Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Οι υδρογονάνθρακες της Μεσογείου δεν πρέπει να εξορυχθούν ποτέ!

 Οι Υδρογονάνθακες της Μεσογείου και η Αποανάπτυξη

Οι υδρογονάνθρακες της Μεσογείου δεν πρέπει να εξορυχθούν ποτέ!

Οι εξουσιαστικές ελίτ-είτε της Τουρκίας, είτε της Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, Ισραήλ κ.λπ. -διεκδικούν τους υδρογονάνθρακες και από τα βάθη της Μεσογείου, ενώ θα έπρεπε, μετά τη συμφωνία για το κλίμα του Παρισιού που και οι ίδιες υπόγραψαν, να αφήσουν πίσω τους αυτού του είδους πηγές ενέργειας. Θα έπρεπε ως χώρες, όχι μόνο να λιγοστέψουν την άντληση από τα υπάρχοντα ήδη κοιτάσματα, αλλά να αφήσουμε εκεί που είναι τα νέα κοιτάσματα, μεταξύ των οποίων και της Μεσογείου, που ερευνούν σήμερα οι πολυεθνικές πετρελαίων.

Και αυτό όχι μόνο από την άποψη της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για τον λόγο ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ολοκαυτώματος για ολόκληρη τη Μεσόγειο-που είναι κλειστή θάλασσα. Αν π.χ. γίνει ένα ατύχημα τύπου του κόλπου του Μεξικού, θα είναι μεγαλύτερες και χειρότερες οι καταστροφές. Οι λαοί της Μεσογείου-των ακτών και των νησιών που ασχολούνται κύρια με τον τουρισμό-θα υποφέρουν για μεγάλο διάστημα από τις συνέπειες.

Από τις εξορύξεις οι ίδιοι οι λαοί δεν έχουν να ωφεληθούν τίποτα, μόνο οι πολυεθνικές των υδρογονανθράκων με τις συμφωνίες που έχουν κάνει με τις εξουσιαστικές ελίτ των χωρών της Μεσογείου. Για αυτό οι λαοί δεν πρέπει να ξεγελασθούν πάλι και να συρθούν -χάριν της εθνικής υπερηφάνειας, βλέπε ιδιαίτερων συμφερόντων των εθνικών τους οικονομικών ελίτ-ακόμα και σε πόλεμο για κάτι που πρέπει να μείνει εκεί που βρίσκεται και δεν αποτελεί πια "εθνικό πόρο" αλλά ίσως αποδειχθεί "εθνική κατάρα"-είτε για τους Έλληνες και Κύπριους, είτε τους Τούρκους, είτε τους Λύβιους, είτε Αιγύπτιους κ.λπ. Θα χρειασθεί να πουν όχι σε μια "ανάπτυξη" των ΑΕΠ που οδηγεί πέρα από την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην ίδια την "πτώχευση" της ζωής σε αυτή την περιοχή του πλανήτη.

Το ότι «οι υδρογονάνθρακες θα πρέπει να μείνουν εκεί που είναι» δεν σημαίνει βέβαια ότι η χώρα μας π.χ. παραιτείται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Απλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν επιχείρημα από την κυβέρνηση προς τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών που έχουν να κάνουν με την ανατολική Μεσόγειο, ώστε να «μην μαλώνουν για έναν άδειο αχυρώνα», γιατί σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού δεν πρέπει να εξορυχθούν ακόμα και αν συμφέρουν οικονομικά-που δεν συμφέρουν.

Χρεωκοπία της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων ;

Σε όλο τον κόσμο σήμερα, οι εταιρίες ορυκτών καυσίμων  εγκαταλείπουν σιγά σιγά όλα τα νέα σχέδια για νέες εξορύξεις.
2020: Αρχή τέλους για τα πετρέλαια! Ποια ΔΕΝ θα εξορυχθούν ποτέ! (11-3-2019 μετάφραση 7βιο)
Πρώτο κατέρρευσε ήδη, το Φράκιγκ που υφίσταται ολική απο-επένδυση.
Μαζί καταρρέουν τα βαθιάς θάλασσας που είναι επίσης ακριβά. 
Επίσης καλά νέα ακούσαμε και για τα πετρέλαια Αρκτικής που οι εταιρίες εγκαταλείπουν και εκεί τα σχέδιά τους
Ακόμα και για τα ελληνικά πετρέλαια της περιφέρειας Ηπείρου που συγκαταλέγονται στα "φθηνά συμβατικά" που θα είναι τα μόνα ακόμα βιώσιμα, οι εταιρίες άρχισαν να αποχωρούν... 
 Νέες επενδύσεις δεν θα γίνουν άλλες, ούτε στα συμβατικά...Ότι πουλήσουν οι υφιστάμενες εξορύξεις. Και σε τιμές ισορροπίας που πρόκειται να μπουν πολύ σύντομα τα ορυκτά καύσιμα. Καμιά εταιρεία που σέβεται τον εαυτό της δεν θα έκανε επενδύσεις για εξορύξεις που έχουν μεγάλο κόστος λόγω του βάθους και πιθανά δεν θα είναι κερδοφόρα κοιτάσματα(εξαιρείται βέβαια η κρατική εταιρεία του καθεστώτος Ερντογάν -το οποίο εδώ και χρόνια έχει εξελιχθεί σε ισλαμικό και χρησιμοποιεί την εταιρεία για γεωπολιτικούς λόγους-αλλά αυτή από μόνη της δεν μπορεί να αναλάβει την εξόρυξη λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας και θα πρέπει να συνεργασθεί με άλλες πολυεθνικές).

Υπάρχει επίσης η  μεταστροφή 180 μοιρών των ΗΠΑ:
Ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα επιδοτήσει τα έξοδα για την δημιουργία 50% ΑΠΕ το 2030. (Το υπόλοιπο 50% θα το επιτύχει ο ιδιωτικός τομέας λόγω φθηνών ΑΠΕ):
Σύνοδος για το Κλίμα: Ιστορική δέσμευση Μπάιντεν για μείωση κατά 50% των αερίων του θερμοκηπίου

Η Ελλάδα τι θα κάνει;

Στον επίσημο ιστότοπο του υπουργείου Εξωτερικών, όπως καταγράφεται στις 21/12/2020, η θέση της είναι η εξής: «Σημαντικό πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής και κατ’ επέκταση της ενεργειακής διπλωματίας της χώρας αποτελεί η έρευνα και εκμετάλλευση των εγχώριων υδρογονανθράκων, η οποία σχετίζεται με θέματα τόσο ενεργειακής ασφάλειας, όσο και οικονομικής ανάπτυξης. Στόχος είναι η προσέλκυση ενδιαφέροντος εκ μέρους των διεθνών ενεργειακών ομίλων για έρευνες κοιτασμάτων σε νέα οικόπεδα και προς αυτή την κατεύθυνση κατατείνουν οι προσπάθειες και των Διπλωματικών Αρχών της Ελλάδας στο εξωτερικό».

Ο Δένδιας όμως πρόσφατα, σε συνέντευξή του στο ArabNews  είπε επί λέξει: 

«Η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο, για έναν πολύ απλό λόγο… Χρειαζόμαστε 10 με 20 χρόνια για να το βρούμε και να το εκμεταλλευτούμε, και από οικονομική άποψη θα ήταν πολύ πιο ακριβό για παράδειγμα από το δικό σας, της Σαουδικής Αραβίας. Έτσι, οικονομικά δεν οραματίζομαι την Ελλάδα να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου».
Αναφέρθηκε και στο Αιγαίο λέγοντας ότι «είναι ένας παράδεισος στη γη. Δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε κόλπο του Μεξικού. Η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.».

Πρόκειται για αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής της Ελλάδας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο σε συνεννόηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή είναι άδειασμα της κυβέρνησης από την πλευρά του Έλληνα ΥΠΕΞ; Πρόκειται για κάποια γεωπολιτική αναδίπλωση που δεν έχει να κάνει με προθέσεις κατά του πετρελαίου, αλλά με γεωστρατιωτικά παιχνίδια με τους γείτονες εν όψει σημαντικών διασκέψεων για το Κυπριακό;
Του ξέφυγε μήπως, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την διάσωση του South Stream λέγοντας ότι η Ελλάδα θα χρειασθεί 10 με 20 χρόνια για να παράγει ορυκτά καύσιμα και άρα δεν θα ανταγωνισθεί το Ισραήλ ή την Αίγυπτο, αλλά απλά θα εξυπηρετήσει τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
Πονηρό το επιχείρημα αν είναι έτσι, όμως εξέφρασε την αλήθεια για τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας και όλης της ανθρωπότητας, αν πράγματι η Ελλάδα δεν θα γίνει «χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου».

Από την άποψη της Αποανάπτυξης λοιπόν  ΟΙ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ, στην Μεσόγειο. Όμως αν «η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», τότε ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί η σημερινή κυβέρνηση να επιβάλει τις χωροθετήσεις για τις ΒΑΠΕ(Βιομηχανικές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) σε περιοχές μάλιστα Νατούρα -όπως στις προστατευόμενες νησίδες του Αιγαίου- και με τα καλώδια διασύνδεσης των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης-που στόχο έχουν την  μεταφορά της παραγόμενης ενέργειας στη στεριά και στην Ευρώπη και όχι την ενεργειακή αυτοδυναμία των νησιών- δεν εξασφαλίζει την διατήρηση αυτού «του παραδείσου στη γη» και  δεν εγγυούνται την επιτυχία, την ποιότητα και την βιωσιμότητα που αναζητάμε, πράγμα που θα γινόταν με μικρά και μεσαία συστήματα ΗΜΕ(Ήπιες Μορφές Ενέργειας: Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΑΝΑΠΤΥΞΗΣ-ΤΟΠΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ  στον ενεργειακό τομέα)

Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς έναν αποαναπτυξιακό τρόπο ζωής

 H προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος, εκτός από αντίστοιχες πολιτικές των κυβερνήσεων οι οποίες θα πρέπει να βάλουν στόχο το ξεπέρασμα της οικονομίας των υδρογονανθράκων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, απαιτεί επίσης έναν άλλο τρόπο ζωής των πολιτών παντού. Έναν τρόπο ζωής στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση.

Έτσι δεν αρκεί π.χ. να οδηγούμε μόνο πιο αποδοτικά και ενεργειακά αναβαθμισμένα αυτοκίνητα. Θα χρειασθεί να περπατήσουμε ξανά, ή να χρησιμοποιήσουμε το ποδήλατο, το λεωφορείο και το τρένο. Ενάντια σε αυτήν την δυσάρεστη αλήθεια, δεν βοηθά κανένα πακέτο ψευδαίσθησης, όπως π.χ. των αναδασώσεων, ώστε τα δένδρα να δεσμεύσουν τις εκπομπές που αποσταθεροποιούν το κλίμα. Το μέγεθος των απαραίτητων για αυτό αναδασώσεων, θα πρέπει να είναι τόσο γιγαντιαίο, που θα είναι αδύνατο να τις κάνουμε.


Επομένως, η στροφή προς μια πιο βιώσιμη κοινωνία δεν λειτουργεί χωρίς έναν νέο τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα. Έτσι, ενόσω θα επικρατεί η αγορά, θα πωλούνται επίσης λιγότερα. Για παράδειγμα, σημαντικά λιγότερες πτήσεις μακρινών διακοπών ή αυτοκίνητα. Ο τερματισμός της «αναπτυξιακής» κοινωνίας είναι εφικτός μόνο με ένα καλό ξεκίνημα από τις βιομηχανικές χώρες, οι οποίες υποτίθεται ότι ηγούνται της προστασίας του κλίματος βάσει των συμφωνιών του Παρισιού.

Από αυτό δεν μπορούμε να ξεφεύγουμε ούτε με το όραμα ενός καθαρού κόσμου υπηρεσιών, χωρίς κανένα οικολογικό αποτύπωμα, όπως το προτείνουν κάποιοι επιστήμονες ή οραματιστές διανοούμενοι. Γιατί και η «πράσινη ανάπτυξη»(π.χ. των βιομηχανικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας-ΒΑΠΕ) και ένας κόσμος υπηρεσιών, όπως των πτήσεων ή των τεχνολογιών πληροφορικής, καταναλώνει πολλούς πόρους και παράγει πολλά απόβλητα και καταστροφές περιβάλλοντος.


Το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και είναι βασικό: Μέχρι σήμερα, κεντρικοί κοινωνικοί θεσμοί, όπως η αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό σύστημα, οι τράπεζες και το σύστημα δημόσιου χρέους, εξαρτώνται από την «ανάπτυξη». Οι εναλλακτικές έννοιες για την απελευθέρωσή τους από τους περιορισμούς της «ανάπτυξης»-όπως π.χ. η ιδέα της μείωσης του ωραρίου εργασίας-  δεν έχουν προχωρήσει μέχρι στιγμής. Υπάρχει έλλειψη ιδεών για τις αναγκαίες ριζικές αλλαγές και για τη δύσκολη μεταβατική φάση στην μετά την «ανάπτυξη εποχή». Για την μετάβαση δηλαδή στην φάση της «αποανάπτυξης», χωρίς μεγάλες καταστροφές και κοινωνικές αναταραχές, όπως έχουμε βιώσει στις χώρες της Ευρωκρίσης, όπου η «ανάπτυξη» μετατράπηκε σε συρρίκνωση-και όχι σε αποανάπτυξη- μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.

Τελικά, η συρρίκνωση θα οδηγήσει σταδιακά σε μια βασισμένη και προσανατολισμένη στην αλληλεγγύη και το κοινό καλό οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων πολιτικών πλειοψηφιών; Χωρίς τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι θα είναι πιο ευτυχισμένοι, γιατί τότε ο ανταγωνισμός θα έχει ξεπερασθεί; Ο άνθρωπος λένε κάποιοι θεωρητικοί-είναι κυρίως συνεργατικός ή ακόμα και αλτρουιστής. Είναι ο καπιταλισμός που τον διαμορφώνει ως εγωιστή.


Αλλά αυτό-πέρα από το ότι μπορεί να είναι αληθές- είναι πολύ απλοϊκό, γιατί η πολιτιστική επιρροή του καπιταλισμού είναι πολύ σημαντική: Γιατί εκτός από βιολογική, ο άνθρωπος είναι και κοινωνική κατασκευή[1]. Και τα επίκτητα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του περνούν και στο DNA του. Υπάρχει λοιπόν και μια βιολογική εξέλιξη που κάνει τον άνθρωπο να έχει μια τάση προς τον εγωισμό.

Στις δύσκολες καταστάσεις βέβαια, επικρατεί η ανάγκη για συνεργασία, αφού η ανθρώπινη ομάδα και οι συλλογική δράση βοηθά και το άτομο να αντεπεξέλθει καλύτερα σε αυτές[2]. Η περίοδος της σημερινής πανδημίας, για παράδειγμα, έχει αναδείξει σημαντικές πλευρές συλλογικών τέτοιων δράσεων.

Όταν όμως δεν υπάρχουν δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες, τότε η τάση προς τη συνεργασία είναι περιορισμένη. Και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σήμερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες της «αφθονίας» και του καταναλωτισμού σε σχέση με το ζήτημα της αλλαγής του κλίματος, όπου απαιτείται συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Επειδή ακόμα δεν είναι ορατές οι δύσκολες καταστάσεις και οι κλιματικές εξελίξεις, οι οποίες θα συνοδευτούν από οικολογική και κοινωνική κατάρρευση- καταστροφή, επικρατεί το μικροπρόθεσμο συμφέρον και ο εγωιστικός υπολογισμός. Όσον αφορά για παράδειγμα στα άμεσα μέτρα που πρέπει να αποφασισθούν και να εφαρμοστούν. Ιδίως στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους τεχνοκράτες ή τους πολιτικούς αυτών των κοινωνιών, αλλά και με τους απλούς πολίτες, που έχουν συνηθίσει στην κακώς εννοούμενη «ευμάρεια».
Στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες συνυπάρχουμε όλοι με τον κόσμο της «ανάπτυξης» μέσω των θέσεων μισθωτής εργασίας, των καταναλωτικών μας επιθυμιών ή των συνταξιοδοτικών μας ταμείων, που επενδύουν σε «αναπτυξιακές» ιδιωτικές ή κρατικές οικονομικές δραστηριότητες για την επίτευξη κερδών. Και ενεργούμε μόνο λογικά. Οι τάσεις μας προς την υπερβολική άνεση, τη συνήθεια, την υποταγή, τις προσδοκίες και την κανονικότητα περιπλέκουν κάθε θεμελιώδη αλλαγή. Όταν μπαίνει κάποιος από τον «αναπτυγμένο» κόσμο στο αεροπλάνο το χειμώνα για να περάσει κάποιες μέρες με ήλιο και ζέστη στις τροπικές χώρες και νησιά, δεν αισθάνεται τίποτα από την κλιματική καταστροφή και τα όρια της «ανάπτυξης». Είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας για κάθε επιδιωκόμενη ουσιαστική αλλαγή, ότι κάποια πράγματα δε μπορούμε να τα αλλάξουμε, είτε ως κοινωνία είτε ως άτομα.

Η βασική δομή των ανθρώπινων συναισθημάτων είναι δύσκολο να αλλάξει, όπως και η κυριαρχούσα (όχι βέβαια και αποκλειστική) κατεύθυνση της ανθρώπινης πράξης και στάσης. Από την άλλη πλευρά, οι αξίες και οι κανόνες της κανονικότητας είναι «μεταβλητές συναρτήσεις»- και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό όφελος είναι επίσης επιδεκτικό σε κοινωνική επίδραση και επιρροή. Σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων, εκφράζεται και υπάρχει μια μεγάλη δόση πολιτισμού και κουλτούρας. Και αφού υπάρχει έτσι και αλλιώς αυτή η επιρροή, το ερώτημα που μπαίνει είναι: Πως μπορεί να επιτευχθεί μια θετική τέτοια επιρροή;

Πιθανά μέσα από τη δημιουργία συλλογικών συνθηκών καθημερινής ύπαρξης. Στα πλαίσιά τους μπορούμε να αναρωτιόμαστε και να αμφισβητούμε τις κυρίαρχες κανονικότητες. Μπορούμε να αλλάζουμε τις κινητήριες πολιτικές δομές που θα μας οδηγούν και σε αλλαγή του τρόπου σκέψης και του φαντασιακού μας για το τι είναι κανονικότητα. Αυτές οι διεργασίες μπορούν να βάλουν σε κίνηση και αρκετά μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στις λεγόμενες «μεγάλες κοινωνικές σχέσεις». Αλλά ακόμη και στο επίπεδο των «μικρών» καθημερινών διανθρώπινων σχέσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά, κοιτάζοντας περισσότερο και πιο διεισδυτικά στον περιπλεγμένο συναισθηματικό μας κόσμο που δεν έχει να κάνει μόνο με τα γενικά θέματα βιωσιμότητας και αειφορίας, αλλά, επίσης, και με καθημερινά θέματα όπως π.χ. η επιδίωξη της αλλαγής στη διατροφή μας ή το τρέξιμο στις έξι το πρωί.

Και εδώ ακριβώς οι έννοιες ή οι συνταγές για έναν κόσμο αποανάπτυξης δεν πρέπει να αφορούν μόνο στον νέο ανθρωπολογικό τύπο που θα κατέβει ξαφνικά από τον ουρανό, γιατί έτσι θα παραμείνουν άσχετες ουτοπίες. Θα πρέπει να έχουν σχέση με τον υπάρχοντα τύπο ανθρώπου, που όμως μπορεί να αλλάξει μέσα από τη συμμετοχή στις συλλογικές πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, με την επιστροφή του στο κοινοτικό πνεύμα.  Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει η αλλαγή του και η διαμόρφωση του καινούργιου. Η ατομική ωφελιμιστική στάση, οι απόψεις για την κανονικότητα και το αξιακό μας σύστημα μπορούν να εξελιχθούν παραπέρα μέσα από την αλληλεπίδραση των διαφόρων δρώντων προσώπων στις συλλογικές αυτές διεργασίες[3].

Τα με συλλογικό τρόπο δρώντα αυτά πρόσωπα θα διαμορφώσουν και το κοινωνικό πρόγραμμα, που συνδέοντας την αποανάπτυξη-τοπικοποίηση με τον κοινοτισμό και την άμεση δημοκρατία, θα κάνει δυνατή τη μετάβαση των κοινωνιών σε νέους βιώσιμους τρόπους ζωής. Σε έναν νέο πολιτισμό,  στηριγμένο  στην επάρκεια και την ευζωία

Ο ανθρωπολογικός τύπος που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση και σε μια αποαναπτυξιακή κοινωνία, θα χρειασθεί να περάσει μια διαδικασία αποκαπιταλιστικοποίησης του φαντασιακού του. Να περάσει από μια ιδιόμορφη ατομική αυτο-απο-καπιταλιστικοποίηση με γνώμονα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Προκειμένου να δημιουργήσουμε κάτι νέο, πάνω από όλα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον για να αψηφήσουμε τις πιέσεις του παλαιού συστήματος. Όταν οικοδομούμε δομές που θα είναι υποστηρικτικές για την επιτυχία κάποιων μερικών στοιχείων του γενικότερου κοινωνικού μετασχηματισμού, τότε μπορεί να ανθίσει μια νέα κουλτούρα και εμείς και οι σχέσεις μας, μαζί με τον τρόπο ζωής μας θα αλλάξουν πιο εύκολα.
Οι εσωτερικές και εξωτερικές αλλαγές είναι σαν δύο κουπιά που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να προχωρήσουμε. Χωρίς ένα από αυτά κάνουμε κύκλους και δεν κινούμαστε μπροστά.

 



[1] Όπως το διατυπώνουμε με τον Γιάννη Μπίλλα στο βιβλίο μας «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης»(εκδόσεις των συναδέλφων): «Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε ένα ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του εγώ και όχι του εμείς. Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής, Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής, της αλλοτρίωσης, είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε».

[2] Κατά τη διαδρομή της ανθρώπινης εξέλιξης αυτό υπαγόρευε και η βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν».

[3]Παραδείγματα τέτοιων συλλογικών διεργασιών αναφέρονται αναλυτικά στο βιβλίο μας για τον «Σύγχρονο Κοινοτισμό»: https://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/503

 

 

 

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού

 Ζούμε λίγο πριν το «σημείο μη επιστροφής»της πλανητικής κατάρρευσης από την καταστροφική φύση του παγκόσμιου συγκεντρωτικού ενεργειακού συστήματος των ορυκτών καυσίμων, που καθορίζει ακόμα τη στρατηγική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και οδηγεί στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και οι πολιτικοί διαχειριστές του, ακόμα και «αριστεροί», συνεχίζουν να οργανώνουν τις ίδιες πολιτικές και μετά τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και το ξεπέρασμα της εποχής των υδρογονανθράκων που προτείνει. Συνεχίζουν τις πολιτικές - και τους συνακόλουθους πολέμους τους- για τον στρατηγικό έλεγχο των ορυκτών καυσίμων, που σημαίνει για τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας. Και στην περιοχή μας-την ανατολική Μεσόγειο-τα κράτη συγκρούονται για τις ΑΟΖ και την εξόρυξη των Υδρογονανθράκων από τα βάθη τους, ενώ αυτοί θα έπρεπε να μείνουν εκεί που βρίσκονται.

Και τα τραγικά αυτά συμβαίνουν ενώ υπάρχει για την ανθρωπότητα η εναλλακτική ενεργειακή επιλογή παραγωγής αποκεντρωμένης, φτηνής, καθαρής, ασφαλούς και άφθονης ηλεκτρικής ενέργειας από τις Ήπιες Πηγές και το υδρογόνο. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε να κάνουν πολλά προς αυτή την κατεύθυνση οι κυβερνήσεις. Οι κοινωνίες οι ίδιες και οι πολίτες θα πρέπει να ενεργοποιηθούν, ώστε να έχουμε ελπίδες ότι θα επιλεχθεί και τοπικά και σε παγκόσμιο επίπεδο, η εναλλακτική προς την κατάρρευση λύση του ενεργειακού προβλήματος.

1.       Κοινωνικοποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού

Οι εφαρμογές και τα συστήματα των Ήπιων Μορφών Ενέργειας (ΗΜΕ)[1] μπορούν να έχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: σε μεγάλη κλίμακα, μεγάλες εταιρείες επενδύουν σε μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, με σκοπό τη μεγαλύτερη απόδοση και κέρδος. Σε μικρή κλίμακα, οι μικρές ανεμογεννήτριες στη στεριά και οι πλωτές για τη θάλασσα, για παράδειγμα, και όχι οι τεράστιες των εταιρειών, μπορούν να συνεισφέρουν στην αυτοδυναμία ενέργειας σε νοικοκυριά σε οικισμούς ή νησιά.

Αυτοδυναμία σημαίνει  ένα σύστημα παραγωγής που επιτρέπει να έχει κανείς ρεύμα όταν το χρειάζεται – με μέτρο, φυσικά, και εξοικονόμηση. Αν θέλει να το επιτύχει με εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τότε απαιτούνται παράλληλα συστήματα, που λειτουργούν συμπληρωματικά. Η αυτοδυναμία παράγεται όχι στα στενά περιθώρια ενός νοικοκυριού, αλλά ενός δικτύου συλλογικοτήτων, κοινοτήτων, δήμων ή περιφερειών, που διαθέτουν συμπληρωματικά μεταξύ τους συστήματα παραγωγής ενέργειας από ΗΜΕ αλλά και το σύστημα διανομής της παραγόμενης ενέργειας, τα δίκτυα δηλαδή χαμηλής και μεσαίας τάσης με τα οποία γίνεται η διανομή σε έναν τόπο ή μια μεγαλύτερη περιοχή.

Οι ΗΜΕ υπάρχουν μεν παντού στη διάθεσή μας, αλλά δυστυχώς όχι οπωσδήποτε την ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο. Όταν δεν έχει ηλιοφάνεια ή αέρα ή υδατόπτωση σε μια συγκεκριμένη κοινότητα ή σ’ έναν δήμο, μπορεί να έχει σε κάποιον άλλο. Η βιομάζα, βέβαια, είναι πάντα διαθέσιμη, αρκεί ο καθένας που τη χρειάζεται να έχει εγκαίρως προγραμματίσει την εξασφάλισή της. Γι’ αυτές τις λύσεις, δεν απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις, αρκεί η κατασκευή μικρών τέτοιων συστημάτων, αποκεντρωμένων και τοπικών. Δεν απαιτούνται επίσης υψηλή τεχνολογία και μεγάλη εξειδίκευση.

 Η απελευθέρωση από την κεντρικά διανεμόμενη ενέργεια και ο δυνητικά αποκεντρωμένος χαρακτήρας αυτών των συστημάτων είναι μια πράξη επαναστατική, που θα έφτανε το απόλυτο αν οι χρήστες κατασκεύαζαν οι ίδιοι τα φωτοβολταϊκά στοιχεία ή τις ανεμογεννήτριες και δεν ήταν αναγκασμένοι να τις αγοράζουν από κατασκευάστριες εταιρείες. Απλοί τεχνίτες, με σχετικά απλά υλικά, θα μπορούσαν να φτιάξουν, π.χ., μια μικρή ανεμογεννήτρια. Για πλήρη όμως ενεργειακή αυτονομία, θα βοηθούσε να δημιουργηθούν σύλλογοι ή συνεταιρισμοί από ενδιαφερόμενους πολίτες, οι οποίοι θα συγκέντρωναν την οικονομική συνεισφορά των μελών τους, αλλά και άλλων που θα τους υποστήριζαν για οικολογικούς και πολιτικούς λόγους, και σε συνεργασία με κάποιους ειδικούς θα αναλάμβαναν την κατασκευή των στοιχείων και την εγκατάσταση τέτοιων μικρών συστημάτων.

Επομένως, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας κατασκευαστικής ιδιωτικής εταιρείας, που θα λειτουργεί με βάση το κέρδος. Κατασκευαστής μπορεί να είναι και ένας συνεταιρισμός κοινωνικής οικονομίας, μια ενεργειακή κοινότητα ή μια δημοτική επιχείρηση, που θα λειτουργεί για κοινωνικούς και οικολογικούς σκοπούς. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι η αυτοοργάνωση σε ανάλογες κινήσεις πολιτών, που θα κάνουν πραγματικότητα τέτοιους αυτοδύναμους δήμους και θα επιτυγχάνουν την τροφοδοσία με ρεύμα από αποκεντρωμένα μικρά συστήματα ΗΜΕ και με δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας. Συνελεύσεις των τοπικών κοινοτήτων θα αποφασίζουν ποιες είναι οι ανάγκες σε ενέργεια, καθώς και το μέγεθος (μικρό ή μεσαίο) των συστημάτων που θα τις ικανοποιούν. Σε ένα χωριό, π.χ., οι ανάγκες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με φωτοβολταϊκά στις στέγες των σπιτιών ή των αγροτικών αποθηκών, μαζί με κάποιες μικρές ανεμογεννήτριες για τις περιόδους χωρίς ηλιοφάνεια αλλά με άνεμο, συνήθως, ή, συμπληρωματικά, με ένα μικρό υδροηλεκτρικό σύστημα, εκεί όπου υπάρχει υδατικό ρεύμα (π.χ., απότομο ποταμάκι, το οποίο το χειμώνα διαθέτει αρκετό νερό, όπως συμβαίνει στον Βελβεντό Κοζάνης, όπου λειτουργεί ήδη ο πρώτος αυτοδιαχειριζόμενος υδροηλεκτρικός σταθμός)[2].

Από τη στιγμή που το ηλεκτρικό ρεύμα  είναι ακόμα απαραίτητο, θα χρειαστούν κάποιοι συμβιβασμοί, όσο γίνεται πιο ανώδυνοι για την τοπική κοινωνία και το τοπικό περιβάλλον. Με αυτό όμως που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συμβιβαστούμε είναι να περάσει ο ενεργειακός εφοδιασμός στα χέρια ιδιωτών, επενδυτών ή εταιρειών, καθώς και να εξακολουθεί η ΔΕΗ να παράγει την πιο «βρόμικη κιλοβατώρα στην Ευρώπη» με λιγνίτη, στην Κοζάνη ή τη Μεγαλόπολη-μετατρέποντας τις περιοχές σε κρανίου τόπο και σκορπώντας καρκίνο στον ντόπιο πληθυσμό-ή με σταθμούς πετρελαίου στα νησιά.

2.      Κοινοτικοποίηση-δημοτικοποίηση παραγωγής και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας 

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση στον τομέα της ενέργειας είναι η λύση για να μην λειτουργεί η ΔΕΗ σαν μονοπώλιο. Η δημιουργία όμως ιδιωτικών εταιρειών στον χώρο, όπου και αν έγινε αυτό, δεν λειτούργησε υπέρ του κοινωνικού συνόλου αλλά σχεδόν πάντα υπέρ των εταιρειών. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, με την απελευθέρωση τη δεκαετία του ʼ90, πολλοί δήμοι προχώρησαν στην πώληση ή παραχώρηση των δημοτικών τους επιχειρήσεων και ένα μεγάλο μέρος των τοπικών δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (δίκτυα Μέσης Τάσης/ΜΤ και Χαμηλής Τάσης/ΧΤ) και διανομής αερίου βρέθηκε στα χέρια των τεσσάρων μεγάλων εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (EΟΝ, RWE, EnBW, Vattenfall) και περιφερειακών θυγατρικών τους.[3] Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ραγδαία αύξηση του κόστους παροχής των υπηρεσιών, χωρίς απαραίτητα την ποιοτική αναβάθμισή τους, η απομάκρυνση από τον δημότη, η αγνόηση της ανάγκης συμβολής στην αντιμετώπιση των οξυνόμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων, η αφαίρεση από τα ταμεία των ΟΤΑ σημαντικών οικονομικών πόρων που προέρχονταν από τη λειτουργία των ενεργειακών δικτύων, οι οποίοι πόροι κατέληγαν στα ταμεία των ιδιωτικών ενεργειακών κολοσσών που τα διαχειρίζονταν.

Δέκα -δεκαπέντε χρόνια μετά, πολλοί ΟΤΑ στη Γερμανία αναθεώρησαν τις θέσεις τους. Εξετάζουν σήμερα την επιστροφή τους στους τομείς παροχής ενεργειακών υπηρεσιών, προτάσσοντας τον «πράσινο» και «αποκεντρωμένο» χαρακτήρα παροχής τους. Η συζήτηση περί επαναδημοτικοποίησης (Rekommunalisierung) έχει αποκτήσει ώθηση τα τελευταία χρόνια. Οι ΟΤΑ δεν ανανεώνουν τις συμβάσεις με τις εταιρείες και αναλαμβάνουν οι ίδιοι δράση στους τομείς του εφοδιασμού (με ενέργεια και νερό ύδρευσης) και της διαχείρισης των απορριμμάτων και των λυμάτων, και μάλιστα συχνά με ευνοїκότερες τιμές. Η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μια εταιρεία ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει, με τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης, να πωλεί και να μεταβιβάζει τα τοπικά δίκτυα στον οικείο ΟΤΑ, έρχεται να ενισχύσει αποφασιστικά τις διαθέσεις πολλών δήμων, ώστε να τολμήσουν την επαναδημοτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων στις περιοχές τους.

Το πρώτο βήμα λοιπόν για τη λύση του ενεργειακού προβλήματος και στη χώρα μας θα ήταν, με την ευκαιρία της απελευθέρωσης, η μεταβίβαση της υποχρέωσης του ενεργειακού εφοδιασμού των πολιτών στους ΟΤΑ και η δημοτικοποίηση-κοινωνικοποίηση της παραγωγής της ενέργειας και των τοπικών ενεργειακών δικτύων. Οι ΟΤΑ είναι η πλέον κατάλληλη δομή, σήμερα, για τον ενεργειακό σχεδιασμό της περιοχής τους. Ο ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί και αξίζει να γίνει το αποφασιστικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης των δημοτικών-διαδημοτικών επιχειρήσεων. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η δημοτική-διαδημοτική επιχείρηση θα έχει ως στόχο την παροχή ικανοποιητικών υπηρεσιών στους πολίτες του δήμου και δεν θα μοιάζει στην επιχειρηματική της πολιτική με το ενεργειακό μονοπώλιο της ΔΕΗ ή των άλλων ιδιωτικών εταιρειών. Η λειτουργία των τοπικών ενεργειακών δικτύων μπορεί να εξασφαλίσει ένα, χαμηλό μεν, αλλά καθαρό οικονομικό όφελος για τους δήμους. Αυτό μπορεί να είναι λίγο για μια μεγάλη εταιρεία, αρκετό όμως για έναν δήμο. Υψηλότερες αποδόσεις θα  προέρχονται από τη λειτουργία ιδίων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, ένα μεγαλύτερο μερίδιο συναφών οικονομικών δραστηριοτήτων και προστιθέμενης αξίας παραμένουν στην περιοχή.
Με την απελευθέρωση των αγορών, οι δήμοι και οι δημότες, χωρίς δικές τους μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, είναι εκτεθειμένοι στη διαμόρφωση των τιμών από τα ενεργειακά μονοπώλια. Με την ανάληψη της λειτουργίας των δικτύων από δημοτικές επιχειρήσεις αναμένονται πάντα φθηνότερες τιμές ρεύματος για τους δημότες. Επιπλέον, πόροι από τη λειτουργία των δικτύων μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα σε άλλους τομείς παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του δήμου που μπορεί να είναι ελλειμματικοί, όπως συνήθως συμβαίνει με τον τομέα της πρόνοιας κ.ά.

Ένας ΟΤΑ ο οποίος έχει στην κυριότητά του τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα έχει πλέον αυξημένες δυνατότητες να σχεδιάσει και να ξεκινήσει τον ενεργειακό αναπροσανατολισμό στην περιοχή του, ο οποίος θα στηρίζεται στην αξιοποίηση των ΗΜΕ (τεράστιο δυναμικό με τις καιρικές συνθήκες της χώρας ), καθώς και στην αποτελεσματική χρήση και εξοικονόμηση ενέργειας με την οικοδόμηση αποκεντρωμένων ενεργειακών υποδομών. Δήμοι που δημοτικοποιούν τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα καθώς και τον ενεργειακό εφοδιασμό με δικές τους ενεργειακές μονάδες παραγωγής, με δικές τους διαδημοτικές επιχειρήσεις, είναι η πλέον κατάλληλη βαθμίδα κοινωνικής οργάνωσης και δημόσιας διοίκησης, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνικοποίηση της ενέργειας.



[1] Επειδή ο όρος ΑΠΕ έχει ταυτιστεί με τα μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, χρησιμοποιούμε τον όρο Ήπιες Μορφές Ενέργειας (ΗΜΕ), όπως δηλαδή είχε διατυπωθεί από το αντιπυρηνικό κίνημα στη δεκαετία του 1970

[2] Βλ. http://www.efsyn.gr/arthro/sto-velvento-o-protos-aytodiaheirizomenos-ydroilektrikos-stathmos

(τελευταία επίσκεψη Φεβρουάριος 2019).

[3] Τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα στη Γερμανία τις περιγράφουμε μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο, «Το ενεργειακό ζήτημα στη Γερμανία», στο βιβλίο Γιώργος Κολέμπας, Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση. Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2012.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Στρατηγικές και πρακτικές της Αποανάπτυξης

 Αν ορίσουμε την κοινωνία των πολιτών ως ανοιχτή αρένα, όπου συμμετέχουν διαφόρων κατευθύνσεων πολιτικώς δρώντες, τότε είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες εμπλοκής τους (ή αποδέσμευσης) με άλλες δυνάμεις και πηγές εξουσίας στην κοινωνία, τόσο στο κράτος όσο και στην αγορά. Από αυτή την άποψη, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουν μια ποικιλία φορέων και στρατηγικών που δρουν και αναπτύσσονται στο όνομα της αποανάπτυξης, καθώς και τους δρώντες και τις πρακτικές εκείνων των οποίων τα ιδανικά, χωρίς ρητή αναφορά στην αποανάπτυξη, ευθυγραμμίζονται με το πλαίσιό της.

Έχοντας κατά νου την ποικιλομορφία του ακτιβισμού στην αρένα της κοινωνίας των πολιτών, εντοπίζουμε ένα συνεχές στους ακτιβιστές για την αποανάπτυξη:

-Από τη μία πλευρά, βρίσκουμε ομάδες που συνεργάζονται με δημόσιες αρχές για οριακές μεταρρυθμίσεις (π.χ. πολιτικά κόμματα), εκείνες που συνεργάζονται με καθιερωμένες πολιτικές οργανώσεις της κοινωνίας (π.χ. μη κυβερνητικές οργανώσεις –ΜΚΟ-, κοινωνικές επιχειρήσεις, κ.λπ.) ή εκείνοι που ενεργούν ως ομάδες πίεσης σε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ. εργατικά συνδικάτα).

-Από την άλλη πλευρά, τοποθετούμε εκείνους που αγωνίζονται σε (νέα) κοινωνικά κινήματα για πιο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, εκείνοι που μπορούν να αναγνωριστούν ως ακτιβιστές που δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις ή οργανώνουν πολιτικές ανυπακοής και, στο άκρον, ακτιβιστές που θεωρούνται ανατρεπτικοί από τις υπάρχουσες αρχές ή, γενικότερα, από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτικό φαντασιακό.

Τα δίκτυα πολιτών που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποιημένη αγορά έχουν πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (όπως, το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης, ή τα κινήματα Occupy / «αγανακτισμένων»). Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος αυτών των δικτύων, τα οποία αποτελούνται από ένα ετερογενές σύνολο δρώντων, συμπεριλαμβανομένων ακτιβιστών βάσης που αντιτίθενται στην εμπορευματική κοινωνία, ακτιβιστών που αναπτύσσουν εναλλακτικές λύσεις, ακαδημαϊκών ερευνητών και πολιτικών. Κοινωνικά δίκτυα που ρητά εντάσσονται στην αποανάπτυξη έχουν επίσης εμφανιστεί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο από το 2000 στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Υπάρχει επίσης ένα ανεπίσημο διεθνές ακαδημαϊκό δίκτυο που ενοποιείται γύρω από τα συνέδρια της αποανάπτυξης.

Το κίνημα εξαπλώνεται τώρα στο Βέλγιο, την Ελβετία, τη Φινλανδία, την Πολωνία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Πορτογαλία, τη Νορβηγία, τη Δανία, την Τσεχική Δημοκρατία, το Μεξικό, τη Βραζιλία, το Πουέρτο Ρίκο και τον Καναδά. Περισσότερες από 50 ομάδες από όλο τον κόσμο διοργάνωσαν ταυτόχρονα «πικνίκ» για να υποστηρίξουν ότι η αποανάπτυξη είναι επίσης ένα παράδειγμα επιστημονικής καθοδήγησης του ακτιβισμού, όπου ένα ακτιβιστικό σύνθημα ενσωματώνεται αργά σε μια έννοια που αναλύεται και συζητείται στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρομοίως, μπορούμε να αναφερθούμε σε «ακτιβιστική γνώση», «ερευνητική συνεργασία» μεταξύ ακαδημαϊκών και εμπλεκόμενων ακτιβιστών, «συνεργατική έρευνα» ή «έρευνα δράσης». Η ακτιβιστική γνώση αναφέρεται σε εμπειρίες βασισμένες στην εμπειρία που προέρχονται από ομάδες της κοινότητας, από την κοινωνία των πολιτών, τις γυναικείες ομάδες, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις οργανώσεις βάσης κ.λπ.

Η γνώση που αποκτήθηκε από την εμπειρία και τον ακτιβισμό βάσης έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία νέων εννοιών, όπως τα οικολογικά και κλιματικά χρέη, η βιο-πειρατεία και η λαϊκή επιδημιολογία. Τα συνέδρια της αποανάπτυξης αποκλίνουν από τα τυποποιημένα μοντέλα οργάνωσης ακαδημαϊκών συνεδρίων και χρησιμοποιούν πρακτικές και τεχνικές άμεσης δημοκρατίας για να συζητήσουν και να αναπτύξουν προτάσεις πολιτικής και ερευνητικές προτεραιότητες σε διάφορους τομείς.

Οι περισσότερες ΜΚΟ, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν ακόμη συζητήσει την αποανάπτυξη. Ωστόσο, με την επιδείνωση της παγκόσμιας πολυδιάστατης κρίσης, το ζήτημα διεισδύει όλο και περισσότερο στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις. Η καθιέρωση διαλόγου με τα συνδικάτα παραμένει εκκρεμής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη Γερμανία, μόλις αναδύεται μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τα «όρια της ανάπτυξης» και τα μεγάλα συνδικάτα συμμετείχαν σε ένα συνέδριο με θέμα το «Post-Wachstum» (μετά την ανάπτυξη) που διοργανώθηκε στο Βερολίνο τον Μάιο του 2011, στο οποίο συμμετείχαν 2000 άτομα στις ζωντανές συζητήσεις για την αποανάπτυξη. Άλλα μικρά και ριζοσπαστικά συνδικάτα, όπως η ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Confederacionn General del Trabajo, έχουν επίσης αποδεχθεί την στρατηγική της αποανάπτυξης.

Παρόμοια διστακτικότητα έχει φανεί και από διεθνείς ΜΚΟ. Για παράδειγμα, οι ηγέτες της ATTAC (Ένωση για τη φορολογία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και τη βοήθεια στους πολίτες) τείνουν να είναι σκεπτικοί για την αποανάπτυξη, αν και ορισμένοι τοπικοί κλάδοι της έχουν αποδειχθεί λιγότερο δύστροποι στο θέμα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Greenpeace και τους Friends of the Earth. Εξαίρεση αποτελεί το Ecologistas en Accio´n, το μεγαλύτερο ισπανικό δίκτυο περιβαλλοντικών οργανισμών, το οποίο αποφάσισε να υποστηρίξει επίσημα την αποανάπτυξη και ξεκίνησε μια εκστρατεία για τα «λιγότερα είναι περισσότερο», το 2007.

Τα πολιτικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων κομμάτων, έχουν αγνοήσει γενικά την αποανάπτυξη, με μόνη εξαίρεση το γαλλικό πράσινο κόμμα που μιλά για «επιλεκτική ανάπτυξη» και το μέλος του Yves Cochet, πρώην Γάλλος Υπουργός Περιβάλλοντος, ο οποίος υπερασπίζεται δημόσια την οικονομική αποανάπτυξη. Απομένει να δούμε τι θα συμβεί στην Ιταλία, όπου μέσα στο Κίνημα 5 αστέρων υπάρχουν αρκετές τοπικές ομάδες που έχουν δείξει ενδιαφέρον για την αποανάπτυξη. Έχουν γίνει επίσης ορισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία νέων και ad hoc κομμάτων ή πολιτικών κινημάτων, με ένα αρχικό αλλά πρόωρο «κόμμα για την αποανάπτυξη» στη Γαλλία. Μερικά άλλα μικρά αριστερά κόμματα έχουν δείξει ενδιαφέρον και αναφέρουν την αποανάπτυξη στα πολιτικά τους προγράμματα, όπως τα Ισπανικά Izquierda Unida, Bildu στη Χώρα των Βάσκων ή Candidatura d'Unitat Popular και Iniciativa per Catalunya Verds στην Καταλονία. Στην Ιταλία, τα κόμματα της αποανάπτυξης όπως το Costituente ecologista, το Uniti, το ma diversi ή το Partito per la Decrescita δεν δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ το πιο καινοτόμο Rigenerazioni, το οποίο προτείνει μια πλατφόρμα για μη συμμετοχή στις εκλογές, έχει προκαλέσει ευρύτερη αποδοχή.

Η αποανάπτυξη άνθισε με επιτυχία στα διάκενα των ακτιβιστικών σφαιρών επιρροής, που είναι λιγότερο θεσμοθετημένα, πιο πρωτοποριακά και ριζοσπαστικά. Τέτοιοι τοπικοί ακτιβιστές (συχνά κινούμενοι από πιο ρεαλιστικές ανησυχίες παρά από γενικά ιδεολογικά ή πολιτικά μανιφέστα) προωθούν τοπικές, αποκεντρωμένες, μικρής κλίμακας, συμμετοχικές και, ως εκ τούτου, πιο αυτόνομες εναλλακτικές λύσεις όπως ποδηλασία, ανταλλαγή αυτοκινήτων, επαναχρησιμοποίηση, χορτοφαγία ή βίγκαν, στέγαση, αγρο-οικολογία, οικολογικά χωριά, οικονομία αλληλεγγύης, καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, εναλλακτικές (λεγόμενες ηθικές) τράπεζες ή πιστωτικοί συνεταιρισμοί, καθώς και αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί ανανεώσιμης ενέργειας.

Μια (βιο) ποικιλομορφία δράσεων, η οποία ορίζεται ως «nowtopia» («νυντοπία»,τόποι του τώρα), εξαρτάται από την αλλαγή των ανθρώπινων αξιών και συμπεριφορών που εκδηλώνονται σε ένα βιώσιμο τρόπο ζωής στον οποίο κυριαρχούν η εθελοντική απλότητα (λιτότητα), το «ζούμε καλύτερα με λιγότερα», το μειωμένο επίπεδο χρήσης πόρων και η επιβράδυνση των ρυθμών ζωής. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις για τα σημερινά πρότυπα κατανάλωσης διαδίδονται συχνά στο ευρύ κοινό μέσω ειδικών περιοδικών όπως τα καταλανικά Opcions και η ιταλική Altraeconomia.

Ένα προφανές ζήτημα, φυσικά, ήταν και είναι αυτό της κλίμακας. Πολλοί ξεκινούν με μια αλλαγή στον τρόπο ζωής τους και στη συνέχεια συνεχίζουν σε υψηλότερες κλίμακες όπως γειτονιές, πόλεις και περιοχές. Η πιο γνωστή διεθνής πρωτοβουλία σε αστικό επίπεδο είναι το Δίκτυο Μεταβατικών Πόλεων (Transition Towns -TT) που ξεκίνησε το 2006, το οποίο στοχεύει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, στην αύξηση της αυτονομίας-αυτάρκειας των τοπικών δήμων και στη μείωση της κατανάλωσης ορυκτής ενέργειας. Μερικά χρόνια πριν, εμφανίστηκαν παρόμοιες εμπειρίες στην Ιταλία, όπως το Δίκτυο Νέων Δήμων (Rete Nuovi Municipi), το οποίο προωθούσε την άμεση δημοκρατία για αυτοβιώσιμη τοπική ανάπτυξη και το δίκτυο Virtuous Towns (Comuni Virtuosi), δίκτυο πόλεων που έδωσαν έμφαση στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, στα οικολογικά αποτυπώματα, στις πολιτικές μηδενικών αποβλήτων και στον βιώσιμο τρόπο ζωής για τους πολίτες τους.

Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι η έκφραση αυτού που θα μπορούσε να οριστεί ως βέλτιστες πρακτικές ενεργών πολιτών και διορατικότητας των τοπικών αρχών, οι οποίοι συνεργάζονται στενά μεταξύ τους για να πραγματοποιήσουν έναν καλύτερο (τοπικοποιημένο) κόσμο, μειώνοντας την κατανάλωση, την παραγωγή και τη χρήση των φυσικών τους πόρων, καθώς και ενισχύοντας την αυτονομία τους από τις δυνάμεις της αγοράς.

Έχει υποστηριχθεί ότι το κίνημα TT είναι ένα παράδειγμα της μετα-πολιτικής, επειδή βασίζεται στην υπόθεση ότι μπορεί πάντα να βρεθεί συναίνεση, ενώ η πολιτική είναι, συχνά, η σύγκρουση ανταγωνιστικών και μη συμφιλιωτικών ρητορικών. Από τη μία πλευρά, το TT επικεντρώνεται κυρίως σε μία προβληματική (peak oil και climate change: πετρέλαιο-αιχμής και κλιματική αλλαγή). από την άλλη πλευρά, το TT δεν μπαίνει ποτέ σε συγκρούσεις με εδραιωμένα συμφέροντα και παράγοντες που υπερασπίζονται τις ατζέντες υπέρ της ανάπτυξης (εάν δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος, τότε δεν υπάρχουν εχθροί).

Επομένως, καταλήγει να προτείνει πρακτικές λύσεις που δεν τεκμηριώνονται απαραίτητα από μια σαφή ανάλυση των βασικών αιτίων της σύγχρονης δυσχερούς κατάστασης. Αυτό, φυσικά, δεν αμφισβητεί την εντυπωσιακή επιτυχία του TT να κινητοποιήσει κοινότητες. Παρόμοια με αυτές τις πρωτοβουλίες είναι μια σειρά από εμπειρίες που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν υπό την ιδέα των οικολογικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών χωριών και των πρωτοβουλιών για τη στέγαση.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τις «περιαστικές» καταλήψεις της Βαρκελώνης, όπως τα εγχειρήματα Kan Pasqual, Can Piella και Can Masdeu. Μακριά από τον προσδιορισμό των κρατικών και καπιταλιστικών αγορών (συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας) ως πηγών των κοινωνικών φαντασιακών τους, οι κάτοικοί τους (και, σε κάποιο βαθμό, οι συμμετέχοντες στα κοινωνικά τους κέντρα και στους οργανικούς κήπους της κοινότητάς τους) επιδιώκουν τρόπους ζωής που βασίζονται σχετικά στην εναλλακτική κοινοτική διαβίωση, όπου η οριζόντια αυτοοργάνωση και η επιδίωξη της αυτονομίας είναι κεντρικής σημασίας (π.χ. πρακτικές του do-it-yourself -«κάντε το μόνοι σας»- όπου ο «εαυτός» μπορεί επίσης να καθορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο).

Αυτές οι πρακτικές περιστρέφονται γύρω από τη σημασία του «χρόνου» (εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο χρόνος για την ικανοποίηση των αναγκών, αλλά και στον προσωπικό χρόνο που απαιτείται) και την κατάργηση οποιασδήποτε διαμεσολάβησης της αγοράς (π.χ. μέσω της δημιουργίας πρωτοβουλιών αυτοαπασχόλησης, όπως για το ψωμί, τη ζυθοποιία, τις υπηρεσίες αποκατάστασης κ.λπ.) ή, σε μικρό βαθμό, με κάποια μορφή συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Τέτοιες πρακτικές διαχείρισης του χρόνου- οι οποίες είναι κοινές για τον τρόπο ζωής πολλών καταληψιών και είναι πιο σχετικές σε αγροτικές και περιαστικές περιπτώσεις-δεδομένης της δυνατότητας πρωτογενούς παραγωγής και των δραστηριοτήτων do-it-yourself, χαρακτηρίζονται από αντίθεση στον καπιταλισμό μέσω της απόρριψης της μισθωτής εργασίας.

Το κίνητρο πίσω από την άμισθη εργασία είναι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ισχυρότερο από τα οφέλη της μισθωτής εργασίας. Η εμπειρία των αγροτικών-περιαστικών καταλήψεων, που στηρίζονται σε τρόπους ζωής οι οποίοι βασίζονται στην αυτο-οργάνωση, τη συνεργασία και την μη αμειβόμενη εργασία, σε συνδυασμό με ένα καθεστώς αυτοπροτεινόμενης λιτότητας και αντι-καταναλωτισμού, μειώνουν δραματικά την ανάγκη για χρηματικό εισόδημα και, κατά συνέπεια, την ανάγκη για πλήρη απασχόληση.

Παρόλο που μοιάζει με το κίνημα TT στους τελικούς του στόχους, οι Kan Pasqual, Can Masdeu και Can Piella είναι επίσης καταλήψεις και, ως εκ τούτου, αμφισβητούν την ατομική φτώχεια εν γένει και ειδικότερα την κερδοσκοπία ακινήτων, η οποία έχει αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό ως διαρθρωτική αιτία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αμέσως μετά την ίδρυσή του, τα μέλη του Can Masdeu, μέσω μιας δράσης πολιτικής ανυπακοής, αντιστάθηκαν σε μια προσπάθεια έξωσης. Αποφεύγοντας τη χρήση βίας, η αντίσταση ενάντια στην απόπειρα έξωσης συνέβαλε στη θετική διαμόρφωση της αντίληψης που είχε η κοινωνία για αυτούς τους καταληψίες. Η δράση είχε ως στόχο την υπεράσπιση του έργου των καταλήψεων των οποίων η βασική φιλοσοφία βρισκόταν στο περιθώριο αυτού που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως μια «ασυνήθιστη» μορφή ζωής, στο βαθμό που αρνείται τις κύριες αξίες όπως η ιδιοκτησία, η απασχόληση, η άνεση και, πάνω απ 'όλα, η «ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης».

Σε περιφερειακό επίπεδο, υπάρχουν εμπειρίες όπως τα Ιταλικά δίκτυα αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Reti di Economia Solidale). Ιδρύθηκαν το 2002, είναι ένα πείραμα για να αρθρώσουν και να εδραιώσουν τις υπάρχουσες εμπειρίες μέσω της δημιουργίας οικονομικών κυκλωμάτων, όπου τα διάφορα συμμετέχοντα εγχειρήματα υποστηρίζουν το ένα το άλλο, ανταλλάσσουν και δημιουργούν χώρους κοινωνικής αγοράς ενώ στοχεύουν στην ευημερία και τη βιωσιμότητα. Έχουν δημιουργήσει περισσότερες από 20 περιφέρειες αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Distretti di Economia Solidale) με εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις που εργάζονται ως σύμπλεγμα επιχειρήσεων υπό ισχυρές κοινωνικο-οικολογικές αρχές.

Παρομοίως, διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν αναπτύξει τον Καταλανικό Συνολικό Συνεταιρισμό (CIC), ο οποίος βασίζεται στην οικονομική και πολιτική αυτοδιαχείριση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του και προσπαθεί να ικανοποιήσει όλες τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Οι συναλλαγές του συνεταιρισμού διευκολύνονται επίσης με την υιοθέτηση ενός τοπικού νομίσματος (το «ECOS»). Ένα από τα πιο σημαντικά εγχειρήματα του CIC είναι το Calafou, ένας νέος οικολογικός-βιομηχανικός συνεταιρισμός σε έναν εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο- υδρόμυλο, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα στον ποταμό Anoia , περίπου 100 χλμ από τη Βαρκελώνη. Το Calafou περιλαμβάνει 35 μικρά διαμερίσματα, 12.000 τ.μ. βιομηχανικών κτιρίων, ένα μικρό σχολείο, κοινόχρηστη κουζίνα, θέατρο και μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία.

Τέλος, άλλοι αποαναπτυξιακοί δρώντες ασχολούνται συχνά με τον αντιπολιτευτικό ακτιβισμό, όπως οι αγωνιστές που εργάζονται για να σταματήσουν την επέκταση των αυτοκινητοδρόμων, των αεροδρομίων, των τρένων υψηλής ταχύτητας ή των αποτεφρωτήρων, που θέτει υπό αμφισβήτηση εκείνες τις πτυχές του εκσυγχρονισμού που σχετίζονται με την ατελείωτη επέκταση των υποδομών. Στην πραγματικότητα, όλοι οι τύποι κοινωνικοπεριβαλλοντικών συγκρούσεων που μελετήθηκαν από την πολιτική οικολογία και την οικολογική οικονομία ενδέχεται να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία.

Αναφερόμαστε σε αγώνες για την άνιση κατανομή του (οικολογικού) κόστους και οφέλους οποιωνδήποτε αναπτυξιακών έργων (π.χ. εξόρυξη, διάθεση αποβλήτων, βιομηχανίες, ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτων κ.λπ.) που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη και συνεπώς την επέκταση του κοινωνικού μεταβολισμού ( τις ροές ενέργειας και υλικών στην οικονομία), εμφανώς στον Παγκόσμιο Νότο, αλλά και στον Βορρά. Η Παγκόσμια Συμμαχία για εναλλακτικές λύσεις στην αποτέφρωση αντιπροσωπεύει ένα καλό παράδειγμα ενός διεθνούς δικτύου που αντιτίθεται στην αποτέφρωση των αποβλήτων και στην προώθηση πιο βιώσιμων πρακτικών διαχείρισής τους, όπως η «στρατηγική μηδενικών αποβλήτων».

Η αποαναπτυξιακή αντιπολίτευση δεν περιορίζεται μόνο σε κοινωνικοπεριβαλλοντικές συγκρούσεις, αλλά και σε οποιοδήποτε από τα ζητήματα που σχετίζονται με τις προαναφερθείσες πηγές. Επιπλέον, μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές: διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, αστική ανυπακοή, άμεση δράση ή τραγούδια διαμαρτυρίας.

Τα κινήματα των αγανακτισμένων , των Occupy και των «κίτρινων γιλέκων», αν και δεν είναι ρητά υπέρ της αποανάπτυξης(κάποιες συνελεύσεις των κίτρινων γιλέκων έχουν ταχθεί ρητά υπέρ της), μοιράζονται τουλάχιστον τις ανησυχίες των δημοκρατικών ορίων στην ανάπτυξη που τις εκφράζουν με «παράνομη» στάση ανυπακοής στο κράτος και την ανάκτηση δημόσιων χώρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σύμπτωση με την αποανάπτυξη είναι ακόμη πιο κοντά. Για παράδειγμα, οι αγανακτισμένοι της Βαρκελώνης δήλωσαν στο μανιφέστο τους ότι «το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αέναη ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμο».

Ένα άλλο παράδειγμα αποαναπτυξιακής αντιπολίτευσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η δράση του καταλανού ακτιβιστή για την αποανάπτυξη Enric Duran. Τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Duran ανακοίνωσε δημοσίως ότι είχε «ληστεύσει» σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ λαμβάνοντας νόμιμα σχετικά μικρά δάνεια από αρκετές τράπεζες, τα οποία δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει (καθώς τα είχε ξοδέψει σε αξιόλογα κοινωνικά εγχειρήματα). Ήταν μια πολιτική δράση για να καταγγείλει αυτό που ονόμασε «αρπακτικό καπιταλιστικό σύστημα». Ένας σκοπός της πράξης του ήταν να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του τραπεζικού συστήματος και να αποκαλύψει τη λογοδοσία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αναφερόμενος στη δημιουργία χρημάτων από τις τράπεζες ως δάνεια, ο Duran δήλωσε ότι εάν οι τράπεζες μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το τίποτα, «θα τα κάνω να εξαφανιστούν σε τίποτα». Από το 2006 έως το 2008, χρηματοδότησε διάφορα αντι-καπιταλιστικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών που εκτυπώθηκαν σε εκατό χιλιάδες αντίγραφα που εστιάζουν στην ενεργειακή κρίση (δηλ. το peak oil), στις κριτικές της οικονομίας που βασίζεται στο χρέος και στην παρουσίαση συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων για μια βιώσιμη οικονομία αλληλεγγύης.

Στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα της κρίσης που ήρθε για να μείνει, και στο πριν την πανδημία διάστημα, ο κόσμος των «από κάτω», εκείνων δηλαδή που βρίσκονται σε κίνδυνο και ήταν και είναι τα θύματα της κρίσης και των «μνημονίων», δημιούργησαν συχνά εγχειρήματα κοινοτισμού  και κοινωνικής-συνεργατικής αλληλέγγυας οικονομίας με τα χαρακτηριστικά της αποανάπτυξης, από ανάγκη να ανταπεξέλθουν καλύτερα. Υπήρξαν πάνω από 3.000 καταγεγραμμένα τέτοια εγχειρήματα(εκ των οποίων τα 1300 ήταν και είναι ακόμα και σήμερα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας). Πολλά έχουν συρρικνωθεί σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, άλλα είναι υπαρκτά και επίμονα δραστήρια και στρέφονται καθημερινά όλο και περισσότερο στην έννοια της Αποανάπτυξης και της Κοινότητας μέσα από μια θολή προσέγγιση της εικόνας τους. Η υιοθέτηση των εννοιών αυτών θα επιταχυνθεί στα επόμενα χρόνια της μετα-Κόβιτ εποχής, γιατί θα καλύπτει πολλές προσεγγίσεις και ανάγκες για συλλογική πραχτική και δράση με τα πλεονεκτήματα της Τοπικοποίησης-Αποκέντρωσης-Αποανάπτυξης και θα παίξει και καθοριστικό ρόλο στο φαντασιακό των Ελλήνων «απο κάτω» στα επόμενα δύσκολα χρόνια για την επιβίωση.

Μέχρι τώρα είχαμε τις «κοινότητες αγώνα» ή «του κινδύνου», όπως:

οι Σκουριές της Χαλκιδικής ή οι Σταγιάτες Πηλίου,

τις κοινότητες ενδιαφερόντων όπως το Πελίτι ή τον Αιγίλοπα

τις κοινότητες του διαδικτύου (π.χ. κοινότητες «κοινής χρήσης αυτοκινήτων» κ.λπ) και της «Ομότιμης Παραγωγής», τοπικά εργαστήρια ήπιας τεχνολογίας,

τις ενεργειακές κοινότητες, κ.λπ.

Είχαμε επίσης κύτταρα της νέας κοινωνίας της αποανάπτυξης του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, που θα επιδιώξουμε, όπως για παράδειγμα:

Περιαστικές Καλλιέργειες, EcoGaia FarmΟικοκοινότητα-Οικοχωριό Σκάλα,

Συνεταιριστική Kοινότητα Aυτάρκειας "Από Κοινού ΚΟΙΝ.Σ.Επ.",

 ΒΙΟΜΕΣυν Αλλοις Συνεταιρισμός Αλληλέγγυας οικονομίας

Terra Verde ΧανιάΤο παγκάκι Καφενείον / κολεκτίβα εργασίας

ΤΕΜ Μαγνησίας, τοπικό νόμισμα, Δίκτυο ενέργειαςΟικογιορτές

Συνέλευση κατά της Καύσης Σκουπιδιών Βόλου,

 Ανοιχτή Συνέλευση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου,

Δίκτυο Αλληλέγγυας ΣυμβουλευτικήςΟι εκδόσεις των συναδέλφων

Πανε.ρ.τ - Πανελλαδική Ραδιοφωνία κ Τηλεόραση,

 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Κ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Κίνηση Αποανάπτυξης Τρικαλινών Πολιτών

 κλπ, κ.λπ….

Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και - περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος, είναι ιδιαίτερης σημασίας.

Για το μέλλον, είναι επιθυμητό από την προοπτική του Κινήματος της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, να βρεθεί μια από κοινού διαμορφωμένη και συμφωνημένη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενταθεί η ανταλλαγή απόψεων για τα επίμαχα ουσιαστικά ζητήματα περιεχομένου, προκειμένου να συζητηθούν ανοικτά τα αμφιλεγόμενα θέματα στρατηγικής. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφευχθεί το γεγονός ότι τα διαφορετικά ρεύματα στέκονται ασύνδετα το ένα δίπλα στο άλλο, και να διασφαλισθεί η δημιουργία μιας διασύνδεσης της πολυμορφίας. Της πολυμορφίας των υπαρχόντων κοινωνικών κινημάτων, της απελευθέρωσης της εργασίας, της κοινωνικής-συνεργατικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της ριζοσπαστικής- κοινωνικής οικολογίας και προστασίας του κλίματος, της γυναικείας απελευθέρωσης και των ιθαγενικών και μη μειονοτήτων, της αυτοδιαχείρισης-άμεσης δημοκρατίας και φυσικά του Κοινοτισμού-αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.

Τον κοινό παρονομαστή για αυτή την διασύνδεση στη χώρα μας, θα μπορούσε να προσφέρει η προσπάθεια του ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ, μιας πανελλαδικής Συνέλευσης που έχει βάλει αυτόν τον στόχο. 

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα

 Ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να διαμορφωθεί για τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα στην μετα-Κόβιτ εποχή; Πιο συγκεκριμένα σήμερα, όταν «σκεπτόμενοι παγκόσμια» θα πρέπει εσπευσμένα «να δράσουμε τοπικά»;


Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν σήμερα –στον καιρό της πανδημίας-ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο πριν και να τα κάνουμε όλα όπως τα κάναμε, γιατί έτσι φθάσαμε στο δυστοπικό παρόν μας.
Χρειάζεται λοιπόν να αλλάξουμε πολλά και στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης της τροφής μας. Να απορρίψουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο των πολυεθνικών και των εταιρειών βιομηχανοποίησης της ανθρώπινης διατροφής, γιατί από τη μια «είμαστε ότι τρώμε» στην ουσία και από την άλλη αυτό το σύστημα θα μας οδηγήσει σε επισιτιστική κρίση και στη χώρα μας, στο μέλλον!

Θα χρειασθεί να επιλέξουμε τη λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό επακόλουθό της την οικο-γεωργία(το οικο- όχι μόνο με την έννοια του οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική έννοια του «οίκου» που εξασφάλιζε το «ζειν»). Η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και την αποφυγή της υποβάθμισης της υγείας μας και ταυτόχρονα του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής.

Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή. Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας, προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.

Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του απ’ το σούπερ μάρκετ, θα εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή και για τα παιδιά του, ώστε να μη φεύγουν απ’ τον τόπο τους. Αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τους μεσάζοντες, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. Απ’ την άλλη, τη στιγμή που ο πολυλειτουργικός αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι φανερό ότι θα μπει πιο εύκολα στη λογική της υγιεινής τροφής, γιατί δεν θα θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Έτσι θα στραφεί πιο εύκολα προς την Οικολογική γεωργία (με τη μορφή των βιοκαλλιεργειών, της βιοδυναμικής καλλιέργειας ή της φυσικής και περμακουλτούρας). Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. στις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και απ’ τα γενετικά τροποποιημένα.

Και δεν θα παράγει μόνο αρκετά και υγιεινά προϊόντα με τον τρόπο που θα καλλιεργεί και θα αντιμετωπίζει το έδαφος και τα άλλα είδη ζωής. ‘Οντας αναγκασμένος να εξυγιάνει πρώτα -πρώτα το έδαφος και να φροντίζει να έχει όλο και περισσότερη οργανική ουσία, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, θα συμβάλει αντικειμενικά και στη λύση για την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής. Η αειφόρος μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία) και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη» της γης.

Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές.  Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν:
 

  • Εκατομμύρια γεωργών -αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο.
  • Προώθηση υγιούς και βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα.
  • Εφαρμογή γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοδυναμία –αυτάρκεια των περιοχών
  • «Από-ανάπτυξη» στη παραγωγή κρέατος για μια ζωοεκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων. Αποανάπτυξη στις ιχθυοκαλλιέργειες -υδατο καλλιέργειες *
  • Εκπαίδευση αντίστοιχη των πολυλειτουργικών αγροτών και των νέων γενιών μέσα από την αντίστοιχη στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος
    Όλα τα προηγούμενα απαραίτητα μέτρα θα χρειασθεί να διεκδικηθούν από τις κυβερνήσεις παντού –και όχι μόνο στην Ελλάδα-και καθ` όλην την περίοδο μετάβασης προς τις κοινωνίες αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.

Ειδικότερα για τον Ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα
Στην Ελλάδα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων επιτήρησης -από τους διεθνείς «επενδυτές» της «ανάπτυξης» και «φτωχοποίησης»- και της επερχόμενης πολλαπλής κρίσης στην μετα-Κόβιτ εποχή, ο πρωτογενής τομέας μπορεί να γίνει ο εφαλτήρας για μια αναζωογόνηση, η οποία θα ξεκινούσε από τις τοπικές κοινωνίες. Για μια αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης που έρχεται, αλλά και για μια απασχόληση μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού για την αντιμετώπιση της σημερινής ανεργίας. Η παραγωγή ποιοτικών διατροφικών αγαθών-με συγκριτικό πλεονέκτημα στις ανταλλαγές-από τις εναλλακτικές καλλιέργειες των ντόπιων «χρυσοφόρων» φυτών, αλλά και γεωργικών αγαθών για δευτερογενή μεταποίηση και κλωστουφαντουργία, θα ικανοποιούσε βασικές ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και θα εξασφάλιζε βιώσιμο εισόδημα για τους εργαζόμενους στον τομέα. Η αναδιάρθρωση που πρέπει να γίνει από τους Έλληνες αγρότες δεν είναι η στροφή σε εξεζητημένα ανταγωνιστικά προϊόντα-που προτείνουν οι κάθε λογής τεχνοκράτες σήμερα- αλλά σε καλλιέργειες που θα εξασφαλίσουν την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού και την προώθηση της όσο γίνεται μεγαλύτερης αυτάρκειας για τις τοπικές κοινωνίες.
Τέτοια προϊόντα για παράδειγμα μπορεί να παραχθούν από τις βιο-οικο-καλλιέργειες των ντόπιων ποικιλιών: σιτηρών και αραβόσιτου, οσπρίων, σπανακιού και όλων των κηπευτικών και χόρτων όπως το ραδίκι, αγκινάρας, φράουλας, σπαραγγιού, ρίγανης και αρωματικών φυτών -μελισσόχορτο, φασκομηλιά, μέντα, εχινάτσια, γαϊδουράγκαθο, δενδρολίβανο, βασιλικός κ.λπ. με απόσταξη για αντίστοιχα αιθέρια έλαια-πολυβιταμινούχου και υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη σπιρουλίνας, μανιταριών, κερασιάς, ροδακινιάς, δαμασκηνιάς, ροδιάς, λωτού, στέβιας, κρόκου, τρούφας, αλόης, μαστίχας κλπ, καθώς φυσικά και ελιάς και αγουρέλαιου1.
Άλλα ξεχωριστά τοπικά παραδοσιακά προϊόντα που παρήγαγε κάποτε η ελληνική γη, αλλά τείνουν να τα παρατήσουν οι σημερινοί αγρότες είναι: η κορινθιακή σταφίδα, ξερά σύκα Μεσσηνίας, Λακωνίας, Εύβοιας και Αττικής, τοματάκι της Σαντορίνης, κουμ-κουάτ της Κέρκυρας, πατάτες Νάξου, πεπόνι της Μυτιλήνης, καρπούζια της Μεσσηνίας, μανταρίνι Καλύμνου, νεροκρέμμυδο Ζακύνθου, η οινοποιήσιμη ποικιλία βαρτζαμί της Λευκάδας, φράουλες της Ηλείας, κάστανα της Λακωνίας και της Αρκαδίας, όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας και του Έβρου, πατάτες των Σερρών, της Δράμας του Αμυνταίου και της Πελοποννήσου, οπωροκηπευτικά των Μεγάρων, ακτινίδια της Πιερίας, φάβα της Σαντορίνης, αχλάδια της Λέσβου2.
Ο στόχος θα είναι όλες αυτές οι καλλιέργειες από μονοκαλλιέργειες που είναι σήμερα να μετατραπούν σε πολυκαλλιέργειες στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων, όπου τα ζώα θα εκτρέφονται σαν συμπληρωματικά των καλλιεργειών, για την ανακύκλωση των υλικών και κάποιων απαραίτητων για τη διατροφή μας ζωικών προϊόντων. Εκτός των πουλερικών, μπορούν να εκτρέφονται και ένας ανάλογος αριθμός αιγοπροβάτων ή αγελάδων-βουβαλιών, καθώς και ανάλογων αλόγων ή γαϊδουριών που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στις εργασίες(στην περίπτωση θηλυκών γαϊδουριών μπορούμε να έχουμε και το πολύτιμο γάλα τους3.
Αφήσαμε για το τέλος την Κάνναβη4, που μπορεί να γίνει μέσο για την αναζωογόνηση της αγροτικής μας οικογεωργίας, γιατί είναι πολυδύναμο φυτό, με βιομηχανικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Έχουμε να κάνουμε κυρίως με την κλωστική(βιομηχανική), αλλά και την φαρμακευτική κάνναβη. Πέρα από το επίμαχο συνθετικό «κάνναβη», η βιομηχανική δεν έχει κανένα άλλο κοινό με την Ινδική κάνναβη5.Πρόκειται για φυτό που καλλιεργείται παγκοσμίως, καθώς είναι ποικιλία με διεθνώς αναγνωρισμένες οικολογικές ιδιότητες και το σύνολο του υπέργειου μέρους του είναι πλήρως αξιοποιήσιμο. Με επεξεργασία και μεταποίηση μπορούν να παραχθούν περισσότερα από 25.000 προϊόντα, όπως: σπόρια, έλαια, βάμματα, θεραπευτικά σκευάσματα, κηραλοιφές, αλεύρι, τρόφιμα, πρωτεΐνη και διατροφικά συμπληρώματα, φαρμακευτικά σκευάσματα, ηδύποτα, οικοδομικά και μονωτικά υλικά, χαρτί και χαρτοπολτό, βιοπλαστικά, βιοκαύσιμα, κλωστές- ίνες, υφαντά και υφάσματα, σειρά ρούχων, καλλυντικά και άλλα καινοτόμα και οικολογικά προϊόντα όπως βελτιωτικά εδάφους, ζωοτροφές κα. Μάλιστα, το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και το Εργαστήριο Γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε μελέτη με τίτλο «Σχέδιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης και κλωστικού λιναριού στην Ελλάδα» (2000) σημειώνει συμπερασματικά: «Η κλωστική κάνναβη είναι δυνατόν να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και η μεταποίησή της σημαντικό παράγοντα πράσινης ανάπτυξης».

H βιολογική παραγωγή6 της κλωστικής κάνναβης στη χώρα είναι μια ευκαιρία με προοπτικές για κάθε τοπική κοινωνία αποανάπτυξης. Χρειάζεται βέβαια να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης με δημιουργία αντίστοιχων συνεταιριστικών βιομηχανικών- μεταποιητικών μονάδων(μια δυναμική για δημιουργία πολλών χιλιάδων θέσεων απασχόλησης. Ο σπόρος, ανεπεξέργαστος ή μη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συστατικό τροφίμων, όπως π.χ. παστέλια, σοκολάτες, νιφάδες δημητριακών. Από τον σπόρο εξάγεται επίσης λάδι, που πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τρόφιμα και άλλα σκευάσματα, αλλά και σε απευθείας χρήση, όπως π.χ. σαλάτες. Μπορεί επίσης να παραχθεί αλεύρι για χρήση στην αρτοποιία ή σε πρωτεϊνικά υπερσυμπυκνώματα. Από τα φύλλα της μπορούν με εκχύλισμα να παρασκευάζονται ροφήματα.
Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για να ξεκινήσει η καλλιέργεια της φαρμακευτικής κάνναβης. Προς το παρόν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως όλα τα άλλα φάρμακα (δηλαδή τις δραστικές ουσίες που υπάρχουν στα φάρμακα), γιατί η απαγόρευση που ξεκίνησε το 1937 στις ΗΠΑ, είχε σαν αποτέλεσμα την έλλειψη επιστημονικής και κλινικής έρευνας (μελέτες και δοκιμές που γίνονται για τα φάρμακα). Αν δεν υπήρχε η απαγόρευση από τις κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο θα είχαμε σήμερα ως αποτέλεσμα «να κυκλοφορούν εξελιγμένα φαρμακευτικά σκευάσματα που θα περιείχαν φυσικά εκχυλίσματα από διαφορετικές ποικιλίες κάνναβης και που το κάθε σκεύασμα-φάρμακο θα ήταν με συγκεκριμένη δοσολογία ή πλάνο δοσολογίας και για συγκεκριμένες παθήσεις, νόσους ή τα συμπτώματα αυτών»7.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Αγουρέλιο: η μονοκαλλιέργεια της ελιάς είναι γεγονός στη χώρα, παράγεται πολύ λάδι. Τελευταία μάλιστα λόγω και της οικονομικής ανέχειας στις πόλεις, οι οικογένειες που είχαν κάποια παρατημένα ελαιοπερίβολα στα χωριά, έχουν αρχίσει να ξαναμαζεύουν τις ελιές για το λάδι τους. Έτσι οι κατ επάγγελμα ελαιοπαραγωγοί πουλάνε πολύ φθηνά το λάδι τους στους συσκευαστές, οι οποίοι-όσοι το εξάγουν-καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της χρηματικής αξίας αυτού του προϊόντος, που η διατροφική του αξία είναι ανεκτίμητη. Έχει αποδειχθεί από το φαρμακευτικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι ειδικά το αγουρέλαιο έχει πολύ σημαντικές αντιοξειδωτικές αντιφλεγμονώδεις ουσίες και είναι φάρμακο, ιδίως αν είναι άθερμο (αν εξάγεται στα ελαιοτριβεία σε χαμηλή θερμοκρασία μέχρι και 27 βαθμών Κελσίου) και χωρίς χημικά πρόσθετα(http://www.topikopoiisi.com/omicroniotakappaomicron-gammaepsilonomegarho).
2. Βλέπε και http://www.topikopoiisi.eu/omicroniotakappaomicron-gammaepsilonomegarhogamma943alpha/t
3.Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι το γάλα γαϊδούρας πλησιάζει πολύ στο ανθρώπινο μητρικό γάλα. Είναι πλούσιο σε ανοσοσφαιρίνη και έτσι βοηθά στην προστασία από πολλές ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις. Βοηθά παιδιά με αλλεργίες στις πρωτεΐνες των άλλων ειδών γάλακτος (όπως π.χ. της αγελάδας), καθώς και ηλικιωμένα άτομα με προβλήματα οστεοπόρωσης ή άτομα που είναι σε φάση ανάρρωσης από κάποια ασθένεια, ενώ θεραπεύει και μερικές ασθένειες του δέρματος στα βρέφη. Θεωρείται γενικά υπερτροφή, πλούσια σε μέταλλα και βιταμίνες Β, Β12 και C(60 φορές μεγαλύτερη περιεκτικότητα από το ανθρώπινο γάλα) .
4. «Η κάνναβη είναι πολυδύναμο φυτό, με Βιομηχανικά και Φαρμακευτικά προϊόντα, και ήταν σε χρήση στη χώρα μας από αρχαιοτάτων (προϊστορικών) χρόνων …Πολλές χώρες εφαρμόζουν πλέον τις δικές τους νομικές πρωτοβουλίες και υπάρχει μια αισιόδοξη κινητικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι πολιτικές που δίνουν έμφαση στην δημόσια υγεία, τα επιστημονικά δεδομένα, τη μείωση βλάβης και την πρόληψη, κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε μωσαϊκό, από ποινικοποιήσεις μέχρι νομιμοποιήσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες, χωρίς ενιαίο πλαίσιο για την Κάνναβη…Η Ελλάδα θεωρείται από πολλές ξένες επιχειρήσεις προνομιακή εδαφοκλιματικά για την καλλιέργεια φαρμακευτικής κάνναβης… »: Ν. Συγρίμης, Γεωργικό Πανεπιστήμιο.
5. Όταν μιλάμε για την βιομηχανική (ή κλωστική) κάνναβη αναφερόμαστε στις 52 ποικιλίες της βιομηχανικής κάνναβης που είναι εγγεγραμμένες στον «Κοινό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών» και έχουν περιεκτικότατα σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) σε ποσοστό μικρότερο του 0,2%. Η βιομηχανική κάνναβη διαφέρει από γενετική άποψη και τη χημική της σύσταση από την ευφορική κάνναβη, αφού περιλαμβάνει ελάχιστη ποσότητα THC, που είναι το ψυχοδραστικό συστατικό της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει ευφορική χρήση.
6. Έχει δημιουργηθεί ήδη το KANNABIO, ο πρώτος Συνεταιρισμός βιολογικής κλωστικής κάνναβης στην Ελλάδα.
7. https://cannabishellas.com/farmakeitiki-kannabi/allo-farmako-kai-allo-skeiasma-pou-periexei-kannabi