Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Ο άνθρωπος που ζει δύο χρόνια χωρίς χρήματα
Χωρίς δεκάρα στην τσέπη από δική του επιλογή, ο Μαρκ Μπόιλ σταμάτησε να χρησιμοποιεί χρήματα κάποια στιγμή του 2008. Σήμερα, κοντά δυο χρόνια μετά, ο 31χρονος Βρετανός παραμένει ταπί κι όχι απλά ψύχραιμος αλλά πανευτυχής.
Ο Μαρκ Μπόιλ, είναι απόφοιτος οικονομικού πανεπιστημίου με μάστερ στη διοίκηση επιχειρήσεων και τα οικονομικά και άλλοτε διευθυντής σε επιχειρήσεις. Η ιδέα γεννήθηκε όταν: «Συζητούσα με ένα φίλο για τα προβλήματα της υφηλίου και συνειδητοποίησα πως όλα τους συνδέονται με τα νομίσματα, τότε ήταν που αποφάσισα να απαρνηθώ το χρήμα, πούλησα το σπίτι μου και παράτησα τη δουλειά μου, δεν έχω υπάρξει περισσότερο ευτυχής και υγιής στη ζωή μου», λέει ο ίδιος.
Τώρα κατοικεί σε ένα τροχόσπιτο κοντά στον πόλη του Μπρίστολ, εργάζεται εθελοντικά τρεις ημέρες την εβδομάδα σε μια οργανική φάρμα στην για να μπορεί να κερδίζει τα... ξυλά του.
Καλλιεργεί ο ίδιος τα τρόφιμά του ενώ δεν καταναλώνει ούτε κρέας ούτε ζωικά προϊόντα. Τις καθημερινές του ανάγκες τις πραγματοποιεί με αυτοσχέδιες λύσης, κάνει μπάνιο στο ποτάμι, αντί για οδοντόκρεμα χρησιμοποιεί ένα μείγμα από κόκαλα σουπιάς και μάραθο και κάπως έτσι πλένει και τα ρούχα του με ένα αυτοσχέδιο απορρυπαντικό από ξηρούς καρπούς.
Διαθέτει κινητό και laptop τα οποία φορτίζει με ρεύμα που εξασφαλίζει με τη βοήθεια ενός ηλιακού ταμπλό.
Ο ίδιος δηλώνει πιο ευτυχής από ποτέ και μάλιστα θέλησε να το μοιραστεί και έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «The Moneyless Man: A Year of Freeconomic Living». Μάλιστα με τα χρήματα που κέρδισε από τις πωλήσεις του βιβλίου του έχει σκοπό να αγοράσει μία τεράστια έκταση και να φτιάξει ένα κοινόβιο.
Από http://www.schizas.com/
Δεν χρησιμοποιεί χρήματα εδώ και... 15 χρόνια!
Η Heidemarie Schwermer, μια 69χρονη γυναίκα από τη Γερμανία, έπαψε να χρησιμοποιεί χρήματα εδώ και 15 χρόνια και λέει ότι, από τότε, είναι πολύ πιο ευτυχισμένη. Η απίστευτη ιστορία της Heidemarie ξεκίνησε πριν από 22 χρόνια, όταν ήταν μια μεσής ηλικίας καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χώρισε μετά από ένα δύσκολο γάμο, πήρε τα δύο παιδιά της και κινήθηκε προς την πόλη του Ντόρτμουντ, στην περιοχή του Ρουρ στη Γερμανία. Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησε ήταν ο μεγάλος αριθμός των αστέγων, και αυτό την συγκλόνισε τόσο πολύ που αποφάσισε να κάνει πραγματικά κάτι για αυτό. Πάντα πίστευε ότι οι άστεγοι δεν χρειάζονταν πραγματικά χρήματα για να γίνουν αποδεκτοι πάλι στην κοινωνία,αλλά μόνο μια ευκαιρία να χειραφετηθούν, κάνοντας τους εαυτούς τους χρήσιμους σ' αυτή, έτσι άνοιξε ένα κατάστημα που το ονόμασε "Gib und Nimm" (Δούναι και λαβείν).
Η μικρή επιχείρησή της ήταν ένα μέρος όπου μπορούσε κανείς να ανταλλάξει πράγματα και δεξιότητες για άλλα πράγματα και δεξιότητες που χρειάζονταν, χωρίς να χρησιμοποιούνται χρήματα. Παλιά ρούχα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με συσκευές κουζίνας και υπηρεσίες σχετικές με αυτοκίνητα με υπηρεσίες υδραυλικών, και ούτω καθεξής. Η ιδέα δεν προσέλκυσε πολλούς από τους άστεγους του Ντόρτμουντ, επειδή, όπως κάποιοι από αυτούς της είπαν κατάμουτρα, δεν ένιωθαν ότι, μια μορφωμένη γυναίκα της μεσαίας τάξης, θα μπορούσε να τους καταλάβει . Αντ 'αυτού,το μικρό κατάστημά της δέχτηκε επίθεση από πολλούς από τους άνεργους και τους συνταξιούχους της πόλης που ήταν πρόθυμοι να ανταλάξουν δεξιότητες και παλιά πράγματα για κάτι που χρειάζονταν. Το κατάστημα της Heidemarie έγινε τελικά κάτι σαν φαινομένο στο Ντόρτμουντ, και αυτό την έκανε να αναρωτηθεί για τη ζωή που ζούσε.
Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ζούσε με πολλά πράγματα που δεν είχε πραγματικά ανάγκη και αρχικά αποφάσισε να μην αγοράσει οτιδήποτε άλλο χωρίς να δώσει κάτι μακριά. Τότε συνειδητοποίησε πόσο δυσαρεστημένη ήταν με το έργο της και έκανε τη σύνδεση μεταξύ αυτού του συναισθήματος και των σωματικών συμπτωμάτων που είχε(πόνος στην πλάτη και μόνιμη αδιαθεσία), έτσι αποφάσισε να αναλάβει άλλες εργασίες. Άρχισε να πλένει πιάτα για 10 γερμανικά μάρκα την ώρα, και παρόλο που πολλοί της έλεγαν πράγματα, όπως "Πήγες στο πανεπιστήμιο, σπούδασες για να το κάνεις αυτό;", ένιωθε καλά με τον εαυτό της, και δεν αισθανόταν ότι, εξαιτίας των σπουδών της, έπρεπε να έχει μεγαλύτερες αξιώσεις από κάποιον που εργάζεται σε μια κουζίνα. Μέχρι το 1995, η ζωή της Heidemarie είχε αλλάξει τόσο πολύ που δεν ξόδευε σχεδόν τίποτα, σαν να είχε βρει όλα όσα χρειαζόταν στη ζωή της.
Έτσι, το 1996 πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της: να ζει χωρίς χρήματα. Τα παιδιά της είχαν φύγει έτσι πούλησε το διαμέρισμα στο Ντόρτμουντ και αποφάσισε να ζήσει, νομαδικά ανταλλάσσονταν πράγματα και υπηρεσίες για όλα όσα χρειαζόταν. Ξεκίνησε ως ένα 12-μηνο πείραμα, αλλά ανακάλυψε ότι της αρέσει τόσο πολύ που απλά δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει. 15 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ζει σύμφωνα με τις αρχές του "Δίνω και Παίρνω", κάνει διάφορες δουλειές για διαμονή σε σπίτια των διαφόρων μελών και λατρεύει κάθε λεπτό από αυτό. Έχει γράψει δύο βιβλία σχετικά με την εμπειρία του να ζει χωρίς χρήματα και ζήτησε από τον εκδότη της να δοθούν τα χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ώστε να μπορεί να κάνει πολλούς ανθρώπους ευτυχισμένους και όχι μόνο ένα. Είναι ευτυχισμένη που είναι υγιής και καλύτερα από ποτέ.
Όλα τα υπάρχοντά της χωράνε σε μια βαλίτσα και ένα σακίδιο, έχει οικονομίες έκτακτης ανάγκης της τάξης των €200 και όλα τα υπόλοιπα χρήματα τα δίνει. Η Heidemarie δεν έχει καν ασφάλεια υγείας καθώς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι κλέβει το κράτος, και λέει ότι στηρίζεται στη δύναμη της αυτο-ίασης κάθε φορά που αρρωσταίνει λίγο.
Prevezain.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου