Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Για μια νέα μετά-COVID εποχή !

 


Μετά τη δημοσίευση, το 1972, της έκδοσης του «Κλαμπ της Ρώμης»:  «The Limits to Growth»(«Τα όρια της ανάπτυξης»), το αναπτυσσόμενο τότε οικολογικό κίνημα μίλησε για μια νέα «εποχή μετά την ανάπτυξη», για πρώτη φορά. Η διαπίστωση του βιβλίου ήταν απλή: Ο πλανήτης δεν θα μπορεί να διατηρήσει τους τρέχοντες ρυθμούς οικονομικής και πληθυσμιακής αύξησης. Η πρόβλεψη: «Το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι μια μάλλον ξαφνική και ανεξέλεγκτη μείωση τόσο στον πληθυσμό όσο και στη βιομηχανική ικανότητα» και άρα η ανθρωπότητα θα έπρεπε να πατήσει φρένο, για να μη υποστεί την κατάρρευση της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.

Από τότε, το οικολογικό κίνημα πήρε χοντρικά τρεις κατευθύνσεις: Το μεγαλύτερο κομμάτι του ασχολήθηκε με τα προβλήματα του περιβάλλοντος κυρίως και αυτοονομάσθηκε περιβαλλοντικό, εκφραζόμενο και πολιτικά πρώτιστα μέσα από τα περιβαλλοντικά – πράσινα κόμματα, ένα άλλο μέρος του ασχολήθηκε όχι μόνο με το περιβάλλον, αλλά και με την κοινωνία και τα προβλήματά της παίρνοντας την ονομασία «κοινωνική οικολογία», ενώ ένα τρίτο αποτέλεσε το κίνημα της «βαθιάς οικολογίας», που στόχευε κυρίως στη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής και έβαλε στο κέντρο της κριτικής του τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον καταναλωτισμό. Και τα τρία ρεύματα συνυπήρχαν σε μεγάλο βαθμό, κυρίως στην αντίσταση ενάντια στα φαραωνικά έργα καταστροφής του περιβάλλοντος, στην καταγγελία των ορυκτών καυσίμων σαν βασική αιτία για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και την υπερθέρμανση του πλανήτη, καθώς και στη δημιουργία του γενικότερου κινήματος προστασίας του κλίματος.  

Μισό αιώνα μετά τις προβλέψεις των «Ορίων της ανάπτυξης», η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί, από περίπου 327 μέρη ανά εκατομμύριο το 1972 σε 416 μέρη ανά εκατομμύριο σήμερα. (Οι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει ότι μια αύξηση στα 350 μέρη ανά εκατομμύριο εγκυμονούσε επικίνδυνη αύξηση της θερμοκρασίας). Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες, εν τω μεταξύ, έχουν αναρριχηθεί σχεδόν πάνω από 1 βαθμό Κελσίου, από την προ-βιομηχανική εποχή - τροφοδοτώντας ακραία καιρικά φαινόμενα, καταστροφικά κύματα θερμότητας στην Αρκτική, και μια σταθερή αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Πέρυσι, μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αλλάζουν τόσο ριζικά τον πλανήτη, ώστε μέχρι και 1 εκατομμύριο είδη αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο εξαφάνισης.

Μία από τις κύριες ανησυχίες του Κλαμπ της Ρώμης, δηλαδή ότι «η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού θα πυρπολήσει το περιβάλλον», τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται αποδεκτή σε μεγάλο βαθμό, γιατί παρόλο που τα ποσοστά γεννήσεων στις αναπτυγμένες χώρες μειώνονται, έχει διαπιστωθεί ότι αυτές χρησιμοποιούν τους περισσότερους πόρους και έχουν το μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα. Αυτό που εξελίσσεται εντελώς ανεξέλεγκτα όμως, είναι η οικονομική ανάπτυξη. Για δεκαετίες, οι περιβαλλοντολόγοι-οικολόγοι-πράσινοι κ.λπ., τσακώνονταν για το αν η παραγωγή όλο και περισσότερων πραγμάτων, χρόνο με το χρόνο, ήταν η αιτία για τη χαοτική κατάσταση του πλανήτη.

Σήμερα, το γενικότερο οικολογικό κίνημα έχει χωριστεί σε εκείνους που πιστεύουν ότι η ανάπτυξη μπορεί να συνεχιστεί κάτω από νέες, πιο βιώσιμες συνθήκες, και σε μια όλο και πιο  ηχηρή μειονότητα που πιστεύει ότι η "πράσινη ανάπτυξη"(ή «βιώσιμη ανάπτυξη») είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα οξύμωρο, στη χειρότερη έχει στόχο να μας αποσπάσει την προσοχή και την φαντασία μας από την γενικότερη εναλλακτική της «ανάπτυξης»(Growth), που κατά τη γνώμη τους είναι προοπτική της «αποανάπτυξης»(Degrowth).

Αυτές οι δύο κατευθύνσεις παρέμειναν μέχρι τώρα σε μια άβολη συμμαχία, δραστηριοποιούμενες σε κοινούς στόχους, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, κυρίως στη διατήρηση του κλίματος και την επιδίωξη της κατάργησης των ορυκτών καυσίμων για καθαρή ενέργεια. Τώρα, καθώς η πανδημία COVID-19 καταστρέφει την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς - η οποία αναμένεται να συρρικνωθεί μεταξύ 6% και 7,6% φέτος - έχει μπει στο επίκεντρο της συζήτησής τους το παγκοσμιοποιημένο «μοντέλο της ανάπτυξης».

Αρκετοί οικονομολόγοι και περιβαλλοντολόγοι στα πανεπιστήμια, επανεξετάζουν το ζήτημα, αμφισβητώντας στην πραγματικότητα τη θέση ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι συμβατή με έναν βιώσιμο κόσμο. Και δίνοντας οι περισσότεροι την αρνητική απάντηση στη συμβατότητα, ερευνούν το πώς αλλιώς οι κυβερνήσεις μπορούν να μετρήσουν την επιτυχία (ή την αποτυχία) των σύγχρονων κοινωνιών, πέρα από τους δείκτες που μετρούν την «ανάπτυξη».

Υπάρχουν βέβαια ολόκληρες βιομηχανίες που βασίζονται στην ιδέα ότι ο τρόπος για να σώσουν τον πλανήτη είναι να χρωματίσουν «πράσινη» την οικονομία. Αντικαταστήστε τις πλαστικές συσκευασίες με ανακυκλώσιμες ή λιπασματοποιήσιμες, βάλτε λάμπες LED, ανταλλάξτε ένα τζιπ πετρελαιοκίνητο ή με αέριο με ένα Toyota Prius, κ.λπ., και η «σωτηρία» θα έλθει. Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ακόμα ότι οι οικονομίες του κόσμου μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν περισσότερα, αλλά με «πράσινο» τρόπο: περισσότερα σπίτια, περισσότερα ηλεκτρονικά, περισσότερα αυτοκίνητα - αλλά και περισσότερα ηλιακά πάνελ, περισσότερες ανεμογεννήτριες και περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα. «Η πράσινη ανάπτυξη είναι απαραίτητη, αποτελεσματική και προσιτή», δήλωνε η Παγκόσμια Τράπεζα σε μια έκθεση του 2012.

Αυτοί, που θα τους λέγαμε «πράσινους-αναπτυξιακούς», υποστηρίζουν ότι οι νέες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, σε συνδυασμό με μια σταθερή στροφή προς περισσότερες υπηρεσίες-αποϋλοποίηση το είπαν αυτό (π.χ. οργανώστε κέντρα ημερήσιας φροντίδας ή δημοτικά παντοπωλεία ή κοινοτικά θέατρα)- μπορούν να καταστήσουν τη συνεχή ανάπτυξη βιώσιμη. Αυτό το είδος της νοοτροπίας, «να έχεις και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης για το πώς να μετατρέψεις τη γιγαντεμένη παγκόσμια οικονομία, ώστε να αφήσει πίσω της τα ορυκτά καύσιμα, που είναι και το «ουκ άνευ» αίτημα όλων.

Άλλοι όμως οικολόγοι οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη, ανεξάρτητα από το πόσο «πράσινη» είναι, απειλεί τον πλανήτη. Πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει είτε να συρρικνώσουν σκόπιμα τις οικονομίες τους – να επιλέξουν δηλαδή τη γνωστή κατεύθυνση της «αποανάπτυξης» - ή, τουλάχιστον, να μην αναπτυχθούν περαιτέρω, επιλέγοντας την «σταθερή κατάσταση». «Η υλική ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχιστεί επ 'αόριστον επειδή ο πλανήτης Γη βάζει από τη φύση του περιοριστικά όρια», λέει οικονομολόγος Tim Jackson στο από το 2009 εκδοθέν βιβλίο του «Prosperity without Growth»(«Ευημερία χωρίς ανάπτυξη»). Το να μπορείς να ζεις καλά-ευζωία το λέμε- σε έναν πεπερασμένο πλανήτη δεν μπορεί απλώς να σημαίνει ότι μπορείς να υπερκαταναλώνεις όλο και περισσότερα υλικά και ενέργεια.

Στο επίκεντρο λοιπόν των συζητήσεων μεταξύ των «πράσινων- αναπτυξιακών» και των «από-αναπτυξιακών»(όπως θα τους αποκαλούμε) οικονομολόγων, βρίσκεται ένα απλό ερώτημα: Μπορεί η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία - η γιγαντιαία αυτή μηχανή που έχει περάσει αιώνες αντλώντας και «ρουφώντας», αχόρταγα στην κυριολεξία, ορυκτά καύσιμα και «φτύνοντας» υλικά αγαθά και απόβλητα -να διαχωριστεί από την οικολογική καταστροφή;

Οι «πράσινοι –αναπτυξιακοί» υποστηρίζουν-το αναφέραμε και πιο πάνω- ότι η τεχνολογία και η καινοτομία μπορούν να σπάσουν αυτό το μοτίβο. Δηλαδή, η ανάπτυξη μπορεί π.χ. να «αποσυνδεθεί» από την αύξηση των εκπομπών. Υπήρξαν μερικά πολλά υποσχόμενα παραδείγματα τις τελευταίες δεκαετίες: Μεταξύ 2000 και 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες και 20 άλλες χώρες είδαν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους να αυξάνεται ακόμη και όταν μειώθηκαν οι εκπομπές άνθρακα. Στις ΗΠΑ, η μείωση οφείλεται στη δραματική μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην Ευρώπη, οι φόροι άνθρακα και η απομάκρυνση από τη βαριά βιομηχανία συνέβαλαν στη μείωση των εκπομπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα όμως, ενώ η παγκόσμια οικονομία αυξήθηκε περίπου 3% ετησίως από το 2014 έως το 2016 για παράδειγμα, οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα δεν υποχώρησαν.

Οι «από-αναπτυξιακοί», από την άλλη, βλέπουν τα παραπάνω παραδείγματα ως εξαιρέσεις που αποδεικνύουν τον κανόνα. Ο διαχωρισμός των εκπομπών από την ανάπτυξη είναι εντελώς εκτός ιστορικής εμπειρίας. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει τεχνικά, αλλά είναι απίστευτα δύσκολο και είναι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει στο παρελθόν. Παρόλο που χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν διαχωρίσει προσωρινά τις εκπομπές από την ανάπτυξη, η μεγαλύτερη εικόνα δεν έχει αλλάξει πολύ. Στις περίπου δυόμισι δεκαετίες από τότε που οι βιομηχανικές χώρες υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Κιότο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η ρύπανση από τα ορυκτά καύσιμα αυξήθηκε κατά 50%. Και από τότε που η διετής ανάσα έληξε το 2016, οι εκπομπές άνθρακα αυξήθηκαν ξανά. Η απόλυτη αποσύνδεση, δεν φαίνεται πουθενά!

Σίγουρα, η πράσινη ανάπτυξη ακούγεται υπέροχη –γιατί να μην έχουμε περισσότερα και από όλα τα πράγματα και να σώσουμε ταυτόχρονα τον πλανήτη; - αλλά η μετάβαση από την τρέχουσα οικονομία σε μια νέα, καθαρότερη, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με γρήγορο και πρωτοποριακό ρυθμό για να αποφευχθούν οι χειρότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Φέτος, η πανδημία κοραναϊού, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω θα συρρικνώσει πιθανά την παγκόσμια οικονομία μεταξύ 6% και 7,6%,  πιθανότατα θα μειώσει και τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ 5% και 8%, έχοντας τη μεγαλύτερη πτώση μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά για να μείνει η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 1,5 βαθμούς Cο – που θεωρείται ευρέως από τους επιστήμονες ως το σημείο που πάνω από αυτό, οι κλιματική αλλαγή θα εξελιχθεί σε κλιματική καταστροφή- ο κόσμος θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές κατά 7,6% κάθε χρόνο από τώρα έως το 2030. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη ποτέ στο παρελθόν, γιατί να συμβεί σε αυτή την 10ετία;

Ενώ η αποσύνδεση της ανάπτυξης από τις εκπομπές μοιάζει με όνειρο, η μείωση των βλαπτικών εκπομπών από την άλλη, παρουσιάζει άλλα προβλήματα. To 2015, περίπου 1,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουσαν με λιγότερα από 3,20 δολάρια την ημέρα, και περίπου το ένα τρίτο από αυτούς, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, προσπαθούν να επιβιώσουν με μόλις 1,90 δολάρια την ημέρα. Είναι εύκολο να μιλάμε για τα προβλήματα που έρχονται με μια αναπτυσσόμενη οικονομία όταν ζούμε σε μια σχετικά εύπορη, ανεπτυγμένη χώρα. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που είναι φτωχοί σε όλο τον κόσμο και της συνεχούς απειλής της κλιματικής αλλαγής, οι περισσότεροι «πράσινοι-αναπτυξιακοί» υποστηρίζουν ότι η «πράσινη ανάπτυξη» είναι η μόνη διέξοδος.

Οι «από-αναπτυξιακοί», φυσικά και δεν αγνοούν την παγκόσμια φτώχεια. Στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι οι «αναπτυσσόμενες χώρες» θα πρέπει να συνεχίσουν να αναπτύσσονται για να απομακρύνουν τους πληθυσμούς τους από τη φτώχεια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι εκπομπές τους θα αυξάνονται. Για να εξισορροπήσει το οικολογικό αποτύπωμα στον πλανήτη συνολικά, υποστηρίζουν ότι οι πλουσιότερες χώρες θα έπρεπε να κάνουν περισσότερα με λιγότερα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, παράγονται οικονομικά αγαθά και υπηρεσίες αξίας περίπου 65.000 δολ. ανά άτομο. Φανταστείτε να μειωθεί το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ των ΗΠΑ στο μισό του σημερινού μεγέθους του. Αυτό θα έκανε τους Αμερικανούς σχεδόν ισοδύναμους με τους Ευρωπαίους. Στην Ελλάδα βέβαια-που έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς σαν «ο ναυαγός» της ανάπτυξης- τα εισοδήματα του μέσου Έλληνα υπολείπονται του μέσου Ευρωπαίου, αλλά την Ευρώπη δεν μπορούμε ακόμα να την χαρακτηρίσουμε σαν μια «δυστοπία».

Φυσικά, η περικοπή μιας οικονομίας στο μισό δεν ακούγεται ελκυστική ούτε από τους «από κάτω» των «κοινωνιών της αφθονίας», όταν έχουν και αυτοί αγωνιστεί για να επιτευχθεί η έστω και σχετική για αυτούς αφθονία. Το 40% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ κερδίζει λιγότερα από 40.000 δολ. ετησίως και το 15% κερδίζει λιγότερο από 20.000. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς να λέει σε αυτά τα νοικοκυριά να περικόψουν, όταν το 1% της Αμερικής κερδίζει τουλάχιστον μισό εκατομμύριο κάθε χρόνο - και κατέχει περίπου το 40% του πλούτου της χώρας.

Στο ζήτημα των αναγκαίων περικοπών στον «αναπτυγμένο κόσμο», τα οικολογικά οικονομικά έχουν προτείνει ότι ένα ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους στις πλουσιότερες χώρες να μάθουν να περνούν με λιγότερα. Με μοντέλα προσομοίωσης υπολογιστών, έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι εάν ο Καναδάς μειώσει την οικονομία του κατά το ήμισυ για πάνω από τρεις δεκαετίες, επεκτείνοντας παράλληλα την εκπαίδευση ενηλίκων, τα προγράμματα κατά της φτώχειας και άλλα μέτρα που θα ωφελήσουν τον πληθυσμό, η χώρα θα μπορούσε να μειώσει τη φτώχεια και την ανεργία παράγοντας πολύ, πολύ λιγότερα. Υποστηρίζουν γενικότερα ότι η ιδανική οικονομία που θα χρειασθεί να οικοδομήσουμε, θα πρέπει να ενσωματώνει τα οικολογικά όρια της γης. Να παρέχει καταφύγιο, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, τρόφιμα κ.λπ. στους ανθρώπους, χωρίς ταυτόχρονα να θέτει σε κίνδυνο το καθαρό νερό, τον αέρα ή το έδαφος. Μια τέτοια οικονομία, θα μπορούσε να υποστηρίξει την «ηθική και κοινωνική πρόοδο» και θα έδινε «χώρο για τη βελτίωση της τέχνης της ζωής», για την επιδίωξη της «ευζωίας» των ανθρώπων, στα πλαίσια της ισορροπίας με τα οικοσυστήματα και τις άλλες μορφές ζωής, στα οποία θα πρέπει να αποδώσει μια «αυταξία» και όχι μόνο ανταλλακτική αξία.

Ιστορικά, o καπιταλισμός έχει βασιστεί στον άνθρακα και το πετρέλαιο - και έτσι η ρύπανση, ειδικά οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πολιτικοοικονομικού δόγματος «η οικονομία πρώτα» και μετά η κοινωνία και το περιβάλλον της. Κατά τη διάρκεια των υφέσεων της οικονομίας όμως, όπως π.χ στη  «Μεγάλη Ύφεση» της 10ετίας του 1930 ή του 2009, οι εκπομπές μειώνονται - μερικές φορές απότομα, μόνο που αναζωπυρώνονται γρήγορα όταν η οικονομία επανακάμπτει.

Το ίδιο και στην κρίση της πανδημίας COVID-19: Καθώς οι διακοπές λειτουργίας της οικονομίας(lockdown) έθεσαν εκτός εκατομμύρια εργαζόμενους τον Απρίλιο, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκαν κατά 17%. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου όμως, καθώς τα αυτοκίνητα επέστρεψαν στους δρόμους των πόλεων και οι επιχειρήσεις άνοιξαν ξανά, οι εκπομπές επέστρεψαν σχεδόν στα προ-πανδημικά επίπεδα τους.

Το στρατόπεδο της «από-ανάπτυξης», μέχρι τώρα κινείτο σε μεγάλο βαθμό στις παρυφές της περιβαλλοντικής-οικολογικής σκέψης. Τα τελευταία χρόνια όμως, καθώς η κλιματική κρίση έχει ενταθεί, η κριτική του έχει παρεισφρήσει στο mainstream του πανεπιστημιακού κινήματος, με εστιασμένα στην αποανάπτυξη βιβλία, περιοδικά, και συνέδρια, καθώς και στο κοινωνικό πλέον κίνημα της «Αποανάπτυξης». Η ιδέα έχει ευδοκιμήσει επίσης στο χώρο και τους κύκλους των ακτιβιστών του κινήματος του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, καθώς και της «εξεγερμένης»-και όχι μόνο-νεολαίας παντού: Είναι δημοφιλής π.χ. μεταξύ των μελών της ομάδας Extinction Rebellion του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία οργάνωσε στο Λονδίνο μια εξεγερσιακή στάση των πολιτών τον Οκτώβριο, με διαμαρτυρίες κατά της υποτονικής απάντησης της κυβέρνησης στην αλλαγή του κλίματος. Είναι επίσης δημοφιλής στο κίνημα των μαθητών-φοιτητών «Fridays for future». Σε ομιλίες της Γκρέτα Τούνμπεργκ, της 16χρονης Σουηδής ακτιβίστριας, φαίνεται καθαρά η επιρροή της «Αποανάπτυξης» . «Βρισκόμαστε στην αρχή μιας μαζικής εξαφάνισης, και για το μόνο που μπορείτε να μιλάτε είναι για χρήματα και παραμύθια της αιώνιας οικονομικής ανάπτυξης», είπε κατά τη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα πέρυσι. "Πώς τολμάς!"

Τα πιο ριζοσπαστικά μέλη της «Αποανάπτυξης» πιστεύουν ότι οι πλούσιες, ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να συρρικνώσουν τις οικονομίες τους για να συνυπάρξουν μέσα στα οικολογικά όρια - περιορίζοντας την κατανάλωση και τη χρήση ενέργειας αρκετά για να σώσουν τεράστιες περιοχές του πλανήτη από την καταστροφή και να αποτρέψουν την ανεξέλεγκτη αλλαγή του κλίματος.  «Η αποανάπτυξη σηματοδοτεί μια επιθυμητή κατεύθυνση, μια κατεύθυνση στην οποία οι κοινωνίες θα χρησιμοποιούν λιγότερους φυσικούς πόρους και θα οργανώνουν τη ζωή τους διαφορετικά από ό,τι σήμερα», γράφει ο Γιώργος Κάλλης, οικολόγος οικονομολόγος στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, στο: Degrowth: A New Vocabulary( Αποανάπτυξη: ένας νέος όρος-λέξη).

Άλλοι εντός του κινήματος της αποανάπτυξης, αναφέρονται στην αναγκαιότητα της αλλαγής των κοινωνικών προτεραιοτήτων (προώθηση των κοινών συλλογικών αγαθών όπως η υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση αντί του εταιρικού τρόπου παραγωγής με στόχο το κέρδος) κατά την μετάβαση σε μια «μετά την ανάπτυξη» εποχή, προτείνοντας μια στροφή «μακριά από την ανάπτυξη», χωρίς να διατυπώνουν ρητά το αίτημα για αποανάπτυξη.

Για το πώς θα μπορούσε να γίνει πολιτικά επιθυμητή, και με ποιες πολιτικές διαχείρισης θα μπορούσε να υλοποιηθεί μια τέτοια μετάβαση από τους «από κάτω» αυτού του πλανήτη-γιατί στους «από πάνω» είναι σίγουρα μη επιθυμητή- χωρίς να προκαλέσει εκτεταμένες αναταραχές π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Κίνα, είναι ακόμα ανοικτό. Υπάρχουν πολυποίκιλες προτάσεις και αφήνεται σε μεγάλο βαθμό στη φαντασία και την έρευνα, καθώς και στις πρακτικές που αναπτύσσονται κυρίως στο κίνημα των «ΚΟΙΝΩΝ»(Commons), της «μοιρασιάς»(share) και της «επάρκειας»( sufficiency).

Οι «από-αναπτυξιακοί» ισχυρίζονται ότι η οικονομία σήμερα μπορεί να διαχωρισθεί από την οικολογική κατάρρευση-καταστροφή, μόνο αν πάμε σε μια προγραμματισμένη συρρίκνωσή της, τουλάχιστον στον «αναπτυγμένο» κόσμο του Βορά και της Δύσης, και σε μια οικονομία στηριζόμενη στα «Κοινά», τον κοινοτισμό-συνεργατισμό και στις ντόπιες –συνήθως πλούσιες-πηγές πόρων και ενέργειας, στον «μη αναπτυγμένο» Νότο (ο οποίος για αυτόν ακριβώς τον λόγο  θα είναι και πιο εύκολο να περάσει κατευθείαν στην αποανάπτυξη), θα είναι δυνατόν να αποφύγουμε την κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση, οι «από-αναπτυξιακοί» διανοούμενοι έχουν σκιαγραφήσει ένα καταρχήν πρόγραμμα μετάβασης σε κοινωνίες αποανάπτυξης, είτε αυτό γίνει δυνατό να υλοποιηθεί πριν την κατάρρευση, είτε μετά την κατάρρευση στην οποία θα μας οδηγήσει «ο καπιταλισμός της καταστροφής». 

Η Συνδημία του κοροναϊού, της οποίας εμφανίζεται πλέον το δεύτερο κύμα σε μεγάλο μέρος του κόσμου, έδωσε μια αίσθηση επείγοντος σχετικά με τις συζητήσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδόν 33 εκατομμύρια άνθρωποι διεκδικούν τώρα παροχές ανεργίας, με άλλα 8 εκατομμύρια να μην έχουν καμιά ελπίδα στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, το ΑΕΠ των ΗΠΑ συρρικνώθηκε κατά 9,2% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, ρεκόρ χειρότερης συρρίκνωσης. Εν τω μεταξύ, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι η συνδημία COVID-19 θα μπορούσε να αναγκάσει άλλα  150 εκατ. ανθρώπους σε ακραία φτώχεια, που θα προστεθούν στα 835 περίπου που ήταν προ πανδημίας.

Άλλωστε, μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου - συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών - απέτυχαν να προστατέψουν τα φτωχότερα και τα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού τους από τις επιπτώσεις της συνδημίας. Υπάρχει μια τάση-και είναι λογικοθυμική- να θέλουμε να επιστρέψουμε στην προ COVID-19 εποχή, αλλά υπάρχει επίσης ένα «πολύ στενό το παράθυρο» από το οποίο μπορούμε να μπούμε.

Έτσι, όταν όλα φαίνεται να καταρρέουν, το ζήτημα του πώς να τα ξαναχτίσει κανείς, γίνεται πιο πιεστικό από ποτέ.

Για μερικούς, ο ιός ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η ιδέα να κάναμε εθελοντικά όσα έπρεπε για να αποφύγουμε την κατάρρευση, είναι απλώς φανταστική. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τα πράγματα που τους αρέσουν», λένε. Η δυσκολία επιβολής και διατήρησης του lockdown, δείχνει τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της αναμόρφωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας για να ζει με λιγότερα.

Αλλά για άλλους, η πλήρης καταστροφή της οικονομίας στην οποία την οδηγεί το COVID-19, σε συνδυασμό με τη (πολύ) σύντομη μείωση της ρύπανσης που προκάλεσε, σηματοδοτεί πολύ βαθύτερες αναγκαίες αλλαγές. Τον Μάιο, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη».

Έχουμε λοιπόν και σημαντικές ενδείξεις ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση!

Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα:
Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση .  Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Τοπικοποίηση και αποανάπτυξη θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

 

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Η «Συνδημία», ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η ευκαιρία για κοινωνίες Αποανάπτυξης!

  Συνδημία αντί Πανδημία

Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο Παγκόσμια Συνδημία (Global Syndemic), για να χαρακτηρίσουν τη μεγαλύτερη απειλή που υπήρχε για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη: τη παγκοσμιοποιημένη αλληλεπίδραση των τριών «επιδημιών», της παχυσαρκίας, του υποσιτισμού και της κλιματικής αλλαγής, που ο συνδυασμός τους έπληττε και πλήττει τους περισσότερους ανθρώπους σχεδόν παντού στη Γη[1].

Από τις αρχές του 2020 έχουμε επιπλέον την επιδημία COVID-19, την οποία ο ΠΟΥ(Παγκόσμιος οργανισμός Υγείας) χαρακτήρισε ως πανδημία. Στο περιοδικό «The Lancet», η πανδημία αυτή παρουσιάζεται ως συνδημία[2]. Είναι συνδημική η φύση της απειλής που αντιμετωπίζουμε σήμερα, με την έννοια ότι απαιτείται μια πιο προσεκτική προσέγγιση εάν θέλουμε να προστατεύσουμε την υγεία των κοινοτήτων μας. Μια συνδημική προσέγγιση αποκαλύπτει βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που είναι σημαντικές για την πρόγνωση, τη θεραπεία και την πολιτική υγείας. Ο Corona είναι πιο επικίνδυνος, όχι μόνο όταν υπάρχει συν-νοσηρότητα, δηλαδή όταν συνοδεύεται και από άλλες υποκείμενες μη μεταδοτικές ασθένειες, αλλά γιατί υπάρχουν ταυτόχρονα βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις συνθηκών και καταστάσεων-βλέπε κοινωνικοοικονομικές ανισότητες- που αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου. Στην περίπτωση του COVID-19, η αντιμετώπιση των μη μεταδοτικών ασθενειών (Noncommunicable Diseases -NCDs), θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή συγκράτηση του Κορονοϊού (COVID-19 is not a pandemic. It is a syndemic).

2.       Η συστημική αντιμετώπιση της συνδημίας

Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης του Κορονοϊού, δημιούργησαν τις τέλειες συνθήκες ώστε οι κυβερνήσεις και η παγκόσμια ελίτ να αρπάξει την ευκαιρία να εφαρμόσει τέτοια μέτρα πολιτικής ατζέντας, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα προκαλούσαν μεγάλη αντίδραση από τους «από κάτω» υπηκόους της.
Ακολούθησαν ένα προσχέδιο μέτρων που προωθείται από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ εδώ και δεκαετίες και είναι γνωστό σαν «Δόγμα του Σοκ», το οποίο πρώτη έχει περιγράψει η Ναόμι Κλάιν στο ομώνυμο βιβλίο της, και ταιριάζει στο τελευταίο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δηλαδή στον «Καταστροφικό Καπιταλισμό».
Εφαρμόζονται, για παράδειγμα στις ανεπτυγμένες χώρες, ως μέτρα αναχαίτισης των αποτελεσμάτων της συνδημίας, ένα πακέτο περικοπών, όχι επειδή πιστεύουν πως θα είναι ο πιo αποτελεσματικός τρόπος για να απαλύνουν τα δυσάρεστα αποτελέσματά της, αλλά γιατί είχαν ήδη έτοιμα ανάλογα σχέδια και τώρα βρήκαν την ευκαιρία να τα εφαρμόσουν. Οι ελίτ εκμεταλλεύονται- και θα εκμεταλλευτούν στη συνέχεια- την συννδημία ως «τέλεια καταιγίδα».
Στον «Καταστροφικό Καπιταλισμό» και στις μεγάλες κρίσεις, οι μεγάλες κυρίως πολυεθνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκουν πάντα την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν στο έπακρο και να συσσωρεύσουν κεφάλαια και για μετά την κρίση, ενώ το πολιτικό προσωπικό χρησιμοποιεί στρατηγικές που προωθούν πολιτικές συστηματικής διεύρυνσης της ανισότητας και παραπέρα πλουτισμού των ελίτ . Σε στιγμές κρίσης οι άνθρωποι έχουν την τάση να εστιάζουν στις καθημερινές τους ανάγκες για να επιβιώσουν και εμπιστεύονται επίσης περισσότερο τους ειδικούς και όσους κατέχουν την εξουσία-πόσο μάλλον στα πλαίσια της σημερινής υγειονομικής κρίσης, που κινδυνεύει ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, η υγεία και η ίδια η ζωή τους. Την ώρα λοιπόν της κρίσης του Κορονοϊού, δεν μπορούν να προσέξουν όσο πρέπει το παιχνίδι της εξουσίας με τις επιθυμητές στην ελίτ, αλλά αντιδημοφιλείς για τους «από κάτω» πολιτικές.
Η στρατηγική που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις παντού σήμερα, είναι να μεγιστοποιούν τη σύγχυση και να ελαχιστοποιούν την προστασία, και δεν πρόκειται για μία συνωμοσία. Είναι απλά ο τρόπος που αντιμετωπίζουν αυτή την κρίση, που δεν θα μπορούσε να είναι παρά η κακοδιαχείρισή της, αφού στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων, η εξάπλωση του ιού γίνεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: από άνθρωπο σε άνθρωπο, συνδεδεμένων με ανθρωποδίκτυα στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων οικονομικών και κοινωνικών δικτύων. Όπως όλα τα πλανητικά δίκτυα, έτσι και τα ανθρωποδίκτυα είναι τόσο πολύπλοκα συστήματα που λειτουργούν χαοτικά (με την μαθηματική έννοια του όρου) και δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν. Να υπενθυμίσουμε βέβαια και το χαρακτηριστικό των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών, σαν κοινωνιών της διακινδύνευσης, που, ακόμα και αν είναι τεχνολογικά και οικονομικά αναπτυγμένες, παραμένουν ευάλωτες σε «κινδύνους που δεν μπορούν να διαγνωστούν». Ειδικά όταν συνδυάζονται με το γεγονός των τελευταίων χρόνων, της υποβάθμισης δηλαδή και των ελλείψεων των προγραμμάτων δημόσιας υγείας και της ανυπαρξίας προστασίας των εργαζομένων.
Ο συνδυασμός αυτών των ελλείψεων προκάλεσε και το υπέρμετρο σοκ σήμερα στους «από κάτω». Και αυτό θα το εκμεταλλευτούν οι «από πάνω», για να διασώσουν τις βιομηχανίες τους -που βρίσκονται στο επίκεντρο της πιο ακραίας κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα, της κλιματικής κρίσης- τη βιομηχανία αερομεταφορών, τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου, τη βιομηχανία πολυτελούς τουρισμού (κότερα, γιοτ, κρουαζιέρες) κ.λπ. Θέλουν με κάθε τρόπο να υποστηρίξουν και να διατηρήσουν όλους αυτούς τους τομείς, που κλυδωνίζονται σήμερα λόγω των μέτρων για την προστασία του κλίματος, μετά τη συμφωνία του Παρισιού.
Μη ξεχνάμε πως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν έχει μόνο παγκοσμιοποιήσει την ασθένεια, έχει οξύνει ταυτόχρονα την κλιματική κρίση, την οικολογική κρίση, τη διατροφικής κρίση, τη συγκέντρωση υπερπληθυσμών σε τερατουπόλεις –όπου ο αέρας δεν αναπνέεται-την αύξηση της αστικοποίησης και της χρήσης γης εις βάρος των δασών και της άγριας ζωής, την εξαφάνιση ειδών, την υποβάθμιση των εδαφών από τη βιομηχανική γεωργία με τις αντίστοιχες χημικές εισροές, την αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στις ανθρώπινες κοινότητες κ.λπ.
Από αυτή την όξυνση, βγαίνουν πάντα οι κερδισμένοι και οι χαμένοι. Από την όξυνση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 π.χ. μάθαμε ότι ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη, ενώ οι ζημίες κοινωνικοποιούνται: είδαμε να εφαρμόζεται η διάσωση των Τραπεζών, με λευκές επιταγές και ποσά που τελικά έφτασαν σε τρισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ το πραγματικό κόστος το μετακύλισαν στη μεσαία τάξη και τους «από κάτω», μέσω πολιτικών και «μνημονίων» οικονομικής λιτότητας (περικοπών των κοινωνικών παροχών, μειώσεις μισθών και συντάξεων κ.λπ.). Έτσι δεν πρόκειται απλά για το τι συμβαίνει κάθε φορά στον αντίστοιχο χρόνο, αλλά για το «πώς θα αποπληρωθούν αυτά τα κόστη όταν έρθει η ώρα του λογαριασμού».
Την τωρινή κρίση του Κορονοϊού μάλιστα, οι ΗΠΑ και ο Τραμπ προσπάθησαν να τη χρησιμοποιήσουν και ως μοχλό πίεσης για να αλλάξουν εχθρικά τους καθεστώτα, όπως της Βενεζουέλας ή του Ιράν, ενισχύοντας τις κυρώσεις εναντίον τους γνωρίζοντας ότι ο κορονοϊός θα προκαλέσει εκατόμβες νεκρών στα ήδη διαλυμένα συστήματα υγείας τους.

Όμως η καθολική ακινησία της οικονομικής δραστηριότητας, που επιβλήθηκε στις περισσότερες χώρες είχε και ανεπιθύμητες «παράπλευρες παρενέργειες». Δεν έφερε μόνο προσωρινή απώλεια κερδών σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, αλλά και την απόγνωση πως ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων οδεύει προς την χρεοκοπία. Βέβαια κάποιοι κλάδοι της καπιταλιστικής οικονομίας κερδοσκοπούν με την δράση του κορωνοϊού. Οι πολυεθνικές των φαρμάκων για παράδειγμα, που ανταγωνίζονται σήμερα για το ποια θα κατασκευάσει πρώτη το εμβόλιο κατά του κοροναϊού, περιμένουν να συσσωρεύσουν τεράστια κέρδη από τον εμβολιασμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αν πείσουν τα πολιτικά συστήματα εξουσίας να κάνουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για τους υπηκόους τους! Αλλά αυτό δεν φτάνει για να σωθεί το σύστημα, γιατί στο μεταξύ η κοινωνία που ξαφνικά μπήκε στην «εντατική του φόβου και της αστυνομικής απαγόρευσης», άρχισε να συνειδητοποιεί τη δύναμή της και να διερωτάται για τις ευθύνες του καπιταλισμού και των διαχειριστών του, αναζητώντας εναλλακτικές μορφές οικονομίας και κοινωνικής συμβίωσης.

3.       Ποια η επιθυμητή αντιμετώπιση της συνδημίας από τους «από κάτω»

Οι «από κάτω», κάθε φορά που δοκιμάζονται από μία κρίση, είτε οπισθοχωρούν και διαλύονται από την ανημπόρια και την απάθεια, είτε ανασυντάσσονται και βρίσκουν τη δύναμη για αντίσταση, αλληλεγγύη, συμπόνια και συνεργασία , αξίες τις οποίες ανακαλύπτουν ξανά ότι τις κατέχουν. Αυτή η συνδημία είναι μία από αυτές τις δοκιμασίες. Αντί του αισθήματος της αδυναμίας και της στάσης της παραίτησης, ας ελπίσουμε αυτή τη φορά ότι θα επιλέξουμε και θα βρούμε τη δύναμη να αντιτάξουμε μια θετική στάση.

Ειδικότερα στη χώρα μας: για να ξεφύγει από τη μέγγενη των μνημονίων, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της συνδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια, θα χρειασθεί –μετά το πέρασμα της καταιγίδας- να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα και από μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Εφαλτήρας για την διέξοδο μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς.

Ας ξεκινήσουμε από την αντίσταση στα σχέδια της ελληνικής ελίτ, η οποία πρώτη έσπευσε να χρησιμοποιήσει το «επιτελικό» κράτος της καταστολής για την αντιμετώπιση της συνδημίας, για να απαιτήσουμε μέτρα για την αναβάθμιση καταρχήν του ελληνικού συστήματος υγείας και στη συνέχεια μέτρα για την οικονομική ανακούφιση των Ελλήνων «από κάτω» με τη θέσπιση ενός πανευρωπαϊκού άνευ όρων βασικού εισοδήματος[3].

Ο λόγος που υπάρχει η ελπίδα πως αυτή τη φορά θα καταφέρουμε να επιλέξουμε ένα ευτοπικό μέλλον για μας και τα παιδιά μας, είναι πως από το 2008 και μετά, απομυθοποιήθηκε η υπόσχεση του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης» για κοινωνίες «ευημερίας, ασφάλειας και αφθονίας». Έχει δημιουργηθεί «από τα κάτω» ένα παγκόσμιο κίνημα από τους «από κάτω» που προτείνει μία εναλλακτική πολιτική, ένα διαφορετικό είδος αντίδρασης στην κρίση, που φτάνει μέχρι και τις ρίζες που την προκαλούν και απαιτεί τη ριζική αλλαγή του συστήματος. Προς την κατεύθυνση της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, με στήριξη στα κοινά συλλογικά και κοινωνικά αγαθά, καθώς και στις αξίες της αλληλεξάρτησης, της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας και συνεργατικότητας.

Μία κρίση όπως αυτή που ζούμε σήμερα-που από υγειονομική θα εξελιχθεί σίγουρα και σε οικονομική κρίση μεγαλύτερη από αυτήν του 2008-μας δείχνει καθαρά την άμεση εξάρτηση που έχουμε όλοι μεταξύ μας. Ανακαλύπτουμε σε πραγματικό χρόνο πως είμαστε πολύ περισσότερο διασυνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο, παρά τον άκρατο ατομικισμό στον οποίο μας ωθούσε το βάρβαρο οικονομικό σύστημα που επικρατούσε μέχρι τώρα. Νομίζαμε πως είμαστε ασφαλείς εάν έχουμε μια καλή ιδιωτική ασφάλεια και υγειονομική περίθαλψη, αλλά αν το άτομο που φέρνει το φαγητό που παραγγείλαμε στο σπίτι ή που πακετάρει τις συσκευασίες στα σουπερμάρκετς δεν έχει ασφάλεια και ικανή υγειονομική περίθαλψη, δεν θα είμαστε ποτέ ασφαλείς. Εάν δεν φροντίσουμε ο ένας τον άλλο, κανείς μας δεν θα βρει φροντίδα. Είμαστε όλοι μας αλληλο-συνδεδεμένοι, καθώς είναι πια αποδεδειγμένο ότι δεν υπάρχει ατομική υγεία, αλλά υγεία που μπορεί να διατηρηθεί μόνο σε συλλογικό επίπεδο. Όταν ο καθένας κάνει αυτά που πρέπει χάριν της υγείας της κοινότητας και η κοινότητα φροντίζει τα μέλη της, το καθένα χωριστά, γιατί η συλλογική υγεία εξαρτάται από την υγεία του καθένα.
Στον καθένα μας υπάρχουν διαφορετικές πλευρές του εαυτού μας. Αν συμμετέχουμε σε ένα σύστημα που ξέρουμε πως δεν υπάρχει αλληλεγγύη και φροντίδα για τους ανθρώπους, δεν υπάρχει ισότιμη κατανομή των αγαθών, τότε ασφαλώς και θα επικρατήσει το άπληστο, αρπακτικό κομμάτι του εαυτού μας, που θα χρειασθεί να πατήσει επί πτωμάτων για να επιβιώσει και να «αδειάσει τα σουπερμάρκετ από χαρτί υγείας και μακαρόνια», αν μπορεί.

Έχοντας όμως αυτό ως επίγνωση, μπορεί να σκεφτεί και να φανταστεί κανείς εύκολα, ένα εναλλακτικό σύστημα, στο οποίο δε θα χρειάζεται να αποθησαυρίζει, να λεηλατεί και να αρπάζει για να φροντίσει μόνο τον εαυτό και τους δικούς του, γιατί θα υπάρχει μοιρασιά στα διαθέσιμα αγαθά και φροντίδα της κοινότητας ακόμα και για τους πιο ευάλωτους. Απλά χρειάζεται να επανανοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας. Μας χρειάζεται ένα σύστημα που θα προωθεί και θα αναδεικνύει τη θετική μας πλευρά, αυτή της συλλογικής συνύπαρξης. Της πλευράς μας εκείνης που θα μας οδηγήσει σε κοινωνίες αποανάπτυξης, αποφεύγοντας τη επερχόμενη κατάρρευση!

 Ο καπιταλισμός ήταν και είναι ένα σύστημα που έχει ιστορικά επιδείξει μια τεράστια ικανότητα προσαρμογής στις διάφορες προκλήσεις. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα όμως είναι το αν δεν χάνει τα φρένα που στο παρελθόν του επέτρεψαν να επιβιώσει. Η μη προβλεψιμότητα με την οποία ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την υγειονομική και οικολογική κρίση δείχνει ότι γρήγορα πηγαίνει σε μια φάση της τελικής διάβρωσης, από την οποία έχει μόνο μία διέξοδο: τον οίκο-φασισμό, μια προοπτική που βασίζεται στην ιδέα ότι πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη περισσεύουν. Δρα περιθωριοποιώντας αυτούς που περισσεύουν. Αυτό το κάνει ήδη και στην πιο σκληρή του εκδοχή, τους εξοντώνει, κάθε φορά περισσότερο συνειδητοποιημένος  για την επικείμενη γενική έλλειψη και όλο και πιο αποφασισμένος να διατηρήσει τους σπάνιους πόρους σε λίγα χέρια. Μεγαλύτερη πιθανότατα από τον οικοφασισμό, ίσως, έχει ένα σενάριο νεοφεουδαρχισμού[4], με μόλις το 1% των αγροτικών επιχειρήσεων να ελέγχει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και με τους καπιταλιστές κυρίαρχους να αντιμετωπίζουν τους «από κάτω» τους, μικροαγρότες, εργάτες, υπαλλήλους και υποτελείς, ως δουλοπάροικους.

Σαν εναλλακτική λοιπόν στις παραπάνω διεξόδους του καπιταλισμού, προτείνεται η προοπτική της αποανάπτυξης, που δεν είναι παραίτηση, μελαγχολία και συρρίκνωση: βασίζεται στη βεβαιότητα ότι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα-να πετύχουμε την ευζωία- με λιγότερα, αν είμαστε φυσικά ικανοί, να αναδιανέμουμε τον πλούτο. Σύμφωνα με τον Κάρλος Τάιμπο, η εναλλακτική πρόταση, μπορεί να συνοψιστεί και σε τέσσερα ρήματα, που αρχίζουν από άλφα: αποαστικοποιούμε, αποτεχνολογοποιούμε, αποπατριαρχούμε και απλοποιούμε τις κοινωνίες μας.



[1] Σε επιστημονική έκθεση, που είχε παρουσιαστεί το 2019 στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet» από 43 επιστήμονες 14 χωρών, τονίζεται ότι ισχυρά τα οικονομικά συμφέροντα, η έλλειψη πολιτικής βούλησης και οι ανεπαρκείς πρωτοβουλίες της κοινωνίας για αλλαγή στέκονται εμπόδιο στο να υπάρξει μια συντονισμένη διεθνής δράση απέναντι στην Παγκόσμια Συνδημία, με συνέπεια να μην έχουν σταματήσει την ανοδική πορεία τους τα ποσοστά παχυσαρκίας και υποσιτισμού, ούτε οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου». Ενδεικτικά, όπως αναφερόταν, περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν παραπανίσια κιλά στο σώμα τους, κάτι που συνδέεται με τέσσερα εκατομμύρια θανάτους ετησίως και μια επιβάρυνση περίπου δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για την παγκόσμια οικονομία (το 2,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, 815 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό. Επίσης, το μελλοντικό κόστος της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται ότι θα φθάσει το 5% ως 10% του παγκοσμίου ΑΕΠ.

[2]Μια συνδημία δεν είναι απλώς μια συν-νοσηρότητα. Οι συνδημίες χαρακτηρίζονται από βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ συνθηκών και καταστάσεων, αλληλεπιδράσεις που αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου για βλάβη ή επιδείνωση της υγείας του.

[3] Συντασσόμενοι και οι Έλληνες «από κάτω» με το πανευρωπαϊκό κίνημα πολιτών που καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως την Ευρωομάδα, να δημιουργήσει ένα χρηματοδοτικό μέσο υπό την ηγεσία της ΕΕ που θα επιτρέπει σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εισάγουν γρήγορα ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα.

[4] Μόλις το 1% των αγροτικών επιχειρήσεων ελέγχει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, εξέλιξη που απειλεί τις ζωές 2,5 δισ. μικροκαλλιεργητών, το περιβάλλον και την υγεία τωρινών και μελλοντικών γενεών. Η γη που μας τρέφει συγκεντρώνεται με την παρέμβαση του γνωστού… «αόρατου χεριού της αγοράς» σε όλο και λιγότερα χέρια επιφέροντας καταστροφικές συνέπειες σε κλίμα, περιβάλλον, διατροφή, δημόσια υγεία, νυν και μέλλουσες κοινωνίες, προειδοποιεί μια σημαντική μελέτη από τον Διεθνή Συνασπισμό για τη Γη (International Land Coalition).

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Η «ανάπτυξη» είναι οικολογικά μη βιώσιμη και φθάνει στο τέλος της

 Υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ της κλίμακας μιας οικονομίας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από την απώλεια οικοσυστημάτων έως τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Ορισμένοι θέτουν τη δυνατότητα αποϋλοποίησης, δηλαδή την αποσύνδεση της χρήσης πρώτων υλών και εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν στοιχεία αυτής της αποϋλοποίησης που να λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, και όπου γίνεται δεν είναι καθόλου κοντά στον απαραίτητο ρυθμό για να αποφευχθεί η εξάντληση των πόρων ή η καταστροφική αλλαγή του κλίματος. Κάποιες πλούσιες οικονομίες δείχνουν σημάδια αργής αποϋλοποίησης για επιλεγμένα υλικά ή πηγές ενέργειας, αλλά αυτό μάλλον φαίνεται να επιτυγχάνεται μέσω της υποκατάστασης της εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές από εκβιομηχανισμένες χώρες.

Ένας λόγος για τον οποίο η αποϋλοποίηση είναι πολύ δύσκολη είναι γιατί όσο πιο αποτελεσματική γίνεται μια οικονομία, τόσο περισσότερους πόρους μπορεί να καταναλώσει. Οι τεχνολογικές εξελίξεις οδηγούν σε αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων, μειώνοντας το κόστος τους, αλλά αυξάνουν από την άλλη τη ζήτηση για αυτά, καθιστώντας τις νέες χρήσεις πιο προσιτές.

Η προοπτική επίσης μιας διαρθρωτικής μετάβασης σε «αβαρείς» οικονομίες πληροφοριών που βασίζονται στις υπηρεσίες, είναι απίθανο να συμβεί. Η ενσωματωμένη ενέργεια (emergy) των υπηρεσιών είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη των πρωτογενών δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών είναι οικολογικά επιδοτούμενες από την εξόρυξη βασικών προϊόντων και τη βιομηχανική παραγωγή αλλού.

 Η «ανάπτυξη» πλησιάζει σε ένα τέλος

Ενώ η ανάπτυξη πέραν ενός ορισμένου ορίου δεν συνδέεται με κοινωνικά ή περιβαλλοντικά οφέλη, γίνεται επίσης όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχουν ενδείξεις μείωσης του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Κάποιοι το έχουν αποδώσει στη μείωση των οριακών αποδόσεων, ενώ άλλοι στην εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών, όπως ο κινητήρας καύσης που τροφοδοτείται με πετρέλαιο και οι σχετικές αλλαγές (αυτοκίνητα, αυτοκινητόδρομοι, προάστια) που προώθησαν τη συσσώρευση στον εικοστό αιώνα. Ακόμα άλλοι επισημαίνουν όρια στη δημιουργία αποτελεσματικής ζήτησης και στην εύρεση συνεχώς νέων επενδυτικών σημείων για τη συσσώρευση κεφαλαίου με ρυθμό αύξησης 2-3% ετησίως.

Οι «αποαναπτυξιακοί», αντ 'αυτών, υποθέτουν την ύπαρξη οικολογικών περιορισμών. Ένα κύριο επιχείρημα της κατεύθυνσης της «αποανάπτυξης» είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνει την εντροπία. Η οικονομική ανάπτυξη υποβαθμίζει τα αποθέματα υψηλής τάξης (χαμηλής εντροπίας) και τα μετατρέπει σε χαμηλής τάξης (υψηλής εντροπίας) θερμότητα και εκπομπές. Η ενέργεια δεν μπορεί να ανακυκλωθεί και τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν μόνο σε κάποιο βαθμό. Δεδομένου ότι η γη έχει ένα περιορισμένο ποσό εξαντλήσιμων πόρων (όπως οι πρώτες ύλες και τα ορυκτά καύσιμα), η μακροπρόθεσμη οικονομική δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί μόνο με το ρυθμό της ροής της ηλιακής ενέργειας.

Πόσο καιρό στο μέλλον, τα υφιστάμενα αποθέματα ενέργειας και υλικών μπορούν να διαρκέσουν, είναι αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Μερικοί αντιμετωπίζουν το σημείο καμπής του πετρελαίου (peak oil) και άλλα σημεία καμπής στα ποσοστά εξαγωγής βασικών πρώτων υλών όπως ο φώσφορος, ως απόδειξη ότι η εξάντληση των αποθεμάτων ήδη περιορίζει την ανάπτυξη (βλ. Όρια σε: ορυκτούς πόρους, πετρέλαιο αιχμής κ.λπ.). Άλλοι επισημαίνουν διαφορετικές εκτιμήσεις ή ευκαιρίες υποκατάστασης, π.χ. πετρελαίου από φυσικό αέριο ή άνθρακα.

 Η κλιματική αλλαγή, μια εκδήλωση αυτού που ονομάζεται «θερμική ρύπανση» από την αύξηση της εντροπίας, μπορεί να περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα πριν από την εξάντληση των πόρων. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ρυθμό μετάβασης σε καθαρότερες πηγές Ενέργειας. Οι βιοοικονομολόγοι είναι δύσπιστοι για μια τέτοια μετάβαση επειδή υπολογίζουν ότι οι ανανεώσιμες πηγές παράγουν πολύ χαμηλότερα ενεργειακά πλεονάσματα (ενεργειακές αποδόσεις στις ενεργειακές επενδύσεις, EROI) από τις συμβατικές πηγές. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να δαπανηθεί πολλή συμβατική ενέργεια κατά τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σημαίνει επίσης ότι η κλίμακα «ηλιακής οικονομίας» θα πρέπει να είναι πολύ μικρότερη από την τρέχουσα, δεδομένης της πραγματικής χαμηλότερης EROI των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα.

Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» που αναλύουν την τρέχουσα κρίση, έχουν υποθέσει ότι πράγματι οι πόροι έχουν ήδη περιορίσει τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Τα όρια αυτά αντικαταστάθηκαν προσωρινά με την άνοδο της πλασματικής (φούσκας) χρηματικής οικονομίας, η οποία διατήρησε την ανάπτυξη για λίγο περισσότερο. Με άλλα λόγια, ο κατά τα άλλα μη βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης έχει διατηρηθεί μέσω ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.

Μια μετάβαση πέρα από την ανάπτυξη είναι μια μετάβαση πέρα από Καπιταλισμό

 Ο καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα έχει ως βασικό στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου. Μέσα από ένα σύνολο θεσμών -ιδιωτική περιουσία, εταιρεία, μισθωτή εργασία, ιδιωτική πίστωση και χρήματα με επιτόκιο – ως τελικό αποτέλεσμα έχει-μέσα από μια δυναμική κέρδους- την αναζήτηση περισσότερων κερδών. Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κλίμακας της υλικής οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, γιατί ο βασικός κινητήρας του είναι η ανάπτυξη που δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την απόδοση και την επέκταση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, ακόμη και αν θεωρητικά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές της σταθερής κατάστασης, μια καθολική και φθίνουσα πορεία του ανώτατου ορίου στην παραγωγή υλικών και ενέργειας θα ανάγκαζαν τις καπιταλιστικές οικονομίες να εργαστούν εντός ορίων.

Στην πράξη, ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης αυξάνει την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού για τη διατήρηση ή την αύξηση του ποσοστού κέρδους. Έτσι, σε συνθήκες έλλειψης ανάπτυξης, ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία καθίστανται κοινωνικά και πολιτικά ασταθείς. Η ανάπτυξη αποφεύγει τις αναδιανεμητικές συγκρούσεις και στηρίζει τον καπιταλισμό πολιτικά. Με αυτή την συγκεκριμένη έννοια η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για τον καπιταλισμό.

Έχει διατυπωθεί ένα σενάριο όπου μπαίνουν συλλογικά όρια («καπάκια»-«βαλβίδες») και, στη συνέχεια, εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης (όπως εγγύηση εργασίας σε όλους από το κράτος) για να εξασφαλισθεί ότι η μείωση της κλίμακας δεν απειλεί τη βασική ευημερία κανενός. Ωστόσο, θα ήταν απαραίτητες ριζικές πολιτικές αλλαγές για να επιτραπεί μια τέτοια φαινομενικά αβλαβής πολιτική «μεταρρυθμίσεων». Στις υπάρχουσες καπιταλιστικές δημοκρατίες υπάρχει ανισότητα στην πολιτική εξουσία, κατανεμημένη περίπου σύμφωνα με την οικονομική δύναμη. Ανώτατα όρια, φόροι ή αναδιανεμητικό εισόδημα/εργασία, προγράμματα ασφαλείας κ.λπ., είναι πιθανό να βλάψουν οικονομικά συμφέροντα με προνομιακή πρόσβαση στις κυβερνήσεις. Μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας θα ήταν απαραίτητη για να θεσπιστούν όλα αυτά, γιατί μετά τη θέσμισή τους, το κεφάλαιο δεν θα κατείχε τη θέση της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης.

 Υπάρχουν ήδη αποαναπτυξιακές-μετακαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις

Η αποανάπτυξη προτείνεται επίσης ως μια δομική έννοια για τη σύνδεση μιας ποικιλίας μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Υπάρχουν εναλλακτικοί θεσμοί τόσο στο μικρο-επίπεδο της κοινοτικής οργάνωσης όσο και στο μακροοικονομικό επίπεδο κρατικής οικονομικής ρύθμισης.

Για παράδειγμα, ως εναλλακτική λύση στη θέσμιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως κυρίαρχης αρχής κάτω από τον καπιταλισμό, οι αποαναπτυξιακοί τονίζουν την ανάκτηση – και τη δημιουργία νέων – Κοινών (commons), για πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που βασίζονται στην κοινή χρήση. Μια εικόνα τους αποτελούν οι οικοκοινότητες και τα εγχειρήματα  συστέγασης που πειραματίζονται με μορφές μη ιδιωτικών κατοικιών όπου οι χρήστες μοιράζονται κοινούς χώρους και επενδύσουν τη δική τους εργασία στην κατασκευή και συντήρηση της στέγασής τους. Άλλα παραδείγματα νέων μορφών ιδιοκτησίας είναι οι πειρατές- προγραμματιστές και οι on-line κοινότητες των ψηφιακών Κοινών που απορρίπτουν την ιδιωτική πνευματική ιδιοκτησία, δημιουργώντας και μοιράζοντας («ομότιμη παραγωγή»- «peer production», «copy-left») νέα ανοικτά ψηφιακά προϊόντα ανοικτού κώδικα.

Συνεταιρισμοί εργαζομένων και χρηστών αμφισβητούν την εταιρική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και είναι μακριά από πρόσοδο και κέρδη. Στον τομέα της παραγωγής τροφίμων, και σε αντίθεση με τις γεωργικές επιχειρήσεις, αγρο-οικολογικές ομάδες αγροτών και νέων που «επιστρέφουν στη γη», παράγουν για τη διαβίωσή τους και για εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που συνδέονται άμεσα με συνεταιρισμούς καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες. Στους αστικούς κήπους που έχουν πρόσβαση και διαχειρίζονται από κοινού, οι κάτοικοι των πόλεων παράγουν τα δικά τους τρόφιμα και διατηρούν τους δικούς τους χώρους αναψυχής, διαθέτοντας μη αμειβόμενη εργασία για τη διαβίωση και αναψυχή τους. Αποαναπτυξιακοί, ασχολούνται επίσης και συμβάλλουν σε διάφορα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ιδρύματα φροντίδας, όπως οι γονικοί παιδικοί σταθμοί και σχολεία, όπου οι γονείς συμμετέχουν άμεσα στην εκπαίδευση των παιδιών τους.

Τέτοιες «ουτοπίες του τώρα» μοιράζονται πέντε βασικά χαρακτηριστικά:

1) από την παραγωγή για ανταλλαγή-εμπόριο, στην παραγωγή για χρήση (των συμμετεχόντων ή των τελικών χρηστών)·

2) μερική υποκατάσταση της μισθωτής εργασίας με εθελοντική δραστηριότητα των μελών, που σημαίνει αποεμπορευματοποίηση και αποειδίκευση της εργασίας·

3) μια αντι-ωφελιμιστική λογική, όπου η κυκλοφορία των αγαθών γίνεται-τουλάχιστον εν μέρει- με ανταλλαγή «αμοιβαίων δώρων» αντί της αναζήτησης κέρδους·

 4) μια εγγενής αξία που αποδίδεται στην κοινοτικοποίηση («commoning») και στις σχέσεις μεταξύ τους(«σχεσιακά αγαθά»

5) η έλλειψη ενσωματωμένης δυναμικής για τη συσσώρευση και επέκταση.

Από την άποψη της βιωσιμότητας, αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι η σχετικά χαμηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα των υλικών που χρησιμοποιούνται από πολλές τέτοιες εναλλακτικές λύσεις σε σύγκριση με τα συμβατικά κρατικά ή αγοραία συστήματα που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η παραγωγή τροφίμων, τα εναλλακτικά συστήματα φαίνονται να είναι λιγότερο αποδοτικά από τα συμβατικά συστήματα ανά μονάδα προϊόντος, δεδομένου του χαμηλότερου βαθμού εξειδίκευσης και του περιορισμένου καταμερισμού εργασίας (αν και αυτό θα ήταν πιθανότατα λιγότερο, αν κανείς λαμβάνει επίσης υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των εισροών όπως το πετρέλαιο). Παρ' όλα αυτά, οι εναλλακτικές αυτές είναι πιθανό να είναι περιβαλλοντικά πιο ευπρόσδεκτες, ακριβώς επειδή η μη παραγωγικότητά τους περιορίζει την κλίμακά τους (ένα "ριμπάουντ", ή αντίστροφη ανάκαμψη ή εφέ αναπήδησης).

Υπάρχει ένας ενδιαφέρον πολλαπλασιασμός των νέων κοινοτικών εγχειρημάτων και των  μορφών παραγωγής σε συνθήκες οικονομικής κρίσης- ως αποδεικτικό στοιχείο- από την Αργεντινή, την Καταλονία, ή την Ελλάδα. Η εικόνα εδώ είναι ότι, καθώς οι συμβατικοί θεσμοί του καπιταλισμού δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, υπάρχει μια αυθόρμητη αύξηση των νέων θεσμών στην αυτόνομη σφαίρα.

Τέτοια εγχειρήματα δεν χρειάζεται να αντικαθιστούν τις λειτουργίες του κράτους (την περίθαλψη, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση ή την παροχή βασικών αγαθών). Αντ'αυτού μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις που μετασχηματίζουν τις λειτουργίες των κρατών χωρίς να τις αποσυναρμολογούν, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την τάση ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και υπηρεσιών.

Στο επίπεδο των κυβερνητικών πολιτικών, η βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη έχει ερευνήσει θεσμούς εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης που μπορούν να εξασφαλίσουν ουσιαστική απασχόληση χωρίς ανάπτυξη και στήριξη, όπου είναι δυνατή η επέκταση της αυτόνομης σφαίρας. Προτείνεται ένα σύστημα εγγυημένων θέσεων εργασίας που μετατρέπει το κράτος σε εργοδότη έσχατης ανάγκης, μειώνοντας εκ των πραγμάτων την ανεργία στο μηδέν και επιδοτώντας τη περίθαλψη ή τις αυτόνομες δραστηριότητες μέσω των κρατικών δαπανών. Ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα για όλους τους πολίτες τελικά, σε συνδυασμό πιθανά με ένα ανώτατο εισόδημα και φορολογία των μισθών και των κερδών, μπορεί να εξασφαλίσει ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης και ασφάλειας για όλους όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μισθωτή εργασία. Με τις βασικές ανάγκες να καλύπτονται, υποτίθεται ότι θα υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες να αφιερώσει κανείς το χρόνο του στην αυτόνομη σφαίρα και ίσως να μοιραστεί πιο δίκαια η εργασία μέσω της μερικής απασχόλησης στον τομέα της αμειβόμενης εργασίας.

Η κατανομή της εργασίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω αναδιανομής της εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων με μείωση του χρόνου εργασίας στον τομέα της αμειβόμενης, μπορεί επίσης να μειώσει την ανεργία και να αναδιανείμει τον πλούτο εάν εφαρμοστεί με ισοτιμία εισοδημάτων. Η ανησυχία που υπάρχει είναι ότι αν θεσμοποιηθούν τα παραπάνω και εάν η τεχνολογία και η παραγωγικότητα συνεχώς βελτιώνεται, η έλλειψη ανάπτυξης θα καταστήσει περιττό ένα αυξανόμενο μέρος του εργατικού δυναμικού. Τότε όμως, το κράτος μπορεί να αναδιανείμει μερικά από τα οφέλη της αυξημένης παραγωγικότητας υπέρ του απελευθερωμένου χρόνου και της αυτόνομης σφαίρας.

Μια άλλη στρατηγική για την επίλυση του προβλήματος της ανεργίας είναι μια διαρθρωτική στροφή που υποστηρίζεται από το κράτος προς μια νέα οικονομία των κοινωνικών και συνεργατικών-συνεταιριστικών δραστηριοτήτων που επικεντρώνονται στις υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή). Τέτοιες δραστηριότητες έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, αλλά είναι μεγαλύτερης έντασης εργασίας και παρέχουν περισσότερη απασχόληση. Αν και έχουν χαμηλή οικονομική αξία, έχουν υψηλή κοινωνική αξία και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας αλληλέγγυας συνεργατικής οικονομίας των αναγκών και της εγγύτητας.

Όσον αφορά το νόμισμα και το πιστωτικό σύστημα, οι θεσμικές προτάσεις που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη περιλαμβάνουν μηδενικά επιτόκια και πολύ υψηλές απαιτήσεις αποθεματικών για τις τράπεζες, ώστε να περιορίσουν τις πιστωτικές φούσκες που οδηγούν σε φανταστική και εικονική ανάπτυξη. Κοινοτικά νομίσματα, τράπεζες χρόνου και ανταλλαγές χωρίς χρήμα έχουν τη δυνατότητα να επανατοπικοποιήσουν την οικονομική δραστηριότητα, να ελέγχουν την κλίμακά της και να την απομακρύνουν από την επεκτατική δυναμική του νομισματικού συστήματος. Εμπειρίες με κοινοτικά νομίσματα δείχνουν ότι μπορούν να χρησιμεύσουν καλύτερα ως μικρής κλίμακας συμπληρώματα στα κύρια νομίσματα. Τα κρατικά νομίσματα θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά λόγω της ανάγκης για δια-υπερ-τοπικές ανταλλαγές σε μια σύνθετη οικονομία και του γεγονότος ότι οι φόροι (μεγάλο μέρος του ακαθάριστου προϊόντος) καταβάλλονται σε συμβατικά χρήματα, ενώ απαιτούνται τεράστια ποσά χρηματοικονομικών και οργανωτικών πόρων για σταθερά νομισματικά συστήματα μεγάλης κλίμακας.

Επί του παρόντος, τα χρήματα δημιουργούνται ως επί το πλείστον μέσω ιδιωτικών τραπεζών. Η προσφορά χρήματος από ιδιωτικές τράπεζες και χρήματα που εκδίδονται ως χρέος μέσω δανείων από αυτές, δημιουργούν πράγματι μια δυναμική ανάπτυξης. Θα μπορούσε και το κράτος όμως να εκδώσει χρέος για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, π.χ. για τη χρηματοδότηση βασικού εισοδήματος ή συστήματος εγγύησης θέσεων εργασίας ή συνεταιρισμών, υπηρεσιών φροντίδας ή έργων ήπιας μορφής ενέργειας. Δημιουργώντας για τον εαυτό τους χρήματα, τα κράτη θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιήσουν το κυριαρχικό δικαίωμα (τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας του χρήματος και του κόστους παραγωγής του), και να εξοικονομήσουν χρήματα με το να μην πρέπει να πληρώνουν ιδιωτικές τράπεζες για να δανείζονται για τη χρηματοδότηση των κρατικών τους δαπανών.

Όσον αφορά στο χρέος, οι αποαναπτυξιακοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναμένεται να αυξηθεί με τον ρυθμό που απαιτείται για την πληρωμή των χρεών. Το χρέος είναι μια κοινωνική σχέση, και η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα κοινωνιών που διέγραψαν τα χρέη και ξεκίνησαν από την αρχή. Οι δυτικές κοινωνίες έχουν διατηρήσει έναν υλικά εύπορο τρόπο ζωής με τη μετατόπιση των υποσχέσεων πληρωμής στο μέλλον. Η διαγραφή χρέους ενδέχεται να προκαλέσει μείωση του βιοτικού επιπέδου των μικρών πιστωτών-αποταμιευτών. Από την άποψη της αποανάπτυξης, ο στόχος δεν μπορεί να είναι η ανάπτυξη για την αποπληρωμή χρεών, αλλά η δίκαιη κατανομή του κόστους μιας τέτοιας προσαρμογής. Είναι θεμιτό να διαγράφονται τα χρέη όσων το βασικό βιοτικό τους επίπεδο απειλείται και να μην πληρώνονται χρέη σε όσους δάνεισαν για το κέρδος. Ορισμένες πιστώσεις είναι πιο νόμιμες από ό, τι άλλες. Η αξιολόγηση και η απόφαση θα πρέπει να είναι δημοκρατική. Με αυτή την οπτική, οι αποαναπτυξιακοί υποστηρίζουν τον έλεγχο του χρέους από τους πολίτες.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Αποανάπτυξη-Κοινοτισμός-Άμεση Δημκρατία: Δέκα θέσεις

 

Επεξεργασμένες και περιληπτικά με βάση τη διατύπωσή τους στην International Encyclopedia of the Social & Behavioral Sciences, από τους συγγραφείς: Kallis, G., Demaria, F., D'Alisa, G

 

Θέση 1η: Η ανάπτυξη δεν έχει νόημα

Ο στόχος για αέναη ανάπτυξη είναι παράλογος, δεδομένου ότι το χρήμα μπορεί να είναι μόνο ένα μέσο για ένα σκοπό(ένα τέλος[1]), και όχι ένας σκοπός για τον εαυτό του. Εάν ο σκοπός-τέλος μιας κοινωνίας είναι η «καλή ζωή»(το «ευ ζην» των αρχαίων Ελλήνων, το buen vivir των ιθαγενικών λαών της Λατινικής Αμερικής, η ευζωία, όπως το διατυπώνουμε σε αυτή την ιστοσελίδα), τότε σε κάποιο σημείο της εξέλιξής της, μια κοινωνία θα πρέπει να παράγει αρκετά για την επίτευξη της ευζωίας των μελών της, καθιστώντας περιττή την περαιτέρω ανάπτυξη. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν συσσωρεύσει πλούτο αδιανόητο για μερικές γενιές πίσω, αλλά φαίνονται υποχρεωμένες να επιδιώκουν έναν αυξανόμενο ρυθμό ανάπτυξης χρόνο με τον χρόνο. Ένα βασικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν όσοι ασχολούνται με την αποανάπτυξη είναι το γιατί να είναι έτσι!

Στο μικροεπίπεδο των ατόμων, το ακόρεστο καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό για την  κοινωνική θέση. Μόλις ικανοποιηθεί μια βασική υλική ανάγκη, τα επιπλέον εισοδήματα αφιερώνονται όλο και περισσότερο για την επιδίωξη της βελτίωσης της θέσης στην κοινωνική πυραμίδα(π.χ., ένα σπίτι μεγαλύτερο από του γείτονα είναι ένα αγαθό θέσης). Ο σχετικός, και όχι ο απόλυτος πλούτος είναι αυτό που έχει σημασία.

Η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγικότητας στον υλικό τομέα, ωστόσο, δεν αλλάζουν τις σχετικές κοινωνικές θέσεις, αλλά αυξάνουν την τιμή των αγαθών θέσης. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη καθιστά τα αγαθά κοινωνικής θέσης κοινωνικά σπανιότερα. Αυτά είναι τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης, δηλαδή υπάρχουν εγγενή όρια όσον αφορά την ικανότητα της ανάπτυξης να ικανοποιεί την ευημερία όλων. Αυτά τα όρια είναι και ένας λόγος γιατί πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν αυξάνει κατά μέσο όρο την ευτυχία.

Από ατομική άποψη, είναι λογικό να επιδιώκεται περισσότερος πλούτος για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά συλλογικά, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η συνολική ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα αυτού του παράλογου ανταγωνισμού κοινωνικής θέσης και ανέλιξης μεταξύ ατόμων που δεν κάνει κανέναν καλύτερο. Η υπόσχεση της ανάπτυξης, από την άλλη πλευρά, είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ψευδαίσθηση της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μπορεί να διατηρηθεί προσωρινά ελλείψει αναδιανομής. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια παράλογη επιδίωξη ανάπτυξης για χάρη της ανάπτυξης.

Θέση 2η: Η ανάπτυξη είναι αντιοικονομική και άδικη

Η ανάπτυξη δεν αυξάνει πλέον τη συλλογική ευημερία. Αυτή η αποτυχία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από το ΑΕΠ, διότι το ΑΕΠ μετρά την ανάπτυξη και όχι την ευημερία. Δεν διακρίνει τη βελτίωση της ευημερίας από την μείωση της ευημερίας από την οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, δαπάνες για τον καθαρισμό μιας πετρελαιοκηλίδας, την κατασκευή φυλακών ή την διεξαγωγή πολέμου, αυξάνουν το ΑΕγχΠ. Ανεξάρτητες μετρήσεις της ευημερίας, όπως οι αυτοαναφoρές για ικανοποίηση ζωής και  θέσμιση άλλων εναλλακτικών δεικτών ευτυχίας ή ευημερίας, όπως είναι ο γνήσιος δείκτης Προόδου ή ο δείκτη βιώσιμης οικονομικής ευημερίας, επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία.

Το κοινωνικό κόστος της ανάπτυξης περιλαμβάνει κακή ψυχολογική υγεία, αυξημένες ώρες εργασίας, συμφόρηση και ρύπανση. Η εμπορευματοποίηση και η εισαγωγή στην οικονομία των ΑΕΠ των υπηρεσιών στο οικοσύστημα και των μη αμειβόμενων δραστηριοτήτων, ή η χρηματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, όπως η φιλοξενία ή η φροντίδα, διαβρώνουν την κοινωνικότητα, την κοινότητα και το περιβάλλον. Επίσης, τους ηθικούς κανόνες που χρησιμοποιούνται για την καλύτερη ρύθμιση τέτοιων κοινωνικών και περιβαλλοντικών σχέσεων. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η σχέση μεταξύ ανάπτυξης και μιας σειράς κοινωνικών δεικτών, όπως η εκπαίδευση ή η ασφάλεια από την εγκληματικότητα, παίρνει τη μορφή: για τα χαμηλά επίπεδα του ΑΕΠ, τόσο πλουσιότερη είναι μια χώρα, όσο καλύτερες είναι οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά για τα υψηλά επίπεδα του ΑΕΠ η μεγαλύτερη ανάπτυξη δεν κάνει τη διαφορά. Μάλιστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται λόγω του αυξανόμενου κόστους και όχι μέσω της αύξησης των κοινωνικών παροχών. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη έχει καταστεί αντιοικονομική. Αντ' αυτού, υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ ισότητας και κοινωνικής ευημερίας.

Η συνεχής ανάπτυξη του κοινωνικού μεταβολισμού της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί επίσης κοινωνικό και περιβαλλοντικό όλεθρο στις χώρες από όπου εξάγονται τα βασικά προϊόντα για την ενέργεια και οι πρώτες ύλες και εισάγονται τα απόβλητα από τις «αναπτυγμένες» χώρες. Η ανάπτυξη υποστηρίζεται από μια άνιση ανταλλαγή πόρων και υλικών. Αυτό εγείρει ζητήματα περιβαλλοντικής- οικολογικής δικαιοσύνης: τα υλικά οφέλη της εξόρυξης και της κατανάλωσης για τις πλούσιες περιοχές ή τις πιο εύπορες ομάδες (ελίτ), ενώ το κόστος επωμίζονται κοινωνικά περιθωριοποιημένες κοινότητες και γειτονιές. Η άνιση φύση της ανάπτυξης είναι διαπιστωμένη: διατηρεί τα οφέλη που προκύπτουν για τις ελίτ και μετατοπίζει το κόστος προς τους «από κάτω» παντού.

Θέση 3η: Η «ανάπτυξη» είναι οικολογικά μη βιώσιμη

Υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ της κλίμακας μιας οικονομίας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από την απώλεια οικοσυστημάτων έως τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Ορισμένοι θέτουν τη δυνατότητα αποϋλοποίησης, δηλαδή την αποσύνδεση της χρήσης πρώτων υλών και εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν στοιχεία αυτής της αποϋλοποίησης που να λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, και όπου γίνεται δεν είναι καθόλου κοντά στον απαραίτητο ρυθμό για να αποφευχθεί η εξάντληση των πόρων ή η καταστροφική αλλαγή του κλίματος. Κάποιες πλούσιες οικονομίες δείχνουν σημάδια αργής αποϋλοποίησης για επιλεγμένα υλικά ή πηγές ενέργειας, αλλά αυτό μάλλον φαίνεται να επιτυγχάνεται μέσω της υποκατάστασης της εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές από εκβιομηχανισμένες χώρες.

Ένας λόγος για τον οποίο η αποϋλοποίηση είναι πολύ δύσκολη είναι γιατί όσο πιο αποτελεσματική γίνεται μια οικονομία, τόσο περισσότερους πόρους μπορεί να καταναλώσει. Οι τεχνολογικές εξελίξεις οδηγούν σε αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων, μειώνοντας το κόστος τους, αλλά αυξάνουν από την άλλη τη ζήτηση για αυτά, καθιστώντας τις νέες χρήσεις πιο προσιτές.

Η προοπτική επίσης μιας διαρθρωτικής μετάβασης σε «αβαρείς» οικονομίες πληροφοριών που βασίζονται στις υπηρεσίες, είναι απίθανο να συμβεί. Η ενσωματωμένη ενέργεια (emergy) των υπηρεσιών είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη των πρωτογενών δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών είναι οικολογικά επιδοτούμενες από την εξόρυξη βασικών προϊόντων και τη βιομηχανική παραγωγή αλλού.

4η Θέση: Η «ανάπτυξη» πλησιάζει σε ένα τέλος

Ενώ η ανάπτυξη πέραν ενός ορισμένου ορίου δεν συνδέεται με κοινωνικά ή περιβαλλοντικά οφέλη, γίνεται επίσης όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχουν ενδείξεις μείωσης του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Κάποιοι το έχουν αποδώσει στη μείωση των οριακών αποδόσεων, ενώ άλλοι στην εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών, όπως ο κινητήρας καύσης που τροφοδοτείται με πετρέλαιο και οι σχετικές αλλαγές (αυτοκίνητα, αυτοκινητόδρομοι, προάστια) που προώθησαν τη συσσώρευση στον εικοστό αιώνα. Ακόμα άλλοι επισημαίνουν όρια στη δημιουργία αποτελεσματικής ζήτησης και στην εύρεση συνεχώς νέων επενδυτικών σημείων για τη συσσώρευση κεφαλαίου με ρυθμό αύξησης 2-3% ετησίως.

Οι «αποαναπτυξιακοί», αντ 'αυτών, υποθέτουν την ύπαρξη οικολογικών περιορισμών. Ένα κύριο επιχείρημα της κατεύθυνσης της «αποανάπτυξης» είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνει την εντροπία. Η οικονομική ανάπτυξη υποβαθμίζει τα αποθέματα υψηλής τάξης (χαμηλής εντροπίας) και τα μετατρέπει σε χαμηλής τάξης (υψηλής εντροπίας) θερμότητα και εκπομπές. Η ενέργεια δεν μπορεί να ανακυκλωθεί και τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν μόνο σε κάποιο βαθμό. Δεδομένου ότι η γη έχει ένα περιορισμένο ποσό εξαντλήσιμων πόρων (όπως οι πρώτες ύλες και τα ορυκτά καύσιμα), η μακροπρόθεσμη οικονομική δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί μόνο με το ρυθμό της ροής της ηλιακής ενέργειας.

Πόσο καιρό στο μέλλον, τα υφιστάμενα αποθέματα ενέργειας και υλικών μπορούν να διαρκέσουν, είναι αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Μερικοί αντιμετωπίζουν το σημείο καμπής του πετρελαίου (peak oil) και άλλα σημεία καμπής στα ποσοστά εξαγωγής βασικών πρώτων υλών όπως ο φώσφορος, ως απόδειξη ότι η εξάντληση των αποθεμάτων ήδη περιορίζει την ανάπτυξη (βλ. Όρια σε: ορυκτούς πόρους, πετρέλαιο αιχμής κ.λπ.). Άλλοι επισημαίνουν διαφορετικές εκτιμήσεις ή ευκαιρίες υποκατάστασης, π.χ. πετρελαίου από φυσικό αέριο ή άνθρακα. Η κλιματική αλλαγή, μια εκδήλωση αυτού που ονομάζεται «θερμική ρύπανση» από την αύξηση της εντροπίας, μπορεί να περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα πριν από την εξάντληση των πόρων. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ρυθμό μετάβασης σε καθαρότερες πηγές Ενέργειας. Οι βιοοικονομολόγοι είναι δύσπιστοι για μια τέτοια μετάβαση επειδή υπολογίζουν ότι οι ανανεώσιμες πηγές παράγουν πολύ χαμηλότερα ενεργειακά πλεονάσματα (ενεργειακές αποδόσεις στις ενεργειακές επενδύσεις, EROI) από τις συμβατικές πηγές. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να δαπανηθεί πολλή συμβατική ενέργεια κατά τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σημαίνει επίσης ότι η κλίμακα «ηλιακής οικονομίας» θα πρέπει να είναι πολύ μικρότερη από την τρέχουσα, δεδομένης της πραγματικής χαμηλότερης EROI των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα.

Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» που αναλύουν την τρέχουσα κρίση, έχουν υποθέσει ότι πράγματι οι πόροι έχουν ήδη περιορίσει τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Τα όρια αυτά αντικαταστάθηκαν προσωρινά με την άνοδο της πλασματικής (φούσκα) χρηματικής οικονομίας, η οποία διατήρησε την ανάπτυξη για λίγο περισσότερο. Με άλλα λόγια, ο κατά τα άλλα μη βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης έχει διατηρηθεί μέσω ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.

5η  Θέση: Η ιδεολογία της «ανάπτυξης» έχει διαβρώσει το πολιτικό

Οι πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν επικρίνει την αυξανόμενη από-πολιτικοποίηση του δημόσιου διαλόγου στις δυτικοποιημένες δημοκρατίες. Κάποιοι απέδωσαν την τάση αυτή στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και στην «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που υποτάσσει την κυρίαρχη πολιτική στις ανάγκες των μη ρυθμιζόμενων κεφαλαίων και των απελευθερωμένων αγορών. Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» συμφωνούν με αυτήν την εξήγηση, αλλά εντοπίζουν την προέλευση της αποπολιτικοποίησης πιο πίσω στο χρόνο και στο φαντασιακό της οικονομικής ανάπτυξης και την ιδεολογία της μεγέθυνσης που ηγεμόνευσε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από την αρχή, η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης ήταν στενά συνδεδεμένη με εκείνη της ανάπτυξης γενικότερα, αναφερόμενη στην αναπαραγωγή των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τα βιομηχανικά κράτη και στις «υπανάπτυκτες περιοχές», συνθήκες όπως η εξειδίκευση, η παραγωγή για τις αγορές, η γεωργική εντατικοποίηση, η αστικοποίηση, οι σύγχρονες αξίες κ.λπ..

Η συζήτηση για τη «βιώσιμη ανάπτυξη», ισχυρίζονται από την άλλη οι «αποαναπτυξακοί», είχε ως αποτέλεσμα επίσης την αποπολιτικοποίηση, με το να αποσυνδέει τον Περιβαλλοντισμό από τις ριζοσπαστικές κριτικές του νεωτερισμού και τις φιλοδοξίες του να αμφισβητήσει την κυρίαρχη έννοια της καλής ζωής. Ο όρος «αποανάπτυξη» υιοθετήθηκε ρητά ως μια «λέξη βόμβα» για την εκ νέου πολιτικοποίηση του περιβαλλοντισμού και ως πρόκληση στη συναίνεση γύρω από τη βιώσιμη ανάπτυξη. Με έμφαση στις λύσεις win-win και στον ουτοπικό στόχο της διαιώνισης της ανάπτυξης χωρίς να βλάπτεται περιβάλλον, οι αποαναπτυξιακοί κατηγορούν ότι η αειφόρος ανάπτυξη αποπολιτικοποιεί τους πραγματικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς σχετικά με το τι θέλουν οι άνθρωποι στο μέλλον. Αποφεύγει το βασικό ερώτημα, αν θα χρειασθεί «εκσυγχρονισμός ή οικολογικοποίηση». Οικολογικοποίηση της κοινωνίας, υποστηρίζουν οι αποαναπτυξιακοί, δεν σημαίνει να εφαρμόσουμε μια εναλλακτικής μορφής ανάπτυξη. Έχει να κάνει με το καθήκον να φανταστούμε και να θεσπίσουμε εναλλακτικές στην ανάπτυξη.

Ορισμένοι υποστηρικτές της αποανάπτυξης εντοπίζουν περαιτέρω αποπολιτικοποίηση από τον νεοφιλελευθερισμό ή τη μεταπολεμική ιδεολογία της ανάπτυξης, εστιάζοντας αντ' αυτού στην προέλευση του νεωτερισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία των «δαπανών»(dépense), οι κοινωνίες έχουν πάντα ένα πλεόνασμα πόρων, πάνω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο για την απλή αναπαραγωγή της ζωής: η πολιτική αφορά τη συλλογική επιλογή του προορισμού του πλεονάσματος αυτού. Η κύρια καινοτομία του καπιταλισμού ήταν η (θεσμοθετημένη) επένδυση σημαντικού μέρους του πλεονάσματος σε νέα Παραγωγή. Αυτό επέτρεψε την απογείωση της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός έχει αποκηρύξει την κατ' εξοχήν άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή τις συλλογικές αποφάσεις για τον προορισμό του πλεονάσματος. Παλαιότεροι πολιτισμοί, για παράδειγμα, καθόρισαν το σκοπό τους μέσω διαφορετικών μορφών -μη παραγωγικών- δαπανών του πλεονάσματος, δημιουργώντας νόημα με την οικοδόμηση μιας πυραμίδας, ενός ναού ή ακρόπολης, υποστηρίζοντας μια τάξη μοναχών, ή φιλοσόφων. Αυτή η συλλογική επιδίωξη της αισθητικής έχει χαθεί στον καπιταλιστικό πολιτισμό, έχοντας υποβιβαστεί στην ιδιωτική σφαίρα. Οι δραστηριότητες δαπανών έχουν εμπορευματοποιηθεί και εξατομικευθεί. Πράγματι, η υπόσχεση του νεωτερισμού είναι ότι το νόημα της ζωής πρέπει να βρεθεί από κάθε άτομο και μόνο, και ότι σε αυτή την επιδίωξη αυτός/αυτή έχει κάθε δικαίωμα να κινητοποιήσει όλους τους αναγκαίους πόρους. Σε κοινωνικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται σε μη διαπραγματεύσιμη ζήτηση για ανάπτυξη. Καθώς τα άτομα αναζητούν το νόημα της ζωής, η πραγματικά «πολιτική» σφαίρα όπου το νόημα αυτό διαμορφώνεται συλλογικά, έχει υποταχθεί στην επιτακτική ανάγκη για ανάπτυξη. Για αυτό θα χρειασθεί να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική σφαίρα από ένα κοινωνικοπολιτικό κίνημα νέων ανθρώπων με διαφορετικό από τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης, ζωής και κοινωνικοπολιτικής δράσης.

6η Θέση: Απελευθερωτικά όρια

Η αποαναπτυξιακή σκέψη στη δεκαετία του 1970 (Αντρέ Γκορτζ, Ιβάν Ίλιτς, Κορνήλιος Καστοριάδης) αποδέχεται το όριο, όχι ως εξωτερικά επιβαλλόμενο, αλλά ως συνειδητή επιλογή που αποτελεί μέρος ενός συλλογικού πολιτικού σχεδίου( «μια κοινωνική επιλογή και μη επιβαλλόμενη ως εξωτερική επιταγή»). Αυτό το επιχείρημα για τον αυτοπεριορισμό λόγω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν είναι ούτε ένα  εγγενές τέτοιο(«ας σώσουμε τη φύση για χάρη της φύσης») ούτε ένα χρησιμοθηρικό επιχείρημα του τύπου: «να σώσουμε τη φύση για να σώσουμε τους εαυτούς μας που εξαρτώνται από αυτήν». Πρόκειται περί επιχειρήματος για μια απλούστερη ζωή με περισσότερη αρμονία με τον μη ανθρώπινο κόσμο, για μια ζωή που είναι αυτή που είναι και αξίζει να τη ζήσουμε.

Ο Ivan Illich (1973) προτείνει την απλότητα και τον αυτοπεριορισμό- ορίζοντας την έννοια της φιλικότητας(ευτραπελίας) προς τον άνθρωπο- σαν απαραίτητα στοιχεία για την αυτονομία και κατ' επέκταση για την πραγματική δημοκρατία, την απελευθέρωση και την ισότητα. Φιλικά(ευτράπελα) προς τον άνθρωπο εργαλεία και χώροι είναι εκείνα που είναι κατανοητά, διαχειρίσιμα και ελεγχόμενα από τους χρήστες τους. Ένα σπίτι που χτίστηκε και επισκευάζεται από τους χρήστες του προωθεί την αυτονομία τους. Ένα «έξυπνο» κτίριο του οποίου η θερμοκρασία ελέγχεται από λογισμικό δεν το κάνει. Αυτονομία σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν τον έλεγχο των εργαλείων και των χώρων τους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παράγονται ούτε διαχειρίζονται ή διοικούνται κάπου αλλού. Ο Illich έθεσε το ζήτημα με τα ορυκτά καύσιμα όχι λόγω του σημείου καμπής του πετρελαίου ή της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημά του ήταν ότι η χρήση υψηλής τάξης(χαμηλής εντροπίας)ενέργειας υποστηρίζει πολύπλοκα τεχνολογικά συστήματα που δεν μπορούν να ελέγχονται άμεσα από τους χρήστες τους. Τα συστήματα αυτά από την ίδια τους τη φύση απαιτούν εξειδικευμένους εμπειρογνώμονες για τη διαχείρισή τους. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ εμπειρογνωμόνων και μη ειδικών δημιουργεί αναπόφευκτα αθέμιτες ιεραρχίες και συγκεντρώνει την εξουσία. Ισότητα και δημοκρατία είναι απίθανο να επιτευχθεί, εφόσον οι άνθρωποι δεν έχουν υπό την κυριαρχία και τον κοινό τους έλεγχο τα μέσα παραγωγής και διαμονής. Από αυτή την άποψη, η αποανάπτυξη είναι αντίθετη προς τον πράσινο εκσυγχρονισμό και τις αποτελεσματικές πράσινες τεχνολογίες, όπως έργα μεγάλης κλίμακας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βιομηχανικά αιολικά πάρκα ή τα σχέδια ηλιακών πάρκων Σαχάρας-Ευρώπης) ή τρένα μεγάλης ταχύτητας, όχι μόνο επειδή αυτά μπορεί να είναι ανεπαρκή ή να μην είναι αρκετά πράσινα, αλλά λόγω της μη φιλικής πολυπλοκότητας τους.

Ο André Gorz (1982) ανέπτυξε ένα κάπως παρόμοιο επιχείρημα, αλλά σαν αυτονομία τόνισε την ελευθερία από την μισθωτή εργασία. Ο Gorz ορίζει ως αυτόνομο τον τομέα της μη αμειβόμενης εργασίας, όπου τα άτομα και οι συλλογικότητες απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο ή παράγουν για ιδία χρήση, και όχι για την αγορά και το εμπόριο. Η σφαίρα της αναπαραγωγής και της φροντίδας ανήκει στην αυτόνομη σφαίρα. Σε αντίθεση με τον Ίλιτς, ο Γκορζ δεν ήταν κριτικός προς τη βιομηχανία· οραματίστηκε μια διπλά αυτόνομη βιομηχανική κοινωνία, αποτελούμενη από μια οικονομική σφαίρα όπου βιομηχανικά αγαθά και υπηρεσίες παράγονται με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, απελευθερώνοντας έτσι όλο και περισσότερο χρόνο για να δαπανάται στον αυτόνομο τομέα. Υποστήριξε επίσης τις αποκεντρωμένες μικροβιομηχανίες που χρησιμοποιούν έναν «ψηφιακό κατασκευαστή» (παρόμοιο με έναν εκτυπωτή 3D), πρότζεκτς παρόμοια με τα σύγχρονα όπως Οικολογία Ανοικτού Κώδικα, όπου η καινοτομία εξαρτάται από τη συνεργασία. Ο Gorz επέκρινε το σοσιαλιστικό όνειρο ενός συλλογικού και δημοκρατικού ελέγχου των μέσων παραγωγής· μοντέρνες γραμμές παραγωγής είναι πολύ πολύπλοκες για να ελέγχονται από τους εργαζόμενους χωρίς αντιπροσώπους, υποστήριξε. Οι βιομηχανίες θα πρέπει να διαχειρίζονται από δημοκρατικά ελεγχόμενα κράτη και να εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των βασικών υλικών αναγκών, όλων. Ο σοσιαλισμός θα έρθει μόνο μέσω της απελευθέρωσης από την μισθωτή εργασία, όχι με την αλλαγή των συνθηκών της μισθωτής εργασίας. Παρά την ελαφρώς διαφορετική λογική από τον illich, ο Gorz υποστήριξε επίσης την επέκταση μιας αυτόνομης σφαίρας ήπιας έντασης, με αποεμπορευματοποιημένες, λιτές δραστηριότητες.

Είναι σε αυτό το πνεύμα που πιο πρόσφατα ο Serge Latouche (2011) υποστήριξε ότι η αφθονία μπορεί να βρεθεί στη λιτότητα(«Λιτή Αφθονία»). Γι' αυτόν αφθονία είναι ένα θέμα σχεσιακών, όχι υλικών αγαθών. Είναι θέμα αυτονομίας και φιλικότητας. Μόνο μια κοινωνία που αποφασίζει ότι «έχει αρκετά» και περιορίζει τον εαυτό της από την επιδίωξη αυτού που μπορεί να επιδιωχθεί, μπορεί να λύσει το πρόβλημα της σπανιότητας, ικανοποιώντας τον εαυτό της με ό,τι είναι διαθέσιμο. Μόνο μια κοινωνία που είναι ισότιμη και μοιράζεται ό, τι είναι διαθέσιμο επιδιώκοντας την ευζωία με την επάρκεια, μπορεί να ξεφύγει από τις ανισότητες που διατηρούν την αστάθεια και δημιουργούν μια αίσθηση γενικευμένης σπανιότητας.

Σε αυτό το πνεύμα, ορισμένοι αποαναπτυξιακοί τονίζουν ότι βρήκαν την έμπνευση για τη θεωρία τους, όχι στον Μάλθους, αλλά στους Νεομαλθουσιανούς αναρχο-φεμινιστές της Emma Goldman, η οποία υποστήριξε τη συνειδητή τεκνοποίηση στον αγώνα τους κατά του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης των γυναικείων σωμάτων για την παραγωγή στρατιωτών και φθηνού εργατικού δυναμικού.

 

7η Θέση: Μια μετάβαση πέρα ​​από την ανάπτυξη είναι μια μετάβαση πέρα ​​από Καπιταλισμό

Ο καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα έχει ως βασικό στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου. Μέσα από ένα σύνολο θεσμών -ιδιωτική περιουσία, εταιρεία, μισθωτή εργασία, ιδιωτική πίστωση και χρήματα με επιτόκιο – ως τελικό αποτέλεσμα έχει-μέσα από μια δυναμική κέρδους- την αναζήτηση περισσότερων κερδών. Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κλίμακας της υλικής οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, γιατί ο βασικός κινητήρας του είναι η ανάπτυξη που δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την απόδοση και την επέκταση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, ακόμη και αν θεωρητικά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές της σταθερής κατάστασης, μια καθολική και φθίνουσα πορεία του ανώτατου ορίου στην παραγωγή υλικών και ενέργειας θα ανάγκαζαν τις καπιταλιστικές οικονομίες να εργαστούν εντός ορίων.

Στην πράξη, ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης αυξάνει την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού για τη διατήρηση ή την αύξηση του ποσοστού κέρδους. Έτσι, σε συνθήκες έλλειψης ανάπτυξης, ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία καθίστανται κοινωνικά και πολιτικά ασταθείς. Η ανάπτυξη αποφεύγει τις αναδιανεμητικές συγκρούσεις και στηρίζει τον καπιταλισμό πολιτικά. Με αυτή την συγκεκριμένη έννοια η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για τον καπιταλισμό.

Έχει διατυπωθεί ένα σενάριο όπου μπαίνουν συλλογικά όρια («καπάκια»-«βαλβίδες») και, στη συνέχεια, εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης (όπως εγγύηση εργασίας σε όλους από το κράτος) για να εξασφαλισθεί ότι η μείωση της κλίμακας δεν απειλεί τη βασική ευημερία κανενός. Ωστόσο, θα ήταν απαραίτητες ριζικές πολιτικές αλλαγές για να επιτραπεί μια τέτοια φαινομενικά αβλαβής πολιτική «μεταρρυθμίσεων». Στις υπάρχουσες καπιταλιστικές δημοκρατίες υπάρχει ανισότητα στην πολιτική εξουσία, κατανεμημένη περίπου σύμφωνα με την οικονομική δύναμη. Ανώτατα όρια, φόροι ή αναδιανεμητικό εισόδημα/εργασία, προγράμματα ασφαλείας κ.λπ., είναι πιθανό να βλάψουν οικονομικά συμφέροντα με προνομιακή πρόσβαση στις κυβερνήσεις. Μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας θα ήταν απαραίτητη για να θεσπιστούν όλα αυτά, γιατί μετά τη θέσμισή τους, το κεφάλαιο δεν θα κατείχε τη θέση της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης.

 

8η Θέση: Υπάρχουν ήδη αποαναπτυξιακές-μετακαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις

Η αποανάπτυξη προτείνεται επίσης ως μια δομική έννοια για τη σύνδεση μιας ποικιλίας μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Υπάρχουν εναλλακτικοί θεσμοί τόσο στο μικρο-επίπεδο της κοινοτικής οργάνωσης όσο και στο μακροοικονομικό επίπεδο κρατικής οικονομικής ρύθμισης.

Για παράδειγμα, ως εναλλακτική λύση στη θέσμιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως κυρίαρχης αρχής κάτω από τον καπιταλισμό, οι αποαναπτυξιακοί τονίζουν την ανάκτηση – και τη δημιουργία νέων – Κοινών (commons), για πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που βασίζονται στην κοινή χρήση. Μια εικόνα τους αποτελούν οι οικοκοινότητες και τα εγχειρήματα  συστέγασης που πειραματίζονται με μορφές μη ιδιωτικών κατοικιών όπου οι χρήστες μοιράζονται κοινούς χώρους και επενδύσουν τη δική τους εργασία στην κατασκευή και συντήρηση της στέγασής τους. Άλλα παραδείγματα νέων μορφών ιδιοκτησίας είναι οι πειρατές- προγραμματιστές και οι on-line κοινότητες των ψηφιακών Κοινών που απορρίπτουν την ιδιωτική πνευματική ιδιοκτησία, δημιουργώντας και μοιράζοντας («ομότιμη παραγωγή»- «peer production», «copy-left») νέα ανοικτά ψηφιακά προϊόντα ανοικτού κώδικα.

Συνεταιρισμοί εργαζομένων και χρηστών αμφισβητούν την εταιρική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και είναι μακριά από πρόσοδο και κέρδη. Στον τομέα της παραγωγής τροφίμων, και σε αντίθεση με τις γεωργικές επιχειρήσεις, αγρο-οικολογικές ομάδες αγροτών και νέων που «επιστρέφουν στη γη», παράγουν για τη διαβίωσή τους και για εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που συνδέονται άμεσα με συνεταιρισμούς καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες. Στους αστικούς κήπους που έχουν πρόσβαση και διαχειρίζονται από κοινού, οι κάτοικοι των πόλεων παράγουν τα δικά τους τρόφιμα και διατηρούν τους δικούς τους χώρους αναψυχής, διαθέτοντας μη αμειβόμενη εργασία για τη διαβίωση και αναψυχή τους. Αποαναπτυξιακοί, στην παράδοση του illich, ασχολούνται επίσης και συμβάλλουν σε διάφορα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ιδρύματα φροντίδας, όπως οι γονικοί παιδικοί σταθμοί και σχολεία, όπου οι γονείς συμμετέχουν άμεσα στην εκπαίδευση των παιδιών τους.

Τέτοιες «ουτοπίες του τώρα» μοιράζονται πέντε χαρακτηριστικά:

1) από την παραγωγή για ανταλλαγή-εμπόριο, στην παραγωγή για χρήση (των συμμετεχόντων ή των τελικών χρηστών)·

 2) μερική υποκατάσταση της μισθωτής εργασίας με εθελοντική δραστηριότητα των μελών, που σημαίνει αποεμπορευματοποίηση και αποειδίκευση της εργασίας·

3) μια αντι-ωφελιμιστική λογική, όπου η κυκλοφορία των αγαθών γίνεται-τουλάχιστον εν μέρει- με ανταλλαγή «αμοιβαίων δώρων» αντί της αναζήτησης κέρδους·

4) μια εγγενής αξία που αποδίδεται στην κοινοτικοποίηση («commoning») και στις σχέσεις μεταξύ τους(«σχεσιακά αγαθά»

 5) η έλλειψη ενσωματωμένης δυναμικής για τη συσσώρευση και επέκταση.

Από την άποψη της βιωσιμότητας, αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι η σχετικά χαμηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα των υλικών που χρησιμοποιούνται από πολλές τέτοιες εναλλακτικές λύσεις σε σύγκριση με τα συμβατικά κρατικά ή αγοραία συστήματα που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η παραγωγή τροφίμων, τα εναλλακτικά συστήματα φαίνονται να είναι λιγότερο αποδοτικά από τα συμβατικά συστήματα ανά μονάδα προϊόντος, δεδομένου του χαμηλότερου βαθμού εξειδίκευσης και του περιορισμένου καταμερισμού εργασίας (αν και αυτό θα ήταν πιθανότατα λιγότερο, αν κανείς λαμβάνει επίσης υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των εισροών όπως το πετρέλαιο). Παρ' όλα αυτά, οι εναλλακτικές αυτές είναι πιθανό να είναι περιβαλλοντικά πιο ευπρόσδεκτες, ακριβώς επειδή η μη παραγωγικότητά τους περιορίζει την κλίμακά τους (ένα "ριμπάουντ", ή αντίστροφη ανάκαμψη ή εφέ αναπήδησης).

Υπάρχει ένας ενδιαφέρον πολλαπλασιασμός των νέων κοινοτικών εγχειρημάτων και των  μορφών παραγωγής σε συνθήκες οικονομικής κρίσης- ως αποδεικτικό στοιχείο- από την Αργεντινή, την Καταλονία, ή την Ελλάδα. Η εικόνα εδώ είναι ότι, καθώς οι συμβατικοί θεσμοί του καπιταλισμού δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, υπάρχει μια αυθόρμητη αύξηση των νέων θεσμών στην αυτόνομη σφαίρα.

Τέτοια εγχειρήματα δεν χρειάζεται να αντικαθιστούν τις λειτουργίες του κράτους (την περίθαλψη, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση ή την παροχή βασικών αγαθών). Αντ'αυτού μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις που μετασχηματίζουν τις λειτουργίες των κρατών χωρίς να τις αποσυναρμολογούν, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την τάση ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και υπηρεσιών.

Στο επίπεδο των κυβερνητικών πολιτικών, η βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη έχει ερευνήσει θεσμούς εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης που μπορούν να εξασφαλίσουν ουσιαστική απασχόληση χωρίς ανάπτυξη και στήριξη, όπου είναι δυνατή η επέκταση της αυτόνομης σφαίρας. Προτείνεται ένα σύστημα εγγυημένων θέσεων εργασίας που μετατρέπει το κράτος σε εργοδότη έσχατης ανάγκης, μειώνοντας εκ των πραγμάτων την ανεργία στο μηδέν και επιδοτώντας τη περίθαλψη ή τις αυτόνομες δραστηριότητες μέσω των κρατικών δαπανών. Ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα για όλους τους πολίτες τελικά, σε συνδυασμό πιθανά με ένα ανώτατο εισόδημα και φορολογία των μισθών και των κερδών, μπορεί να εξασφαλίσει ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης και ασφάλειας για όλους όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μισθωτή εργασία. Με τις βασικές ανάγκες να καλύπτονται, υποτίθεται ότι θα υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες να αφιερώσει κανείς το χρόνο του στην αυτόνομη σφαίρα και ίσως να μοιραστεί πιο δίκαια η εργασία μέσω της μερικής απασχόλησης στον τομέα της αμειβόμενης εργασίας.

Η κατανομή της εργασίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω αναδιανομής της εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων με μείωση του χρόνου εργασίας στον τομέα της αμειβόμενης, μπορεί επίσης να μειώσει την ανεργία και να αναδιανείμει τον πλούτο εάν εφαρμοστεί με ισοτιμία εισοδημάτων. Η ανησυχία που υπάρχει είναι ότι αν θεσμοποιηθούν τα παραπάνω και εάν η τεχνολογία και η παραγωγικότητα συνεχώς βελτιώνεται, η έλλειψη ανάπτυξης θα καταστήσει περιττό ένα αυξανόμενο μέρος του εργατικού δυναμικού. Τότε όμως, το κράτος μπορεί να αναδιανείμει μερικά από τα οφέλη της αυξημένης παραγωγικότητας υπέρ του απελευθερωμένου χρόνου και της αυτόνομης σφαίρας.

Μια άλλη στρατηγική για την επίλυση του προβλήματος της ανεργίας είναι μια διαρθρωτική στροφή που υποστηρίζεται από το κράτος προς μια νέα οικονομία των κοινωνικών και συνεργατικών-συνεταιριστικών δραστηριοτήτων που επικεντρώνονται στις υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή). Τέτοιες δραστηριότητες έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, αλλά είναι μεγαλύτερης έντασης εργασίας και παρέχουν περισσότερη απασχόληση. Αν και έχουν χαμηλή οικονομική αξία, έχουν υψηλή κοινωνική αξία και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας αλληλέγγυας συνεργατικής οικονομίας των αναγκών και της εγγύτητας.

Όσον αφορά το νόμισμα και το πιστωτικό σύστημα, οι θεσμικές προτάσεις που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη περιλαμβάνουν μηδενικά επιτόκια και πολύ υψηλές απαιτήσεις αποθεματικών για τις τράπεζες, ώστε να περιορίσουν τις πιστωτικές φούσκες που οδηγούν σε φανταστική και εικονική ανάπτυξη. Κοινοτικά νομίσματα, τράπεζες χρόνου και ανταλλαγές χωρίς χρήμα έχουν τη δυνατότητα να επανατοπικοποιήσουν την οικονομική δραστηριότητα, να ελέγχουν την κλίμακά της και να την απομακρύνουν από την επεκτατική δυναμική του νομισματικού συστήματος. Εμπειρίες με κοινοτικά νομίσματα δείχνουν ότι μπορούν να χρησιμεύσουν καλύτερα ως μικρής κλίμακας συμπληρώματα στα κύρια νομίσματα. Τα κρατικά νομίσματα θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά λόγω της ανάγκης για δια-υπερ-τοπικές ανταλλαγές σε μια σύνθετη οικονομία και του γεγονότος ότι οι φόροι (μεγάλο μέρος του ακαθάριστου προϊόντος) καταβάλλονται σε συμβατικά χρήματα, ενώ απαιτούνται τεράστια ποσά χρηματοικονομικών και οργανωτικών πόρων για σταθερά νομισματικά συστήματα μεγάλης κλίμακας.

Επί του παρόντος, τα χρήματα δημιουργούνται ως επί το πλείστον μέσω ιδιωτικών τραπεζών. Η προσφορά χρήματος από ιδιωτικές τράπεζες και χρήματα που εκδίδονται ως χρέος μέσω δανείων από αυτές, δημιουργούν πράγματι μια δυναμική ανάπτυξης. Θα μπορούσε και το κράτος όμως να εκδώσει χρέος για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, π.χ. για τη χρηματοδότηση βασικού εισοδήματος ή συστήματος εγγύησης θέσεων εργασίας ή συνεταιρισμών, υπηρεσιών φροντίδας ή έργων ήπιας μορφής ενέργειας. Δημιουργώντας για τον εαυτό τους χρήματα, τα κράτη θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιήσουν το κυριαρχικό δικαίωμα (τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας του χρήματος και του κόστους παραγωγής του), και να εξοικονομήσουν χρήματα με το να μην πρέπει να πληρώνουν ιδιωτικές τράπεζες για να δανείζονται για τη χρηματοδότηση των κρατικών τους δαπανών.

Όσον αφορά στο χρέος, οι αποαναπτυξιακοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναμένεται να αυξηθεί με τον ρυθμό που απαιτείται για την πληρωμή των χρεών. Το χρέος είναι μια κοινωνική σχέση, και η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα κοινωνιών που διέγραψαν τα χρέη και ξεκίνησαν από την αρχή. Οι δυτικές κοινωνίες έχουν διατηρήσει έναν υλικά εύπορο τρόπο ζωής με τη μετατόπιση των υποσχέσεων πληρωμής στο μέλλον. Η διαγραφή χρέους ενδέχεται να προκαλέσει μείωση του βιοτικού επιπέδου των μικρών πιστωτών-αποταμιευτών. Από την άποψη της αποανάπτυξης, ο στόχος δεν μπορεί να είναι η ανάπτυξη για την αποπληρωμή χρεών, αλλά η δίκαιη κατανομή του κόστους μιας τέτοιας προσαρμογής. Είναι θεμιτό να διαγράφονται τα χρέη όσων το βασικό βιοτικό τους επίπεδο απειλείται και να μην πληρώνονται χρέη σε όσους δάνεισαν για το κέρδος. Ορισμένες πιστώσεις είναι πιο νόμιμες από ό, τι άλλες. Η αξιολόγηση και η απόφαση θα πρέπει να είναι δημοκρατική. Με αυτή την οπτική, οι αποαναπτυξιακοί υποστηρίζουν τον έλεγχο του χρέους από τους πολίτες και την παγκόσμια σεισάχθεια με αποανάπτυξη.

 

9η Θέση: Οι πολιτικές μετάβασης στην αποανάπτυξη είναι ακόμα ανοικτές και πολυποίκιλες

Πώς όλα αυτά, η εναλλακτική ιδιοκτησία, η εργασία και η πίστωση, οι μικρο-μακρο-θεσμοί θα μπορούσαν να συνδεθούν με εναλλακτικής μορφής κοινωνική και πολιτική οργάνωση εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Επίσης, δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τις πολιτικές στρατηγικές που απαιτούνται για την αντικατάσταση των σημερινών θεσμών του καπιταλισμού με εναλλακτικές λύσεις. Ο Latouche (2009) βλέπει την αλλαγή να έρχεται μέσω της κοινοβουλευτικής πολιτικής των κομμάτων της αριστεράς που θα βάλουν την αποανάπτυξη στο πρόγραμμά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο ένα ιδιαίτερο κόμμα της αποανάπτυξης. Άλλοι βλέπουν μια πιο αυθόρμητη δικτύωση και την άνθηση μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων που καταλαμβάνουν όλο και περισσότερες πολιτικές και τον οικονομικό χώρο, καθώς το παλιό σύστημα των κρατών και των εταιρειών καταρρέει. Από την άποψη αυτή, οι εναλλακτικές πρακτικές στην εκπαίδευση, την παροχή τροφίμων, τη διαβίωση και την παραγωγή (βλέπε θέση 8 για τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν ήδη) είναι στην ουσία «πολιτικές» πρακτικές: αμφισβητούν και αναπτύσσουν συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις στους κυρίαρχους θεσμούς του καπιταλισμού. Σύμφωνα με την άποψη του Γκράμσι, οι καθημερινές πρακτικές που ανακυκλώνουν τα κοινά νοήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι εξίσου αναγκαίες με τον αγώνα για ηγεμονία στους πολιτικούς θεσμούς με την αυστηρή έννοια.

Για ορισμένους αποαναπτυξιακούς, η μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος σε μια άμεση μορφή δημοκρατίας των συνελεύσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας μετάβασης σε κοινωνίες αποανάπτυξης. Βρίσκουν ελπίδα σε κοινωνικά κινήματα, όπως των αγανακτισμένων (Indignados , Occupy), που διαμόρφωσαν πολιτικές αξίες και εγχειρήματα που είναι παρόμοια με εκείνα της αποανάπτυξης. Γενικά, στις συζητήσεις για την αποανάπτυξη υπάρχει πληθώρα πιθανών δυνητικών στρατηγικών για την αποανάπτυξη και τα πολιτικά ζητήματα, που κυμαίνονται από την μη αμειβόμενη εργασία, μέχρι τις τωρινές ουτοπίες με κοινή εμπειρία ζωής και παραγωγής στην αυτόνομη σφαίρα σε υφιστάμενα κοινωνικά κινήματα, πολιτικά κόμματα και Ενώσεις. Στα πλαίσια της αποανάπτυξης-υποστηρίζουν κάποιοι- υπάρχει μια διάσπαση μεταξύ πολιτικών και «απολίτικων» στρατηγικών-ακτιβιστών, με τους τελευταίους να ορίζονται ως εκείνοι που αρνούνται να «κυβερνηθούν». Οργανωμένα χαρακτηριστικά ανυπακοής στο ρεπερτόριο των ακτιβιστών της αποανάπτυξης, εκτείνονται από τις καταλήψεις εγκαταλελειμμένων σπιτιών, ως στις καθιστικές διαμαρτυρίες κατά των megaprojects και των σταθμών άνθρακα, ή της χρηματοπιστωτικής ανυπακοής, όπως αυτή του Enric Duran, εξέχοντος υποστηρικτή της αποανάπτυξης στη Βαρκελώνη, ο οποίος «απαλλοτρίωσε» 492 000 ευρώ μέσω δανείων από 39 τράπεζες το 2008, για να καταγγείλει τόσο το επιθετικό πιστωτικό σύστημα όσο και να αφιερώσει τα χρήματα αυτά σε κοινωνικά εγχειρήματα.

 

10η Θέση: Η αποανάπτυξη στο Βορρά θα δώσει τη δυνατότητα στον Νότο να ζήσει καλά

Η αποανάπτυξη στον παγκόσμιο Βορρά προτείνεται προκειμένου να απελευθερώσει οικολογικό χώρο και πόρους ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης στο παγκόσμιο Νότο. Αυτό αντιβαίνει στο τυπικό επιχείρημα της παγκοσμιοποίησης ότι η ανάπτυξη στο Βορρά είναι απαραίτητη έτσι ώστε ο Νότος να έχει αναπτυσσόμενες αγορές για την εξαγωγή των προϊόντων του. Οι αποαναπτυξιακοί ποντάρουν στο ιστορικό γεγονός ότι ο Παγκόσμιος Βορράς δεν χρειαζόταν αναπτυσσόμενες αγορές στο Νότο, προκειμένου να αναπτυχθεί, αλλά μάλλον φθηνούς φυσικούς και ανθρώπινους πόρους τους οποίους εκμεταλλεύθηκε. Στην πραγματικότητα, ένα θα μπορούσε να είναι το επιχείρημα: ότι η αποανάπτυξη στο Βορρά σήμερα θα μειώσει τη ζήτηση φυσικών πόρων και βιομηχανικών αγαθών, καθιστώντας τα πιο προσιτά και προσβάσιμα στο Νότο.

Ακόμα κι έτσι, αυτή η οικονομίστικη διατύπωση των σχέσεων Βορρά-Νότου δεν είναι ικανοποιητική από την άποψη της αποανάπτυξης, καθώς αφήνει ανέπαφο το φαντασιακό της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης. Οι πνευματικές ρίζες της αποανάπτυξης μπορούν να αναχθούν στη βιβλιογραφία για την μετα-ανάπτυξη και την κριτική του φαντασιακού της ανάπτυξης για τον «Τρίτο Κόσμο». Η υπόθεση εδώ είναι ότι η απόρριψη της ανάπτυξης στο Βορρά μπορεί να σταματήσει τον αποικισμό του φαντασιακού στο Νότο, από το μοντέλο της ανάπτυξης ως μονόδρομου για το μέλλον του. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει έλλειψη εναλλακτικής φαντασίας για την καλή ζωή στο Νότο. Μεταξύ των παραδειγμάτων περιλαμβάνονται: το Buen Vivir στη Λατινική Αμερική (ή Sumak Kawsay στον Ισημερινό), το Ubuntu στη Νότια Αφρική ή η οικονομία της σταθερότητας του Γκάντι στην Ινδία. Τα οράματα αυτά εκφράζουν εναλλακτικές λύσεις προς το καπιταλιστικό μοντέλο της ανάπτυξης και εναλλακτικές πορείες της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Η θέση της αποανάπτυξης είναι ότι αυτές οι εναλλακτικές μπορούν να ανθίσουν στα πλαίσια μιας υποχώρησης του φαντασιακού της ανάπτυξης στις Βόρειες χώρες, οι οποίες το έχουν προωθήσει, αν δεν το έχουν επιβάλει στον υπόλοιπο κόσμο.

Το μέλλον της αποανάπτυξης

Από άποψη έρευνας, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για την τροποποίηση και διαμόρφωση κάθε μίας από τις 10 διατυπωθείσες παραπάνω θέσεις, την παραγωγή νέων θέσεων και περαιτέρω διαφοροποίηση στο πεδίο της αποανάπτυξης. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, για παράδειγμα, για να καταδειχθεί ότι η ανάπτυξη είναι οικολογικά μη βιώσιμη, ή ότι η αποϋλοποίηση είναι αδύνατη και ανεπαρκής. Απαιτούνται περισσότερα ιστορικά δεδομένα για την υποστήριξη της θέσης ότι αντιμετωπίζουμε μια συστημική, και όχι περιοδική, στασιμότητα και ότι τα όρια των πόρων έχουν κάτι να κάνουν με αυτό. Ο ισχυρισμός επίσης ότι η εγκατάλειψη της ανάπτυξης μπορεί να αναβιώσει τον πολιτικό διάλογο και να θρέψει τη δημοκρατία, αντί να ζωντανεύει καταστροφικά πάθη, είναι προς το παρόν αναπόδεικτος. Γενικά, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ισχυρά καθιερωμένοι στο πλαίσιο της κοινότητας αποανάπτυξης, αλλά απέχουν πολύ από το να γίνουν αποδεκτοί από την ευρύτερη κοινωνία, όπου η αποϋλοποίηση και η πράσινη ανάπτυξη εξακολουθούν να θεωρούνται όχι μόνο ως δυνατές, αλλά πιθανότατες.

Απαιτείται επίσης περισσότερη έρευνα για να κατανοήσουμε πώς και γιατί οι άνθρωποι και τα έθνη προσαρμόζονται στην έλλειψη ανάπτυξης, γιατί άλλοι εναλλακτικοί θεσμοί επιτυγχάνουν και αμφισβητούν τον καπιταλισμό, άλλοι καταρρέουν ή ενσωματώνονται στο κυρίαρχο ρεύμα, ή πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις, θεσμοί όπως η κατανομή της εργασίας ή ένα βασικό και ανώτατο εισόδημα θα ήταν αποτελεσματικοί, όπως ισχυρίζονται οι συνήγοροί τους.

Ένα άλλο ερώτημα αφορά στην κοινωνική δυναμική, στις συμμαχίες, και στις διαδικασίες που θα βάλουν μπροστά μια Μετάβαση. Το ερώτημα αυτό δεν είναι μόνο διανοητικό και δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο από την έρευνα. Η κοινωνική αλλαγή είναι μια διαδικασία δημιουργίας και είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Κάποιες ακαδημαϊκές μελέτες πάνω στην αποανάπτυξη θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες αφηγήσεις για να εμπνεύσουν και να ενεργοποιήσουν πολιτικές μετάβασης. Η έρευνα για την αποανάπτυξη δεν είναι μόνο δια- και διεπιστημονική. Είναι διαφανής όσον αφορά τις αξίες και τις πολιτικές της, και βασίζεται ρητά σε ένα μοντέλο μετα-κανονικής επιστήμης, σε ερευνητές, ανθρώπους της πράξης και ακτιβιστές που συνεργάζονται σε νέα δίκτυα, όπως για παράδειγμα, οι ομάδες εργασίας των διεθνών διασκέψεων για την αποανάπτυξη. Οι 10 θέσεις που παρουσιάζονται εδώ είναι τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας και εμψυχώνουν την πολιτική πρακτική. Αλλά αν θέλουμε η συζήτηση για την αποανάπτυξη να διατηρήσει τη δυναμική της, δεν υπάρχει λόγος να παγιωθεί σε αυτές.

Στην ιστοσελίδα της Τοπικοποίησης κάνουμε μια προσπάθεια για παραπέρα συγκεκριμενοποίηση των παραπάνω θέσεων και ο στόχος μας είναι να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την μετάβαση σε κοινωνίες Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης με τον Κοινοτισμό και την  Άμεση δημοκρατία.



[1] Τέλος στα αρχαιοελληνικά: ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση