Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011
Ποιον τελικά ευνοεί η συμμαχία Ελλάδας και Ισραήλ;
Αμέσως μετά την τραγωδία που προκάλεσε η ισραηλινή επιδρομή στο Στολίσκο της Ελευθερίας δρομολογήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση μια μάλλον αναπάντεχη αλλαγή προσανατολισμού στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι ο αποτροπιασμός που προκάλεσε η δολοφονία των διεθνών ακτιβιστών, σε συνδυασμό μάλιστα με την πειρατεία των υπό ελληνική σημαία πλοίων, θα οδηγούσαν στην (προσωρινή έστω) ψύχρανση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων, τελικά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Σε μια συγκυρία όπου Ισραήλ χάνει ερείσματα στη διεθνή διπλωματική σκηνή, η Αθήνα ανακαλύπτει στο Τελ Αβίβ το βασικό γεωπολιτικό παρτενέρ της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Το Τελ Αβίβ από τη μεριά του βλέπει την Αθήνα ως μερικό υποκατάστατο της διαρρηχθείσας σχέσης του με την Άγκυρα. Είναι βέβαια προφανές στους ιθύνοντες των ισραηλινών διεθνών σχέσεων, ότι η απώλεια της Τουρκίας δεν μπορεί να ισοφαριστεί από την όποια σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα. Λόγω μεγέθους πληθυσμού, γεωγραφικής θέσης, στρατιωτικής δύναμης, καθώς και της ιδιαιτερότητας μιας χώρας που παραδοσιακά αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ του μουσουλμανικού κόσμου και της Δύσης, η Τουρκία είναι αναντικατάστατος σύμμαχος.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Παπανδρέου προσέφερε στον Νετανιάχου δύο πολύ σημαντικές ωφέλειες: Πρώτον, σε διπλωματικό επίπεδο, του παρέσχε ένα καινούργιο πολιτικό στήριγμα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της δύσκολης διεθνούς θέσης που βρίσκεται το Ισραήλ. Δεύτερον, του αναπλήρωσε μέρος του στρατηγικού βάθους που απώλεσε λόγω της πολιτικής Ερντογάν-Νταβούτογλου. Τόσο το Αιγαίο, ως χώρος ασκήσεων, όσο και η συνεργασία της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας με την ισραηλινή, έχουν πολύ μεγάλη χρησιμότητα για μια χώρα η οποία δεν μπορεί να έχει στρατιωτική σύμπραξη (τουλάχιστον δημόσια…) με κανέναν από τους γείτονές της. Με δυο λόγια, το πολεμοκάπηλο ισραηλινό κατεστημένο βγαίνει ωφελημένο από τη συμμαχία με την Ελλάδα. Η ελληνική κοινωνία όμως τι έχει να κερδίσει;
Κατ αρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι εμείς, ως Σύλλογος Ιντιφάντα, μιλάμε πάντα από τη σκοπιά των απλών καθημερινών ανθρώπων, που δεν δέχονται ότι μπορεί να υπάρχουν παράπλευρες απώλειες. Είμαστε μια ομάδα που συγκροτήθηκε στη βάση της προσβολής του περί δικαίου αισθήματός μας από τη βάρβαρη ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, καθώς και της θεμελιώδους πεποίθησης ότι ο αγώνας ενός λαού για ελευθερία και δικαιοσύνη αφορά όλους τους λαούς. Το να παραβιάζονται βάναυσα τα βασικά δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού χωρίς διεθνείς αντιδράσεις, έχει ως συνέπεια την παγκόσμια επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου. Αν στη Μέση Ανατολή τη λύση τη δίνουν τα made in USA όπλα, τότε γιατί να μη δοθούν ανάλογες λύσεις και στον υπόλοιπο κόσμο; Κατά συνέπεια, αν δεν εξεγερθούμε τώρα ενάντια στην ελληνική σύμπραξη με τις καθημερινές δολοφονίες Παλαιστινίων, την παράνομη κράτηση και τα βασανιστήρια σε βάρος χιλιάδων ανθρώπων, το στραγγαλισμό της Γάζας, καθώς και το συνεχή εποικισμό της Δυτικής Όχθης και της Αν. Ιερουσαλήμ, θα έχουμε συναινέσει στη βύθιση όλων μας στον κυνισμό και τη βαρβαρότητα.
Πέραν όμως από τη στάση αρχών που οφείλουμε να υιοθετούμε, η συμμαχία Ελλάδας-Ισραήλ εγείρει ένα ακόμα ζήτημα υψίστης σημασίας. Η κυβέρνηση Παπανδρέου ούτε έχει κάνει απλά μια κίνηση στη διπλωματική σκακιέρα ούτε έχει περιοριστεί μόνο σε μια μεταβολή του πολιτικού λόγου της σχετικά με το Μεσανατολικό. Δυστυχώς, είτε από ασυγχώρητη αδιαφορία για τις συνέπειες είτε από πρωτοφανή επιπολαιότητα, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει μείνει στα λόγια. Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα και το Ισραήλ έχουν μια από τις πιο στενές στρατιωτικές συνεργασίες στον κόσμο. Εκτός από τις σταθερές προμήθειες ισραηλινού στρατιωτικού εξοπλισμού από την Ελλάδα, έχουμε συνεχείς κοινές αεροπορικές ασκήσεις των δύο χωρών, η ελληνική επικράτεια χρησιμοποιείται ως πεδίο ασκήσεων από τις ισραηλινές ειδικές μονάδες, μοίρα ελληνικών μαχητικών είχε το «σπάνιο προνόμιο» να «φιλοξενηθεί» σε ισραηλινό στρατιωτικό αεροδρόμιο και είναι διαρκής η συνεργασία στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Δηλαδή, η Ελλάδα έχει μια ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή στη μεσανατολική σύγκρουση. Το ότι αυτή η εμπλοκή είναι έμμεση, ούτε αφαιρεί την ουσία της, ούτε και μειώνει την επικινδυνότητά της. Σε μια σύγκρουση που κινείται πέραν των παραδοσιακών ορίων του πολέμου, και που το μέτωπό της είναι τελείως ασαφές, η Ελλάδα ξαφνικά αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ο κίνδυνος είναι προφανής.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την οικονομική συνεργασία των δύο χωρών θα θέλαμε να κάνουμε τρεις παρατηρήσεις. Πρώτον, το Ισραήλ έχει ΑΕΠ 140 δισεκατομμύρια λιγότερα από την Ελλάδα, κάτι που δεν το καθιστά αξιοζήλευτο οικονομικό εταίρο. Δεύτερον, η καρδιά της οικονομικής ισχύος του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη στρατιωτική βιομηχανία, τόσο τη δικιά του όσο και (κυρίως) των ΗΠΑ. Πρόκειται για μια πολεμική οικονομία, όπως άλλωστε αντιστοιχεί σε ένα κράτος που βρίσκεται σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση εδώ κι εξήντα χρόνια. Επομένως, μια χώρα που επιθυμεί την εκτύλιξη της οικονομικής δραστηριότητάς της σε ειρηνικό πλαίσιο, δεν έχει και πολλά να ωφεληθεί. Τρίτον, παρά τις παχυλές κυβερνητικές υποσχέσεις, τέσσερις μήνες μετά την επίσκεψη Νετανιάχου δεν υπάρχει τίποτα συγκεκριμένο σε ό,τι αφορά τις υποτιθέμενες ισραηλινές επενδύσεις στην Ελλάδα. Με δυο λόγια, η θρυλούμενη οικονομική συνεργασία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με το τυράκι στη φάκα.
Θεωρούμε ότι ο αγώνας ενάντια στη συμμαχία Ελλάδας-Ισραήλ αποτελεί ένα θέμα τιμής για κάθε πολίτη που πιστεύει στην αυτοδιάθεση των λαών και τη δημοκρατία. Παρά τα πολύ δύσκολα πολιτικά καθήκοντα που προκύπτουν από το Μνημόνιο και τα κυβερνητικά μέτρα, είναι απαραίτητο να ενταχθεί το Παλαιστινιακό ψηλά στην ατζέντα των κοινωνικών κινημάτων. Με την πρώτη επίσημη επίσκεψη ισραηλινού υψηλόβαθμου αξιωματούχου, το κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Σύλλογος Αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου