Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Τοπικότητα, κοινωνικοί αγώνες και το ελευθεριακό πρόταγμα σήμερα

Το κείμενο που έλαβα είναι αρκετά εκτεταμένο για συνολική ανάρτηση. Παρακάτω επιλογές κατάλληλες για την κατανόηση της συνολικής άποψης για τη πολιτική της συγκυρίας, της ομάδας ελευθεριακών κομμουνιστών που τη διατύπωσε. Για τη κατεύθυνση της Τοπικοποίησης η συμμετοχή αυτού του ιδεολογικού χώρου είναι σημαντική:

Αμηχανία.
Αυτή είναι η λέξη που καλύτερα από κάθε άλλη χαρακτηρίζει την κατάσταση των απελευθερωτικών, επαναστατικών ρευμάτων στις σημερινές συνθήκες. Στις συνθήκες της αποτυχίας κράτους και κεφαλαίου όχι μόνο να ικανοποιήσουν τις ψευδαισθήσεις
της αέναης «ανάπτυξης» που καλλιέργησαν, αλλά και να συντηρήσουν τη απαραίτητη ευμάρεια που νοηματοδοτούσε την ανοχή των καταπιεσμένων απέναντί τους. Τα τριάντα αργύρια της κοινωνικής συναίνεσης αποδειχτήκαν κάλπικα.
«Ώρα να σπάσει αυτή η συναίνεση» είναι το αυθόρμητο συμπέρασμα...
Στεκόμαστε σήμερα αμήχανοι στο πως αυτή η συναίνεση θα σπάσει -στην έκταση που της αρμόζει- και ακόμα πιο αμήχανοι για το τι θα γίνει μετά. Κι αυτό το «μετά» αποδεικνύεται, τόσο πιο απαραίτητο να προταχθεί, όσο πλησιάζει στο
«τώρα». Για το κάθε θύμα κράτους και κεφαλαίου, η πιθανότητα να πρέπει να ζυγίσει τις συνέπειες μια ολικής ρήξης με αυτές ή μιας νέας, ολικής υποταγής του, γίνεται όλο και πιο ορατή...
Στην εγγεγραμμένη πολιτική ιστορία της Ελλάδας η τοπικότητα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αφού αυτή μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες αποτέλεσε το βασικό κοινωνικό πεδίο που μέσα του υπήρξαν μαζικά τέτοιες κοινότητες.
Επιλέγοντας το συγκεντρωτικό μοντέλο, αυτό της εθνικής ομογενοποίησης και της ενιαίας διοίκησης, (σε ένα μετεπαναστατικό πολυκοινοτικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον), το Ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο ώστε παράλληλα
με τις άλλες επιδιώξεις του, να αποδυναμώσει ή να εξαφανίσει αυτόν τον απειλητικό για την ύπαρξή του παράγοντα...Αυτή η σύγκρουση, ανάμεσα στο «δήμο» και το κράτος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό όλες τις πτυχές της νεοελληνικής ιστορίας...
Η τοπικότητα και οι εσωτερικές δομές της ήταν επίσης αυτές που καθόρισαν την εξέλιξη μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων της Ελληνικής ιστορίας με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της εθνικής αντίστασης και κυρίως του εμφυλίου όπου ένα κίνημα
υπό την καθοδήγηση της μαρξιστικής και προλεταριακής ηγεσίας του ΚΚΕ βρέθηκε να επιβιώνει στα μικρά χωριά, να στηρίζεται στην τοπική αυτάρκεια, και να μονοπωλεί σχεδόν την ατζέντα του με εθνικά ζητήματα
Παρενθετικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όταν αναφερόμαστε στο «δήμο», όχι σαν μια επιθυμητή κοινωνική δομή ελευθερίας, αλλά σαν μια ιστορική οντότητα, αναφερόμαστε σε μια κοινότητα εξουσιαστική. Μια κοινότητα με πλούσιους και φτωχούς,
με παπάδες και πατριαρχία μια κοινότητα ασφυκτικής πολιτισμικής καταστολής. Αλλά και μια κοινότητα που ενσωματώνει την κοινωνική αλληλεγγύη, μια κοινότητα πρόθυμη να πάρει φωτιά από τα απελευθερωτικά κηρύγματα, που διεκδικεί την αυτάρκεια
και έχει την κοινωνικότητα ως θέσφατο. Αντιφατική και από τη στιγμή που καμιά πολιτική δυναμική δεν βρέθηκε για να της προσφέρει ένα αυτοδύναμο απελευθερωτικό πρόταγμα, καταδικασμένη να ηττηθεί στη σύγκρουσή της με το κράτος. Όπως και
ηττήθηκε. Η τοπικότητα σχεδόν αποδυναμώθηκε σαν πεδίο δημιουργίας κοινοτήτων και τίποτα δεν την αντικατέστησε. Η τοπική αυτονομία, η αλληλεγγύη, οι ανθρώπινες σχέσεις αποδείχθηκαν πολύ λίγες για να αντιμετωπίσουν τη σπάνη, την πατριαρχία, την
πολιτιστική τρομοκρατία της εκκλησίας, την πολιτική και εθνική τρομοκρατία του κράτους, την οικονομική τρομοκρατία της κάθε τοπικής αστικής τάξης.
Οι μάχες του εμφυλίου, οι υποχρεωτικές η εθελούσιες μετακινήσεις πληθυσμών στα αστικά κέντρα, αλλά κυρίως η ξενιτιά στέρησαν και το ανθρώπινο δυναμικό και την προοπτική υλικής επιβίωσης κοινοτικών δομών που όλο και περισσότερο εκλαμβάνονταν (αλλά και αυτομαστιγώνονταν) σαν ξεπερασμένες και οπισθοδρομικές...
Το κράτος πλήρωσε ακριβά την απόφασή του να πετύχει τον «εκσυγχρονισμό». Ενσωματώνοντας υποχρεωτικά τις τοπικές εξουσίες, μεταμορφώνοντας τες από δυνητικό εχθρό σε σίγουρο σύμμαχο, διαπραγματεύτηκε μαζί τους. Τις μετέτρεψε σε συστη-
μικό πυλώνα (όπως άλλωστε έκανε και με άλλες δυνάμεις όπως η εκκλησία) εισάγοντας στον οργανισμό του ένα παράγοντα σύγκρουσης συμφερόντων που ακόμα και σήμερα το εμποδίζει να δει τον εαυτό του ως κάτι ενιαίο. Το κράτος - συμμαχία φέουδων,
από την πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας του έως τη μεταπολίτευση, ήταν ένα κράτος ανίκανο να οικειοποιηθεί τους κανόνες της συντεταγμένης αστικής δημοκρατίας, αυτούς του δημοκρατικού έθνους-κράτους. Η αδιάκοπη πολιτική ανωμαλία, η διαφθορά,
η αναποτελεσματικότητα των σχεδιασμών, η ασυνέχεια, οι εξαρτήσεις, είχε ως συνέπεια την σε μεγάλη κλίμακα απώλεια του συμβολικού του κύρους ως ανώτατη κανονιστική αρχή...
Ένας κύκλος που ξεκινάει από τον Ιωάννη Καποδίστρια και την άρνηση του να αναγνωρίσει καν την κοινότητα σαν πολιτική οντότητα (για να καταλήξει στα
γρήγορα να εξοντωθεί από αυτήν) και κλείνει στο «σχέδιο καποδίστριας» ενάμιση αιώνα μετά που εξαφάνισε την κοινότητα από τον πολιτικό χάρτη...
Ο Καλλικράτης είναι η συνέχεια της επίθεσης του κρατικού συγκεντρωτισμού. Ερχόμενος να αντικαταστήσει το μοντέλο κοινότητα – νομός- κράτος με το μοντέλο περιφέρεια – κράτος – Ευρωπαϊκή ένωση αποκαλύπτει ένα πολιτικό σχεδιασμό που πλέον
υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Ένα πλάνο που στοχεύει στην σχεδιασμένη και απρόσκοπτη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, στο σπάσιμο κάθε εμπόδιου για επέκταση των αγορών σε όλες τις πτυχές της ζωής, στον παντεπόπτη οφθαλμό του κοινωνικού ελέγχου και της καταστολής...
…Το βασικό πρόβλημα των ημερών που ζούμε, τουλάχιστον στην Ελλάδα είναι πώς, ενώ κράτος και κεφάλαιο βλέπουν τα οικονομικά, πολιτικά και προπαγανδιστικά τους ερείσματα να χάνονται η ίδια η κοινωνία αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανυπαρξίας κοινών τόπων που θα μπορούσαν να εκκινήσουν διαδικασίες συσπείρωσης και αυτοοργάνωσης νέων κοινωνικών δομών. Η εξουσία, στο τέλος της μεταπολίτευσης, με πλεονάζουσα έπαρση πέταξε στα σκουπίδια το ιδεολογικό εργαλείο ενσωμάτωσης
στη δημοκρατία, (επαναφέροντας τα κόμματα στον παλιό καλό τους ρόλο αυτόν του διανομέα κοινωνικών πόρων και δύναμης) βασιζόμενη στο γεγονός ότι η κοινωνική αποδόμηση και η καταναλωτική ευμάρεια θα εξασφάλιζε την «χιλιετή της βασιλεία» χωρίς τα εμπόδια που βάζουν οι μηχανισμοί κοινωνικής αφομοίωσης του παρελθόντος. Τους χτύπησε μάλιστα αλύπητα, ως συντεχνίες, ως βαρίδια στην «ανάπτυξη». Και πέτυχε απόλυτα. Μέχρι του σημείου που έπαψε να μπορεί να συντηρεί αυταπάτες, που δεν μπορούσε άλλο να συνεχίζει να δανείζει. Τώρα ανακαλύπτει πόσο αποκομμένη είναι από την κοινωνία, πως δεν έχει κανένα αξιόπιστο μηχανισμό (ούτε συνδικάτα, ούτε κομματικές τοπικές, ούτε μαζικές θεματικές οργανώσεις, ούτε ενεργό εθνική συνείδηση, ούτε καν την εκκλησία) για να μανιπουλάρει τις εξελίξεις ή έστω να κρυφακούσει τι ετοιμάζεται κάτω.
Οι δυνάμεις της εξουσίας και οι δυνάμεις της ανατροπής τελικά αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Φαίνεται να μην υπάρχει κοινωνία για να απευθυνθούν. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Οι δυνάμεις της αληθινής σοσιαλδημοκρατίας, του παρεμβατισμού, των κλειστών συνόρων παραμένουν, στο κόσμο της εξουσίας, πεταμένες στη γωνία ελπίζοντας, περισσότερο ίσως από τους επαναστάτες σε μια παρατεινόμενη κρίση (είτε οικονομική είτε και εθνική) που θα σάρωνε το φιλελεύθερο μπλοκ και
θα τις επανέφερε στο προσκήνιο ώστε να μπορέσουν να επανασυστήσουν ελεγχόμενες συσπειρώσεις κοινωνικών δυνάμεων.
Για το μπλοκ εξουσίας που εδώ και 20 χρόνια βασιλεύει και κυβερνά η ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική αποδόμηση με έμφαση πλέον στη διαίρεση των καταπιεσμένων σε μικροκοινωνική κλίμακα (συντεχνία εναντίον συντεχνίας, νέες αντιμεταναστευτικές πολιτικές, επικέντρωση στην εγκληματικότητα) είναι μονόδρομος για να εξασφαλίσει μέρες, μήνες και ίσως και χρόνια έμπρακτης υποταγής. Η όξυνση της καταστολής και η εμβάθυνση του κοινωνικού ελέγχου είναι η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος.
Προφανώς αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι το αντίθετο. Στο πολιτικό επίπεδο τα πράγματα είναι κάπως πιο «εύκολα». Τα κόμματα της αριστεράς, όσο και αν αυξήσουν τα εκλογικά τους κουκιά δεν φαίνονται ικανά να ξεπεράσουν την αναξιοπιστία που οι συνεπείς τους προσπάθειες εδώ και 35 χρόνια πέτυχαν: το θέμα σε συνθήκες κρίσης είναι να έχεις μέλη, όχι ψήφους. Και η ψαλίδα ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγαλώνει και θα μεγαλώνει.
Για τις δυνάμεις που κινούνται στο ελευθεριακό φάσμα, αναρχικών ή όχι, ζούμε το τέλος μιας περιόδου όπου οι κοινωνικές συνθήκες μπορούσαν χωρίς κόστος να ανακλώνται στις δομές τους με τη μορφή του ατομικού lifestyle και η οργάνωση να εξαντλείται σε λίγες ομάδες συγγένειας και αφορμαλιστικές συνελεύσεις, θεματικές ή επικαιρότητας. Η συσπείρωση σε μεγαλύτερα σχήματα πρέπει να γίνει παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό των «πρωτοβάθμιων» συλλογικοτήτων. Ένα κύμα οργάνωσης πρέπει να σαρώσει τον αυτοαναφορικό τρόπο πολιτικής ύπαρξης. Οργάνωση που έχει νόημα μόνο αν οδηγεί στη μαζική κοινωνική παρέμβαση με επαναστατικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να πέσουν μαζικά συνθήματα πολιτικής συμμετοχής, αντίστασης και αυτοοργάνωσης σε κάθε μέτωπο που το καθεστώς ανοίγει. Πρέπει να ανοίξουμε δικά μας μέτωπα, να τολμήσουμε να μιλήσουμε και για μια διαφορετική κοινωνία και τους τρόπους να φτάσουμε σε αυτήν. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε καίρια τις αντιδραστικές ριζοσπαστικές δυνάμεις που βρίσκουν χώρο ύπαρξης. Πρέπει να σταθούμε μαχητικά ενάντια στην καταστολή, προσωποποιημένη ή ευρύτερη χτυπώντας ένα προς ένα τα σχέδιά της. Πρέπει να ξανακάνουμε κοινά αποδεκτή αρετή την κοινωνικότητα και την αλληλεγγύη και ούτε αυτό, ούτε κανένα από όλα αυτά τα «πρέπει» μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη δυναμική αλλά και την αξιοπιστία του παραδείγματος του να κάνεις πρώτος εσύ ότι προτείνεις με τόση αλαζονεία στους άλλους να κάνουν…
Το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης παραμένει πάντα επίκαιρο, απαράλλαχτο όσο η κοινωνική αθλιότητα που το γέννησε παραμένει κυρίαρχη. Μιλώντας για τον τελικό στόχο του αγώνα μας, δεν έχουμε παρά ελάχιστα καινούρια πράγματα να πούμε.
Τα περισσότερα έχουν ήδη ειπωθεί: άμεσος και καθολικός κοινωνικός έλεγχος στη λήψη αποφάσεων, κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και συλλογικός σχεδιασμός της, πολιτισμική απελευθέρωση, οικολογικό βίωμα, φεντεραλισμός… Στην «αιώνια» διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι «τα πάντα επαναλαμβάνονται» και αυτούς που λένε πως «τα πάντα είναι καινοφανή» το απελευθερωτικό πρόταγμα ανήκει στους πρώτους. Αυτό που ανήκει κυρίως στους δεύτερους είναι η στρατηγική του αγώνα. Γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία βιώνουμε μια πλήρη αδυναμία να εντοπίσουμε με ρεαλιστικούς όρους τα κοινωνικά πεδία μέσα στα οποία θα αναπτυχθούν οι κοινότητες αγώνα και αντιθέσμισης. Η αλλιώς, δεν έχουμε πού να κοιτάξουμε για να βρούμε το «επαναστατικό υποκείμενο». Το χωριό είναι τόπος απόμαχων, εγκλωβισμένων και τουριστών. Η γειτονιά αν δεν είναι ενότητα στο χάρτη ενός μεσοαστικού προαστίου είναι μια Βαβέλ αλληλοϋποβλεπόμενων «γνωστών». Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται σε χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που δυσκολεύουν το στήσιμο σωματείων, η πολιτική στράτευση έχει απαξι-
ωθεί. Οι επιμέρους κουλτούρες (κυρίως της νεολαίας) συνιστούν έναν ενσωματωμένο γαλαξία καταναλωτικών ναρκισσισμών.
Μόνο ο χώρος του παραγωγικού δημοσίου έχει απομείνει ικανός να συγκεντρώνει υπολογίσιμους αριθμούς ανθρώπων και κρίσιμες ενότητες καθηκόντων αλλά εκεί είναι που βασιλεύει η λογική της υποταγής. Διότι εκεί είναι το τελευταίο προγεφύρωμα (ως κομματική εξαγορά ή κομματικός συνδικαλισμός) των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων στην κοινωνική δομή. Το δημόσιο συγκροτεί ένα κοινωνικό πεδίο που κυριαρχεί η συνενοχή του ρουσφετιού την ίδια ώρα που έχει μπει στο στόχαστρο της καπιταλιστικής επέκτασης.
Με δυο λόγια η κοινωνία, για να εξεγερθεί πρέπει να ξαναφτιαχτεί. Και αυτό είναι ένα πρωτοφανές ζήτημα. Ο Δεκέμβρης του 08 απέδειξε ότι η οργή, η απαραίτητη καύσιμη ύλη του απελευθερωτικού αγώνα υπάρχει. Πού ήταν όμως κρυμμένοι όλοι αυτοί που εξεγέρθηκαν; Και που πήγαν μετά;
Το καλό είναι πως πέρα από τα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού και αντιδραστικής στροφής (που είναι σίγουρα λιγότερα από ότι θα μπορούσε κανείς να προβλέψει πριν μια πενταετία) βλέπουμε να γεννιούνται σαν τα μανιτάρια, σκόρπια και απομονωμένα για την ώρα, πρωτοβουλίες και κινήσεις κυρίως σε τοπικό αλλά και σε ταξικό επίπεδο που φανερώνουν τόσο μια αγωνιστική διάθεση όσο και μια τάση επανασχηματισμού κοινοτήτων. Πλατείες, πάρκα, οικολογικά ζητήματα, πρωτοβάθμια σωματεία.
Η αυτοοργάνωση εμφανίζεται σαν κοινωνικός αυτοματισμός. Λογικά θα αντιτείνει κανείς πως είναι η υποκίνηση αναρχικών και αριστερών που παίζει το ρόλο της: σίγουρα, αλλά κανείς δεν μπορεί να μην παρατηρήσει το πόσο αποτυγχάνουν από την άλλη οι προσπάθειες πολιτικής στρατολόγησης παλιάς κοπής. Όσο και να το επιζητά ο ελιτισμός μας, ευτυχώς, ούτε εμείς ούτε κανένας άλλος μπορεί να παραστήσει τον «μεγάλο ωρολογοποιό» των κοινωνικών δομών.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι σαν πολιτικά υποκείμενα να διακρίνουμε τις δυναμικές που αναπτύσσονται, να τις ενισχύουμε εντάσσοντας τες σε ένα σκεπτικό που εισάγει την ενότητα και τη προοπτική τους, να συμβάλλουμε στην «υπεράσπισή» τους απέναντι στην καταστολή, να αποκαλύψουμε τις αφομοιωτικές ντρίπλες της καθεστωτικής προπαγάνδας ή το καπέλωμα…
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σαν κοινωνικά υποκείμενα είναι να συμμετέχουμε ολόψυχα σε αυτές, αλλά πάνω από όλα να δημιουργήσουμε καινούριες. Από το πιο μεγάλο έως το πιο μικρό, από το σωματείο και τη λαϊκή συνέλευση, έως μια συλλογική κουζίνα ή το κράτημα των παιδιών της πολυκατοικίας σε βάρδιες, καλό είναι ότι είναι άμεσα εφικτό.
Από τα όσα βλέπουμε να ξεσπούν, αλλά και ως προϊόν απλών παρατηρήσεων της Ελληνικής πραγματικότητας (παράλογη υπερσυγκέντρωση σε αστικά κέντρα, σταδιακή εξαφάνιση της αγροτικής παραγωγής, ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας , πλήθος μικρών επιχειρήσεων και γιγάντωση ενός άχρηστου τομέα υπηρεσιών) μπορούμε να αναμένουμε πως η τοπικότητα θα είναι ένα πεδίο προνομιακό για την δημιουργία νέων αυτοοργανωμένων κοινοτήτων. Όχι ως αναβίωση παλαιών και νεκρών δομών εντοπιότητας, αλλά ως μια νέα προσέγγιση σχηματισμού κοινωνικού ιστού που να μπορεί να συστήσει πολιτικό σώμα. Η τοπικότητα όμως δεν θα παράγει τίποτα καλύτερο από ότι στο παρελθόν αν δεν συνδεθεί με την ταξική πάλη. Γιαυτό και είναι άμεσα αναγκαίο να αναζητηθούν οι τρόποι σύνδεσης και συντονισμού των τοπικών και ταξικών κοινοτήτων που υπάρχουν και που θα δημιουργηθούν.
Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική, ούτε εξιδανικεύουμε κάποιες δομές θεωρώντας πως εμπεριέχουν μαγικά ένα περιεχόμενο. Στοίχημα είναι. Οι κακοτοπιές στην διαδρομή της αυτοοργάνωσης περιμένουν. Δεν αγνοούμε όμως και την συγκυρία. Είτε πρόκειται για ένα αγώνα, είτε εξίσου σημαντικό, για μια αντιθέσμιση (το σχηματισμό δηλαδή μιας δομής που επανοικειοποιείται κομμάτια της ζωής αυτόνομα έξω από το κράτος και τις αγορές με όρους ισότητας και ελευθερίας) η πίεση της κρίσης, δρα προωθητικά. Το ίδιο κάνει και η καταπιεσμένη από τον φιλελευθερισμό, κοινωνική φύση του ανθρώπινου όντος. Και όλα αυτά μπορεί να καταλήξουν στο κυνήγι μεταναστών, στη σύγκρουση κοινωνικών ομάδων στο εσωτερικό των καταπιεσμένων, όπως και μπορεί να αναδείξουν νέες, άφθαρτες ηγεσίες βάσης που θα εκμεταλλευτούν την αυτοοργάνωση για να την εξοντώσουν αγοράζοντας θέσεις εξουσίας.
Η αυτοοργάνωση όμως είναι διακύβευμα. Όποιος την αμφισβητεί στο όνομα των κινδύνων της μπορεί να απευθυνθεί για σιγουριά και βεβαιότητα στο Χριστό, τον Λένιν ή αν προτιμά, ας κάτσει να περιμένει τη μεγάλη νύχτα. Η συνολικοποίηση, με τη έννοια της λειτουργικής ενότητας όλων αυτών των εγχειρημάτων που σχηματίζονται, είναι ο μόνος δρόμος, που έχουμε και ως πολιτικά και ως κοινωνικά υποκείμενα για να κάνουμε το επόμενο βήμα. Η προσπάθεια αυτά τα εγχειρήματα να πολλαπλασιαστούν, να επεκταθούν (ειδικά οι αντιθεσμίσεις στην παραγωγική διαδικασία), να βρεθούν, να συντονιστούν, να σχηματίσουν πολιτικό σώμα με τον δικό τους δημόσιο χώρο όπου θέσεις και ρεύματα θα συγκρούονται και θα ζυμώνονται, είναι ο πυρήνας όλων των προσπαθειών για κοινωνική αλλαγή σήμερα. Το να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα ως κοινωνική δύναμη και έτσι τη δική τους αυτοσυνείδηση, είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούν από τον ρεφορμισμό (ως εγχειρήματα αγώνα) ή τον εναλλακτισμό (ως αντιθεσμίσεις). Μια συνείδηση όμως που δεν μπορεί να υπάρξει όσο η κοινωνία, ως σύνολο συνεχίζει να διατηρεί αυταπάτες για
τις «υποχρεώσεις» της που απορρέουν από το κοινωνικό συμβόλαιο. Είναι καθήκον των επαναστατών τόσο στο εσωτερικό των κοινοτήτων αγώνα και αντιθέσμισης όσο και στο πολιτικό πεδίο, στο μέτρο και στις κατευθύνσεις που αρμόζουν στη θέση του καθένα και πάντα υπό το όρο ότι εντάσσονται λειτουργικά στη στρατηγική του αγώνα, να πολεμήσουν με λόγο και πράξεις την ανακωχή των καταπιεσμένων προς το κράτος. Οι «ιεροί θεσμοί», ο σεβασμός στην αστική δημοκρατία, η καθεστωτική νομιμότητα, πρέπει να χτυπηθούν, να υπονομευτούν, να γελοιοποιηθούν, πρέπει να σπάσει η κουλτούρα της υποταγής. Οι καταπιεσμένοι εδώ και 20 χρόνια τίμησαν την «υπογραφή» τους με την εξουσία χάνοντας την αξιοπρέπειά τους για «ένα κινητό και τέσσερις ρόδες». Αλλά κράτος και κεφάλαιο, όπως κάθε παράσιτο, δεν έχουν μπέσα. Καιρός να το συνειδητοποιήσουν όλοι.
Αναφερόμενοι στο σήμερα και σε έναν μεσοπρόθεσμο στόχο του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση θέλουμε ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο που θα αγωνίζεται αλλά και θα δημιουργεί τη δική του αυτόνομη υπόσταση. Αυτοοργανωμένο, εξωθεσμικό, μαχητικό. Για να ανοίγει διαύλους ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας. Για να ναρκοθετεί το έδαφος για το κράτος και το κεφάλαιο, επιβάλλοντας ένα νέο σημείο ισορροπίας στον κοινωνικό πόλεμο, με την εξουσία σε θέση άμυνας. Θέλουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας μέσα στην κοινωνία.
Μια κοινωνία που θα επεκτείνεται επιθετικά αναζητώντας το όλον, που θα απελευθερώνει χώρους, που θα καταλαμβάνει κομμάτια της παραγωγής. Που θα αντιστέκεται στις επιθέσεις του συστήματος και θα το χτυπά σε κάθε ευκαιρία. Τη μήτρα από όπου θα προέλθει ένας νέος πολιτισμός, ένα νέο δίκαιο, μια διαρκώς εξελισσόμενη πολιτειακή αλλαγή. Με τα μέσα και τους όρους του σήμερα και με τις αναφορές μας στα απελευθερωτικά εγχειρήματα του παρελθόντος, από τον Ουγγρικά εργατικά συμβούλια, τον Ισπανικό αναρχικό κολεκτιβισμό, τα σοβιέτ της πρώτης περιόδου, αλλά και πιο πίσω, στη μητέρα κάθε σύγχρονης επαναστατικής απόπειρας, την Παρισινή κομμούνα και την κοινωνική της δημοκρατία διακρίνουμε το ρήγμα που ανοίγει η κρίση κατάρρευσης
των παλιών ψευδαισθήσεων, και αφήνουμε πίσω τις δικές μας στην αναζήτηση του σχεδίου και των στόχων. Πρέπει να «παίξουμε το χαρτί μας» και αν τελικά δεν είμαστε εμείς, θα έρθουν άλλοι, μετά από εμάς. Αλήθεια όμως, γιατί να μην είμαστε εμείς;

Ομάδα Ελευθεριακών Κομμουνιστών
Οκτώβρης 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου