Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Η κοροϊδία με την πράσινη ενέργεια


Στο κείμενό μας «Μαύρη ανάπτυξη», «Πράσινη Ανάπτυξη» ή Αποανάπτυξη; Υποστηρίζαμε ότι “Μέχρι τώρα, η οποιασδήποτε μορφής «ανάπτυξη» πάει πάντα χέρι-χέρι με την αύξηση της κατανάλωσης πόρων και ενέργειας. Και ενώ αυτό έχει γίνει κατανοητό από την πλειοψηφία των ανθρώπων από την μέχρι τώρα κριτική του πεδίου της «μαύρης ανάπτυξης», από δω και πέρα είναι αναγκαία και η κριτική της πρότασης της «πράσινης ανάπτυξης… Η πράσινη ανάπτυξη και οι πράσινες τεχνολογίες θα έχουν ένα βραχυπρόθεσμα θετικό ισοζύγιο για τη βιόσφαιρα και τα οικοσυστήματα. Θα τους δώσουν μια περιορισμένη χρονικά «παράταση» της επιβίωσής τους. Δεν θα είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού και η βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη θα απαιτήσει επεκτάσεις πέρα από τις δυνατότητες του πλανήτη, αν δεν έχουμε ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής-κατανάλωσης, τουλάχιστον σε κάποιους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας”.
H EE , μετά τις συμφωνίες του Παρισιού και της Γλασκώβης για το κλίμα, αποφάσισε ότι η προστασία του κλίματος μπορεί να επιτευχθεί από την αγορά, με επενδύσεις του «πράσινου» κεφαλαίου και των «πράσινων» funds στην «πράσινη» τεχνολογία και τις εταιρείες του τομέα. Μάλιστα στοιχειοθέτησε κανόνες και προδιαγραφές καθώς και μια κλίμακα χαρακτηρισμού και σφραγίδας του βαθμού «πρασινοποίησης» αυτών των επενδύσεων.
Όμως, παρά την πράσινη σφραγίδα, δισεκατομμύρια εισρέουν ακόμα σε ορυκτές μορφές ενέργειας.*
Η παραπάνω εικόνα δείχνει το πράσινο βάψιμο από την ΕΕ στις γκρίζες επενδύσεις: Σε πολλά funds (αμοιβαία κεφάλαια) «βιώσιμης» υποτίθεται ανάπτυξης, κρύβονται από πίσω όχι και τόσο πράσινες και βιώσιμες εταιρείες.
Διαφημίζουν επενδύσεις σε βιώσιμες πράσινες εταιρείες, αλλά σε πολλές περιπτώσεις επενδύουν στον άνθρακα, το πετρέλαιο ή την αεροπορική βιομηχανία: σχεδόν το 48% όλων των κεφαλαίων στην Ευρώπη που χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως βιώσιμα και πράσινα («Dark Green»:"σκουρο-πράσινα") επενδύουν επίσης χρήματα εκεί που δεν μπορεί να αναγνωρισθεί καμία οικολογική προστιθέμενη αξία.
Αυτή η απάτη με την πράσινη σήμανση αφορά όλο και μεγαλύτερο αριθμό επενδυτών. Εξάλλου, οι «πράσινες» επενδύσεις είναι πολιτικά επιθυμητές και ενθαρρύνονται. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Περιβάλλοντος της Γερμανίας, οι επενδυτές τοποθέτησαν 409 δισεκατομμύρια ευρώ σε βιώσιμα πράσινα funds το 2021 και ο όγκος αυτών των επενδύσεων έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2019. Αλλά προφανώς δεν είναι όλες αυτές οι τοποθετήσεις τόσο πράσινες όσο υπονοούν οι πάροχοί τους στη διαφήμισή τους.
Στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος μέσων ενημέρωσης "Great Green Investment Investigation", η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, μαζί με τις ολλανδικές πλατφόρμες Follow the Money και Investico και οκτώ ευρωπαϊκούς οίκους μέσων ενημέρωσης, αξιολόγησαν περισσότερα από 800 αμοιβαία τέτοια κεφάλαια που χαρακτηρίζονται ως πράσινα, συμπεριλαμβανομένων 547 κεφαλαίων που είναι διαπραγματεύσιμα στη Γερμανία. Όλα έχουν υποβληθεί στους αυστηρότερους οικολογικούς κανονισμούς της Επιτροπής της ΕΕ και έτσι επιτρέπεται να πραγματοποιούν επενδύσεις μόνο σε φιλικά προς το κλίμα επενδυτικά πλάνα.
Η έρευνα έδειξε ότι τα χρήματα εισέρρευσαν όχι μόνο σε «ιδιαιτέρως βιώσιμες πράσινες εταιρείες», αλλά και στην αεροπορική εταιρεία Lufthansa, την RWE-γερμανική πολυεθνική συμβατική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με εργοστάσια λιγνίτη, λιθάνθρακα, πυρηνικής ενέργειας, φυσικού αερίου και το υγροποιημένου φυσικού αερίου μεταξύ των συμβατικών πηγών ενέργειας στο χαρτοφυλάκιο της, πλάι στις εγκαταστάσεις ΒΑΠΕ- και τη Rusal, μια εταιρεία παραγωγής αλουμινίου και άνθρακα από τη Ρωσία.
Οι συμβατικές και μη πράσινες εγκαταστάσεις ή δραστηριότητές τους δεν μπορούν με κανένα τρόπο να έχουν τον χαρακτηρισμό «πράσινες. Η πιο γνωστή περίπτωση μιας τέτοιας κατηγορίας είναι η θυγατρική της Deutsche Bank, η DWS. Το γραφείο του εισαγγελέα διεξάγει επί του παρόντος έρευνα σε αυτήν.
«Πράσινο ξέπλυμα» (greenwashing)
Κάποιοι σύμβουλοι επενδύσεων υποψιάζονται «πράσινο ξέπλυμα»: "Ειλικρινά, όταν βλέπω ποια κεφάλαια είναι ξαφνικά βιώσιμα και ποια δεν ήταν βιώσιμα πριν, έχω την αίσθηση . . . ότι αυτή η σφραγίδα της βιωσιμότητας μπαίνει τώρα σε όλα", λέει η Sabine Thelen (όνομα αλλαγμένο). Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό συνέβαινε πραγματικά. Παρ' όλα αυτά, η Thelen πρέπει να πουλήσει τα κεφάλαια.
Η Helga Franke (όνομα αλλαγμένο) αγωνίζεται επίσης με τη δουλειά της. Με διπλωματικό τρόπο, η ειδικός ταμιευτηρίων λέει: "Το βλέπω ως μεγάλη πρόκληση να μην παρασυρθούμε στο greenwashing"
Οι δηλώσεις των συμβούλων προέρχονται από μια μελέτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Kassel. Η Έδρα Βιώσιμης Χρηματοδότησης θέλησε να διαπιστώσει πώς λειτουργεί στην πράξη η παγκοσμίως διακηρυγμένη «πράσινη μεγα-στροφή» στις χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Το συμπέρασμα: άσχημα, πολύ άσχημα!
Η απάτη με την σήμανση
Σχεδόν τα μισά από τα εξεταζόμενα κεφάλαια επενδύουν στο πετρέλαιο, τον άνθρακα και τις αερομεταφορές, και συνεπώς σε τομείς της οικονομίας που βλάπτουν το κλίμα. Για τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα στη Γερμανία, το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε περίπου πέντε δισεκατομμύρια ευρώ - σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία, σε αντίθεση με ό,τι διαφημίζεται, δεν εισρέουν σε οικολογικές εταιρείες.
Αυτό ακριβώς δεν θα έπρεπε να γίνεται. Αφού η αγορά των βιώσιμων επενδύσεων ήταν μια ζούγκλα γεμάτη με λέξεις μάρκετινγκ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον περασμένο Μάιο έναν κανονισμό για την ταξινόμηση των αμοιβαίων κεφαλαίων ανάλογα με τη βιωσιμότητά τους.
Τον υψηλότερο βαθμό καθαρότητας έχουν τα κεφάλαια της κατηγορίας του "Άρθρου 9"[1], η οποία περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα 800 αμοιβαία κεφάλαια που αξιολογήθηκαν σε αυτή τη μελέτη. Συνεπώς, οι επενδύσεις σε βιομηχανίες που βλάπτουν το κλίμα, όπως οι αερομεταφορές ή η ηλεκτροπαραγωγή με καύση άνθρακα, θα έπρεπε να αποτελούν ταμπού.
Δεν γίνονται σχεδόν καθόλου έλεγχοι από τις εποπτικές αρχές
Οι πάροχοι αμοιβαίων κεφαλαίων μπορούν να καθορίσουν οι ίδιοι πόσο βιώσιμοι είναι. Και ο πειρασμός να παρουσιαστεί κανείς όσο το δυνατόν πιο βιώσιμος είναι μεγάλος. Οι έλεγχοι για την ταξινόμηση αυτών των funds από τις εποπτικές αρχές δεν πραγματοποιούνται σχεδόν ποτέ. Ο κανονισμός της ΕΕ δεν προβλέπει καν κυρώσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξήγησε ότι πρόκειται για έναν σχετικά πρόσφατο κανονισμό. Ως εκ τούτου, ήταν πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα και παραρέπεμψε στις εθνικές εποπτικές αρχές.
Εκπρόσωπος της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Αρχής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (Bafin) εξηγεί απαντώντας σε σχετική ερώτηση: "Δεδομένου ότι ο κανονισμός περιλαμβάνει εκτός από τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τελικά ότι οι επενδύσεις δεν είναι απαραίτητο να είναι φιλικές προς το κλίμα"
Η αρχή ελέγχει εάν οι πάροχοι συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις διαφάνειας και τους αντίστοιχους όρους επένδυσης. "Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, μπορεί ιδίως να διαταχθεί αντίστοιχη προσαρμογή των προσυμβατικών πληροφοριών ή του ενημερωτικού δελτίου πώλησης. "
Για τις ανάγκες της έρευνας, το Follow The Money και η Investico συγκέντρωσαν την πλειονότητα των επενδυτικών κεφαλαίων που διαπραγματεύονται στην Ευρώπη και αυτοαποκαλούνται κεφάλαια του άρθρου 9.
Η πλειονότητα επενδύεται σε ορυκτές πηγές ενέργειας και αεροπορικές μεταφορές
Σε ένα δεύτερο βήμα, συνέκριναν τις επενδύσεις των «μαυροπράσινων» funds με στοιχεία από την περιβαλλοντική οργάνωση Urgewald και την Πρωτοβουλία για τα Ομόλογα για το Κλίμα (CBI), μια εταιρεία χρηματοοικονομικών ερευνών με έδρα το Λονδίνο. Η Urgewald και το CBI κατηγοριοποιούν το πόσο βιώσιμες είναι οι εταιρείες στη δική τους βάση δεδομένων.
Για παράδειγμα, αναλύθηκαν 547 κεφάλαια του άρθρου 9 που διαχειρίζονται στη Γερμανία, στα οποία συνολικά επενδύθηκαν περισσότερα από 272 δισεκατομμύρια ευρώ σε μετοχές και ομόλογα των εταιρειών. Από αυτά, 260 επενδύουν επίσης τα χρήματά τους στην "γκρίζα" παραγωγή ενέργειας και στις αεροπορικές εταιρείες, δηλαδή σχεδόν το 48% και συνεπώς σχεδόν κάθε δεύτερο εξεταζόμενο fund.
Σε ορισμένα ακραία παραδείγματα, τα funds επενδύουν συνολικά πάνω από το 40% του κεφαλαίου τους σε εταιρείες από τη βιομηχανία πετρελαίου και άνθρακα και τις αερομεταφορές, ενώ κάποια άλλα βέβαια επενδύουν λιγότερο από 2% στον ίδιο τομέα.
Ποια funds είναι "καθαρά" τοποθετημένα - και ποια όχι
Η εξέταση των funds με βάση τον όγκο τους δείχνει έτσι σοβαρές διαφορές στο ποσό των χρημάτων που επενδύονται σε "γκρίζες" εταιρείες. Ορισμένα είναι ήδη καλά τοποθετημένα όσον αφορά τις βιώσιμες πτυχές τους - σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων, τρία μεγάλα funds καταφέρνουν να λειτουργούν εντελώς χωρίς τοποθετήσεις σε ορυκτές επενδύσεις.
Από την άλλη πλευρά, άλλα απέχουν πολύ από το στόχο της βιωσιμότητας, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο. Το Principal Global Sustainable Listed Infrastructure fund (PGIM) και το Macquarie Sustainable Global Listed Infrastructure fund, για παράδειγμα, έχουν τη λέξη "sustainable" στην ονομασία τους. Ωστόσο, πάνω από το 40% των κεφαλαίων τους βρίσκεται σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους του πετρελαίου, του άνθρακα και των αερομεταφορών.
Τα δύο μάλλον μικρότερα funds ηγούνται της ποσοστιαίας σύγκρισης στη Γερμανία. Το PGIM αξίζει περίπου δέκα εκατομμύρια ευρώ, τα κεφάλαια της Macquarie περίπου 35 εκατομμύρια. Ωστόσο, το Blackrock Global Funds -New Energy Fund, ένας σημαντικός παίκτης της χρηματοπιστωτικής αγοράς, βρέθηκε επίσης στην πρώτη πεντάδα των πιο "βρώμικων" αμοιβαίων κεφαλαίων.
Από τα σχεδόν έξι δισεκατομμύρια ευρώ, η Blackrock έχει τοποθετήσει 1,1 δισεκατομμύρια σε τέσσερις εταιρείες που κερδίζουν επίσης χρήματα από τα ορυκτά καύσιμα. Η εν λόγω εταιρεία είναι ηNexteraEnergy Inc. (384 εκατ. ευρώ), EnelSpa (323 εκατ. ευρώ), RWEAG (312 εκατ. ευρώ) και China Longyuan Power Group (82 εκατ. ευρώ).
Η γκρίζα ζώνη: μεταξύ άνθρακα και αιολικής ενέργειας
Το παράδειγμα της Blackrock δείχνει τη γκρίζα ζώνη στην οποία δραστηριοποιούνται οι εταιρείες. Αυτό που είναι καθαρό ή γκρίζο μερικές φορές δεν είναι άμεσα ορατό. Η China Longyuan Power Group είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: η εταιρεία λειτουργεί σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και κερδίζει τα χρήματά της με αιολικές και ηλιακές εγκαταστάσεις. Όπως και η κινεζική, η Nextera από την πολιτεία Φλόριντα των ΗΠΑ δραστηριοποιείται στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας- ωστόσο, η εταιρεία πραγματοποιεί επίσης γεωτρήσεις για φυσικό αέριο και λειτουργεί αγωγούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η Nextera είναι η εταιρεία που έλαβε τα περισσότερα χρήματα από τα funds: 52 funds επένδυσαν συνολικά περισσότερα από 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ στη Φλόριντα. Ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης των κεφαλαίων των funds είναι η RWE AG, η ίδια η εταιρεία που θέλει να εξορύξει τον λιγνίτη κάτω από το δάσος Hambach στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία της Γερμανίας, κόντρα στην αντίσταση του τοπικού πληθυσμού. Πέντε δήθεν πράσινα ταμεία επένδυσαν συνολικά 530 εκατομμύρια ευρώ στην RWE.
Στην τρίτη θέση βρέθηκε ο ιταλικός προμηθευτής ενέργειας Enel, λίγο κάτω από μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Περισσότερα από 50 «μαυρο-πράσινα» funds θεώρησαν την Enel αρκετά πράσινη για να επενδύσουν. Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η Enel παρουσιάζει το μερίδιο της ενέργειας που παράγεται από "συμβατικές" πηγές, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας, στο 42,5% το 2021.
Πολλοί επικριτές της κατάστασης αυτής, όπως ο Dirk Rathjen, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Institute for Asset Accumulation (IVA), επικρίνουν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες ρύθμισης. Λέει ο Rathjen. "Ο ορισμός της βιωσιμότητας έχει χάσει εντελώς το στόχο"
Δεν αυξάνεται μόνο η αγορά, αυξάνεται και η κατάχρηση. "Πολλές προσφορές δεν τηρούν αυτό που υπόσχονται. Η διαφήμιση είναι συχνά νεφελώδης και αδιαφανής", λέει ο Nils Nauhauser από το κέντρο συμβουλευτικής καταναλωτών της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Ο καθένας θα μπορούσε να περιγράψει τις επενδύσεις ως οικολογικές. Nauhauser: "Οι όροι δεν προστατεύονται και στην περίπτωση ψευδών πληροφοριών δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απειλή κυρώσεων".
Αλλά η υπόθεση DWS συγκλονίζει περισσότερο τον κλάδο: Η εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων, η οποία ανήκει κατά πλειοψηφία στην Deutsche Bank, αντιμετώπισε πρόβλημα ποινικού δικαίου λόγω πιθανoύ "πράσινου ξεπλύματος". Εδώ και αρκετούς μήνες, η εισαγγελία της Φρανκφούρτης διερευνά την αρχική υποψία για απάτη στις επενδύσεις κεφαλαίου στο περιβάλλον της DWS. Στα τέλη Μαΐου του 2022, λοιπόν, έγινε επιδρομή στους δίδυμους πύργους της Deutsche Bank και στα κεντρικά γραφεία της DWS.
Η εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων DWS είναι ύποπτη για συστηματική υπερεκτίμηση της δέσμευσής της στη βιωσιμότητα και τις πράσινες επενδύσεις. Αυτό προκλήθηκε από τις δηλώσεις της πρώην επικεφαλής του τμήματος βιωσιμότητας Desiree Fixler τον Αύγουστο του 2021. Η Fixler είχε αποχωρήσει από την DWS λόγω διαφωνίας και είχε αρχικά απευθυνθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) και στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών των ΗΠΑ (FBI) με εσωτερικές πληροφορίες.
Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν έρευνα, αργότερα και οι Γερμανοί. Σύμφωνα με μια εκπρόσωπο, η εισαγγελία της Φρανκφούρτης βρήκε ενδείξεις ότι "σε αντίθεση με τις πληροφορίες στα ενημερωτικά δελτία πωλήσεων των αμοιβαίων κεφαλαίων της DWS, τα κριτήρια ESG[2] ελήφθησαν στην πραγματικότητα υπόψη μόνο σε μια μειοψηφία των επενδύσεων". Σε μεγάλο αριθμό συμμετοχών, οι απαιτήσεις αυτές αγνοήθηκαν. Κατά συνέπεια, η DWS θα μπορούσε να είναι ένοχη για "απάτη με τα ενημερωτικά δελτία".
Η υπόθεση προκάλεσε αναστάτωση στον κλάδο. Η αβεβαιότητα είναι μεγάλη, αναφέρει ο ποινικολόγος Markus Adick. Προειδοποιεί: «Όποιος περιγράφει ένα αμοιβαίο κεφάλαιο στο ενημερωτικό δελτίο ως ειδικά συμβατό με τα ESG κριτήρια πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες είναι σωστές». "Εξίσου προβληματικοί για τις εταιρείες είναι και οι κίνδυνοι φήμης", λέει η Anahita Thoms, εμπειρογνώμονας σε θέματα ESG και εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Baker McKenzie.
Σταδιακά, οι κίνδυνοι φτάνουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η μεγάλη γαλλική τράπεζαBNPParibas, για παράδειγμα, υποβάθμισε τελευταία τον αριθμό των funds του άρθρου 9 από 26 σε 8. Άλλοι πάροχοι, όπως η Amundi, η Axa και η Blackrock, έχουν ήδη προσαρμόσει τον αριθμό.
Θα είναι αυτό αρκετό για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις πράσινες επενδύσεις;
 Ο Joost Schmets από την ένωση επενδυτών European Investors λέει: "Υπάρχει ο κίνδυνος μια μεγάλη ομάδα επενδυτών που συμπεριλαμβάνουν τη βιωσιμότητα στις επενδυτικές τους αποφάσεις να απογοητευτούν και να χάσουν την πίστη τους σε μια βιώσιμη οικονομία".
Αλλά το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το γεγονός ότι γίνονται και «μαύρες» επενδύσεις από κεφάλαια που χαρακτηρίζονται ως πράσινα και βιώσιμα. Γιατί και καθαρά «πράσινες» επενδύσεις σε φαραωνικά έργα ΒΑΠΕ-όπως γίνεται π.χ. στα ελληνικά βουνά και περιοχές Natura-έχουν μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα από αυτό που πάνε να μειώσουν. Οι ΒΑΠΕ έχουν αρνητικό αποτύπωμα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι διαφημιζόμενες και αδρά επιδοτούμενες «πράσινες» επενδύσεις επιδεινώνουν αντί να βελτιώνουν τους δείκτες περιβαλλοντικής προστασίας.
Το τελικό μας συμπέρασμα: από τη στιγμή που η απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ανατέθηκε από τις κυβερνήσεις και τον ΟΗΕ στην αγορά, στην «πράσινη ανάπτυξη», στις «πράσινες εταιρείες» και στο «πράσινο κεφάλαιο», που έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών για τους επενδυτές κοροϊδεύοντας με την «πράσινη ενέργεια», δεν μπορεί παρά να φθάσουμε γρηγορότερα -από ότι περίμεναν οι επιστήμονες-στην κλιματική καταστροφή!
 
*Στοιχεία από την έρευνα της γερμανικής εφημερίδας tagesspiegel
 


[1] Άρθρο 9 - τα «βαθέως- πράσινα» προϊόντα ή τα «προϊόντα αντίκτυπου»
Τα κεφάλαια που ταξινομούνται σύμφωνα με το "άρθρο 9" είναι χρηματοοικονομικά προϊόντα με τα οποία "επιδιώκεται μια βιώσιμη επένδυση". Μεταξύ άλλων, έχει καθιερωθεί η απλουστευμένη δήλωση ότι επιδιώκεται ο αντίκτυπος της βιωσιμότητας ή ότι επιδιώκεται ένας ρητός στόχος βιωσιμότητας. Στην τεχνική ορολογία, συχνά αναφέρονται επίσης ως "βαθέως πράσινα" ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως "funds αντίκτυπου".

[2] ESG: αρχικά για την Environmental, Social, Governance: Περιβαλλοντική, κοινωνική, διακυβέρνηση- πράσινη, φιλική προς το κλίμα, οικολογική διακυβέρνηση της ΕΕ. 


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Οι λύσεις βρίσκονται στο έδαφος

 


Συνέντευξη στη Βασιλική Γραμματικογιάννη

 

Ο Γιώργος Κολέμπας είναι Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης με σπουδές οικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης. Από το 1990 που εγκαταστάθηκε στο Πήλιο ασχολείται με την προώθηση και την οργάνωση της βιολογικής οικο-παραγωγής στην Ελλάδα. Για τον κύριο Κολέμπα, αλλά και για εμάς εδώ στο BIO, η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία είναι η λύση όχι μόνο για την κλιματική κρίση και για την επισιτιστική ασφάλεια αλλά και για την επιβίωση των αγροτών. Επιστροφή στις παλιές αξίες λοιπόν για να προχωρήσουμε μπροστά. Για να προχωρήσουμε στο μέλλον. 

 

Στις προηγούμενες μέρες η προσοχή μας ήταν στραμμένη στη Σύνοδο COP27, ωστόσο από την ατζέντα της Διάσκεψης φαίνεται να απουσιάζει η εντατική γεωργία και η συμβολή της στην κλιματική κρίση. Έχετε ασχοληθεί με το θέμα της βιώσιμης καλλιέργειας σχεδόν σε όλη σας τη ζωή. Θα θέλατε να μας πείτε με ποιο τρόπο θα μπορούσε ο αγροδιατροφικός τομέας να συμβάλει στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής;

 

 Από τον κύκλο του άνθρακα βλέπουμε ότι υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας. Ο άνθρακας αποσπάται από την ατμόσφαιρα βασικά μέσω της φωτοσύνθεσης στα φύλλα, κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό CO2 σε υδατάνθρακες. Η βλάστηση λοιπόν είναι καταρχήν αυτή που ρυθμίζει το ισοζύγιο ατμόσφαιρας -βιόσφαιρας και στη συνέχεια έχουμε τις επίγειες διεργασίες-ανταλλαγές με την υπόλοιπη βιομάζα και το ίδιο το έδαφος.

 

Από το συνολικό ποσό του οργανικού άνθρακα που παράγεται από τη φωτοσύνθεση το μισό περίπου παραμένει και αποθηκεύεται στη φυτική μάζα και ένα μέρος μετά τη γήρανση των φυτών καταλήγει στο έδαφος, στη λεγόμενη δεξαμενή «συντριμμιών» του άνθρακα και μετατρέπεται στον εδαφολογικό άνθρακα, που αποσυντίθεται πολύ πιο αργά. Ο εδαφολογικός άνθρακας αποτελεί τη δεξαμενή του αδρανή άνθρακα. Ο συνολικός άνθρακας του εδάφους είναι πολλαπλάσιος αυτού της βλάστησης.

 

Τα οικοσυστήματα δηλαδή λειτουργούν σαν αποθήκες άνθρακα;

 

Τα επίγεια οικοσυστήματα αποτελούν δεξαμενές άνθρακα. Με νεότερους υπολογισμούς θεωρείται ότι στα δάση μόνο «σταθμεύουν» περίπου 800 GT, περισσότερο και από την ατμόσφαιρα. Οι βιολογικές διεργασίες μπορούν να επηρεάσουν το ποσό του άνθρακα σε αυτές τις δεξαμενές, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει και άμεσα για αύξηση του αποθηκευμένου άνθρακα σε αυτές. Οι καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων θα είναι ο κατεξοχήν τομέας, όπου θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές ώστε να αυξηθεί ο αποθηκευμένος άνθρακας.

 

Η επιστροφή στην αγρο-οικολογική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κλιματική κρίση. Η διεθνής οργάνωση των μικρών αγροτών Via Campesina πιστεύει ότι η αειφόρος, μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία, θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην «ψύξη» της γης, γιατί είναι εντάσεως εργασίας και απαιτεί λίγα καύσιμα.

 

Πως αυτό θα γίνει εφικτό;

 

Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν.

 

Θα πρέπει εκατομμύρια γεωργών - αγροτικών κοινοτήτων να αποκτήσουν τη δυνατότητα να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο.

 

Είναι απαραίτητη η εφαρμογή γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια.

 

Επίσης η «από-ανάπτυξη» στη παραγωγή κρέατος για μια ζωο-εκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων, αλλά και των υδατοκαλλιεργειών –ιχθυοτροφείων είναι ουσιαστική.

 

Τέλος εκπαίδευση αντίστοιχη των πολυλειτουργικών αγροτών και των νέων γενιών μέσα από την αντίστοιχη στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος.

 

Τότε η κρίση του κλίματος έχει μια πιθανή λύση: το έδαφος!

 

Να σημειωθεί επιπλέον ότι σύμφωνα με αναλύσεις το σημερινό εμπορικό σύστημα παραγωγής και διανομής της τροφής μπορεί και να είναι υπεύθυνο μέχρι και για το μισό των εκπομπών του «ισοδύναμου» διοξειδίου του άνθρακα. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ μόνο η ζωοεκτροφή εκπέμπει το 18% του «ισοδύναμου CO2» σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Επομένως;

 

Είναι καιρός να γυρίσουμε σελίδα και να δημιουργήσουμε ένα υγιέστερο πλανήτη, με τη βελτίωση των εδαφών, με τη βιώσιμη γεωργική παραγωγή για περισσότερα και καλύτερα τρόφιμα, στηριζόμενοι στη δυναμική των αγροτικών κοινοτήτων, των κοινοτικών-δημοτικών δικτύων παραγωγής διανομής και κατανάλωσης, της μικρής κλίμακας τοπικής αγοράς. Αν, ειδικά για τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα, επιλέξουμε τη λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό επακόλουθο της την οικο-γεωργία. Η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής.

 

Για να παραχθεί μια θερμίδα φαγητού χρησιμοποιούνται δέκα θερμίδες ενέργειας που αυτή τη στιγμή προέρχεται κυρίως από ορυκτά καύσιμα. Συνεπώς για να πάμε σε μια γεωργία μηδενικών ρύπων θα πρέπει η παραγωγή να γίνεται με καθαρή ενέργεια. Υπάρχει η δυνατότητα στην ελληνική ύπαιθρο για αυτοπαραγωγή ενέργειας των καλλιεργητών και πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να γίνει αυτή η μετάβαση;

 

Στις μέρες μας η μηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία της τροφής καταναλώνει κατά μέσο όρο περισσότερες μονάδες ορυκτής ενέργειας για να παραχθεί μία μονάδα διατροφικής ενέργειας. Αυτό μπορούσε να γίνεται όσο υπήρχαν ακόμα φθηνά ορυκτά καύσιμα και σε μεγάλες ποσότητες από τις εξορύξεις. Κάποια στιγμή η δαπάνη για να εξαχθεί π.χ. ένα βαρέλι πετρελαίου, θα ξεπεράσει την αξία της απόδοσης ενός βαρελιού, άρα η εξόρυξη, εκτός από αντιπεριβαλλοντική-αντικλιματική, θα γίνει και οικονομικά αντιπαραγωγική.

 

Από την άλλη η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών για αγροκαύσιμα έχει σαν αποτέλεσμα οι γαιοκτήμονες του Νότου μαζί με τις πολυεθνικές των αυτοκινήτων του Βορρά να διεκδικούν μεγάλες εκτάσεις υπέρ του «οδηγού» και εις βάρος του «υποσιτισμένου».

Και στην Ελλάδα πολλοί αγρότες έχουν αρχίσει να καλλιεργούν ενεργειακά φυτά σε γη που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν δημητριακά διατροφής με καλή απόδοση, χωρίς την υπερχρήση νερού-που χρειάζονται τα ενεργειακά φυτά-λόγω λειψυδρίας που έχουμε στη χώρα. Έτσι οι αγρότες μας θα μπορούσαν να παράγουν αιθανόλη και βιοαέριο για ενεργειακή χρήση, από τα φυτικά υπολείμματα των καλλιεργειών, τα οποία συνήθως καίνε για να προετοιμάσουν τα χωράφια για την επόμενη χρονιά. Επίσης η αγριοαγκινάρα σαν πολυετές φυτό που δεν χρειάζεται καθόλου νερό θα μπορούσε να είναι μια λύση για τους αγρότες που θέλουν να καλλιεργήσουν ενεργειακά φυτά. Βιοαέριο θα μπορούσαν να παράγουν και οι δήμοι από τα οργανικά απόβλητα των οικισμών και των πόλεων, ώστε να διατίθεται για θέρμανση και κίνηση με αλλαγή των κινητήρων.

Οι αγρότες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενεργειακή αυτονομία τους και με εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών συστημάτων στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη. Επίσης με εγκατάσταση μικρών ανεμογεννητριών-και όχι των φαραωνικών που εγκαθιστούν οι εταιρείες ΒΑΠΕ- σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης.

Όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν γίνει…χθες. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά, αν υπάρξει αντίστοιχη πολιτική βούληση.

 

Για τους αγρότες που ήδη έχουν επενδύσει σε αυτό το μοντέλο της εντατικής καλλιέργειας με βαριά γεωργικά μηχανήματα και πιθανόν και πολλά τραπεζικά δάνεια. Πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα χωρίς να καταστραφούν οικονομικά;

 

Ήδη, οι μέχρι τώρα μικροαγρότες της ελληνικής υπαίθρου έχουν καταστραφεί οικονομικά. Η Ελλάδα από την ένταξη της στην Ε.Ε έλαβε 120 δις ευρώ σαν επιδοτήσεις. Από τα λεφτά αυτά τα 51,3 δις επέστρεψαν στις εταιρείες της Δ. Ευρώπης που προμηθεύουν τόσα χρόνια τη χώρα με εξοπλισμό, μηχανήματα και πρώτες ύλες. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε, αλλά ταυτόχρονα έχει μεγαλώσει το χρέος των αγροτών στις τράπεζες. Με στοιχεία της πρώην Αγροτικής τράπεζας, το 70% της αγροτικής γης είναι υποθηκευμένο. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης, 55.000 στρέμματα, για παράδειγμα στη Θεσσαλία, βρίσκονται στο στάδιο της ερημοποίησης, που σημαίνει νεκρή γη, όσο και να τη λιπαίνεις δεν αποδίδει πια.

 

Μόνο αν στραφούν στην αγρο-οικο-γεωργία, κυρίως οι νέοι αγρότες, θα βρουν λύση για να επιβιώσουν τα επόμενα χρόνια. Αυτό συνδέεται με την επιταχυνόμενη ανάγκη για συγκρότηση ενός νέου αγροτικού κινήματος με κύριο χαρακτηριστικό του την επαναφορά-επανάκτηση του μικρο-χωροτόπου από τους μικρούς αγρότες, στη βάση μιας γενικότερης «επανατοπικοποίησης» και «επανεδαφικοποίησης» της οικονομίας. Προς τη διεκδικητική αυτή κατεύθυνση διαμορφώνεται η τάση της αγροοικολογίας αλλά και οι άλλες εναλλακτικές αλληλοσυμπληρούμενες μορφές καλλιέργειας όπως η αει/μόνιμη καλλιέργεια-permaculture, οι κοινοτικά υποστηριζόμενες καλλιέργειες-ΚΥΓΕΩ, η αναγεννητική γεωργία, η ολιστική γεωργία κ.ά.

 

 

Η επερχόμενη επισιτιστική κρίση μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη μετάβαση σε μια βιώσιμη γεωργία;

 

Η επερχόμενη επισιτιστική-διατροφική κρίση, η οποία θα οξυνθεί γρήγορα λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία, οφείλεται ταυτόχρονα και στην κλιματική αλλαγή λόγω πτώσης της παραγωγής τροφής, αλλά και στο υπάρχον εμπορικό σύστημα διανομής της που απορρίπτει στις χωματερές και τα σκουπίδια μέχρι και το 30% της παραγόμενης τροφής.

 

Στην Ευρώπη 88 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια. Αποτέλεσμα αυτού είναι 14 δισ. στρέμματα- δηλαδή το 28% των καλλιεργούμενων εδαφών- χρησιμοποιούνται για παραγωγή 1,3 δισ. τόνων πεταμένης τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Για τη μετάβαση στη βιώσιμη γεωργία χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων –με αποφυγή των μεσαζόντων– μέσω δικτύων παραγωγο–αναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών. Είναι ήδη υπαρκτά- αλλά μειοψηφικά –τα κινήματα σχετικά με την προσέγγιση της ολιγο-επάρκειας. Μπορεί να αναπτυχθούν παραπέρα ως «Κοινά» μέσω αναδιανομής των γαιών σε μικρά τμήματα, με επανατοπικοποίηση της παραγωγής, καθώς και με την οργάνωση της διανομής μέσω μικρών και απ’ ευθείας συστημάτων-δικτύων, που αναφερθήκαμε.

 

Η πανδημία ήταν από πολλές απόψεις είναι ένα κάλεσμα αφύπνισης της κοινωνίας για την ανάγκη αλλαγών. Βλέπουμε λοιπόν να ξεπηδούν διάφορα εγχειρήματα για τη δημιουργία οικοκοινοτήτων. Θα μπορούσε μια τέτοια στροφή της κοινωνίας να επιταχύνει τη μετάβαση σε μικρής κλίμακας καλλιέργειες με μηδενικές εκπομπές;

 

 Στην Ελλάδα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων επιτήρησης -από τους διεθνείς «επενδυτές» της «ανάπτυξης» και «φτωχοποίησης»- και της επερχόμενης πολλαπλής κρίσης στην μετα-κόβιτ εποχή, ο πρωτογενής τομέας μπορεί να γίνει ο εφαλτήρας για μια αναζωογόνηση και παραγωγική ανασυγκρότηση η οποία θα ξεκινούσε από τις τοπικές κοινωνίες.  Και για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης που έρχεται, αλλά και για μια απασχόληση μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού για την αντιμετώπιση της σημερινής ανεργίας.

 

Γενικότερα είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί στη χώρα όχι μόνο από επιλογή, αλλά κυρίως από ανάγκη, ένα ρεύμα αντίστροφης εσωτερικής μετανάστευσης, από τις πόλεις προς τη περιφέρεια για να υπάρξει αναζωογόνηση και της τοπικής κοινωνίας. Η αποκέντρωση όμως αυτή για να μπορεί να είναι λύση και για τους ανέργους των πόλεων-που δεν έχουν τους πόρους για μια τέτοια μετεγκατάσταση στην επαρχία- θα χρειαστεί αφενός να υποστηριχθεί και θεσμικά από το κράτος και αφετέρου να μη γίνεται ατομικά -γιατί έτσι δεν θα είναι βιώσιμη και η μιζέρια της πόλης μπορεί να συνεχιστεί με την ακόμη μεγαλύτερη μιζέρια της επαρχίας-αλλά ομαδικά. Με τη μορφή των οικοκοινοτήτων ή «διευρυμένων» οικογενειών που θα έχουν κοινό ταμείο.

Θα μπορούσαν να σχηματιστούν ομάδες νέων ανέργων των πόλεων που θα πλαισιώνονται και από μετανάστες και πρόσφυγες-που θα θέλουν να εγκατασταθούν στη χώρα χωρίς να επιδιώξουν να φύγουν για Ευρώπη-και να στηριχτούν για μια δημιουργική συλλογική εγκατάσταση στην ελληνική περιφέρεια. Να τους παραχωρηθούν από το κράτος και τους δήμους δημόσιοι ή δημοτικοί χώροι και παρατημένα κτήματα και εγκαταστάσεις -υπάρχουν πολλές ιδιοκτησίες που δεν έχει γίνει αποδοχή κληρονομιάς από τους κληρονόμους τους και έτσι έχουν μετατραπεί σε δημόσιες.

Θα ήταν μια διέξοδος και για τους νέους αλλά και για τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα που δεν έχει ανθρώπους για να ασχοληθούν. Ιδίως στις ορεινές κοινότητες, όπου οι γερασμένοι αγρότες δεν έχουν νεανικά χέρια για να τους βοηθήσουν στις αγροτικές δουλειές και θα τα παρατήσουν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη.

Για μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα συμβίωσης ενηλικιωμένων

 

          Ζώντας μαζί αντί ο καθένας/μια μόνη

Η διαβίωση σε μια τέτοια κοινότητα έχει τα χαρακτηριστικά κοινοτικής ζωής που επωφελείται από ένα ισχυρό κοινωνικό δίκτυο εντός της ομάδας διαβίωσης. Οι κοινόχρηστοι χώροι κυρίως προσκαλούν για αυτό, αλλά συχνά και οι κοινές δραστηριότητες, είτε συζητήσεις για κοινού ενδιαφέροντος θέματα είναι αυτές, είτε για κοινές εργασίες στον κήπο, είτε για οργάνωση γιορτών και εκδρομών. Ωστόσο, θα μπορούν τα μέλη να αποσύρονται, αν το επιθυμούν. Αυτό θα τους επιτρέπει το δικό τους δωμάτιο ή σπιτάκι που θα διαθέτουν, με ταυτόχρονη πρόσβαση στους ομαδικούς χώρους, όταν το χρειάζονται.

Σε μια κοινότητα συμβίωσης ζουν μαζί ηλικιωμένοι που είτε έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί είτε πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν, αλλά και νέοι-ες που θα εργάζονται στις θέσεις εργασίας τις οποίες θα έχει δημιουργήσει η κοινότητα (π.χ.μαγείρου-σας για την κοινή κουζίνα, κηπουρού για τον κήπο ή τις καλλιέργειες μέρους της τροφής της κοινότητας, νοσοκόμου-ας για την καθημερινή φροντίδα υγείας όσων έχουν ανάγκη κ.λπ.). Το κίνητρο είναι ότι δεν θέλουν να ζήσουν μόνοι τους στα γηρατειά και επιθυμούν να συνεχίσουν να είναι κοινωνικοί και επικοινωνιακοί ή οικονομικό γιατί έχουν χαμηλές συντάξεις για να διατηρούν δικό τους σπίτι και δεν επιθυμούν να μπουν σε γηροκομείο.

2.       Ενεργητική κοινότητα διαβίωσης

Λεγόμενη και ενεργητική κοινότητα διαβίωσης, απευθύνεται (αν και όχι αποκλειστικά σε δραστήριους ακόμα) ηλικιωμένους πολίτες, όπου σαν κάτοικοι ζουν μαζί αλλά και ανεξάρτητα και οργανώνουν τη ζωή τους χωρίς εξωτερική βοήθεια, αλλά με αλληλεγγύη μεταξύ τους και πιθανά με τη βοήθεια όσων από τη νέα γενιά θα αποφασίσουν να συμβιώσουν, ανταποδίδοντας στη στήριξη που θα απολαμβάνουν από την κοινότητα.

Στην ενεργητική κοινότητα ενηλικιωμένων μπορεί να υπάρχουν κυρίως ηλικίες 50 ετών και άνω. Οι περισσότεροι κάτοικοί της εξακολουθούν να είναι πολύ δραστήριοι και κάνουν πολλά μαζί. Μια τέτοια κοινότητα μπορεί να είναι και ένας συνδυασμός νέων οικογενειών και ηλικιωμένων πολιτών. Μπορεί πολλές γενιές να ζουν μαζί με στόχο τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και αλληλοστήριξη (πολυγενεακή διαβίωση, λέγεται αυτό).

Οι κοινοί χώροι, όπως σάουνα, κοινόχρηστη κουζίνα, οι χώροι για χόμπι, πιθανό στούντιο ή εργαστήριο, ο ξενώνας, ενδεχομένως και κοινό σαλόνι, καθώς και οι χώροι του κήπου ή της καλλιέργειας μοιράζονται σύμφωνα με τους συμφωνημένους από τα μέλη κανόνες.

Μπορεί επίσης μια τέτοια κοινότητα να εξασφαλίζει ένα κοινό χώρο συνάντησης όπου τα μέλη μπορούν να συναντηθούν, να ανταλλάξουν και να στηρίξουν ο ένας τον άλλον, σε ένα φάσμα δραστηριοτήτων και υπηρεσιών που βασίζονται κυρίως στην αυτοβοήθεια ή την εθελοντική εργασία. Υπό αυτή την έννοια, συχνά μπορούν να συνδυάζουν τις υπηρεσίες των κοντινών κέντρων υγείας, των κέντρων ημερήσιας φροντίδας, ή κέντρων γυναικών και μητρότητας καθώς και απογευματινής απασχόλησης για παιδιά και των χώρων συνάντησης ηλικιωμένων-ΚΑΠΗ, για την παροχή υπηρεσιών μεταξύ των.

Το κοινό σημείο είναι ότι βασίζονται όλα αυτά στην επιθυμία να αναβιώσει η συντροφικότητα και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Ο όρος που χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται σκόπιμα σε μορφές σύγκρουσης γενεών. Τα μέλη συχνά αναλαμβάνουν οι ίδιοι καθήκοντα και έτσι συμβάλλουν σημαντικά στην ομαδική συμβίωση.

3.       Νομικές προϋποθέσεις

Κατά τη δημιουργία μιας τέτοιας κοινότητας, υπάρχουν ορισμένα νομικά προβλήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πάνω απ' όλα, είναι σημαντικοί οι σαφείς και προσυμφωνημένοι κανονισμοί της κοινότητας. Αυτό περιλαμβάνει και διάφορες συμβάσεις και συμφωνίες με τρίτους, όπως η πιθανή σύμβαση μίσθωσης υπαρχόντων κτιρίων ή η σύμβαση με εργολάβο, μηχανικό και αρχιτέκτονα στην περίπτωση κατασκευής νέων κτιρίων . Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί σκόπιμο κάθε κάτοικος να συνάπτει ξεχωριστή σύμβαση μίσθωσης με τον ιδιοκτήτη. Έτσι αποφεύγονται τα προβλήματα όταν οι κάτοικοι φεύγουν από την κοινότητα ή μετακομίζουν.

Όσοι αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να δημιουργήσουν από την αρχή μια τέτοια κοινότητα, θα χρειασθεί να ετοιμάσουν ένα λεπτομερές σχέδιο λειτουργίας της που θα αφορά: τους κανόνες συμβίωσης, τα οικονομικά της, τα αντίστοιχα νομικά ζητήματα.

Στην περίπτωση που θα δημιουργήσει και θέσεις εργασίας, θα πρέπει να προσδιορίζονται με σύμβαση τα καθήκοντα των εργαζομένων(π.χ. μάγειρου, κηπουρού ή νοσοκόμου) ή της υπηρεσίας υγειονομικής φροντίδας, πέραν όσων προσφέρονται εθελοντικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον/ην εργαζόμενο/η με νοσηλευτική δραστηριότητα, ή αναλαμβάνει τη φροντίδα σε διάφορους τομείς όπως τα διοικητικά και οικιακά καθήκοντα. Για το σκοπό αυτό, τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να οριστούν από κοινού από τους κατοίκους της συμβίωσης. Χρειάζεται επίσης σύμβαση με τις κοινωνικές υπηρεσίες, έτσι ώστε η Κοινότητα να δικαιούται  την αντίστοιχη κοινωνική υπηρεσία.

Μπορεί και ένας/μια συγγενής κάποιου μέλους της κοινότητας να μετακομίσει στη κοινότητα διαβίωσης και να παρέχει υπηρεσίες φροντίδας. Η σύμβαση μίσθωσης που συνάπτει με τον πάροχο των κτιριακών εγκαταστάσεων θα πρέπει να υπόκειται στις ίδιες απαιτήσεις.

Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζεται και η πλήρης ενδονοσοκομειακή περίθαλψη των μελών, όταν θα είναι αναγκαίο. Εάν υπάρχει ανάγκη για περίθαλψη, μπορεί να ανατεθεί σε μια υπηρεσία εξωτερικής περίθαλψης η φροντίδα των ενοίκων της κοινότητας με απευθείας συνεννόηση με το ή τα αρμόδια ταμεία ασφάλισης-περίθαλψης

Επιπλέον, οι συγκάτοικοι της Κοινότητας θα πρέπει να ορίσουν από κοινού και κάποιον-εργαζόμενο ή μέλος της-που θα τους εκπροσωπεί προς τρίτους. Ο εκπρόσωπος αυτός μπορεί επίσης να υποστηρίζει την Κοινότητα με γενικές δραστηριότητες φροντίδας, διοίκησης και καθαριότητας.

4.       Ενοίκιο ή αγορά;

Υπάρχουν δύο επιλογές για τη μετακόμιση σε μια κοινότητα συμβίωσης: ενοικίαση ή αγορά. Το ποια επιλογή είναι η καλύτερη εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Αυτό περιλαμβάνει τις προσωπικές προτιμήσεις των ήδη αποφασισμένων μελών, όσον αφορά τη βάση της κοινότητας και κυρίως την επιθυμητή τοποθεσία.

Αν υπάρχουν προσφερόμενες από κάποιον πάροχο κατάλληλες επιθυμητές εγκαταστάσεις, σε επιθυμητή τοποθεσία, τότε προχωρά σε συμβάσεις ενοικίασης. Αν δεν υπάρχουν τέτοια προσφορά και θα πρέπει από την αρχή να κατασκευασθούν π.χ. τα αυτόνομα σπιτάκια και οι κοινοί χώροι της κοινότητας, τότε τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για την «πρωτοβουλία δημιουργίας της Κοινότητας». Θα πρέπει να εξασφαλισθεί η κοινή ιδιοκτησία(συνιδιοκτησία) του οικοπέδου ή του κτήματος που θα γίνει η εγκατάσταση και στη συνέχεια η οργάνωση της κατασκευής των χώρων.

Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχουν δύο εκδοχές: 1) κατασκευάζονται με συλλογική ευθύνη και «κοινό ταμείο»(από τα ποσά των μερίδων που θα καταβάλει το κάθε μέλος)- καθώς και με επιδίωξη εξωτερικής χρηματοδότησης από κάποιο κοινωνικό πρόγραμμα- οι παρόμοιοι ατομικοί και κοινοί χώροι με προαποφασισμένη από κοινού μέθοδο(π.χ. cob ή «τροχοβίλες» ή προκατασκευασμένα σπιτάκια). 2. Το κάθε μέλος, ανάλογα τους πόρους που διαθέτει κατασκευάζει το «δικό του» σπιτάκι με τις προδιαγραφές που προτιμά και απομένει η συλλογική απόφαση για το είδος, τη μέθοδο και τον αριθμό των κοινών δομών που θα κατασκευασθούν.

5.       Τα πρώτα βήματα

Η ομάδα πρωτοβουλίας που αναλαμβάνει τη δημιουργία της Κοινότητας έχει καταρχήν μπροστά της τα παρακάτω «καθήκοντα»:

1.       Επικοινωνία με την τοπική κοινωνία της προσπάθειας δημιουργίας της κοινότητας

2.       Έρευνα για νέα πιθανά μέλη που θα την πλαισιώσουν

3.       Διατύπωση των όρων της συμβίωσης και διαμόρφωση ενός «εσωτερικού κανονισμού» ή ενός καταστατικού αν θα θελήσει να πάρει και νομική μορφή(-.χ. συλλόγου, μη κερδοσκοπικής, ή ΚΟΙΝΣΕΠ)

4.       Έρευνα για την τοποθεσία της εγκατάστασής της

5.       Δημιουργία κοινού ταμείου για την αρχική χρηματοδότηση όπου ο/η καθένας/μια συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του ή ισόποσα(θέμα απόφασης).

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Για την κλιματική δικαιοσύνη και την παγκόσμια διάσκεψη COP27


 Τι μας διδάσκει η COP27;

Στην COP27, στη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα στο Σαρμ Ελ Σέιχ της Αιγύπτου, συγκεντρώθηκαν για ένα δεκαπενθήμερο 20. 000 άνθρωποι, αρχηγοί κρατών, γραφειοκράτες, επιστήμονες, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι ΜΚΟ, για να ανταλλάξουν απόψεις για την κατάσταση του κόσμου. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι αυτή η τεράστια προσπάθεια θα μας έφερνε πιο κοντά στο στόχο της αποτροπής της επικείμενης καταστροφής του πλανήτη. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει από τους συγκεντρωμένους να δώσουν χώρο και στη δικαιοσύνη για να μπορεί να βρει μια θέση και η κλιματική δικαιοσύνη!

Αλλά τι σημαίνει δικαιοσύνη; Και ποιος χρωστάει τι και σε ποιον;

 Για περισσότερα από δέκα χρόνια, κινήματα αγροτών, αυτόχθονων πληθυσμών, ακτιβιστών για την κλιματική δικαιοσύνη, των νέων for future, των οικολογικών οργανώσεων κ.λπ., προσπαθούν να υποχρεώσουν τον Παγκόσμιο Βορρά να επανορθώσει για τις κλιματικές ζημιές - για τις ζημιές που έχουν ήδη συμβεί, που συμβαίνουν τώρα και που αναπόφευκτα θα συμβούν, λόγω της κλιματικής αλλαγής. Μετά από πίεση και επιμονή από τα κάτω, μετά από αμέτρητες επιστημονικές προειδοποιήσεις για αυτές ακριβώς τις κλιματικές καταστροφές, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν πλέον να σιωπούν σχετικά με τη συζήτηση για την κλιματική δικαιοσύνη και την απώλεια και τη ζημία.

Όλοι μίλησαν γι' αυτό, ήταν υποχρεωμένοι να μιλήσουν! Αλλά δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Η Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για το Κλίμα στο Σαρμ ελ Σέικ δεν μας έφερε ούτε εκατοστό πιο κοντά σε αυτό που πρέπει να γίνει.

Γιατί από τη μία πλευρά, αναφέρθηκαν στην προοπτική ιδιαίτερων συμφωνιών μεταξύ μεμονωμένων χωρών-ρυπαντών και καθεμιάς από τις χώρες που θα καταστραφούν σύντομα. Από την άλλη εννοούν το λεγόμενο "ταμείο αποζημιώσεων", από το οποίο χώρες όπως το Πακιστάν ή η Σομαλία θα λάβουν "αποζημιώσεις" για τις καταστροφές που υπέστησαν.

Αλλά τέτοιες ιδιαίτερες συμφωνίες δεν γίνονται ποτέ επί ίσοις όροις και, όπως μας έχουν διδάξει αρκετά καλά τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν βρίσκουν ποτέ μια πραγματικά κατάλληλη λύση. Αν το νότιο μισό του Πακιστάν βυθίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στις πλημμύρες τον Αύγουστο, αυτό θα ξανασυμβεί τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο μια φορά, αλλά πολλές φορές, επαναλαμβανόμενα σε όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα, όπως υπονοεί ο κατ' ευφημισμόν όρος "κλιματική αλλαγή".

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον μαρασμό της Σομαλίας κάτω από εβδομάδες καύσωνα: και αυτό, επίσης, δεν θα σταματήσει από εδώ και πέρα, αλλά θα συνεχιστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μακροπρόθεσμα, μέχρι το τελευταίο κουφάρι βοδιού να γίνει σκόνη κάπου στον καυτό ήλιο.

Το καθολικά πάντως ευπρόσδεκτο ταμείο - κάτι πρέπει να είναι ευπρόσδεκτο! - έχει αποφασιστεί μόνο ως τέτοιο: η μυθική "διεθνής κοινότητα" δεν έχει de facto και in concreto δεσμευτεί σε τίποτα απολύτως. Ακόμα περισσότερο: Οι βιομηχανικές χώρες υιοθέτησαν ρητορικά ένα κεντρικό αίτημα του παγκόσμιου Νότου, αλλά ταυτόχρονα το εξουδετέρωσαν!

Αποζημιώσεις

Με τις αποζημιώσεις δεν αντιμετωπίζεται καν το πραγματικό σκάνδαλο, το γεγονός ότι αυτές, αν πρόκειται να καταβληθούν, θα καταβληθούν εθελοντικά. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί επί του παρόντος να αναγκάσει τους πρωταίτιους της κλιματικής καταστροφής να κάνουν παραχωρήσεις. Τελικά μια άσχετη αλλά έντιμη μειοψηφία από αυτούς - για παράδειγμα, η περιοχή της Βαλλονίας στο Βέλγιο ή η Σκωτία - έχουν δηλώσει την προθυμία τους να αναλάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις: όσο καλόπιστα και να το αντιμετωπίσει κανείς, το ποσό αυτό ανέρχεται σε μερικά εκατομμύρια, ενώ απαιτούνται πολλά δισεκατομμύρια.

Αλλά ακόμη και αυτή η ανεπάρκεια παραμένει εθελοντική. Πολιτικά μιλώντας: είναι απλώς ένα ήπιο δώρο από το τραπέζι των αφεντικών σε εκείνους που πρέπει να υποφέρουν από την κλιματική καταστροφή. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να γίνει εντελώς το αντίθετο, να αναγνωρισθούν νομικά οι αξιώσεις, χωρίς όρους, με βάση την σαφώς προσδιορίσιμη αρχή του "ο ρυπαίνων πληρώνει", καθώς και γενικά με βάση τα πολιτικά και νομικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Αγωγές για αποζημίωση είναι αναμενόμενες ήδη σήμερα- θα μπορούσαν επίσης να κατατεθούν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Ωστόσο, δεν έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτές τις διαδικασίες, οι οποίες θα είναι χρονοβόρες και το αποτέλεσμα θα παραμείνει ανοιχτό για χρόνια, ίσως δεκαετίες, και θα μπορούσε να είναι πολιτικά καταστροφικό σε περίπτωση αρνητικής ετυμηγορίας. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που μια θετική απόφαση δεν θα αρχίσει καν να διευκρινίζει ποιος είναι υπεύθυνος σε μεμονωμένες περιπτώσεις και πόσα μπορούν να λάβουν από ποιον και πότε.

Αυτό βέβαια δεν αντιτίθεται στην έναρξη τέτοιων διαδικασιών - εάν δεν προσεγγίζονται απλώς νομικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά. Αλλά πολιτικά σημαίνει: ένας αγώνας που θα χωρίσει τον κόσμο σε εκείνους που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους καθώς και για την επιβίωσή τους και σε εκείνους που απλά θέλουν να συνεχίσουν όπως μέχρι τώρα, επειδή έχουν τη δύναμη να το κάνουν.

Τι θα ήταν καιρός να αποφασισθεί στη διάσκεψη;

Η σημερινή πραγματικότητα φέρνει στο μυαλό την εποχή που οι άλλοτε αποικιοκρατούμενες χώρες έπρεπε να διώξουν έναν προς έναν τους αποικιοκράτες αφέντες τους από τη χώρα τους, επειδή δεν ήθελαν να φύγουν με τη θέλησή τους και δεν θα έφευγαν ποτέ με τη θέλησή τους. Σήμερα, ένας τέτοιος αγώνας εξακολουθεί να στρέφεται κατά των ίδιων δυνάμεων, αλλά δεν θα μπορούσε πλέον να διεξαχθεί από χώρα σε χώρα. Θα έπρεπε να διεξαχθεί από κοινού σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτή η διαπίστωση είναι το μόνο ενδιαφέρον αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε στο Sharm el-Sheik: η διαπίστωση ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν δείχνουν την παραμικρή προθυμία να σταματήσουν την καταστροφή αυτού του κόσμου, ότι θα πρέπει να εξαναγκαστούν να το κάνουν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν αναγνωρίσει κανείς ταυτόχρονα ότι οι νομικά τεκμηριωμένες και συνεπώς άνευ όρων αποζημιώσεις για τα θύματα για τις ζημίες που υπέστησαν και αναμένονται, μπορούν στην πραγματικότητα να αποτελέσουν μόνο το δεύτερο βήμα.

Το πρώτο βήμα που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν αυτό της εξόδου από έναν παγκόσμιο τρόπο παραγωγής και ζωής που συσσωρεύει μόνο καταστροφές επί καταστροφών για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Το ότι αυτό συμβαίνει, και όχι το αντίθετο, εξηγεί επίσης την υπερβολική οργή με την οποία επιτίθενται οι αρχές -π.χ. στη Γερμανία -στους ακτιβιστές του κλίματος, οι οποίοι μόνο συμβολικά στέκονται εμπόδιο στην καταστροφή και την αδικία. Το κρατίδιο της Βαυαρίας μπορεί να τολμά να φυλακίσει δεκαπέντε από αυτούς για τριάντα συνεχόμενες ημέρες "ως προληπτικό μέτρο" επειδή, όπως εξηγεί ευθέως ο επικεφαλής της τοπικής καγκελαρίας, μπορεί οι ακτιβιστές να διαπράξουν εγκλήματα. "Μια υπερασπίσιμη δημοκρατία", άφησε να εννοηθεί, "δεν επιτρέπει να τη σέρνουν από τη μύτη της"

Το μόνο συμπέρασμα που απομένει για τον ίδιο τον κόσμο και το κίνημα κατά της κλιματικής αλλαγής είναι να σταματήσει να αφήνει την πολιτική αυτή και τους δράστες της να τους σέρνουν από τη μύτη τους. Αυτό, διδάσκει το Σαρμ ελ Σέικ.

Διαβάστε επίσης: 

Κλιματική δικαιοσύνη: ένα σχόλιο για την Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα που ολοκληρώθηκε

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Παγκόσμιος απολογισμός: οι στόχοι για το κλίμα απέχουν πολύ από το να είναι επαρκείς!

 Στην COP27, στη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα στο Σαρμ Ελ Σέιχ της Αιγύπτου, ξεκίνησαν οι εργασίες της. Θα διαρκέσουν δύο εβδομάδες, κατά τις οποίες θα πραγματοποιηθεί ένας παγκόσμιος απολογισμός προκειμένου να ευθυγραμμιστούν οι μέχρι σήμερα προσπάθειες για την προστασία του κλίματος με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού.

Οι τελευταίες εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος αποκάλυψαν ότι απαιτούνται ταχείες και μαζικές προσπάθειες για να περιοριστεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Βρισκόμαστε ήδη σε βαθιά κλιματική κρίση, με το συμφωνημένο όριο θέρμανσης στον 1,5 βαθμό σε παγκόσμιο επίπεδο, να είναι πλέον «μετά βίας εφικτό» και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, να προειδοποιεί ότι ο πλανήτης οδηγείται σε «μη αναστρέψιμο κλιματικό χάος».

Οι κλιματικοί στόχοι που έχουν παρουσιαστεί από τις χώρες μέχρι στιγμής απέχουν πολύ από το να είναι επαρκείς για την επίτευξη αυτού του στόχου( βλέπε π.χ. H αγορά των εκπομπών και η τιμή του CO2, δεν μπορούν να προστατέψουν το κλίμα!). Ενώ η ίδια η Διακυβερνητική Επιτροπή ισχυρίζεται ότι έχει δείξει πως υπάρχουν λύσεις για κάθε τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων ώστε να μειωθούν σημαντικά οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030.

Η Κατάσταση των διαπραγματεύσεων

Στην τελευταία διάσκεψη για το κλίμα COP26 στη Γλασκώβη τον Νοέμβριο του 2021, οι χώρες κατάφεραν να συμφωνήσουν σε κανόνες για τους μηχανισμούς της διεθνούς αγοράς, στην οποία ανάθεσαν την προστασία του κλίματος. Ωστόσο, πολλά ζητήματα εφαρμογής αυτών των κανόνων έμειναν στον αέρακαι θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω διαπραγμάτευσης στο Σαρμ Ελ Σέιχ, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω μηχανισμοί της αγοράς μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην προστασία του κλίματος.

Εδώ οι συζητήσεις άρχισαν με μια σημαντική συμφωνία : να μπει για πρώτη φορά στην ατζέντα της διάσκεψης το θέμα - εδώ και μια 10ετία το απέρριπταν- της κλιματικής δικαιοσύνης και των αποζημιώσεων από τα πλούσια κράτη στις «φτωχές»- και περισσότερο ευάλωτες στις κλιματικές καταστροφές-χώρες, οι οποίες μικρή ευθύνη φέρουν για τις εκπομπές που προκαλούν την άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη.

«Αυτό δημιουργεί για πρώτη φορά ένα θεσμικά σταθερό χώρο στην επίσημη ατζέντα της COP και της Συμφωνίας του Παρισιού για να συζητηθεί το επείγον ζήτημα του διακανονισμού της χρηματοδότησης που απαιτείται για να αντιμετωπιστούν τα υπάρχοντα κενά που αφορούν τις απώλειες και τις ζημιές», είπε κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση ο πρόεδρος της COP27 Σάμεχ Σούκρι. Και πρόσθεσε ότι «η ενσωμάτωση στην ατζέντα αντανακλά μια αίσθηση αλληλεγγύης για τα θύματα των κλιματικών καταστροφών».

Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης γίνονται υπό την σκιά μεγάλων παγκόσμιων προβλημάτων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η άνοδος του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας και ο κίνδυνος της οικονομικής ύφεσης-κατάρρευσης.

Οι μικροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν αυτά τα προβλήματα στρέφουν τα βλέμματα των πολιτών –κυρίως στις «αναπτυγμένες» χώρες της Δύσης-μακριά από τις παρούσες επιπτώσεις των κλιματικών καταστροφών και της ανάγκης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής-που προς το παρόν αφορούν κυρίως τις «φτωχές» χώρες. Παράλληλα  έχουν οδηγήσει τις κυβερνήσεις να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εξασφάλιση φθηνών απομεινάντων υδρογονανθράκων παρά να προβούν στη λήψη σημαντικών μέτρων και δεσμεύσεων για το κλίμα. 

Οι εμπειρογνώμονες του Ινστιτούτου Öko συμμετέχουν εδώ και πολλά χρόνια στις αντιπροσωπείες της γερμανικής κυβέρνησης και της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για το κλίμα - σε θέματα υποβολής εκθέσεων και διαφάνειας, διεθνών αγορών άνθρακα και μείωσης των εκπομπών από τις διεθνείς αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές

Έχει ετοιμάσει μια μελέτη που παρέχει μια επισκόπηση της κατάστασης των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα και των ζητημάτων που διακυβεύονται στη διάσκεψη COP27 για την κλιματική αλλαγή. Ασχολείται επίσης με την τρέχουσα εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού, τα ενδιαφερόμενα μέρη στις διαπραγματεύσεις και τις κλιματικές πολιτικές των βασικών μερών:

The COP27 Climate Change Conference – Status of climate negotiations and issues at stake (europa.eu)

Ο εφησυχασμός της πλειοψηφίας των ανθρώπων και των πολιτών σε κάθε χώρα-και στην Ελλάδα-για την επερχόμενη κλιματική καταστροφή, δε μπορεί να συνεχισθεί!

Θα χρειασθεί να επιδιώξουμε παντού μια ρεαλιστική ευτοπία

Το στοίχημα που πρέπει να βάλουμε όλοι και παντού οι πολίτες -που έχουν συνείδηση της κακοτοπίας που μας περιμένει-είναι το πως θα δημιουργηθεί ένα-τοπικό και ταυτόχρονα παγκόσμιο- κίνημα που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια ευτοπική διέξοδο:

Προς τη κατεύθυνση και μετάβαση σε νέες κοινωνίες ειρήνης και ισοκατανομής του λιγότερου. Για επάρκεια με το μικρότερο οικολογικό αποτύπωμα. Για μετάβαση της ανθρωπότητας στο στάδιο της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης, της αυτονομίας με άμεση δημοκρατία και της Κοινοτικής οργάνωσης της κοινωνίας στη βάση του ομοσπονδιακού Κοινοτισμού.

 

1.  Στην πράξη, και όχι στα λόγια, στην COP26 αποφάσισαν:


1) Να αναστείλουν την υπόσχεση των εκατό δισεκατομμυρίων για το Πράσινο Ταμείο
2) Να μην αποδεχθούν αποζημίωση για τις «απώλειες και ζημιές»
3) Να αφήσουν το πεδίο σχεδόν ελεύθερο στα ορυκτά καύσιμα
4) Να αντιμετωπίσουν την σταθεροποίηση του κλίματος μέσω της αγοράς «αντισταθμίσεων άνθρακα» και τεχνολογιών
5) Να προικίσουν αυτή την αγορά με ένα παγκόσμιο μηχανισμό ανταλλαγής «δικαιωμάτων ρύπανσης»
6) Να αναθέσουν εν τέλει τη διαχείριση αυτής της αγοράς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα...δηλαδή στους πλούσιους του 1%...οι επενδύσεις και ο τρόπος ζωής των οποίων είναι η κύρια αιτία της υπερθέρμανσης.

 

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Η κοινωνία της «διακινδύνευσης» και η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία»

 Ειδικότερα: Κλιματική αλλαγή και δημοκρατία

Ο μεγαλύτερος ορατός κίνδυνος, κατά την μεγάλη πλειοψηφία των επιστημονικών μελετών των τελευταίων χρόνων, είναι η κλιματική αλλαγή-καταστροφή, μεταξύ πολλών άλλων κινδύνων, που αφορούν την ύπαρξη της ανθρωπότητας, οργανωμένης σε κοινωνίες «διακινδύνευσης».

Ο όρος « κοινωνία διακινδύνευσης» διατυπώθηκε βασικά από τον κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ, που τον πρότεινε για να αντικαταστήσει τους κυρίαρχους όρους  «βιομηχανική κοινωνία» ή  «καταναλωτική κοινωνία».

Η «διακινδύνευση» χαρακτηρίζει την εξέλιξη των νεωτερικών σύγχρονων κοινωνιών στην πορεία προς την παγκόσμια κοινωνία, με την έννοια της διακινδύνευσης, του ρίσκου, που υπάρχει κατά την οργανωμένη προσπάθεια αποφυγής της καταστροφής, κατά την προσπάθεια υπέρβασής της, καθώς  και γενικότερων αρνητικών καταστάσεων στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Η παγκοσμιοποιημένη μοντέρνα-μεταμοντέρνα κοινωνία δημιουργεί η ίδια τις απειλές, τους κινδύνους και τον ρίσκο τους, όπως τα πυρηνικά όπλα και εργοστάσια, τη μόλυνση και την κατάρρευση του περιβάλλοντος-ιδίως την μόλυνση του αέρα των πόλεων με τα «νέφη»-τους αυτοκινητόδρομους που μεταβάλλονται σε λαιμητόμους για την ανθρώπινη και τις άλλες μορφές ζωής, τον υποσιτισμό των «φτωχών»-που οι χώρες τους στην ουσία είναι πλούσιες σε πόρους, αλλά καταληστεύονται από τις εταιρείες των «αναπτυγμένων»-την παχυσαρκία-κυρίως στον «αναπτυγμένο» κόσμο- τις ασθένειες και επιδημίες –που μετατρέπονται εύκολα και γρήγορα σε υγειονομική κρίση και πανδημίες – τις κοινωνικές ανισότητες παράλληλα με τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις.  Και φυσικά σαν επακόλουθο της υπερπαραγωγής, της υπερκατανάλωσης και συνεχούς αύξησης των καύσεων και των εκπομπών «ισοδύναμου διοξειδίου» προκαλεί και η ίδια την κλιματική αλλαγή, τον μεγαλύτερο από αυτούς τους κινδύνους.

Η σημερινή παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική κοινωνία προκαλεί ρίσκο και διακινδύνευση βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε και αυτόματη καταστροφή. Υπάρχει ταυτόχρονα και έγκαιρη επιστημονική πρόβλεψη της κάθε «εν δυνάμει» μελλοντικής καταστροφής και έχουν δημιουργηθεί και κοινωνικοπολιτικοί θεσμοί που προσπαθούν να τις αποτρέψουν, χωρίς βέβαια να μπορούν να κάνουν τελεσίδικη την αποτροπή τους.

«Με την αύξηση των κινδύνων, εμφανίζονται στην κοινωνία της διακινδύνευσης εντελώς νέοι τύποι προκλήσεων στη δημοκρατία. Η κοινωνία της διακινδύνευσης φιλοξενεί μια τάση προς ένα μόνιμο ολοκληρωτισμό της πρόληψης κινδύνου, που αποκτά το δικαίωμα αποτροπής του χειρότερου και, με έναν εντελώς γνώριμο τρόπο, δημιουργεί κάτι ακόμα χειρότερο. Οι πολιτικές “ παρενέργειες“ των “παρενεργειών “ του πολιτισμού απειλούν τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Αυτό το σύστημα παγιδεύεται στο άχαρο δίλημμα είτε της αποτυχίας μπροστά στους συστηματικά παραγόμενους κινδύνους, είτε της αναστολής θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών, μέσω της προσθήκης αυταρχικών, καταπιεστικών “υποστηριγμάτων”»[1].    

   Η κλιματική αλλαγή σήμερα, με τις προβλέψεις για εξέλιξή της σε κλιματική καταστροφή, έχει αρχίσει να επηρεάζει τις αντοχές των θεσμών της αντιπροσωπευτικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δίνοντας ισχυρό άλλοθι στους ηγέτες των κρατών να περιορίζουν την δημοκρατική έκφραση των «υπηκόων» τους και να εκδηλώνουν έντονα μεγαλύτερο αυταρχισμό-ολοκληρωτισμό.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κυρίως ως θεσμός όπου οι πολίτες έχουν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι», αλλά ακόμα και αυτοί που εκλέγονται-κυρίως από τη μειοψηφία- έχουν ελάχιστες δυνατότητες να επηρεάσουν  το κοινωνικό γίγνεσθαι, ενώ κάποιοι - που εκλέγονται από την πλειοψηφία σαν κυβερνώντες –διακατέχονται από την τάση του αυταρχισμού, είναι το πρώτο θύμα στις αποκλίνουσες καταστάσεις και σε περιόδους ύπαρξης κινδύνου.

Η δημοκρατία ως στάση ζωής των πολιτών ώστε να μπορεί να είναι άμεση είναι το δεύτερο θύμα από άποψη ουσίας και ελέγχου της δημοκρατίας.

Επειδή για τις αποσταθεροποιητικές πολιτικές καταστάσεις λόγω των κλιματικών μεταβολών, είτε σε παγκόσμιο είτε σε τοπικό επίπεδο, δεν υπάρχουν σημαντικές αναλύσεις και προβλέψεις-σχετικά δηλαδή με το πώς αυτές θα επηρεάσουν με τρόπο καθοριστικό την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, την κοινωνική και ατομική τους συμπεριφορά, την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών, την κοινωνική συνοχή, καθώς και τη δημογραφική σύνθεση των κοινωνιών-θα χρειασθεί σαν πολίτες να οργανωθούμε από τώρα για την θετική αντιμετώπισή τους.

Διαφορετικά, στη βάση των «ακραίων γεγονότων»-όπως π.χ των «ακραίων καιρικών φαινομένων»[2] που μας κάνουν πλύση εγκεφάλου τα ΜΜΕ και στη χώρα μας-θα λαμβάνονται αποφάσεις με τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» από του τεχνοκράτες, ειδικούς και πολικούς ιθύνοντες και όχι μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων, πράγμα που θα εξασθενήσει ακόμα παραπέρα τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα κοινοβούλια. Αυτό έγινε και με την οικονομική χρηματοπιστωτική κρίση και πρόσφατα με την υγειονομική του Κόβιτ19, που ήταν μια –ηθελημένη ή μη-πρόβα για τα συστήματα εξουσίας. Φαντασθείτε τι έχει να γίνει όταν τα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή διογκωθούν και πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας! Όπως βιώσαμε τη δικτατορία της υγείας  τα τελευταία χρόνια, έτσι πρόκειται να βιώσουμε πολύ πιο επώδυνα, τη δικτατορία του κλίματος!

Το σύστημα εξουσίας στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μας έχει δείξει πως αντιμετωπίζει τους κλυδωνισμούς και την απειλούμενη κατάρρευσή του μπροστά στα τοπικά ή παγκόσμια μεγα-προβλήματα. Δεν αντιμετωπίζει σχεδόν ποτέ τις αιτίες αυτών των προβλημάτων, όπως για παράδειγμα της φονταμενταλιστικής βίας-τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας ή του προσφυγικού ζητήματος. Τα αντιμετωπίζει με την μέθοδο της αυταρχικοποίησης, του ολοκληρωτισμού και της κρατικής τρομοκρατίας. Αν αντιμετωπίσει και την «κλιματική τρομοκρατία» με την ίδια μέθοδο, αφενός δεν θα μπορέσει να αποφύγει την ίδια την κλιματική κατάρρευση-αν δεν αλλάξει το παραγωγικο-καταναλωτικό μοντέλο και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που τη γενούν-αφετέρου θα καταλήξει σε ένα οικο-τεχνο-φασισμό.

Ο καπιταλισμός ήταν και είναι ένα σύστημα που έχει ιστορικά επιδείξει μια τεράστια ικανότητα προσαρμογής στις διάφορες προκλήσεις. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα όμως είναι το αν δεν χάνει τα φρένα που στο παρελθόν του επέτρεψαν να επιβιώσει. Ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την οικολογική κρίση δείχνει ότι γρήγορα πηγαίνει σε μια φάση της τελικής διάβρωσης, από την οποία έχει μόνο μία διέξοδο: τον οίκο-φασισμό, μια προοπτική που βασίζεται στην ιδέα ότι πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη περισσεύουν. Δρα περιθωριοποιώντας αυτούς που περισσεύουν. Αυτό το κάνει ήδη και στην πιο σκληρή του εκδοχή, τους εξοντώνει, κάθε φορά περισσότερο συνειδητοποιημένος  για την επικείμενη γενική έλλειψη και όλο και πιο αποφασισμένος να διατηρήσει τους σπάνιους πόρους σε λίγα χέρια.

Αλλά ένα σοβαρό πρόβλημα για τον οίκο-φασισμό είναι ότι οι δομές της εξουσίας είναι συγκεντρωτικές και κάνουν εντατική χρήση της ενέργειας και της τεχνολογίας και θα πληγούν από την κατάρρευση και οι ίδιοι οι καπιταλιστές, με αποτέλεσμα οι ικανότητες τους για δράση θα περιοριστούν. Μεγαλύτερη πιθανότατα λοιπόν από τον οικοφασισμό, ίσως, έχει ένα σενάριο νεοφεουδαρχισμού, με τους παλιούς καπιταλιστές κυρίαρχους να αντιμετωπίζουν τους «από κάτω» τους, σαν υπαλλήλους και υποτελείς -δουλοπάροικους.

Και εμείς οι «από κάτω» τι θα κάνουμε;

Να μην ανησυχούμε γιατί θα εξασφαλισθεί για τον καθένα μας ένα μεγαλύτερο κομμάτι πίττας;. Μας ενδιαφέρει να διατηρήσουμε αυτό που έχουμε ή, αντίθετα, θα μπορούσαμε να κάνουμε άνετα χωρίς πολλά από τα στοιχεία της πίττας τους;

Η «ανάπτυξη» και οι κοινωνίες «ευημερίας» που μας υποσχόταν ο καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες, κάθε άλλο παρά περισσότερο ευτυχισμένους μας έκανε στις Δυτικές χώρες. Ούτε τους φτωχούς του Τρίτου κόσμου βοήθησε-αντίθετα μετέτρεψε πολλούς από αυτούς σε οικονομικούς, πολιτικούς, περιβαλλοντικούς μετανάστες, αφού διέλυσε τους παραδοσιακούς τοπικούς τρόπους επιβίωσης- ενώ ήδη το κόστος των κλιματικών καταστροφών είναι δυσβάσταχτο για τις οικονομίες των κρατών.

Η επιλογή λοιπόν που έχουμε να κάνουμε σήμερα –εμείς οι «από κάτω» του Βορρά-Δύσης και του Νότου-Ανατολής και της Ελλάδας, όπου και να κατατάξουμε τη χώρα μας-είναι μεταξύ μιας ανεξέλεγκτης ύφεσης και μιας ελεγχόμενης και βιώσιμης απο-ανάπτυξης.  Να επιλέξουμε να στηριχθούμε –όσο γίνεται περισσότερο-στις τοπικές οικονομίες, στην αυτοδυναμία και αυτάρκεια των περιοχών και των χωρών, στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους. Θα χρειασθεί να επαναπροσδιορίσουμε τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους. Όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα. Επιδιώκοντας την ευημερία μέσω της «ατομικής εγκράτειας» και της «συλλογικής αφθονίας». Μέσω αυτοανάπτυξης, αυτοπραγμάτωσης και αυθυπέρβασή μας σαν κοινωνικά όντα. Επιδιώκοντας μια Νέα Οικουμενικότητα!

Με τα προτάγματα της Αυτονομίας, της Αποανάπτυξης, του Κοινοτισμού και της Άμεσης Δημοκρατίας: να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό κίνημα, που ξεκινώντας από την «άμυνα», από τα συνθήματα: δεν «πληρώνουμε τα χρέη και τα υπερκέρδη σας», «δε πουλάμε τα κοινωνικά και δημόσια αγαθά μας, ούτε το περιβάλλον μας», «δε χρειαζόμαστε τα λεφτά σας» κ.λπ., θα πρέπει να προχωρήσει επιθετικά στη δημιουργία εναλλακτικών μορφών ατομικής και κοινωνικής ύπαρξης. Να διαμορφώσει και να βάλει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα από τα κάτω, για τους «από κάτω», που θα δίνει λύσεις στην καθημερινότητά τους, αποτινάζοντας από πάνω τους το καθεστώς της αποικίας χρέους, στο οποίο βρίσκεται η χώρα, αλλά θα αλλάζει και την κυρίαρχη ατομική και κοινωνική συνείδηση του ατομικισμού που έχει διαμορφώσει τον κυρίαρχο σημερινό ανθρωπολογικό τύπο  της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα της ταξικής του προέλευσης.

Ιδίως η έννοια του Κοινοτισμού θα είναι κομβικής σημασίας για αυτό το κίνημα!

 



[1] Αναφέρεται στο βιβλίο του Ζήση Αργυρόπουλου «Κλιματική αλλαγή: Προετοιμάζοντας τη Θεσσαλία», σελ.58.

[2] Οι εικόνες από τις καταστροφικές συνέπειες των τυφώνων-όπως της «Κατρίνα» στη Ν. Ορλεάνη- τις καταστροφές των νησιών Βανουάτου ή των όλο και πιο συχνών και επικίνδυνων ανεμοστρόβιλων, πλημμυρών, δασικών πυρκαγιών κ.λπ., δείχνουν καθαρά τη γρήγορη κατάρρευση των δομών και μηχανισμών αντιμετώπισης καταστροφών, καθώς και την αδυναμία του κεντρικού κράτους να αντιμετωπίσει φαινόμενα τέτοιας έκτασης και συχνότητας. Εντωμεταξύ αυτά τα ίδια ΜΜΕ, υποβαθμίζουν την εμφάνιση όλο και συχνότερα καταιγίδων που παίρνουν τη μορφή τυφώνα ή κυκλώνων στη Μεσόγειο και στη χώρα, με ταχύτητες αέρα τα τελευταία χρόνια που δεν υπήρχαν ιστορικά-βλέπε κυκλώνας «ΙΑΝΟΣ»!

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο για την δράση των «από κάτω»

Η έννοια της αποανάπτυξης υπογραμμίζει την ανάγκη απόρριψης του φετιχισμού της ανάπτυξης των σύγχρονων οικονομιών και της οικοδόμησης εναλλακτικών μορφών κοινωνίας, βασισμένες στην ανθεκτικότητα, τη συμμετοχή, και κοινωνική δικαιοσύνη. Μακριά από το να είναι μια απλοϊκή απολογία της αρνητικής ανάπτυξης (με όρους πτώσης του ΑΕΠ), ο λόγος για την αποανάπτυξη στοχεύει στην απελευθέρωση των κοινωνιών  και των «από κάτω» τους από τους καταναγκασμούς της ανάπτυξης και στο να ανοίξει χώρο για μια πιο κριτική προσέγγιση στη διαμόρφωση συνθηκών ευζωίας για τα κατώτερα στρώματα των κοινωνιών. Για το λόγο αυτό, έχει γίνει σημείο συμβολής διαφόρων ρευμάτων κριτικών ιδεών και πολιτικών δράσεων.

Από κοινωνιολογική άποψη, η αποανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα αναδυόμενο κοινωνικό κίνημα, μέσω του οποίου οι φορείς του συμμετέχουν σε νέες συλλογικές δράσεις. Ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που επιτρέπει στα άτομα να εντοπίζουν, να αντιλαμβάνονται, να ταυτοποιούν και να ονομάζουν τα γεγονότα που βιώνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ακτιβιστές κατά των αυτοκινήτων, οι ποδηλάτες, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των πεζών, υπερασπιστές της βιολογικής γεωργίας, επικριτές της αστικοποίησης και οι υποστηρικτές της ηλιακής ενέργειας και των τοπικών νομισμάτων έχουν όλοι αρχίσει να βλέπουν τις ιδέες της αποανάπτυξης ως μια κατάλληλη αναπαράσταση για τις κοσμοθεωρίες τους και/ή τις αντι-ηγεμονικές πρακτικές τους.

Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο παρέχει μια ολοκληρωμένη διάγνωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και τη συνδέει με τη δυνατότητα δράσης πολλαπλών φορέων. Οι αποαναπτυξιακοί γίνονται "σημαίνοντες παράγοντες" που εμπλέκονται στην παραγωγή εναλλακτικών νοημάτων και αντι-ηγεμονικών πρακτικών, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που υπερασπίζονται οι κυρίαρχες συζητήσεις. Με τη σειρά του, αυτό δίνει έμφαση στο τι είδους κοινωνικές ομάδες ηγούνται μιας τέτοιας αλλαγής και απαιτεί ανάλυση του συνόλου των στρατηγικών και του πίνακα εναλλακτικών επιλογών, οι οποίες επιχειρούν να οικολογικοποιήσουν το παρόν.

«Πολιτικοί» και «α- πολίτικοι» δρώντες

Ο ευτελισμός της συζήτησης γύρω από τα "υποκείμενα της αλλαγής" έχει συχνά παράσχει μια γενική αναφορά στην κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, εδώ  υιοθετούμε έναν "ανοικτό" ορισμό της κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος απορρίπτει πιο κοινές(και στενότερες) αντιλήψεις. Ενώ η παραδοσιακή κοινωνία των πολιτών έχει οριστεί ως η τάξη των ιδιοκτητών (για παράδειγμα, από τους προπάτορες του φιλελευθερισμού όπως ο Τζον Λοκ και ο Άνταμ Φέργκιουσον), ή, πιο πρόσφατα, ο ιστός των συνδέσμων και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που δημιουργούν κοινωνικό κεφάλαιο και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, η κατανόηση της κοινωνίας των πολιτών ως ανοιχτού χώρου δίνει έμφαση στη συνύπαρξη (και συχνά στον ανταγωνισμό) διαφορετικών αξιών, στόχων και προσεγγίσεων. Ο χώρος της κοινωνίας των πολιτών περιλαμβάνει τους "καλούς, τους κακούς και τους άσχημους", με ορισμένες δυνάμεις μέσα σ' αυτήν που είναι φορείς αλλαγής και άλλοι που αγωνίζονται για τη διατήρηση του  status quo. Επίσης, οι τρόποι δράσης διαφέρουν, με ορισμένους να θεωρούνται "πολιτικοί", ενώ άλλοι συχνά να χαρακτηρίζονται ως "απολίτικοι". Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι αναπαραστάσεις υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές στην ανοικτή αρένα της κοινωνίας των πολιτών: Αυτό που θεωρείται ριζοσπαστικό σήμερα μπορεί να θεωρηθεί mainstream αύριο και αυτό που θεωρείται «μη πολιτικό» σήμερα μπορεί να θεωρηθεί «πολιτικό» αύριο.

Στην πραγματικότητα, στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών, οι ιδέες και οι ιδεολογίες επαναδιατυπώνονται συνεχώς και τα ηγεμονικά παραδείγματα απολαμβάνουν μόνο μια προσωρινή κυριαρχία, καθώς αμφισβητούνται από νέες απόψεις και αξίες.

Έτσι, στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ "πολιτικών" και"απολίτικων" ακτιβιστών. Οι πρώτοι είναι ομάδες που, λόγω των μεγαλύτερων αποθεμάτων κοινωνικού κεφαλαίου και οριζόντιων πρακτικών, μπορούν να εγγυηθούν την οικονομική ανάπτυξη και μπορεί να ενισχύσουν τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού. Οι τελευταίοι, είναι ομάδες που όχι μόνο αντιστέκονται στη κυβερνησιμότητα (δηλαδή στο σύνολο των πρακτικών μέσω των οποίων οι κυβερνήσεις παράγουν "καλούς" πολίτες, τους καταλληλότερους για την επίτευξη των κυβερνητικών πολιτικών), αλλά εκφράζουν επίσης την απροθυμία να κυριαρχήσει ο φετιχισμός της ανάπτυξης. Οι παραπάνω ορισμοί, δεν έχουν σκοπό να είναι μανιχαϊστικοί, αλλά απελευθερώνουν την αντίσταση και ανοίγουν νέες δυνατότητες για την κατανόηση της ριζοσπαστικής αλλαγής.

Το αποαναπτυξιακό πλαίσιο

Η λέξη De´croissance (στα γαλλικά ο όρος για την αποανάπτυξη) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1972 στα πρακτικά δημόσιας συζήτησης που διοργανώθηκε στο Παρίσι από το Club du Nouvel Observateur, και αναφέρθηκε αρκετές φορές (Amar, 1973- Georgescu-Roegen, 1979- Gorz, 1977) μετά από τη δημοσίευση της έκθεσης "Τα όρια της ανάπτυξης" της Λέσχης της Ρώμης. Το 1982, διοργανώθηκε στο Μόντρεαλ ένα συνέδριο με τον τίτλο Les enjeux de la de´croissance (Οι προκλήσεις της αποανάπτυξης), αλλά η έννοια χρησιμοποιείται κυρίως ως συνώνυμο της οικονομικής ύφεσης. Η αποανάπτυξη έγινε ακτιβιστικό σύνθημα στη Γαλλία το 2001, στην Ιταλία το 2004 (ως Decrescita), στην Καταλονία και στην Ισπανία το 2006 (ως Decreixement και Decrecimiento). Το σλόγκαν της αποανάπτυξης χρησιμοποιήθηκε για να αμφισβητηθεί ο φετιχισμός της ανάπτυξης και να διεκδικηθεί μια δημοκρατική αναδιανεμητική μείωση της κλίμακας της παραγωγής και της κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες ως μέσο για την επίτευξη της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας. Αργότερα οι ακτιβιστές και το κίνημα δράσης -ιδιαίτερα στην Ευρώπη- άρχισαν να χρησιμοποιούν την αποανάπτυξη όχι μόνο ως σύνθημα κατά των κυρίαρχων φαντασιώσεων, αλλά και για την προώθηση εναλλακτικών πρακτικών και τρόπων ζωής.

Ο αγγλικός όρος "degrowth" εισήχθη στο πρώτο διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Παρίσι το 2008, το οποίο σηματοδότησε επίσης την καθιέρωση της αποανάπτυξης ως διεθνούς τομέα έρευνας. Ο όρος εισήλθε στην ακαδημαϊκή συζήτηση και, από το 2010, τουλάχιστον πέντε ειδικά τεύχη διεθνών κριτικών περιοδικών αφιερώθηκαν στο θέμα . Η αποανάπτυξη έχει επίσης εισχωρήσει στις πολιτικές συζητήσεις και στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων διάσημων εφημερίδων όπως οι Le Monde, Le Monde Diplomatique, El Pais, La Vangaurdia, The Wall Street Journal και Financial Times. Ταυτόχρονα, η αποανάπτυξη υπόκειται σε αποκλίσεις και συχνά αναγωγικές ερμηνείες. Οι μαρξιστές συγγραφείς έχουν κατηγορήσει την αποανάπτυξη ότι δεν ασχολείται με την καπιταλιστική δομή της σύγχρονης κοινωνίας με το να βασίζεται απλά στην ηθική, τις καλές πρακτικές και τον τρόπο ζωής και όχι στην πολιτική σύγκρουση. Άλλοι έχουν αναφερθεί στην αποανάπτυξη ως ιδεολογία, αποδίδοντάς της έτσι αρνητική χροιά. Πολλοί συνεχίζουν να την ερμηνεύουν ως μια απλή μείωση του ΑΕΠ, η οποία είναι μια εξαιρετικά στρεβλή και μειωτική άποψη του όρου. Λαμβάνοντας υπόψη τον αδύναμο και αυθαίρετο χαρακτήρα του ΑΕΠ ως δείκτη οικονομικής επίδοσης και σύμφωνα με τον Latouche (2009), οι αρχές της απο-ανάπτυξης αποτυπώνονται καλύτερα με τον όρο "α-ανάπτυξη"( ‘a-growth’), ο οποίος υπογραμμίζει την ανάγκη απεγκλωβισμού της κοινωνίας από την ιδεολογία της ανάπτυξης, όπως ακριβώς ο α-θεϊσμός αποσκοπεί στο να αποκοπεί από την ύπαρξη του Θεού και την επιρροή του στην κοινωνία. Υπάρχει μια ατελείωτη συζήτηση σχετικά με το σύνθημα, αλλά αναμφίβολα, δεδομένου ότι η αποανάπτυξη είναι πολύ πιο πιασάρικη πολιτικά από την α-ανάπτυξη, ο όρος απολαμβάνει όλο και μεγαλύτερη διάδοση.

Σε κάθε περίπτωση η αποανάπτυξη δεν είναι μόνο μια οικονομική έννοια. Ξεκίνησε στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα ως κίνητρο από ακτιβιστές, έχει γίνει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που συγκροτείται από μια μεγάλη σειρά προβληματισμών, στόχων, στρατηγικών και δράσεων. Επιπλέον, ως μια περίπτωση επιστήμης που καθοδηγείται από ακτιβιστές, η αποανάπτυξη γίνεται επίσης μια έννοια που συζητείται στην ακαδημαϊκή κοινότητα και μπορεί να φιλοδοξεί να γίνει ένα νέο παράδειγμα για ριζοσπαστικές αλλαγές. Η αποανάπτυξη έχει πολλαπλές πνευματικές πηγές που διατυπώνουν μια διάγνωση της μη βιώσιμης ουσίας της καπιταλιστικής κοινωνίας και προσφέρει μια πρόβλεψη για κοινωνικά βιώσιμο μετασχηματισμό. Τα τέσσερα πιο εξέχοντα ρεύματα σκέψης που ενσωματώνουν την αποανάπτυξη είναι:

·         τα οικονομικά και οικολογικά όρια της ανάπτυξης,

·         τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης και της ευημερίας,

·         τα ανθρωπολογικά όρια της ανάπτυξης και η πολιτισμική κριτική της,

·         τα δημοκρατικά και δικαιϊκά όρια της ανάπτυξης.

Για τα  οικολογικά και τα οικονομικά όρια της ανάπτυξης αναφερόμαστε σε ένα παλιότερο κείμενό μας: «Το αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης», τα χρηματοοικονομικά και οικολογικά χρέη»

 Η κοινωνική κριτική στην ανάπτυξη ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με το ρόλο που διαδραματίζουν τα αγαθά κοινωνικής θέσης στην επίτευξη της ευημερίας. Πράγματι, η άνιση κατανομή και πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά δημιουργεί συχνά κοινωνικές ανισορροπίες που οδηγούν σε ένα σπιράλ συνεχώς αυξανόμενης κατανάλωσης . Επιπλέον, η επιτάχυνση της ανάπτυξης έχει συχνά ως αποτέλεσμα περισσότερες ώρες εργασίας και λιγότερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και επίσης επιβαρύνει τους κοινωνικούς δεσμούς και τη συνοχή. Με τη σειρά του, αυτό εξηγεί γιατί οι αυξήσεις του ΑΕΠ δεν συμβάλλουν σημαντικά και στην αύξηση της ευημερίας και της γενικής ευτυχίας, στις κοινωνίες όπου τουλάχιστον η ικανοποίηση των βασικών αναγκών έχει επιτευχθεί (παράδοξο του Easterlin, 1974)[1].

Οι ανθρωπολογικές και πολιτισμικές κριτικές αμφισβητούν τα θεωρητικά θεμέλια της νεοκλασικής οικονομικής επιστήμης και τις προσπάθειές της να απλοποιήσει την πολυπλοκότητα των ανθρώπων και των διαπροσωπικών σχέσεων σε εκείνες των ατόμων που επιδιώκουν το συμφέρον τους, την ευχαρίστηση και τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας. Το "αντι-ωφελιμιστικό κίνημα στις κοινωνικές επιστήμες" για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η οικονομία του δώρου, που βασίζεται στην αμοιβαιότητα, είναι καταλληλότερη για τη διατήρηση των σημαντικών ισορροπιών και ενισχύει τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. Διάφορες πολιτισμικές έρευνες έχουν επικρίνει τις θεωρίες ανάπτυξης που βασίζονται σε ένα απλουστευτικό συνεχές της προόδου από τις «αναπτυσσόμενες» προς στις «αναπτυγμένες» χώρες. Μάλιστα, ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι οι καταναγκασμοί της ανάπτυξης εκφυλίζουν τη δημοκρατία, κυρίως με την ενίσχυση της επιρροής των τεχνοκρατικών εξουσιών στα ηνία των κυβερνήσεων.

Καθώς η ανάπτυξη θεωρείται ως ο μόνος τρόπος για την παραγωγή ευημερίας και την επίτευξη προόδου, η δημοκρατική λήψη αποφάσεων καθίσταται –στην καλύτερη περίπτωση-επικουρική της οικονομικής διακυβέρνησης, η οποία - λόγω της προώθησης των τεχνικών ρυθμίσεων - είναι καλύτερο να ανατεθεί σε ειδικούς. Ως αποτέλεσμα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδυναμώνεται (όπως αποδεικνύεται από την άνοδο της τεχνοκρατίας σε όλο τον στον κόσμο και, πιο πρόσφατα, σε χώρες της Ευρώπης που μαστίζονται από την κρίση, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία) και αναδύεται μια βαθιά διάσταση μεταξύ των στόχων της δημοκρατίας και εκείνων της ανάπτυξης.

Τον περασμένο αιώνα, το φαντασιακό των πολιτών είχε καθορισθεί από μια εξουσία που πηγάζει από τα δημοκρατικά καθεστώτα (μέσω της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης) και από την ελεύθερη επιχειρηματικότητα της αγοράς (από το αστικό ιδεώδες). Μια τέτοια διαρκής διασύνδεση μεταξύ δημοκρατικών κρατών και των ελεύθερων αγορών, που από το 1990 και μετά ενισχύθηκε από την πτώση του σοβιετικού μπλοκ, σήμαινε ότι το δημόσιο καλό μπορεί να επιτευχθεί μέσω των οικονομικών επιδόσεων, μετατρέποντας έτσι την επιταγή της ανάπτυξης στην κύρια δημόσια πολιτική των κομμάτων και του κράτους. Ωστόσο, η σημερινή κρίση του καπιταλισμού, η οποία είναι βαθιά συνδεδεμένη με τα φυσικά όρια της ανάπτυξης, συμβάλλει στη διάβρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες. Κατά συνέπεια, η διατήρηση του καπιταλιστικού status quo και η ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης συνεπάγονται μια πολιτική απομάκρυνσης από την επίτευξη του «Κοινού Καλού».

Έτσι, είναι σαφές ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στον καπιταλιστικό κόσμο είναι μόνο εργαλείο για τον πραγματικό στόχο, δηλαδή την καπιταλιστική ανάπτυξη. Εάν θέλουμε η καπιταλιστική κρίση να μην καταλήξει σε κατάρρευση, αλλά να αντιμετωπιστεί με βιώσιμο τρόπο και να υπάρξει μια προοπτική μακροχρόνιας ευτοπικής διεξόδου προς την κατεύθυνση του πλαισίου που βάζει η αποανάπτυξη, τότε νέα φαντασιακά που φτάνουν πέρα από τα ιδεώδη τα βασισμένα στην ανάπτυξη και την αγορά πρέπει να προσδιοριστούν και να γίνουν κυρίαρχα. Είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν οι στρατηγικές και πρακτικές της Αποανάπτυξης.

Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και - περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος, είναι ιδιαίτερης σημασίας, σήμερα. Επίσης κομβική έννοια για την υλοποίηση αυτού του οράματος είναι ο Κοινοτισμός.

 



[1] Από τη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το παράδοξο («Easterlin-Paradox»,1974), σύμφωνα με το οποίο: Η ικανοποίηση και η ποιότητα ζωής των ανθρώπων, από ένα σημείο και μετά, δεν εξαρτάται από την αύξηση του εισοδήματος και της κατανάλωσης, αλλά πολύ περισσότερο από άλλους παράγοντες.