Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Οι ρίζες και η τοπολογία της Αποανάπτυξης

 Μια λεπτομερής και βάσιμη επισκόπηση του προτάγματος της αποανάπτυξης μπορεί να αναδείξει το ρόλο της σαν ενός «αναδυόμενου παραδείγματος» που προέρχεται από τους τομείς των οικολογικών οικονομικών, της κοινωνικής οικολογίας, της οικονομικής ανθρωπολογίας, του περιβαλλοντικού- κοινωνικού κινήματος και των πρακτικών κάποιων «ομάδων ακτιβιστών» του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Λαμβάνοντας υπόψη τις αναλύσεις των οικολογικών οικονομικών μπορεί να σκιαγραφηθεί και κάποια σχέση μεταξύ της αποανάπτυξης και δύο άλλων παραδειγμάτων: της βιώσιμης ανάπτυξης και της οικονομίας σταθερής κατάστασης. Ειδικά η γαλλική παραλλαγή της αποανάπτυξης είναι μια διασταύρωση δύο πηγών: της πολιτικής οικολογίας και της κριτικής του φαντασιακού της ανάπτυξης, περιλαμβανομένης και μιας «πολιτιστικής» πλευράς, με την έννοια της κριτικής της κουλτούρας και του αξιακού συστήματος της ανάπτυξης.

1. Οι πέντε εννοιολογικές ρίζες της αποανάπτυξης
  • ι) Η πολιτισμική-ανθρωπολογική προσέγγιση, της οποίας ο κύριος εκφραστής είναι ο Λατούς, εκφράζει μια ριζική ανθρωπολογική κριτική του διαβρωτικού μοντέλου του Homo oeconomiqueus, σαν εργαλείου της χρησιμότητας και της μεγιστοποίησης του ορθολογισμού.
  • ii) Η δημοκρατική προσέγγιση, εμπνέεται κυρίως από την κριτική του Ivan Illich για την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και για τα μειονεκτήματα του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Η αποανάπτυξη γίνεται προκλητική και στρατηγική λέξη-κλειδί, που «αναζωογονεί το πάθος που απαιτείται για την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας» και για περισσότερη δημοκρατία βάσης
  • ιιι) Η περιβαλλοντική-οικολογική παράδοση, η οποία είναι εμπνευσμένη από στοχαστές όπως ο Bookchin και το κίνημα της «κοινωνικής οικολογίας», καθώς και της «βαθιάς οικολογίας», που αμφισβητεί ριζικά την κυριαρχία των ανθρώπων στη φύση. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η αποανάπτυξη έχει σχεδιαστεί ως σημαντική μείωση της ανθρώπινης επίδρασης και κυριαρχίας στη φύση.
  • iv) Η ψυχοπνευματική οπτική, που συνδέεται με την κρίση νοήματος του βιομηχανικού πολιτισμού. Εδώ περιλαμβάνεται η παράδοση του διαλογισμού και του «άφησε τα πράγματα να υπάρχουν και να εξελίσσονται μόνα τους» («do nothing»). Επίσης το πάθος για την εθελοντική απλότητα, τον ασκητισμό και την αξιοπρεπή φτώχεια- εμπνευσμένο από τον Γκάντι(Ανατολή) και τον Θορώ(Δύση)- που καταλήγει στην πολιτική στάση της ενεργητικής-παθητικής αντίστασης
  • v) Τέλος, η βιοοικονομική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη βιοοικονομική θεωρία του Georgescu-Roegen και έχει αναπτυχθεί περαιτέρω από την οικολογική οικονομία των ορίων στις ροές ύλης και ενέργειας.
2. Τοπολογίες της Αποανάπτυξης
Ο γερμανός φιλόσοφος Konrad Ott σκιαγραφεί μια ιδανική-τυπική ταξινόμηση- á la Weber- τεσσάρων μορφών αποανάπτυξης. Ξεκινά το ταξινομητικό του σχήμα από μια λιγότερο ριζοσπαστική, σε μια όλο και πιο ριζοσπαστική μορφή, αμφισβητώντας το status quo και το κοινωνικό σύστημα:
  • ι) Αποανάπτυξη-1: περιλαμβάνει μια γενική κριτική του ΑΕγχΠ ως μέτρο ευημερίας και ζητεί εναλλακτικούς δείκτες. Η προσέγγιση αυτή «απορρίπτει τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ ως απόδειξη για την ορθή χάραξη πολιτικής». Δεν θεωρεί ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι ο κατάλληλος στόχος στον οποίο μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μια αυξανόμενη συναίνεση όλης της πολιτικής σκηνής. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι συντηρητικές κοινοτικές προσεγγίσεις στο πλαίσιο του κινήματος της αποανάπτυξης (που εστιάζουν στις παραδοσιακές και οικογενειακές αξίες, την ανακατανομή της φροντίδας στην οικογένεια, κλπ.)
  • ιι) Αποανάπτυξη-2: προκύπτει από τον διάλογο για τη βιωσιμότητα και ακολουθεί το δρόμο της ισχυρής βιωσιμότητας. Συνεπώς, λόγω των ηθικών περιορισμών όσον αφορά το περιβάλλον και τη διαγενεακή δικαιοσύνη, απαιτούνται ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές πέραν της στρατηγικής της αποδοτικότητας, προκειμένου να διατηρηθεί η συνεχής αποδοτικότητα του φυσικού κεφαλαίου και να ανοίξει ο δρόμος για μια οικονομία σταθερής κατάστασης. Όσον αφορά την επίτευξη της δυνατότητας αποϋλοποίησης και αποσύνδεσης που υπονομεύεται από τα φαινόμενα του «παίρνω πίσω»( rebound effects), τουλάχιστον στις βιομηχανικές χώρες, η αποανάπτυξη αποδεικνύεται απαραίτητη οδός προς την κατεύθυνση της ισχυρής βιωσιμότητας. Κατά συνέπεια, οι πλούσιες χώρες οφείλουν να αποαναπτυχθούν (δηλαδή να μειώσουν σημαντικά το αποτύπωμά τους στους πόρους και τις εκροές), έτσι ώστε οι φτωχότερες χώρες να εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν και να επιτύχουν ένα ηθικά αποδεκτό στάνταρ, όσον αφορά τη διανεμητική δικαιοσύνη για τους πόρους.
  • ιιι) Αποανάπτυξη-3: προκύπτει από μια ανθρωπολογική και κοινωνική κριτική της ανάπτυξης. Απορρίπτοντας τη λογική του ανταγωνισμού, της επιτάχυνσης και της μεγιστοποίησης, αντιπροσωπεύει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που βασίζεται σε μια «αντι-κουλτούρα» της ευτραπελίας(φιλικότητας, ευθυμίας, ευτυχίας, conviviality) . Η προσέγγιση αυτή ακολουθεί την παράδοση της ευδαιμονίας (της καλής ανθρώπινης ζωής-ευζωίας) και "παριστάνει μια στρατηγική της μη συμμόρφωσης με τα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς». Μία ζωή μέσα στον ανταγωνισμό είναι ψυχοφθόρα και δεν αφήνει χώρο στη δημιουργία (ατομική και κυρίως συλλογική). Είναι μια ζωή ουσιαστικά «χαμένη» και χωρίς νόημα, αυτή που παράγει για τον άνθρωπο μία κοινωνία «ανάπτυξης».
  • ιv) Αποανάπτυξη-4: είναι η πιο ριζοσπαστική προσπάθεια: «εδώ, η αποανάπτυξη θεωρείται αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής στρατηγικής για τον μετασχηματισμό και τελικά την αντικατάσταση των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και διανομής με άλλους μετακαπιταλιστικούς τρόπους. Η προσέγγιση αυτή αμφισβητεί βασικές κοινωνικές και οικονομικές δομές και στοχεύει σε μια ανατροπή του status quo και σε μια μετάβαση σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες.
Κατά τη γνώμη μας,  για μια τέτοια μετάβαση, θα χρειασθεί το κίνημα της αποανάπτυξης να ριζοσπαστικοποιηθεί περισσότερο και να συνδεθεί και με το υπάρχον ήδη κίνημα των ΚΟΙΝΩΝ(commons), του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας. Από κοινού αυτά τα κινήματα μπορούν δρομολογήσουν την μετάβαση σε κοινωνίες αποανάπτυξης.

3) Το μέλλον της αποανάπτυξης
Στην ιστοσελίδα μας, έχουν διατυπωθεί 10 θέσεις για την Αποανάπτυξη-Κοινοτισμό-Άμεση Δημοκρατία, και από άποψη έρευνας, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για την τροποποίηση, διαμόρφωση και την παραγωγή νέων θέσεων και περαιτέρω διαφοροποίηση στο πεδίο αυτών των όρων. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, για παράδειγμα, για να καταδειχθεί ότι η ανάπτυξη είναι οικολογικά μη βιώσιμη, ή ότι η αποϋλοποίηση είναι αδύνατη και ανεπαρκής. Απαιτούνται περισσότερα ιστορικά δεδομένα για την υποστήριξη της θέσης ότι αντιμετωπίζουμε μια συστημική, και όχι περιοδική, στασιμότητα και ότι τα όρια των πόρων έχουν κάτι να κάνουν με αυτό. Ο ισχυρισμός επίσης ότι η εγκατάλειψη της ανάπτυξης μπορεί να αναβιώσει τον πολιτικό διάλογο για καινούριες συναινέσεις και να θρέψει τη δημοκρατία, αντί να ζωντανεύει καταστροφικά πάθη και κοινωνικές αντιθέσεις, είναι προς το παρόν αναπόδεικτος. Γενικά, οι ισχυρισμοί που είναι ισχυρά καθιερωμένοι στο πλαίσιο των κοινοτήτων αποανάπτυξης, απέχουν πολύ από το να γίνουν αποδεκτοί από την ευρύτερη κοινωνία, όπου η «αποϋλοποίηση» και η «πράσινη» ή η βιώσιμη» ανάπτυξη εξακολουθούν να θεωρούνται όχι μόνο ως δυνατές, αλλά πιθανότατες.
Απαιτείται επίσης περισσότερη έρευνα για το πώς και το γιατί οι άνθρωποι και τα έθνη προσαρμόζονται στην έλλειψη ανάπτυξης, γιατί κάποιοι εναλλακτικοί θεσμοί επιτυγχάνουν και αμφισβητούν τον καπιταλισμό, ενώ άλλοι καταρρέουν ή ενσωματώνονται στο κυρίαρχο ρεύμα, ή πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις, θεσμοί όπως η διανομή της εργασίας ή ένα βασικό και ανώτατο εισόδημα θα ήταν αποτελεσματικοί, στην περίοδο μετάβασης. Για το ποια κοινωνική δυναμική, ποιες συμμαχίες και ποιες διαδικασίες θα βάλουν μπροστά μια Μετάβαση. Τα τελευταία ερωτήματα δεν είναι μόνο διανοητικά και δεν μπορεί να απαντηθούν μόνο από την έρευνα. Η κοινωνική αλλαγή είναι μια διαδικασία δημιουργίας και είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Βέβαια, κάποιες ακαδημαϊκές μελέτες πάνω σε αυτά τα παραπάνω ερωτήματα, θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες αφηγήσεις ώστε να εμπνεύσουν και να ενεργοποιήσουν τους πολίτες να διεκδικήσουν αντίστοιχες πολιτικές μετάβασης.

Στο κίνημα για την αποανάπτυξη, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για συμμαχίες. Ενώ στο Νότο βρίσκει ανταπόκριση σε κινήματα όπως της Καλής Ζωής (Buen Vivir), του Περιβαλλοντισμού των Φτωχών (Environmentalism of the Poor), του κινήματος των Κοινών (commons), της Κρίσης των Πολιτισμών, του Kινήματος των Mικροαγροτών( Via Campesina) κ.λπ., στο Βορά αλληλεπιδρά με το κίνημα των Μεταβατικών πόλεων (Transition Towns), της Περιεκτικής Δημοκρατίας( Inclusive Democracy), της Οικολογικής Γεωργίας και Περμακουλτούρας (Permaculture) κ.λπ.

Οι συμπληρωματικές στρατηγικές του κοινωνικού κινήματος για την αποανάπτυξη
Η πολυεπίπεδη φύση των πολύπλοκων κοινωνιών μας υποχρεώνει το κίνημα της αποανάπτυξης να ακολουθεί πολλαπλές στρατηγικές. Αυτό οδήγησε σε συζητήσεις.
Πρώτον, υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ ακτιβιστικών κινημάτων που επικεντρώνονται στην αντίσταση, για παράδειγμα εκείνων που πολεμούν τις υπερ-υποδομές (π.χ. μεγάλους αυτοκινητόδρομους, εργοστάσια καύσης, μεγάλα φράγματα, πυρηνικά εργοστάσια, φαραωνικά αιολικά πάρκα κ.λπ.) και αυτών που προωθούν εναλλακτικές λύσεις (π.χ. ποδήλατα, επαναχρησιμοποίηση, ηλιακοί συλλέκτες κ.λπ.)
Άλλη συζήτηση είναι μεταξύ εκείνων που εστιάζουν στο εθνικό / διεθνές πολιτικό επίπεδο έναντι εκείνων που θεωρούν ότι η δράση πρέπει να επικεντρωθεί σε τοπικό επίπεδο. Ομοίως, οι άνθρωποι συζητούν για τη σημασία της ατομικής και συλλογικής δράσης.
Μια άλλη μεγάλη συζήτηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ των υποστηρικτών της αποανάπτυξης που επικεντρώνονται στην αντικατάσταση υφιστάμενων δομών-υπηρεσιών (π.χ. χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) και εκείνων που θεωρούν ότι οι υφιστάμενες δομές χρειάζονται μόνο κάποιες προσαρμογές και, αντίθετα, θα πρέπει να υπερασπιστούν (π.χ. κοινωνική ασφάλιση).
Υπήρξε επίσης μια συζήτηση μεταξύ εκείνων που δίνουν προτεραιότητα στην πρακτική δράση είτε σε επίπεδο βάσης είτε σε πολιτικό επίπεδο και εκείνων που προτιμούν να κάνουν θεωρητική ανάλυση και να καταγγείλουν τη «θρησκεία της ανάπτυξης».
Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι στρατηγικές, εμφανίζονται σε κάθε ρεύμα από το οποίο πηγάζει η αποανάπτυξη. Έτσι, μια συνολική οπτική για την αποανάπτυξη, δεν μπορεί παρά να καλωσορίσει την ποικιλομορφία και τη συμπληρωματικότητα των στρατηγικών (και των ρευμάτων). Παρόλο που το πόσο-από άποψη ποσότητας ιδεών- χρειάζεται από κάθε ένα από τα ρεύματα παραμένει αντικείμενο συζήτησης και καθορίζει την εξειδίκευση και την ιδιαίτερη δράση των ακτιβιστών. Και το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει μια ενιαία κατευθυντήρια γραμμή δράσης.

Συμπερασματικά
Το αναπτυξιακό πρότυπο είναι μια βασική πεποίθηση που πρέπει να αμφισβητηθεί, καθώς εμποδίζει την πολιτική δράση σε όλες τις κλίμακες, από το κοινωνικό έως το τοπικό. Οι οικολογικές και κοινωνικές εναλλακτικές δεν θα είναι δυνατές εάν η ανάπτυξη συνεχίσει να είναι η θρησκεία των κοινωνιών μας. Και ενώ η αποανάπτυξη σε αυτό το σημείο βασίζεται κυρίως στη νότια Ευρώπη, είναι βασική εξέλιξη η εξάπλωση του κινήματος στη Γερμανία και αλλού στον Βορά-Δύση. Είναι η διαφορετικότητα και η ποικιλομορφία της που αποτελεί την πραγματική καινοτομία του κινήματος της αποανάπτυξης. Είναι ορατό ότι η αποανάπτυξη βρίσκεται στο σταυροδρόμι διαφορετικών παρεμφερών φιλοσοφιών. Κάθε πνευματική πηγή ιδεών (ανθρωπολογία, δημοκρατία, οικολογία, ισότητα, μη βία, φεμινισμός κ.λπ.), συνεισφέρει λόγους για αμφισβήτηση της ανάπτυξης που αλληλοσυμπληρώνονται.
Όσον αφορά τις δράσεις, το κίνημα για την αποανάπτυξη έχει προτείνει πολύ συμπληρωματικές στρατηγικές (αντίσταση-αντιπολίτευση, εναλλακτικές λύσεις, έρευνα και διάδοση, πολιτικές δράσεις κ.λπ.), πάνω σε μια ποικιλία συμπληρωματικών θεμάτων που οδηγούν σε ένα σύνολο συμπληρωματικών προτάσεων. Η πρόκληση όμως της υποβίβασης και αναγωγής στα «εξ ων συνετέθη» θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη του κινήματος.
Ακόμα κι αν η ιδεολογία και οι απλές κατευθυντήριες γραμμές δράσης του μπορεί να φαίνονται ελκυστικές για τους ανθρώπους, υπάρχουν λόγοι που μπορεί να το κάνουν να εκτραπεί από αυτήν την πορεία: Πρώτον επειδή δεν μπορεί να εκφρασθεί ενιαία η διαφορετική πραγματικότητα της αποανάπτυξης (ή της ανάπτυξης) σε κάθε χώρα. Δεύτερον, επειδή η αναφορά στα προηγούμενα από αυτήν κινήματα συνδέεται και με την αποτυχία του κάθε ενός χωριστά, και τα κάνει στη συνέχεια, είτε περιθωριακά, είτε παραδείγματα προς αποφυγήν.
Πρέπει να αφιερωθεί από το ενιαίο κίνημα μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές οι συμπληρωματικότητες και να μην πέσει σε ατελείωτες αρνητικές συγκρούσεις ή στον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Η εστίαση μόνο σε μια πτυχή φέρνει μόνο αποτυχία, καθώς κάθε προσέγγιση και λύση συμπληρώνουν η μία την άλλη. Εστιάζοντας π.χ. μόνο στην εθελοντική απλότητα ή μόνο στη θεωρία ή μόνο στην αλλαγή των οικονομικών δομών, αυτό είναι μια συνταγή για αποτυχία. Παρομοίως, αν επικεντρωθούμε μόνο στη μείωση της κατανάλωσης θα οδηγούσαμε σε υπερβολική προσφορά, ενώ η εστίαση μόνο στη μείωση της παραγωγής θα έφερνε έλλειψη. Η παραμέληση της ανακατανομής θα άφηνε απέξω έναν από τους σημαντικότερους λόγους που κάνουν αναγκαία την αποανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, όταν συνδυάζονται διαφορετικά προτάγματα, όπως στη διακήρυξη της Βαρκελώνης, η συνοχή αρχίζει να εμφανίζεται ενώ η συζήτηση παραμένει πάντα ζωντανή. Είναι σαφές ότι συνεχίζεται η ικανότητα του κινήματος για την αποανάπτυξη να συζητά σε πολύ σχετικά σημαντικά θέματα, ενώ η επιτυχία του συνδυασμού διαφορετικών στρατηγικών θα είναι το κλειδί για την επιτυχία. Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι χωρίς παγίδες. Υπάρχει ο κίνδυνος ανάκαμψης του καπιταλισμού (οπότε, ξεχάστε την αποανάπτυξη), αυτό συνέβη με την «πράσινη» ανάπτυξη και με τον «πράσινο» καταναλωτισμό. Μέχρι τώρα η αποανάπτυξη έχει δείξει αξιοσημείωτη ικανότητα να απομυθοποιήσει μια τέτοια ανάκαμψη, που δεν δίνει λύση στο πλανητικό οικολογικό πρόβλημα. Ένας άλλος κίνδυνος θα ήταν η πιθανότητα να δημιουργήσει ένα νέο ετερογενές καταπιεστικό καθεστώς, προτείνοντας ένα αυστηρό σχέδιο από πάνω προς τα κάτω για την αποανάπτυξη (ένα νέο καθεστώς τύπου ΕΣΣΔ, που θα ήταν για την αποανάπτυξη). Γι 'αυτό είναι πολύ σημαντικό το κίνημα να συνεχίσει να έχει σαν έντονο στόχο τη συμμετοχική άμεση δημοκρατία.
Ένας άλλος κίνδυνος είναι μην χαθεί το πολυεπίπεδο κοινωνικό όραμα που σχετίζεται με την ιδέα της αλλαγής του φανταστικού, και ότι η αντιπαράθεση με την κρίση οδηγήσει σε κατακερματισμό της κοινωνίας σε κλειστές κοινότητες που δεν θα μπορούν να συντονιστούν σε σχέση με την κατανάλωση λιγότερων πόρων και την κοινή τους χρήση. Θα μπορούσαμε π.χ. να κλείσουμε τη δική μας κοινότητα, τη δική μας ταυτότητα και να υπερασπιστούμε τη δική μας βιωσιμότητα ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο. Η αποανάπτυξη που προτείνουμε αφορά στην αποφυγή αυτού. Αντίθετα, η ιδέα είναι να αποφευχθεί η μισαλλοδοξία μεταξύ ανθρώπων, εθνών και πολιτισμών αποφεύγοντας τον αναγωγισμό-διαχωρισμό σε όλα τα επίπεδα. Γιατί η αποανάπτυξη προωθεί συνέχεια ανοιχτές κοινότητες και την κατανόηση για τις ανησυχίες των άλλων, σε επίπεδο γειτονιάς, πόλης και πλανήτη και μια αλλαγή του φανταστικού που θα μας επέτρεπε τον διαμοιρασμό.

Στην ιστοσελίδα της Τοπικοποίησης κάνουμε μια προσπάθεια για παραπέρα συγκεκριμενοποίηση των θέσεων του προτάγματος και ο στόχος μας είναι να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την μετάβαση σε κοινωνίες Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης με τον Κοινοτισμό και την  Άμεση δημοκρατία.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Δημόσιος πλούτος-Ιδιωτικός πλούτος

 

Σύμφωνα με την αρχή της οικουμενικότητας: μία είναι η πατρίδα όλων, ο πλανήτης μας.   Ο αέρας, η θάλασσα, το νερό, η γη και οι καρποί της, ο υλικός πλούτος και οι ενεργειακοί πόροι, είναι δώρα και κοινή κληρονομιά όλων μας από την Γαία.

Επίσης κοινή κληρονομιά μας είναι τα αγαθά της κοινωνικής –πρώην και νυν-παραγωγής όπως:  οι σπόροι και οι ποικιλίες-ράτσες, η κοινωνικά παραγόμενη γνώση σε όλα τα γνωστικά πεδία και η μετάδοσή της( δηλαδή η παιδεία και εκπαίδευση της νέας γενιάς), η διατήρηση και βελτίωση της υγείας του πληθυσμού μέσω αντίστοιχων κοινωνικών θεσμών πρόληψης και αποκατάστασης, ο εφοδιασμός των πόλεων και των οικισμών σε νερό μέσω δικτύων και καναλιών από κοινές πηγές και αποθέματα νερού, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας -από κοινές πηγές ενέργειας- και η διανομή της μέσω δικτύων σε κοινή γη -δημόσια ή δημοτική-και δρόμους, η διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων μέσω χρήσης κοινών δρόμων στην ξηρά και θάλασσα, των λιμανιών καθώς και σταθερών τροχιών, μέσω κοινών μέσων μαζικής μεταφοράς, τα αγαθά από την επεξεργασία και την επαναχρησιμοποίηση υλικών από την ανακύκλωση των κοινών αποβλήτων-απορριμμάτων των πόλεων και οικισμών, τα αποτελέσματα της χρήσης των κοινών ραδιοσυχνοτήτων, τηλε-συχνοτήτων και τηλεφωνίας, καθώς και των πληροφοριακών λεωφόρων κ.λπ.

Όλα τα παραπάνω, καθώς και άλλα-που δεν απαριθμήθηκαν- αγαθά, που έχουν μια εγγενή αξία χρήσης για τους ανθρώπους και βρίσκονται σε πλήρη ή σχετική αφθονία στα πλαίσια των φυσικών, οικο- ή κοινωνικών συστημάτων, περιλαμβάνονται σε αυτό που έχει ονομασθεί δημόσιος πλούτος ή οικονομία των ΚΟΙΝΩΝ, με την έννοια ότι είναι κοινά συλλογικά αγαθά που μπορεί η κοινή χρήση τους να διαχειρίζεται από κοινού με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Οικονομία των Κοινών σημαίνει: οικονομία στη υπηρεσία της καλής ζωής, των κοινωνικών αναγκών και της ισότητας των δικαιωμάτων, σε ισορροπία με τη φύση. Αυτή η οικονομία αντιμετωπίζει το ζήτημα της ιδιοκτησίας με τη μορφή του δικαιώματος χρήσης. Κατοχή δικαιώματος χρήσης αγαθών για επάρκεια, αντί της υπερκατανάλωσης και της ιδιοκτησίας αυτών(από ανθρώπους π.χ. που ούτε καν τα χρειάζονται). Το δε δικαίωμα χρήσης(χωρίς να αποκλείεται και η ατομική χρήση) εκφράζεται κυρίως με τη συλλογική χρήση των συλλογικών αγαθών.

Θα χρειασθεί όμως να ορισθούν με νομικό τρόπο-στα πλαίσια της κάθε κοινωνίας, είτε τοπικής, είτε εθνικής, είτε  ένωσης κρατών- τα ΚΟΙΝΑ και ό,τι θεωρείται δημόσιος πλούτος, ώστε να επαναφερθούν υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών. Να καθορισθούν έτσι νομικά, ώστε να μη ταυτίζονται με την έννοια του κράτους, αλλά η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» να ταυτισθεί με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος του δήμου και της κοινότητας των πολιτών. Αν η κοινωνική οικονομία των αναγκών των πολιτών βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιος έχει την εξουσία στο κράτος.

Ο ιδιωτικός πλούτος, από την άλλη πλευρά, αποτελείται από όλα όσα ο άνθρωπος επιθυμεί ως χρήσιμα ή ευχάριστα γι 'αυτόν και βρίσκονται σε ένα βαθμό έλλειψης.  Με άλλα λόγια, τα ιδιωτικά πλούτη αναφέρονται σε αγαθά που έχουν συναλλαγματική αξία(εμπορεύματα), η οποία αυξάνεται ανάλογα με τη σπανιότητά τους. Με αυτή την έννοια, ένας άφθονος φυσικός και κοινός πόρος όπως το νερό, αν καθιερωθεί ένα μονοπώλιο πάνω του το οποίο θα μπορούσε να χρεώνει τους ανθρώπους για να έχουν πρόσβαση σε αυτό, μετατρέπεται σε ιδιωτικό αγαθό και επομένως αυξάνει τον ιδιωτικό πλούτο. Αυτό θα αύξανε επίσης το «άθροισμα των ατομικών πλούτων»- αυτό που ονομάζουμε ΑΕΠ.

Σήμερα υπάρχει ένα ατελείωτο κύμα ιδιωτικοποίησης των δημόσιων και συλλογικών αγαθών(ΚΟΙΝΩΝ) που έχουν απελευθερωθεί σε όλο τον κόσμο από το 1980, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, οι μεταφορές, οι βιβλιοθήκες, τα πάρκα, οι πισίνες, το νερό, ακόμη και η κοινωνική ασφάλιση. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι εμπορικές προστασίες έχουν καταργηθεί σε όλο τον κόσμο, οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί όσο γίνεται, και οι καταναλωτικές αγορές είναι όλο και πιο κορεσμένες, η συνεχής ανάπτυξη, απαιτεί νέους γύρους από αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως «συσσώρευση με εκποίηση» του εναπομείναντος αποθέματος δημόσιου πλούτου. Τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά-τα Κοινά- δέχονται παντού μια επίθεση - πρέπει να γίνουν και αυτά σπάνια για χάρη της αύξησης του ΑΕΠ.

Οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν για να αποκτήσουν αγαθά στα οποία είχαν πρόσβαση δωρεάν. Και για να πληρώσουν, θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο, θέτοντας τους εαυτούς τους για άλλη μια φορά υπό πίεση για να ανταγωνιστούν τους άλλους και να είναι όλο και πιο παραγωγικοί - μια πίεση που δικαιολογείται, και πάλι, χάρη της ανάπτυξης του ΑΕΠ. Πράγματι, η εμμονή των κοινωνιών μας με την αύξηση του ΑΕΠ ως πρωταρχικού στόχου δημόσιας πολιτικής, αποκαλύπτει την εδραίωση στην πολιτική κοινή λογική του απόλυτου θριάμβου της περίφραξης: ότι δηλαδή η ανάπτυξη του «ιδιωτικού πλούτου» έχει συμβάλει στην ίδια την Πρόοδο. Εν τω μεταξύ, βολεύει πραγματικά να μην υπάρχει οικονομικός δείκτης που να καταγράφει την ταυτόχρονη κατάρρευση του δημόσιου πλούτου.

Αυτή η λογική φτάνει στο αποκορύφωμά της στη σύγχρονη πολιτική της λιτότητας, η οποία ξεδιπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά την οικονομική κρίση του 2008. Τι είναι η λιτότητα, πραγματικά; Είναι μια απελπισμένη προσπάθεια επανεκκίνησης των κινητήρων της ανάπτυξης, μειώνοντας τις δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική προστασία και τα δημόσια αγαθά που θα εξασφάλιζαν την διατήρηση της ευημερίας. Τα πάντα, από επιδόματα θέρμανσης ηλικιωμένων έως το επίδομα ανεργίας ή τους μισθούς του δημόσιου τομέα - τα απομεινάρια των κοινών- κόβονται. Αντίθετα, οι τιμές των κοινωνικών αγαθών όπως το νερό ύδρευσης ή του ενεργειακού εφοδιασμού, αυξάνονται από τις ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισής τους. Έτσι οι άνθρωποι που θεωρούνται ότι δεν «τρέχουν» πολύ και είναι «άνετοι» ή «τεμπέληδες», βρίσκονται και πάλι υπό την απειλή της πείνας και αναγκάζονται να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους εάν θέλουν να επιβιώσουν. Αυτή η λογική της λιτότητας, όπου η έλλειψη και η ανάπτυξη εμφανίζονται ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, είχε επικρατήσει και κατά τη διάρκεια των πρώτων «περιφράξεων» π.χ. στην Αγγλία, ώστε να κάνει δυνατή την «πρωταρχική συσσώρευση» και την εδραίωση του καπιταλισμού (μαζί φυσικά με τον αποικισμό και την λεηλασία των πόρων από τις αποικίες, που συνεχίζεται βεβαίως και σήμερα).

Σήμερα υπάρχει ένα νέο στοιχείο που προστίθεται σε αυτήν τη δυναμική. Αποκαλύπτεται επίσης η διαδικασία της οικολογικής κατάρρευσης που εκτυλίσσεται γύρω μας σε μια πλανητική κλίμακα. Από τη δεκαετία του 1950 υπήρξε μια εξαιρετική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕγχΠ (συχνά αναφέρεται ως «Μεγάλη Επιτάχυνση»), αλλά αυτή η αύξηση του «ιδιωτικού πλούτου» έχει το κόστος μιας εξαιρετικής εξάντλησης των κοινών πόρων και του ζωντανού κόσμου, δεδομένης της στενής σύζευξης μεταξύ ΑΕγχΠ και της ροής πρώτων υλών και ενέργειας. Τα περισσότερα τροπικά δάση του πλανήτη έχουν καταστραφεί, τα γεωργικά εδάφη υποβαθμίζονται σε μεγάλο βαθμό, οι ρυθμοί εξαφάνισης ειδών είναι τώρα 1.000 φορές γρηγορότεροι από τους ρυθμούς πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ενώ οι εκπομπές του CO2 έχουν προκαλέσει κλιματική αλλαγή και οξίνιση των ωκεανών, αποσταθεροποιώντας τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα και απειλώντας τις τροφικές αλυσίδες.

Αυτό είναι το απόλυτο κόστος της μακροχρόνιας λεηλασίας και καταστροφής των «ελεύθερων» αξιών από τη φύση. Και αποσταθεροποιώντας τη βιόσφαιρα από την οποία η ανθρώπινη ζωή εξαρτάται, γίνεται σαφές ότι ο μεγαλύτερος δημόσιος πλούτος όλων - η ακεραιότητα της πλανητικής βιόσφαιρας και των παγκόσμιων κοινών - θυσιάστηκε για χάρη του ιδιωτικού πλούτου, ο οποίος είναι η μόνη μορφή πλούτου που εκμεταλλεύεται και την καταστροφή(«καταστροφικό καπιταλισμό» το έχουν ονομάσει κάποιοι αυτό). Μιλάμε πια για την «τραγωδία των Κοινών»! Η ίδια η σημερινή υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας-συνδημίας, εκφράζει στην ουσία αυτή την «τραγωδία των κοινών» στην οποία έχει οδηγήσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και το μοντέλο «ανάπτυξής» του.

Τι θα συμβεί λοιπόν; Πώς θα λύσει ο καπιταλισμός αυτήν την πολυσύνθετη κρίση; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει σε ένα σημαντικό σημείο. Σαν απάντηση στην απειλή της οικολογικής κατάρρευσης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να θέσουμε ανώτατα όρια στις εκπομπές και τη χρήση υλικών και να μειώσουμε τις κλίμακες αυτές σε βιώσιμα επίπεδα, περισσότερο από ότι έχει προταθεί από το σενάριο της IPCC, της επιτροπής για το κλίμα του ΟΗΕ. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αφού γίνει αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος  να μη μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται επ 'αόριστον το ΑΕΠ, ενώ η βιόσφαιρα θα ανακάμπτει. Αλλά όταν οι εκπομπές απαγορεύονται και η χρήση υλικών περιορίζεται σε χαμηλά επίπεδα, από πού θα εξασφαλίσει ο καπιταλισμός τις ελεύθερες εισροές του, αν όχι από ενεργειακά πυκνά ορυκτά καύσιμα και από τη φύση; Θα πρέπει να στραφεί τότε στην άλλη κύρια πηγή αξίας, δηλαδή στην ανθρώπινη εργασία. Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε ότι σε μια κατάσταση οικολογικής έκτακτης ανάγκης, ο καπιταλισμός θα επιδιώξει την ανάπτυξη με το να βρει νέους τρόπους να συμπιέσει τους εργαζόμενους, δημιουργώντας συνθήκες «νεοφεουδαλισμού». Θα γίνει αποδεκτή αυτή η προοπτική του καπιταλισμού, από τους «από κάτω»;

Ορισμένοι προοδευτικοί ή πράσινοι οικονομολόγοι, επιμένουν ότι μπορούμε να μειώσουμε τις ροές υλικών και ενέργειας και να προστατεύσουμε τα εργασιακά δικαιώματα (θέτοντας αποτελεσματικά όρια και στις δύο πηγές αξίας του καπιταλισμού), και να εξακολουθούμε να έχουμε ανάπτυξη. Δεν υπάρχει λόγος η νέα αξία να μη μπορεί να είναι καθαρά άυλη, λένε. Καθώς η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει συνδεθεί στενά, σε όλη την ιστορία της, με υλική και ενεργειακή ροή (ακόμη και κατά τη μετάβαση στις υπηρεσίες, στον παγκόσμιο Βορρά), να φανταστεί κανείς ότι το ΑΕγχΠ μπορεί να συνεχίσει μεγαλώνει ενώ μειώνεται η ροή, αντιτίθεται σε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, και θα έπρεπε να φανταστεί κανείς ένα εντελώς διαφορετικό είδος οικονομίας - που δεν υπήρχε ποτέ στο παρελθόν. Εάν πρόκειται να φανταστούμε μια νέα οικονομία συνολικά, γιατί να μην φανταστούμε τότε μια οικονομία χωρίς ανάπτυξη;

Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο σημείο κλειδί: Δεν είναι η αύξηση των εισροών τελικά το πρόβλημα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η επιτακτική προσταγή για ανάπτυξη! Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να φανταστεί μια οικονομία όπου η ανάπτυξη πρέπει να συμβαίνει παρά το ανώτατο όριο των εισροών, με το να είναι άυλη όλη η νέα αξία που θα δημιουργείται. Με το κεφάλαιο να επιδιώκει να συμπεριλάβει άυλα κοινά -που είναι σήμερα άφθονα και δωρεάν (γνώση, τραγούδια, χώροι πρασίνου, ίσως ακόμη και γονείς, φυσική αφή, αγάπη και ίσως ακόμη και ο ίδιος ο αέρας)- και να τα πουλάει στους ανθρώπους για χρήματα. Για να υπακούσουν σε τέτοια νέα κύματα τεχνητής έλλειψης, οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να εργάζονται με μισθούς σε νέες άυλες βιομηχανίες, απλώς για να αποκτήσουν άυλα αγαθά που πριν ήταν ελεύθερα διαθέσιμα. Αυτό μπορεί να είναι μια «πράσινη» οικονομία, αλλά δεν είναι μια οικονομία που έχει νόημα, ή μια οικονομία με την οποία κάποιος θα ήθελε πραγματικά να ζήσει.

Ο μόνος τρόπος για την επίλυση αυτής της αντίφασης είναι να αντιστρέψουμε τη διαδικασία: να αναδιοργανώσουμε την οικονομία γύρω από τη δημιουργία αφθονίας δημόσιου πλούτου, ακόμη και αν το κάνουμε με έξοδα ιδιωτικού πλούτου. Αυτό θα απελευθερώσει τους ανθρώπους από τις πιέσεις που δημιουργούνται από την τεχνητή έλλειψη, εξουδετερώνοντας έτσι την προσταγή για ανάπτυξη και απελευθερώνοντας τον ζωντανό κόσμο από το φαντασιακό της ανάπτυξης, ώστε να μπορεί να επιλέξει το φαντασιακό της αποανάπτυξης!