2. ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ
2.1. Η διαδικασία μετάβασης (στο πλαίσιο του «ευ πράττειν και ευ ζην») σε ανώτερο επίπεδο σκέψης και συνείδησης, πνευματικότητας, μεθόδων ορθολογικής κρίσης - λήψης αποφάσεων και ποιητικής φιλοσοφίας πραγματοποιείται εκτός οποιουδήποτε δικτύου σχέσεων προσώπου-εξουσίας (νομιμοποιημένης ή μη θεσμικώς).
2.2. Τα ελεύθερα πρόσωπα, ως μέλη του αυτοελεγχόμενου και αυτόνομου γενικότερου (ίδετε 4.2.1. παρόντος) συνόλου ανθρώπων δεν υπόκεινται σε αρνητικές δράσεις και ιδέες που αναιρούν τις ιδιότητές τους και δεν είναι δυνατόν να συστήσουν ενσυνείδητη και δημοκρατούμενη ένωση πολιτών βασιζόμενα στις εκλογές. Τα ανωτέρω μέλη, στην πορεία και εν μέσω αγώνων για την κατάκτηση κάθε φορά ανώτερων επιπέδων διαβίωσης, συνύπαρξης και συμβίωσης που ορίζονται α) απ’ την πραγματικότητα της επιβίωσης
[τις αντικρουόμενες ανάγκες, τακτικές και συμπεριφορές καθώς και την ατομική και συλλογική στάση στο γεγονός της υποχρεωτικότητας (αναγκαιότητας) της συνύπαρξης και συμβίωσης των ανθρώπων με διαφορετικά είδη έμβιων όντων και λοιπά φυσικά στοιχεία σε συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον],
β)από την σχέση τους με τα δημιουργήματά τους (πνευματικά, διανοητικά και υλικά) και γ) (κατά περίπτωση) από την αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα και λιγότερο από τον αλτρουισμό
δεν βασίζονται σε Αρχηγούς, Κόμματα, Εκλογές, Κοινοβούλια, αντιπροσωπευτικές Δημοκρατίες, Ναούς, Σωτήρες κ.λπ. ούτε μετατρέπονται σε Υπηκόους, Μάζες και Αγέλες, ιδιότητες που ευθέως παραπέμπουν σε εξουσιαστικά καθεστώτα ιεραρχίας και κυριαρχίας, σε υποταγή και εκμετάλλευση (ίδετε και Sharp, 2010:78).
Οι βουλευτικές εκλογές δεν αποτελούν στοιχείο ή τακτική των μηχανισμών επιβίωσης, συνύπαρξης και συμβίωσης ούτε κάποιου άλλου είδους ριζική ανάγκη, ώστε τυχόν έλλειψή τους ή περιφρόνησή τους να λογίζεται ως κίνδυνος ή να θεωρούνται απαραίτητο πεδίο άσκησης ελευθερίας.
2.3. Η δομή των εκλογών, απ’ τον σκληρό πυρήνα τους μέχρι τα εξώτερα περιφερειακά χαρακτηριστικά τους, επιτρέπει την εκπλήρωση των σκοπών τους με την διεξαγωγή τους και μόνον. Ως εξουσιαστικό πολιτικό εργαλείο νομιμοποίησης και επιβολής, από οποιονδήποτε και αν χρησιμοποιούνται και οποιαδήποτε και αν είναι τα αποτελέσματα κάθε «εκλογικής αναμέτρησης (sic)», οι εκλογές επιτελούν την λειτουργία τους μόνον με την συμμετοχή των υποψηφίων και την μετάβαση των ψηφοφόρων στις κάλπες. Στο καθεστώς των ‘δημοκρατιών’ της «αντιπροσώπευσης» και των παντός είδους «κοινοβουλίων» η κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση όλων των δραστηριοτήτων των εξουσιαστών (πολιτικών και οικονομικών κυριάρχων, καταπιεστών, εκμεταλλευτών και ‘σωτήρων’ – των ακολούθων τους συμπεριλαμβανομένων) διέρχεται εξάπαντος από τον δεσπόζοντα μηχανισμό των εκλογών.
Όποιος συμμετέχει (είτε ως υποψήφιος είτε ως ψηφοφόρος) στις βουλευτικές εκλογές που οργανώνονται και διενεργούνται απ’ την θεσμοθετημένη (νομιμοποιημένη ή μη) πολιτική εξουσία, γίνεται συμμέτοχος στην κατά τ’ ανωτέρω νομιμοποίηση και συμβάλλει αποφασιστικά στην προσπάθεια των εν λόγω εξουσιαστών και ακολούθων τους να σφίξουν και να στερεώσουν γύρω απ’ τον λαιμό των υπολοίπων πολιτών τον βρόχο ανανέωσης και συντήρησης του τάφου της υποταγής, της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας.
Ο χαρακτήρας των βουλευτικών εκλογών δεν είναι συγκυριακός· είναι δομικός και εξαρτάται αδιαχώριστα από το πολιτικό σύστημα που είναι αντικειμενικά κατάλληλο για την επιτέλεση των λειτουργιών που εξυπηρετούν τις κυρίαρχες ελίτ και τους υπηρέτες τους. Η αντικειμενική πραγματικότητα και οι συνθήκες διαβίωσης όσων εκ των πολιτών έχουν καταληστευθεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) από μικρές και μεγάλες εξουσίες και δίκτυα ‘παραδείσων’ και διαφθοράς δεν γίνονται υπό καθεστώς εκλογών παίγνιο στα χέρια κανενός σωτήρα και διώκτη του «κακού» (ίδετε και Taguieff, 2011). Δεν μπορούν οι εκλογές να αποτελούν στοιχείο μιας στρατηγικής απελευθέρωσης. Αποτελούν μόνον στοιχείο μιας στρατηγικής υπεράσπισης και ενίσχυσης των ιεραρχικών δομών κυριαρχίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Οι εκλογές άρα δεν διεξάγονται για την αλλαγή μιας υφισταμένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας αλλά για την διευθέτηση ή αναπροσαρμογή του τρόπου διαχείρισής της... Γι’ αυτό και η μη συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί βασικό στοιχείο στο πλαίσιο «της έκφρασης αναγκών που απειλούν το σύστημα» (ίδετε Ferrajoli, 1985, Καστοριάδης, ό. π. και Manin, 1997:6, 8).
Οι υπερεθνικές ελίτ (οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά εξουσιαστικά κέντρα, ομάδες και λέσχες, «δεξαμενές» σκέψης, διακρατικές διασκέψεις «ισχυρών» και λοιπά «βασίλεια») και οι εγχώριοι ακόλουθοί τους δεν φοβούνται την συμμετοχή στις εκλογές, αυτήν την επιδιώκουν.
Στο Σύνταγμα του 1975 της επιλεγόμενης ελληνικής «Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» η υποχρεωτικότητα της συμμετοχής στις εκλογές ορίζεται σαφώς: «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική. Νόμος ορίζει κάθε φορά τις εξαιρέσεις και τις ποινικές κυρώσεις» (άρθρο 51, παρ. 5). Βέβαια στην αναθεωρημένη της μορφή (Απρ. του 2001) η παρ. 5 του άρθρου 51 παύει να συνοδεύεται από κυρώσεις. Δεν καταργείται όμως η υποχρεωτικότητα – και η ιστορία των εκλογών δεν αρχίζει το 2001.
Δεν φοβούνται την συμμετοχή στις εκλογές, εκείνο που φοβούνται είναι η τυχόν κοινωνική (πόσω μάλλον η πολιτική) νομιμοποίηση της μη συμμετοχής. Για να νομιμοποιηθεί κοινωνικώς και πολιτικώς η μη συμμετοχή στις εκλογές απαιτείται το πλήθος των μη συμμετεχόντων να φθάσει την «κρίσιμη μάζα» πέραν της οποίας οι εκλογές και τα αποτελέσματα που προκύπτουν απ’ την ψηφοφορία απονομιμοποιούνται de facto [κυκλοφορεί και το γνωστό μοιρολατρικό ανέκδοτο πως και τρεις (3) να ψηφίσουν η ‘νέα’ «Βουλή» θα λειτουργεί κανονικά και η κυβέρνηση θα κυβερνά εν ειρήνη ...] Αλλά και χωρίς την ανωτέρω «κρίσιμη μάζα» υπάρχει σοβαρός λόγος να υποστηρίξουμε ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών ακροβατούσαν μεταξύ νομιμοποίησης και de facto απονομιμοποίησης, με επικίνδυνη κλίση προς την απονομιμοποίηση. Υπό τις σημερινές πραγματικές συνθήκες διαπιστώνουμε πως η εξουσία δεν έχει ανάγκη την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων σε μια εκλογική διαδικασία για να έχει την πλειοψηφία στην Βουλή. Αυτό το καταφέρνει (δια του εκλογικού νόμου) και με την υποστήριξη της μειοψηφίας.
Υπάρχουν πολλές χώρες όπου η ψηφοφορία δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό δεν σημαίνει πως οι ‘άρχοντες’ εκεί υποστηρίζουν την αποχή. Για διάφορους λόγους (ιστορικούς, πολιτιστικούς, πολιτικούς κ.ά.) η ελευθερία της επιλογής στο συγκεκριμένο θέμα θεωρείται πιο συμφέρουσα γι’ αυτούς από ό,τι η υποχρεωτική συμμετοχή στις εκλογές. Ούτως ή άλλως η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η κυριαρχία στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα στηρίζονται στην συμμετοχή στις εκλογές. Αυτό που ανησυχεί τα ‘αφεντικά’ είναι η τυχόν απονομιμοποίηση των εκλογών λόγω μη συμμετοχής και η αντικατάστασή τους με δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Οι τυχόν άλλες μορφές απονομιμοποίησης, που ως πηγή έχουν τα ‘αφεντικά’ (λόγω νοθείας ή εκλογικών νόμων κ.λπ.), αποτελούν περιστασιακές περιπτώσεις, οι οποίες δεν εξαλείφουν το σύστημα των εκλογών. Αυτό εύκολα ‘επιδιορθώνεται’...
Άρα δεν έχει σημασία ποιος κυβερνά ή εκλέγεται υπ’ αυτές τις συνθήκες, ούτε περιμένει κανείς να αποχωρήσουν χαμογελαστοί οι κυβερνώντες ή να παραιτηθούν οι εκλεγέντες μόλις διαπιστωθεί πως το πλήθος των μη συμμετεχόντων έφθασε ή και υπερέβη την «κρίσιμη μάζα». Η νομιμοποίηση (ακόμη και μόνον η κοινωνική) της μη συμμετοχής αποτελεί πρόσφορο και γόνιμο έδαφος για ατομικές («...χειρί λαιά και μόνη» - αρχιμήδειον) και/ή συλλογικές δράσεις και ενέργειες, που οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρουν θεωρούνται νομιμοποιημένες και νόμιμες και δεν μετριούνται με την μεζούρα των αριθμών και των «όγκων», των «επαναστάσεων», της ‘δικαίωσης’ από «μάζες» και «όχλους» ούτε με την μεζούρα κάθε είδους και μορφής ‘σωτηρίας’ και ιεραποστολικών ‘παραδείσων’ παρά μόνον με το περιεχόμενο των δράσεων και ενεργειών αυτών καθαυτές και με το γεγονός ότι βασίζονται σε αρχές και αξίες που δεν συμβιβάζονται και δεν συμπορεύονται με τον νέου τύπου (με βασική νομιμοποιημένη έκφρασή του την ‘αντιπροσωπευτική’ «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία») ολοκληρωτισμό των ολιγαρχιών (ίδετε Winters, 2011a, Beder, 2000 και Παράρτημα Β παρόντος) και της παρανοϊκής μαζικής υστερίας της αγέλης. Η απονομιμοποίηση των εκλογών, οι οποίες αποτελούν βασικό μέσον στήριξης της ‘αντιπροσωπευτικής’ «Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» και η αλλαγή (στην περίπτωση που είναι επιθυμητή) του σημερινού κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού συστήματος δεν επιτυγχάνεται με την συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές…
Η μη συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί πράξη αντίστασης και δεν κρίνεται με βάση τις εκλογές, όπως και η μη συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις δεν κρίνεται με βάση τα νομιμοποιημένα ή μη νομιμοποιημένα (και σε κάθε περίπτωση κοινωνικώς ανήθικα) εγκλήματα. Η μη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές δεν αποτελεί κριτήριο συμμετοχής ή μη συμμετοχής στα κοινά.. «Ιδιώτης» και «αχρείος» είναι όποιος δεν συμμετέχει στα κοινά (στην «πόλη», στα «πολιτικά» και στο «φιλείν») και όχι όποιος δεν συμμετέχει σε εκλογές. Η μετάβαση στις κάλπες δεν ταυτίζεται με την συμμετοχή στα κοινά ούτε αποτελεί στοιχείο τους. Άρα όποιος ψηφίζει μπορεί κάλλιστα να είναι «ιδιώτης» και «αχρείος».Το βάρος και η δυσκολία της μη συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία των βουλευτικών εκλογών ως ενσυνείδητης πολιτικής τακτικής και πράξης αντίστασης δεν εντοπίζονται σε τάχα μου «αγώνες» του είδους «…να βγούμε στους δρόμους…με όπλα στους ώμους» και εξυπνακίστικες «πύρινες» κοκορομαχίες στα «παράθυρα» των τηλεοράσεων, αλλά στην θέληση της μη συμμετοχής αυτής καθαυτήν (ως προϊόν αυτόνομης και ελεύθερης επιλογής).
Η μη συμμετοχή στις εκλογές, ως ενσυνείδητη πολιτική τακτική, δεν απευθύνεται στην πολιτική εξουσία και όσους την στηρίζουν. Απευθύνεται εμμέσως στους λοιπούς πολίτες, κατευθύνεται άμεσα προς την κοινωνία, δεν επιβεβαιώνεται στην ομόνοια «εν τοις νοητοίς», αλλά στην ομόνοια «εν τοις πρακτοίς» (Αριστοτέλης, 4.5. παρόντος) και δεν πωλείται στις λαϊκές αγορές του θεάματος, της ιδεολογίας, της σωτηριολογίας, της πατριδοκαπηλίας, των θέσεων, των αξιωμάτων, των προνομίων και των «εργατικών» εξουσιών. Σε καμιά τιμή και για κανέναν λόγο.
Οι καιροσκόποι ‘προοδευτικοί’ (στην παρούσα περίσταση οι αυτοαποκαλούμενοι «αντιμνημονιακοί» και τα τσιράκια τους) υποψήφιοι και ψηφοφόροι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την τυχόν αποτυχία τους μετατρέποντας εκ των προτέρων τους μη συμμετέχοντες σε αποδιοπομπαίους τράγους και υπεύθυνους για όλα τα κακά … των εκλογών. Κι αν οι μη συμμετέχοντες δεν ‘εξηγούν’ πλήρως όλες τις αποτυχίες των ‘προοδευτικών’ συμμετεχόντων τότε είναι πιθανόν να φταίει και ο «λαός», ο οποίος (αν και ψηφοφόρος) δεν κλείνεται αποκλειστικώς στα συγκεκριμένα πολιτικώς ορθά κλουβιά του βολονταρισμού των ιεραποστόλων ‘σωτήρων’ της «εργατικής τάξης», των «αντιρατσιστών φιλανθρώπων» νέας κοπής, των «μετώπων», «κινήσεων», «κινημάτων», «ανατροπών και συνεργασιών», «αναγεννήσεων (sic)», «πρωτοβουλιών», οικολογικών πράσσειν-αλόγων ή πράσινων αλόγων και Αρμαγεδώνων και των αυτοθαυμαζόμενων «αγανακτισμένων» ‘επαναστατών’ ανά τις καθεστωτικές «πλατείες» της μόδας. Ο «λαός» κλείνεται και σε άλλα κλουβιά, ψηφίζει και «μνημονιακούς», οι οποίοι σφάζουν με τα νέας τεχνολογίας «κονσερβοκούτια» τους χρήζοντας προστασίας Πάσχοντες Μνημονιόπληκτους (Το Κακό, ο Διάβολος, ο Μπαμπούλας και το «Θηρίο» άλλαξαν στρατόπεδο). Για τους προαναφερθέντες ‘προοδευτικούς’ οι εκλογές είναι «καλές» και ο λαός «σοφός» μόνον όταν βγαίνουν ‘νικητές’ οι ίδιοι. Άν ‘κερδίζουν’ οι «κακοί», υπάρχει και η «επανάσταση» (με τα ελιτίστικα και τυραννόμορφα ‘πρωτοπόρα’ και ‘προοδευτικά’ κριάρια - οικτρά κακέκτυπα δημεγερτών - να οδηγούν κοπάδια στη σφαγή και να αφιονίζουν αγελαία μαζοποιημένα πλήθη) και η θρασύδειλη ανομία της οικτρώς παραμορφωμένης πολιτικής ανυπακοής (civil disobedience) [τα τυχάρπαστα, ιδιοτελή και αισχρά «δεν πληρώνω» («το κίνημα δεν πληρώνω συμμετέχει στις εκλογές – διαβάστε τις θέσεις μας», http://epitropesdiodiastop.blogspot.com), τα γιαούρτια και το χάιδεμα του πλιάτσικου, της πυρομανίας και της απροσμέτρητου (οριζοντίως και καθέτως) μεγέθους κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς και διαπλοκής]. Όσοι κατηγορούν τους μη συμμετέχοντες στις εκλογές υποθέτουν κατά παντελώς αυθαίρετο τρόπο πως αν αυτοί ψήφιζαν (πράγμα το οποίο δεν έγινε) θα ψήφιζαν ‘σωστά’, όπως δηλ. ψήφισαν και αυτοί που εξαπολύουν κατηγορίες εναντίον τους. Η κατανομή των προτιμήσεων των ψηφοφόρων ακολουθεί την ίδια λογική ασχέτως ποσοστού συμμετοχής. Από πουθενά δεν συμπεραίνεται ότι οι μη συμμετέχοντες θα ψήφιζαν (αν συμμετείχαν) στο σύνολό τους ή στην μεγάλη πλειοψηφία τους κατά έναν ομοιόμορφο τρόπο. Τυχόν τέτοιος ή παρόμοιος συλλογισμός αποτελεί παραλογισμό. Αν οι μη συμμετέχοντες ψήφιζαν θα ενεργούσαν με την ψυχολογία και την λογική των ψηφοφόρων, η κατανομή δηλ. των προτιμήσεών τους θα εντάσσονταν σ’ αυτήν των συμμετεχόντων. Γι’ αυτό και είναι δυνατή η πρόβλεψη των αποτελεσμάτων πολύ πριν καταμετρηθούν όλα τα ψηφοδέλτια είτε μικρή είναι η συμμετοχή είτε μεγάλη. Ακόμη και μετά τα τελικά αποτελέσματα – και για μια συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση – είναι αδύνατον να αποδειχθεί ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν συμμετείχαν αυτοί που δεν ψήφισαν.
2.4. Με τις εκλογές δεν εκφράζεται «η λαϊκή βούληση», αλλά δια της απλής προτίμησης των ψηφοφόρων προς συγκεκριμένους υποψηφίους συντελείται η πλήρης μεταφορά αρμοδιοτήτων από το σύνολο των πολιτών ως ενιαίας πολιτικής οντότητας (δήμος) στους βουλευτές, οι οποίοι εν τέλει αποφασίζουν εν λευκώ τι συμφέρει τον «Λαό» και το «Έθνος» (1.4. παρόντος, Dalton et al., 2001:142 και Καστοριάδης, 1995:190-191). Η σημασία των εκλογών δεν έγκειται στην κενή περιεχομένου ψήφο καθαυτήν, αλλά στην καταμέτρησή της. Πέραν της μοναδιαίας ποσοτικής καταμέτρησής της και των πρακτικών συνεπειών της, η ψήφος δεν εμπεριέχει αναγνωρίσιμα ποιοτικά στοιχεία, δεν επιδέχεται κάποιου είδους αξιολόγηση ή μελέτη και δεν προϋποθέτει γνώση και άποψη για τα «πολιτικά πράγματα».
2.5. Η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι προϊόν θέλησης, αλλά παθητική αγελαία πράξη που αποπνέει το πνεύμα μαζοποιητικών και εκμεταλλεύσιμων κοινωνικών μορφωμάτων. Οι ψηφοφόροι δεν μπορούν (και σε επίπεδο συνείδησης και σε επίπεδο νοήματος της καθ’ ημέραν ζωής) να θελήσουν την απαγκίστρωσή τους απ’ τα προστατευτικά δίχτυα της αγέλης και της μάζας ούτε αναλογίζονται τον δουλικό χαρακτήρα της πλήρους εκχώρησης των βασικών πολιτικών λειτουργιών και ατομικών ευθυνών και αρμοδιοτήτων στους «αντιπροσώπους» ... Οι συμμετέχοντες στις εκλογές [υποψήφιοι και ψηφοφόροι (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ‘ψηφίζουν’ «άκυρο» ή «λευκό» )] αποδέχονται πλήρως και υπακούνε κατ’ απόλυτο τρόπο στους όρους και τους κανόνες διεξαγωγής τους, άρα συμφωνούν καθ’ ολοκληρίαν με την δομή, τα χαρακτηριστικά και τους σκοπούς τους. Είναι βουλιαγμένοι και/ή ενσωματωμένοι στην εξαθλιωτική κυριαρχία του θεάματος και την αποχαυνωτική προπαγάνδα της διαφήμισης, ένα απαραίτητο πλαίσιο για την προετοιμασία και διεξαγωγή των εκλογών ως μηχανισμού απάτης, σωτηριολογίας, πελατειακής διαφθοράς και αναξιοπρέπειας (ίδετε και Σιμόπουλος, 2003: 21, 371-388 και Markovits, 2005).
Σημειώσεις:
α). Δεχόμενοι πως η ψήφος είναι δικαίωμα, τότε αυτομάτως δεχόμαστε πως η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπάγεται στο πεδίο της ατομικής ελευθερίας. Πράγμα που σημαίνει πως οι πολίτες είναι ελεύθεροι να ασκήσουν ή να μην ασκήσουν το δικαίωμα αυτό.
β). Η συμμετοχή στην γενική διασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου (όχι όμως και η συμμετοχή σε εκλογές, ιδιαιτέρως στις βουλευτικές) αποτελεί υποχρέωση όλων των πολιτών.
γ) Αντιδημοκρατική και ολοκληρωτική δεν είναι η ελευθερία της μη συμμετοχής στις εκλογές, αλλά η τυχόν προσπάθεια κατάργησης του δικαιώματος της ψήφου ή η υποχρεωτικότητα συμμετοχής στις εκλογές (ίδετε και 2.3. παρόντος).
δ). Τα περί εκλογών (με λίγες προσθαφαιρέσεις) αποτελούν επανάληψη μέρους παλαιότερων καταγραφών.
2.1. Η διαδικασία μετάβασης (στο πλαίσιο του «ευ πράττειν και ευ ζην») σε ανώτερο επίπεδο σκέψης και συνείδησης, πνευματικότητας, μεθόδων ορθολογικής κρίσης - λήψης αποφάσεων και ποιητικής φιλοσοφίας πραγματοποιείται εκτός οποιουδήποτε δικτύου σχέσεων προσώπου-εξουσίας (νομιμοποιημένης ή μη θεσμικώς).
2.2. Τα ελεύθερα πρόσωπα, ως μέλη του αυτοελεγχόμενου και αυτόνομου γενικότερου (ίδετε 4.2.1. παρόντος) συνόλου ανθρώπων δεν υπόκεινται σε αρνητικές δράσεις και ιδέες που αναιρούν τις ιδιότητές τους και δεν είναι δυνατόν να συστήσουν ενσυνείδητη και δημοκρατούμενη ένωση πολιτών βασιζόμενα στις εκλογές. Τα ανωτέρω μέλη, στην πορεία και εν μέσω αγώνων για την κατάκτηση κάθε φορά ανώτερων επιπέδων διαβίωσης, συνύπαρξης και συμβίωσης που ορίζονται α) απ’ την πραγματικότητα της επιβίωσης
[τις αντικρουόμενες ανάγκες, τακτικές και συμπεριφορές καθώς και την ατομική και συλλογική στάση στο γεγονός της υποχρεωτικότητας (αναγκαιότητας) της συνύπαρξης και συμβίωσης των ανθρώπων με διαφορετικά είδη έμβιων όντων και λοιπά φυσικά στοιχεία σε συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον],
β)από την σχέση τους με τα δημιουργήματά τους (πνευματικά, διανοητικά και υλικά) και γ) (κατά περίπτωση) από την αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα και λιγότερο από τον αλτρουισμό
δεν βασίζονται σε Αρχηγούς, Κόμματα, Εκλογές, Κοινοβούλια, αντιπροσωπευτικές Δημοκρατίες, Ναούς, Σωτήρες κ.λπ. ούτε μετατρέπονται σε Υπηκόους, Μάζες και Αγέλες, ιδιότητες που ευθέως παραπέμπουν σε εξουσιαστικά καθεστώτα ιεραρχίας και κυριαρχίας, σε υποταγή και εκμετάλλευση (ίδετε και Sharp, 2010:78).
Οι βουλευτικές εκλογές δεν αποτελούν στοιχείο ή τακτική των μηχανισμών επιβίωσης, συνύπαρξης και συμβίωσης ούτε κάποιου άλλου είδους ριζική ανάγκη, ώστε τυχόν έλλειψή τους ή περιφρόνησή τους να λογίζεται ως κίνδυνος ή να θεωρούνται απαραίτητο πεδίο άσκησης ελευθερίας.
2.3. Η δομή των εκλογών, απ’ τον σκληρό πυρήνα τους μέχρι τα εξώτερα περιφερειακά χαρακτηριστικά τους, επιτρέπει την εκπλήρωση των σκοπών τους με την διεξαγωγή τους και μόνον. Ως εξουσιαστικό πολιτικό εργαλείο νομιμοποίησης και επιβολής, από οποιονδήποτε και αν χρησιμοποιούνται και οποιαδήποτε και αν είναι τα αποτελέσματα κάθε «εκλογικής αναμέτρησης (sic)», οι εκλογές επιτελούν την λειτουργία τους μόνον με την συμμετοχή των υποψηφίων και την μετάβαση των ψηφοφόρων στις κάλπες. Στο καθεστώς των ‘δημοκρατιών’ της «αντιπροσώπευσης» και των παντός είδους «κοινοβουλίων» η κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση όλων των δραστηριοτήτων των εξουσιαστών (πολιτικών και οικονομικών κυριάρχων, καταπιεστών, εκμεταλλευτών και ‘σωτήρων’ – των ακολούθων τους συμπεριλαμβανομένων) διέρχεται εξάπαντος από τον δεσπόζοντα μηχανισμό των εκλογών.
Όποιος συμμετέχει (είτε ως υποψήφιος είτε ως ψηφοφόρος) στις βουλευτικές εκλογές που οργανώνονται και διενεργούνται απ’ την θεσμοθετημένη (νομιμοποιημένη ή μη) πολιτική εξουσία, γίνεται συμμέτοχος στην κατά τ’ ανωτέρω νομιμοποίηση και συμβάλλει αποφασιστικά στην προσπάθεια των εν λόγω εξουσιαστών και ακολούθων τους να σφίξουν και να στερεώσουν γύρω απ’ τον λαιμό των υπολοίπων πολιτών τον βρόχο ανανέωσης και συντήρησης του τάφου της υποταγής, της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας.
Ο χαρακτήρας των βουλευτικών εκλογών δεν είναι συγκυριακός· είναι δομικός και εξαρτάται αδιαχώριστα από το πολιτικό σύστημα που είναι αντικειμενικά κατάλληλο για την επιτέλεση των λειτουργιών που εξυπηρετούν τις κυρίαρχες ελίτ και τους υπηρέτες τους. Η αντικειμενική πραγματικότητα και οι συνθήκες διαβίωσης όσων εκ των πολιτών έχουν καταληστευθεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) από μικρές και μεγάλες εξουσίες και δίκτυα ‘παραδείσων’ και διαφθοράς δεν γίνονται υπό καθεστώς εκλογών παίγνιο στα χέρια κανενός σωτήρα και διώκτη του «κακού» (ίδετε και Taguieff, 2011). Δεν μπορούν οι εκλογές να αποτελούν στοιχείο μιας στρατηγικής απελευθέρωσης. Αποτελούν μόνον στοιχείο μιας στρατηγικής υπεράσπισης και ενίσχυσης των ιεραρχικών δομών κυριαρχίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Οι εκλογές άρα δεν διεξάγονται για την αλλαγή μιας υφισταμένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας αλλά για την διευθέτηση ή αναπροσαρμογή του τρόπου διαχείρισής της... Γι’ αυτό και η μη συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί βασικό στοιχείο στο πλαίσιο «της έκφρασης αναγκών που απειλούν το σύστημα» (ίδετε Ferrajoli, 1985, Καστοριάδης, ό. π. και Manin, 1997:6, 8).
Οι υπερεθνικές ελίτ (οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά εξουσιαστικά κέντρα, ομάδες και λέσχες, «δεξαμενές» σκέψης, διακρατικές διασκέψεις «ισχυρών» και λοιπά «βασίλεια») και οι εγχώριοι ακόλουθοί τους δεν φοβούνται την συμμετοχή στις εκλογές, αυτήν την επιδιώκουν.
Στο Σύνταγμα του 1975 της επιλεγόμενης ελληνικής «Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» η υποχρεωτικότητα της συμμετοχής στις εκλογές ορίζεται σαφώς: «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική. Νόμος ορίζει κάθε φορά τις εξαιρέσεις και τις ποινικές κυρώσεις» (άρθρο 51, παρ. 5). Βέβαια στην αναθεωρημένη της μορφή (Απρ. του 2001) η παρ. 5 του άρθρου 51 παύει να συνοδεύεται από κυρώσεις. Δεν καταργείται όμως η υποχρεωτικότητα – και η ιστορία των εκλογών δεν αρχίζει το 2001.
Δεν φοβούνται την συμμετοχή στις εκλογές, εκείνο που φοβούνται είναι η τυχόν κοινωνική (πόσω μάλλον η πολιτική) νομιμοποίηση της μη συμμετοχής. Για να νομιμοποιηθεί κοινωνικώς και πολιτικώς η μη συμμετοχή στις εκλογές απαιτείται το πλήθος των μη συμμετεχόντων να φθάσει την «κρίσιμη μάζα» πέραν της οποίας οι εκλογές και τα αποτελέσματα που προκύπτουν απ’ την ψηφοφορία απονομιμοποιούνται de facto [κυκλοφορεί και το γνωστό μοιρολατρικό ανέκδοτο πως και τρεις (3) να ψηφίσουν η ‘νέα’ «Βουλή» θα λειτουργεί κανονικά και η κυβέρνηση θα κυβερνά εν ειρήνη ...] Αλλά και χωρίς την ανωτέρω «κρίσιμη μάζα» υπάρχει σοβαρός λόγος να υποστηρίξουμε ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών ακροβατούσαν μεταξύ νομιμοποίησης και de facto απονομιμοποίησης, με επικίνδυνη κλίση προς την απονομιμοποίηση. Υπό τις σημερινές πραγματικές συνθήκες διαπιστώνουμε πως η εξουσία δεν έχει ανάγκη την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων σε μια εκλογική διαδικασία για να έχει την πλειοψηφία στην Βουλή. Αυτό το καταφέρνει (δια του εκλογικού νόμου) και με την υποστήριξη της μειοψηφίας.
Υπάρχουν πολλές χώρες όπου η ψηφοφορία δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό δεν σημαίνει πως οι ‘άρχοντες’ εκεί υποστηρίζουν την αποχή. Για διάφορους λόγους (ιστορικούς, πολιτιστικούς, πολιτικούς κ.ά.) η ελευθερία της επιλογής στο συγκεκριμένο θέμα θεωρείται πιο συμφέρουσα γι’ αυτούς από ό,τι η υποχρεωτική συμμετοχή στις εκλογές. Ούτως ή άλλως η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η κυριαρχία στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα στηρίζονται στην συμμετοχή στις εκλογές. Αυτό που ανησυχεί τα ‘αφεντικά’ είναι η τυχόν απονομιμοποίηση των εκλογών λόγω μη συμμετοχής και η αντικατάστασή τους με δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Οι τυχόν άλλες μορφές απονομιμοποίησης, που ως πηγή έχουν τα ‘αφεντικά’ (λόγω νοθείας ή εκλογικών νόμων κ.λπ.), αποτελούν περιστασιακές περιπτώσεις, οι οποίες δεν εξαλείφουν το σύστημα των εκλογών. Αυτό εύκολα ‘επιδιορθώνεται’...
Άρα δεν έχει σημασία ποιος κυβερνά ή εκλέγεται υπ’ αυτές τις συνθήκες, ούτε περιμένει κανείς να αποχωρήσουν χαμογελαστοί οι κυβερνώντες ή να παραιτηθούν οι εκλεγέντες μόλις διαπιστωθεί πως το πλήθος των μη συμμετεχόντων έφθασε ή και υπερέβη την «κρίσιμη μάζα». Η νομιμοποίηση (ακόμη και μόνον η κοινωνική) της μη συμμετοχής αποτελεί πρόσφορο και γόνιμο έδαφος για ατομικές («...χειρί λαιά και μόνη» - αρχιμήδειον) και/ή συλλογικές δράσεις και ενέργειες, που οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρουν θεωρούνται νομιμοποιημένες και νόμιμες και δεν μετριούνται με την μεζούρα των αριθμών και των «όγκων», των «επαναστάσεων», της ‘δικαίωσης’ από «μάζες» και «όχλους» ούτε με την μεζούρα κάθε είδους και μορφής ‘σωτηρίας’ και ιεραποστολικών ‘παραδείσων’ παρά μόνον με το περιεχόμενο των δράσεων και ενεργειών αυτών καθαυτές και με το γεγονός ότι βασίζονται σε αρχές και αξίες που δεν συμβιβάζονται και δεν συμπορεύονται με τον νέου τύπου (με βασική νομιμοποιημένη έκφρασή του την ‘αντιπροσωπευτική’ «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία») ολοκληρωτισμό των ολιγαρχιών (ίδετε Winters, 2011a, Beder, 2000 και Παράρτημα Β παρόντος) και της παρανοϊκής μαζικής υστερίας της αγέλης. Η απονομιμοποίηση των εκλογών, οι οποίες αποτελούν βασικό μέσον στήριξης της ‘αντιπροσωπευτικής’ «Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» και η αλλαγή (στην περίπτωση που είναι επιθυμητή) του σημερινού κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού συστήματος δεν επιτυγχάνεται με την συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές…
Η μη συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί πράξη αντίστασης και δεν κρίνεται με βάση τις εκλογές, όπως και η μη συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις δεν κρίνεται με βάση τα νομιμοποιημένα ή μη νομιμοποιημένα (και σε κάθε περίπτωση κοινωνικώς ανήθικα) εγκλήματα. Η μη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές δεν αποτελεί κριτήριο συμμετοχής ή μη συμμετοχής στα κοινά.. «Ιδιώτης» και «αχρείος» είναι όποιος δεν συμμετέχει στα κοινά (στην «πόλη», στα «πολιτικά» και στο «φιλείν») και όχι όποιος δεν συμμετέχει σε εκλογές. Η μετάβαση στις κάλπες δεν ταυτίζεται με την συμμετοχή στα κοινά ούτε αποτελεί στοιχείο τους. Άρα όποιος ψηφίζει μπορεί κάλλιστα να είναι «ιδιώτης» και «αχρείος».Το βάρος και η δυσκολία της μη συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία των βουλευτικών εκλογών ως ενσυνείδητης πολιτικής τακτικής και πράξης αντίστασης δεν εντοπίζονται σε τάχα μου «αγώνες» του είδους «…να βγούμε στους δρόμους…με όπλα στους ώμους» και εξυπνακίστικες «πύρινες» κοκορομαχίες στα «παράθυρα» των τηλεοράσεων, αλλά στην θέληση της μη συμμετοχής αυτής καθαυτήν (ως προϊόν αυτόνομης και ελεύθερης επιλογής).
Η μη συμμετοχή στις εκλογές, ως ενσυνείδητη πολιτική τακτική, δεν απευθύνεται στην πολιτική εξουσία και όσους την στηρίζουν. Απευθύνεται εμμέσως στους λοιπούς πολίτες, κατευθύνεται άμεσα προς την κοινωνία, δεν επιβεβαιώνεται στην ομόνοια «εν τοις νοητοίς», αλλά στην ομόνοια «εν τοις πρακτοίς» (Αριστοτέλης, 4.5. παρόντος) και δεν πωλείται στις λαϊκές αγορές του θεάματος, της ιδεολογίας, της σωτηριολογίας, της πατριδοκαπηλίας, των θέσεων, των αξιωμάτων, των προνομίων και των «εργατικών» εξουσιών. Σε καμιά τιμή και για κανέναν λόγο.
Οι καιροσκόποι ‘προοδευτικοί’ (στην παρούσα περίσταση οι αυτοαποκαλούμενοι «αντιμνημονιακοί» και τα τσιράκια τους) υποψήφιοι και ψηφοφόροι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την τυχόν αποτυχία τους μετατρέποντας εκ των προτέρων τους μη συμμετέχοντες σε αποδιοπομπαίους τράγους και υπεύθυνους για όλα τα κακά … των εκλογών. Κι αν οι μη συμμετέχοντες δεν ‘εξηγούν’ πλήρως όλες τις αποτυχίες των ‘προοδευτικών’ συμμετεχόντων τότε είναι πιθανόν να φταίει και ο «λαός», ο οποίος (αν και ψηφοφόρος) δεν κλείνεται αποκλειστικώς στα συγκεκριμένα πολιτικώς ορθά κλουβιά του βολονταρισμού των ιεραποστόλων ‘σωτήρων’ της «εργατικής τάξης», των «αντιρατσιστών φιλανθρώπων» νέας κοπής, των «μετώπων», «κινήσεων», «κινημάτων», «ανατροπών και συνεργασιών», «αναγεννήσεων (sic)», «πρωτοβουλιών», οικολογικών πράσσειν-αλόγων ή πράσινων αλόγων και Αρμαγεδώνων και των αυτοθαυμαζόμενων «αγανακτισμένων» ‘επαναστατών’ ανά τις καθεστωτικές «πλατείες» της μόδας. Ο «λαός» κλείνεται και σε άλλα κλουβιά, ψηφίζει και «μνημονιακούς», οι οποίοι σφάζουν με τα νέας τεχνολογίας «κονσερβοκούτια» τους χρήζοντας προστασίας Πάσχοντες Μνημονιόπληκτους (Το Κακό, ο Διάβολος, ο Μπαμπούλας και το «Θηρίο» άλλαξαν στρατόπεδο). Για τους προαναφερθέντες ‘προοδευτικούς’ οι εκλογές είναι «καλές» και ο λαός «σοφός» μόνον όταν βγαίνουν ‘νικητές’ οι ίδιοι. Άν ‘κερδίζουν’ οι «κακοί», υπάρχει και η «επανάσταση» (με τα ελιτίστικα και τυραννόμορφα ‘πρωτοπόρα’ και ‘προοδευτικά’ κριάρια - οικτρά κακέκτυπα δημεγερτών - να οδηγούν κοπάδια στη σφαγή και να αφιονίζουν αγελαία μαζοποιημένα πλήθη) και η θρασύδειλη ανομία της οικτρώς παραμορφωμένης πολιτικής ανυπακοής (civil disobedience) [τα τυχάρπαστα, ιδιοτελή και αισχρά «δεν πληρώνω» («το κίνημα δεν πληρώνω συμμετέχει στις εκλογές – διαβάστε τις θέσεις μας», http://epitropesdiodiastop.blogspot.com), τα γιαούρτια και το χάιδεμα του πλιάτσικου, της πυρομανίας και της απροσμέτρητου (οριζοντίως και καθέτως) μεγέθους κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς και διαπλοκής]. Όσοι κατηγορούν τους μη συμμετέχοντες στις εκλογές υποθέτουν κατά παντελώς αυθαίρετο τρόπο πως αν αυτοί ψήφιζαν (πράγμα το οποίο δεν έγινε) θα ψήφιζαν ‘σωστά’, όπως δηλ. ψήφισαν και αυτοί που εξαπολύουν κατηγορίες εναντίον τους. Η κατανομή των προτιμήσεων των ψηφοφόρων ακολουθεί την ίδια λογική ασχέτως ποσοστού συμμετοχής. Από πουθενά δεν συμπεραίνεται ότι οι μη συμμετέχοντες θα ψήφιζαν (αν συμμετείχαν) στο σύνολό τους ή στην μεγάλη πλειοψηφία τους κατά έναν ομοιόμορφο τρόπο. Τυχόν τέτοιος ή παρόμοιος συλλογισμός αποτελεί παραλογισμό. Αν οι μη συμμετέχοντες ψήφιζαν θα ενεργούσαν με την ψυχολογία και την λογική των ψηφοφόρων, η κατανομή δηλ. των προτιμήσεών τους θα εντάσσονταν σ’ αυτήν των συμμετεχόντων. Γι’ αυτό και είναι δυνατή η πρόβλεψη των αποτελεσμάτων πολύ πριν καταμετρηθούν όλα τα ψηφοδέλτια είτε μικρή είναι η συμμετοχή είτε μεγάλη. Ακόμη και μετά τα τελικά αποτελέσματα – και για μια συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση – είναι αδύνατον να αποδειχθεί ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν συμμετείχαν αυτοί που δεν ψήφισαν.
2.4. Με τις εκλογές δεν εκφράζεται «η λαϊκή βούληση», αλλά δια της απλής προτίμησης των ψηφοφόρων προς συγκεκριμένους υποψηφίους συντελείται η πλήρης μεταφορά αρμοδιοτήτων από το σύνολο των πολιτών ως ενιαίας πολιτικής οντότητας (δήμος) στους βουλευτές, οι οποίοι εν τέλει αποφασίζουν εν λευκώ τι συμφέρει τον «Λαό» και το «Έθνος» (1.4. παρόντος, Dalton et al., 2001:142 και Καστοριάδης, 1995:190-191). Η σημασία των εκλογών δεν έγκειται στην κενή περιεχομένου ψήφο καθαυτήν, αλλά στην καταμέτρησή της. Πέραν της μοναδιαίας ποσοτικής καταμέτρησής της και των πρακτικών συνεπειών της, η ψήφος δεν εμπεριέχει αναγνωρίσιμα ποιοτικά στοιχεία, δεν επιδέχεται κάποιου είδους αξιολόγηση ή μελέτη και δεν προϋποθέτει γνώση και άποψη για τα «πολιτικά πράγματα».
2.5. Η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι προϊόν θέλησης, αλλά παθητική αγελαία πράξη που αποπνέει το πνεύμα μαζοποιητικών και εκμεταλλεύσιμων κοινωνικών μορφωμάτων. Οι ψηφοφόροι δεν μπορούν (και σε επίπεδο συνείδησης και σε επίπεδο νοήματος της καθ’ ημέραν ζωής) να θελήσουν την απαγκίστρωσή τους απ’ τα προστατευτικά δίχτυα της αγέλης και της μάζας ούτε αναλογίζονται τον δουλικό χαρακτήρα της πλήρους εκχώρησης των βασικών πολιτικών λειτουργιών και ατομικών ευθυνών και αρμοδιοτήτων στους «αντιπροσώπους» ... Οι συμμετέχοντες στις εκλογές [υποψήφιοι και ψηφοφόροι (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ‘ψηφίζουν’ «άκυρο» ή «λευκό» )] αποδέχονται πλήρως και υπακούνε κατ’ απόλυτο τρόπο στους όρους και τους κανόνες διεξαγωγής τους, άρα συμφωνούν καθ’ ολοκληρίαν με την δομή, τα χαρακτηριστικά και τους σκοπούς τους. Είναι βουλιαγμένοι και/ή ενσωματωμένοι στην εξαθλιωτική κυριαρχία του θεάματος και την αποχαυνωτική προπαγάνδα της διαφήμισης, ένα απαραίτητο πλαίσιο για την προετοιμασία και διεξαγωγή των εκλογών ως μηχανισμού απάτης, σωτηριολογίας, πελατειακής διαφθοράς και αναξιοπρέπειας (ίδετε και Σιμόπουλος, 2003: 21, 371-388 και Markovits, 2005).
Σημειώσεις:
α). Δεχόμενοι πως η ψήφος είναι δικαίωμα, τότε αυτομάτως δεχόμαστε πως η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπάγεται στο πεδίο της ατομικής ελευθερίας. Πράγμα που σημαίνει πως οι πολίτες είναι ελεύθεροι να ασκήσουν ή να μην ασκήσουν το δικαίωμα αυτό.
β). Η συμμετοχή στην γενική διασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου (όχι όμως και η συμμετοχή σε εκλογές, ιδιαιτέρως στις βουλευτικές) αποτελεί υποχρέωση όλων των πολιτών.
γ) Αντιδημοκρατική και ολοκληρωτική δεν είναι η ελευθερία της μη συμμετοχής στις εκλογές, αλλά η τυχόν προσπάθεια κατάργησης του δικαιώματος της ψήφου ή η υποχρεωτικότητα συμμετοχής στις εκλογές (ίδετε και 2.3. παρόντος).
δ). Τα περί εκλογών (με λίγες προσθαφαιρέσεις) αποτελούν επανάληψη μέρους παλαιότερων καταγραφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου