσεων στον καπιταλισμό στη σημερινή μορφή του[4]. Είναι φανερό ότι δεν ασπάζεται το γενικότερο οικο-νομικό πρόταγμα, αυτό μιας «οικονομίας των αναγκών (και όχι των επιθυμιών) και του δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου αυτής.
Σε μια νέα ολιστική οικολογική προσέγγιση, «που προωθεί μια «βαθιά»(;) μεταμόρφωση της κοινωνίας και του σύγχρονου καπιταλισμού» (σ. 84), που μετρά διαφορετικά τον πλούτο, το έντομο που χαρακτηρίζει αυτή τη νέα λογική και τη νέα κοινωνία της γύρης δεν είναι το ηθικό μερμήγκι και ο σπάταλος τζίτζικας, αλλά η μέλισσα. Η αξία της μέλισσας έγκειται όχι τόσο στην παραγωγή μελιού αλλά στην ανεκτίμητη, κυριολεκτικά, διαδικασία της επικονίασης, που χρησιμοποιεί ο γάλλος Y.M, Boutang (αν και ο πρώτος ο οποίος αναφέρθηκε στον απαραίτητο ρόλο της ήταν ο Αϊνστάιν). Διαδικασία στην οποία βασίζεται όλη η αλυσίδα αναπαραγωγής του φυτικού βασιλείου. Διαδικασία που, ωστόσο, κινδυνεύει από τις οικονομικές δραστηριότητες. Στην κοινωνία της γύρης (η οποία είναι μια μορφή αποανάπτυξης αλλά «επιλεκτικής» και όχι απόλυτης, σ. 78) ο πλούτος δημιουργείται μέσα από κοινωνικούς δεσμούς και αμοιβαίες συναλλαγές που αυτή πλέκει και την οποία ζωοποιούν (σ. 99).
Ένας πραγματικός οικολογικός (και κοινωνικός) μετασχηματισμός συνδέεται με την εξάλειψη της σύγχυσης μέσων και σκοπών (τι συνιστά μέσο και τι σκοπό;). Σ’ αυτή τη σύγχυση–παγίδα πέφτει, μαζί με πολλούς άλλους, και ο Κον Μπετίτ. Πράγματι, συχνά τα μέσα εκλαμβάνονται ως σκοποί[5], ενώ τα μέσα (ή οι σκοποί) μεταμφιέζονται[6]. Γιατί είναι προφανές ότι η πράσινη οικονομία (ως μέσο), εκλαμβάνεται ως συμβατός προς το ισχύον σήμερα σύστημα οικολογικών αξιών σκοπός, και συγκαλύπτει (ως καμουφλάζ) τους σκοπούς που εντάσσονται στο κυρίαρχο οικονομικό και αξιακό σύστημα. Πρόκειται, όπως προαναφέρθηκε, για τη συνηθέστερη σύγχυση μέσων και σκοπών, τακτική που χρησιμοποιεί ευρέως την με θετικό πρόσημο και δημοφιλή (ιδίως σε περιόδους οικονομικής και όχι μόνο κρίσης, όπως η σημερινή ) «πράσινη» ανάπτυξη-μεγέθυνση για την άμυνα των καπιταλιστικών συμφερόντων. Από μια τέτοια επιχειρηματολογία, όπως και από τη σύστοιχη περί αειφόρου μεγέθυνσης, αντλούν ιδεολογικό εξοπλισμό και οι ιδιοκτήτες και θιασώτες της «ελεύθερης» επιχείρησης[7] και της νέας οικονομίας του αχαλίνωτου (υπερ)καπιταλισμού.
Μια ριζοσπαστική πολιτική οικολογία στην οποία θέλει να αναγνωρίζεται ο Κον Μπετίτ, δεν μπορεί να έχει ως μόνο πρόταγμα την (και να περιορίζεται μόνο στην) αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί (όχι βέβαια εύκολα) μέσα από μια τεχνορυθμιστική «οικολογική-ποιοτική οικονομία» ακόμα και «ισχυρή» αειφόρο ή βιώσιμη ανάπτυξη (πλην όμως αναγκαστικά προσανατολισμένη στην μεγέθυνση μέσω της οικονομίας-οικολογίας της αγοράς). Η ριζοσπαστική πολιτική οικολογία είναι ιστορικά και καταγωγικά άμεσα συνδεδεμένη με το χειραφετητικό και αυτονομιακό πρόταγμα. Θα πρέπει πρωτίστως ως «πολιτική» (και νέα «ηθική της απελευθέρωσης») να θέτει πριν απ’ όλα το πρόταγμα μιας νέας οργάνωσης, αφενός της κοινωνίας και της πολιτείας και αφετέρου της οικονομίας, όπως έκανε η πολιτική οικολογία των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70, με την οποία οι σημερινοί οικολόγοι πράσινοι, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή-θεσμική τους εκδοχή, δεν έχουν παρά ελάχιστη μόνο σχέση. Πώς αλλιώς θα επέλθει μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, όπως πρεσβεύει ο Κον Μπετίτ και η «νέα πολιτική οικολογία» (της οικολογικής οικονομίας της αγοράς), εάν δεν ισοκατανεμηθεί η οικονομική και πολιτική εξουσία, εάν δηλαδή δεν προσανατολισθούμε προς μια συλλογική και ουσιαστικά δημοκρατική οικονομία των αναγκών και της αλληλεγγύης (και εκείθεν σε μια συμβιωτική, κατά τον I. Illitch, κοινωνία απομεγέθυνσης, την οποία φαίνεται να ασπάζεται εν μέρει και αφηρημένα ο Κον Μπετίτ). Εάν τελικά δεν τεθεί το πρόταγμα μιας οικολογικής κοινωνίας και μιας οικολογικής δημοκρατίας ουσιαστικά αποκεντρωμένης και επανατοπικοποιημένης, με πυρήνα τον αυτοδύναμο δήμο ή την αυτοδύναμη κοινότητα; Είναι προφανές ότι δεν αρκεί πλέον η αλλαγή των όρων, των κανόνων και των στόχων του παιχνιδιού, αλλά απαιτείται και η αλλαγή και του ίδιου του παιχνιδιού.
Ο Τάκης Νικολόπουλος διδάσκει Δίκαιο και πολιτική περιβάλλοντος ΤΕΙ Μεσολογγίου
[1] Έτσι και οι J.–P. Fittoussi και E. Laurent, La nouvelle écologie politique, Seuil , La Republique des idées, 2008 (Η κυριακάτικη Αυγή, «Ενθέματα», 26-8-2009)
[2] Ο υπερκαπιταλισμός κατά τον Ph. Ariès (Le mesusage. Essai sur l’ hypercapilaisme, Parangon/Vs, 2007) δεν χαρακτηρίζεται πλέον από υπερβολική κατανάλωση αλλά από υποβάθμιση της αξίας χρήσης και της ωφελιμότητας των προϊόντων με βρώμικη (junk) παραγωγή και βρώμικη κατανάλωση. Πρόκειται για την κακοχρησία (mesusage) του συστήματος στην οποία ο συγγραφέας αντιτείνει νέα κουλτούρα της χρήσης με δωρεάν παροχή αυτής και υπερτίμηση της κακοχρησίας.
[3] Cohn-Bendit, l’ imposture, Max Milo, 2010, passim
[4] Βλ., π.χ., Μ.Prieto-A. Slim, Consommer moins pour vivre mieux, Le cavalier bleu, 2010
[5] Βλ. σχετικά, Μ. Τζίλας, Η ατελής κοινωνία, Αθήνα, εκδ. Καμαρινόπουλου, 1969, σ. 233
[6] M. Duverger, Introduction à la politique, Paris, Gallimard, 1965, σ. 223-228
[7] Ibid. σ.223
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2011/02/blog-post_9793.html
Δευτέρα 11 Απριλίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου