«Οι οδυνηρές προσαρμοστικές πολιτικές που ακολουθούνται τώρα σε μια σειρά χώρες της Ευρωζώνης είναι άμεσο αποτέλεσμα της υιοθέτησης από μεριάς τους του ευρώ.» (Feldstein, 2011, σελ. 5)
Είτε είπε ο κ. Παπανδρέου στον κ. Γιούνκερ ότι «η Ελλάδα είναι μια διεφθαρμένη χώρα» είτε όχι, τα λόγια αυτά πιθανόν αντανακλούν τις απόψεις που μοιράζονται κάποιοι «ευρωκράτες» με μια σημαντική μερίδα των ελληνικών ελίτ. Επιπλέον, και ξανά σύμφωνα με τις απόψεις τους, αυτό υπήρξε επίσης η αιτία της κρίσης. Εξ ου και, απο τη δικη τους σκοπιά, η «ηρωική προσπάθεια της τρόικας και της κυβέρνησης να ξεριζώσουν τη διαφθορά και να αναμορφώσουν εντελώς τη χώρα.
Δημόσιος τομέας και διαφθορά
Υπάρχουν βέβαια πολλά προβλήματα με το ελληνικό κράτος και με τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό πελατειακό πολιτικό σύστημα.(6). Αλλά παρόμοια προβλήματα με το κράτος υπάρχουν στην Ιταλία και αλλού. Ακόμη και στη Γερμανία μπορεί να έχει κανείς άσχημες εμπειρίες με τη «γραφειοκρατία» – από τη φύση τους, ένα μεγάλο μέρος των νόμων και της δημοκρατίας πράγματι χρειάζονται λεπτομερείς κανόνες και γραφειοκρατική οργάνωση που μπορεί να φαίνονται λιγότερο αποτελεσματικά σε σχέση με τις εμπορικές συναλλαγές (που όμως είναι χρήσιμα και παραγωγικά τελικά). Σε κανέναν, βέβαια, δεν αρέσει η διαφθορά αλλά πολύ λίγα γνωρίζουμε για το πώς μπορεί να καταπολεμηθεί και δεν πρέπει να τη συγχέουμε με το μέγεθος του δημόσιου τομέα, καθώς όσο πλουσιότερη είναι μια χώρα τόσο μεγαλύτερος τείνει να είναι ο δημόσιος τομέας ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το γράφημα 1 απεικονίζει τον συνολικό αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων ως ποσοστό της εργατικής δύναμης στις χώρες του ΟΟΣΑ για το 2000 και 2008. Οι υπάλληλοι της γενικής κυβέρνησης είναι με μπλε χρώμα ενώ στις βυσσινί στήλες συμπεριλαμβάνονται οι εργαζόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς (ΔΕΚΟ: πχ, ΟΣΕ και ΔΕΗ). Η Ελλάδα έχει λίγους υπαλλήλους γενικής κυβέρνησης – λιγότερους από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα του ΟΟΣΑ στο δείγμα – αλλά περισσότερους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ από όσους στη γενική κυβέρνηση, καθώς και υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων στις ΔΕΚΟ από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Και πάλι όμως το συνολικό ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων ήταν σημαντικά χαμηλότερο από εκείνα χωρών όπως η Φινλανδία, η Σλοβενία και η Εσθονία και συγκρίσιμο με εκείνα της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας.
Γράφημα 1: (μεγαλώνει με κλικ) Εργαζόμενοι στο δημόσιο και ΔΕΚΟ ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού (2000 και 2008). Οι μωβ μπάρες αντιπροσωπεύουν τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ (απο το Γράφημα 21.2 στο OECD (2011).
Μια και σε άλλες χώρες πολλές από τις υπηρεσίες που στην Ελλάδα προσφέρονται από δημόσιες επιχειρήσεις είναι ιδιωτικοποιημένες, δεν είναι δυνατόν να συνάγουμε από αυτήν και μόνο την πληροφορία πως οι δημόσιες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απασχολούν υπερβολικά πολλούς εργαζόμενους συγκριτικά με άλλες χώρες. Όμως, άλλα στοιχεία δείχνουν πως πολλές δημόσιες επιχειρήσεις είναι χώροι πελατειακών διορισμών και υπερβολικά υψηλών μισθών και συντάξεων. Δηλαδή, οι παχυλοί μισθοί και τα υπερβολικά προνόμια στις ΔΕΚΟ μάλλον έχουν μεγάλη δόση αλήθειας. Οπότε, μια βασική διάκριση ανάμεσα στις ΔΕΚΟ και τον στενό δημόσιο τομέα είναι δικαιολογημένη. Οποιαδήποτε μέτρα κατά της διαφθοράς όπως και περικοπές σε μισθούς και συντάξεις θα έπρεπε να είχαν πρώτα-πρώτα ως στόχο αυτές.
Ο ελληνικός στενός δημόσιος τομέας μπορεί να έχει τα σοβαρά προβλήματά του όσον αφορά την εσωτερική οργάνωση και την ευθύνη προς τους πολίτες αλλά αυτό είναι ένα τυπικό παράπονο σε όλες τις πλούσιες χώρες. Η παραπληροφόρηση και η γενικευτική δαιμονοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων είναι δυσανάλογες προς την πραγματικότητα και, σε τελική ανάλυση, αυτοκαταστροφικές για τη χώρα. Δικαστές, δάσκαλοι, εφοριακοί, αστυνομικοί, πυροσβέστες κι ένα πλήθος άλλων επαγγελμάτων είναι χρήσιμα και αναγκαία για να λειτουργήσει η οικονομία. Όταν πληρώνεις δικαστές, αστυνομικούς και εφοριακούς πολύ λιγότερο και το κάνεις με έναν τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί άδικος ακόμη και παράτυπος, δεν είναι και πολύ πιθανό ότι θα βελτιώσεις την αποδοτικότητά τους και είναι πολύ πιθανό να κάνεις τα προβλήματα της ιδιωτικής χρήσης των δημόσιων αξιωμάτων ακόμη σοβαρότερα από όσο ήταν πριν αρχίσει η κρίση.
Είσοδος του ευρώ
Θα περνούσε η Ελλάδα όλα αυτά που βιώνει τα δυο τελευταία χρόνια (και τις ακόμη χειρότερες συνθήκες που αναμένονται στο μέλλον) χωρίς το ευρώ; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «Όχι». Το ευρώ επέτρεψε φτηνότερη χρηματοδότηση από όση ήταν προηγουμένως διαθέσιμη για τις ελληνικές κυβερνήσεις και πολλή από αυτήν αποκτήθηκε από το εξωτερικό αντί, όπως γινόταν πριν, αποκλειστικά από εγχώριες πηγές. Αυτή η φτηνότερη χρηματοδότηση και ο δανεισμός από το εξωτερικό είχαν ως άδηλο αποτέλεσμα να γίνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις λιγότερο υπεύθυνες απ’ ό,τι πριν την εισαγωγή του ευρώ. Καθόλου παράξενο – αν κρίνουμε από την αποτελεσματική αποδιάρθρωση της επίλεκτης ΣΔΟΕ και άλλα πιο τολμηρά μέτρα με προσλήψεις σε ΔΕΚΟ – που η διαφθορά αυξήθηκε και η κρατική αποτελεσματικότητα μειώθηκε από τότε που εισήχθη το ευρώ.
Η πρόθεση του κ. Σημίτη και των άλλων αρχιτεκτόνων της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν βέβαια τελείως διαφορετική. Ήλπιζαν πως το ελληνικό κράτος θα γινόταν πιο υπεύθυνο και πιο συγκρατημένο στις δημοσιονομικές του επιλογές, αν και οι δικές τους ενέργειες με την ανταλλαγή (swap) της Goldman Sachs που βοήθησε να μειωθούν κάποια προηγούμενα ελλείμματα του προϋπολογισμού έδωσαν μια γεύση του τι θα ακολουθούσε.
Υπήρχε επίσης η ελπίδα πως το ευρώ θα σταθεροποιούσε τον πληθωρισμό και θα ελάττωνε την αβεβαιότητα που γεννούσαν οι διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος. Αντί γι’ αυτά, έφερε τα καταστροφικά αποτελέσματα της παρούσας κρίσης.
Αν η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που αντιμετώπιζε δυσκολίες, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το πρόβλημα ήταν αποκλειστικά δικό της και όχι του ευρώ.7 Αλλά η μία χώρα μετά την άλλη εμφανίζονται να έχουν δυσκολίες. Τα προβλήματα παραμόνευαν και βγήκαν στην επιφάνεια με την χρηματοοικονομική κρίση και με την ύφεση που ακολούθησε. Το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν η δημοσιονομική της πολιτική και το εξωτερικό δημόσιο χρέος μαζί με τη συνεχώς μειούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η Ιρλανδία, αν κρίνουμε από τη σχέση χρέους-ΑΕΠ πριν την κρίση, ήταν η πιο υπεύθυνη δημοσιονομικά χώρα της Ευρωζώνης. Εκεί οι ένοχοι κατά πως φαίνεται ήταν η ιδιωτική υπερχρέωση και η φούσκα στα ακίνητα που δημιούργησαν προβλήματα στις τράπεζες, στις οποίες η κυβέρνηση ακολούθως έδωσε εγγυήσεις. Η Πορτογαλία είχε μέτρια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αλλά λόγω «μόλυνσης» θεωρήθηκε από τις αγορές ομολόγων η πιο αδύναμη από τις υπόλοιπες από άποψη μεγέθους, χαμηλής ανάπτυξης και δημοσιονομικών παθογενειών. Η Ισπανία ήταν σχεδόν τόσο υπεύθυνη δημοσιονομικά όσο και η Ιρλανδία και επίσης υπέφερε από τη φούσκα στα ακίνητα και υψηλό ιδιωτικό χρέος. Η Ιταλία υποφέρει από υψηλό δημόσιο χρέος και σταθερά χαμηλή ανάπτυξη τα τελευταία δέκα χρόνια.
Η Ελλάδα διέπραττε τις μεγαλύτερες παραβάσεις στα όρια των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού που προβλέπονταν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και είχε το υψηλότερο δημόσιο χρέος. Η ιρλανδική και ισπανική κρίση μπορούν κατά κύριο λόγο να θεωρηθούν αποτέλεσμα μη ξεκάθαρης εποπτείας των τραπεζών και κενών στις ευθύνες γι’ αυτές. Η Πορτογαλία έπεσε θύμα της γενικής οικονομικής «αδιαθεσίας» που αισθανόταν από τότε που υιοθέτησε το ευρώ και της δύναμης των «εκδικητών» των ομολόγων, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε από τις άλλες χώρες μια και δεν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο που να έγινε λάθος. Αλλά όλες οι χώρες που βρίσκονται σε κρίση είχαν, από την εισαγωγή του ευρώ ως νομίσματος, μια αύξηση του συνολικού τους χρέους, είτε πρωταρχικά δημόσιο είτε ιδιωτικό, που συνοδεύτηκε από μια αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, αυτά τα ελλείμματα συνδυάστηκαν με μια αύξηση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (8).
Το πρόβλημα για την Ευρωζώνη δεν είναι η διαφθορά της ελληνικής κυβέρνησης ούτε η ιρλανδική αμέλεια. Αν η Ιρλανδία ή η Ελλάδα δεν ήταν μέλη της Ευρωζώνης, μια άλλη περιφερειακή χώρα θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και πολύ γρήγορα μάλιστα. Το πρόβλημα είναι δομικό: η αδυναμία των θεσμών για μια νομισματική ένωση που απαρτίζεται από τόσο διαφορετικές και ετερογενείς χώρες οι οποίες δεν έχουν άλλα οικονομικά εργαλεία από τις προσαρμογές τιμών και αποδοχών που ιστορικά θεωρούνται χονδροειδή όργανα άσκησης οικονομικής πολιτικής.9 Οι δημιουργοί του ευρώ το είδαν πρώτα και κύρια ως ένα πολιτικό σχέδιο, ως μια προσπάθεια εφαρμογής της πολιτικής ενοποίησης από την πίσω πόρτα. Η πολιτική ενοποίηση όμως ποτέ δεν κατάφερε να πάρει τον δρόμο της και έχουμε τώρα τα γνωστά, προβλέψιμα αποτελέσματα
Για να ανακεφαλαιώσουμε, χωρίς το ευρώ είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα είχε επέλθει μια τόσο βαθιά κρίση. Αν η Ελλάδα είχε κρατήσει το νόμισμά της, με μικρότερο δανεισμό από το εξωτερικό θα είχε πιθανόν μικρότερη ανάπτυξη από όση είχε μέχρι το 2007 αλλά θα είχε τα εργαλεία — την υποτίμηση του νομίσματός της — για να ανταπεξέλθει στην ύφεση πολύ καλύτερα, χωρίς να βρίσκεται στα πρόθυρα της στάσης πληρωμών και χωρίς να παραδίδει κάθε ίχνος εθνικής κυριαρχίας. Με πιο ακριβό και εγχώριο — στο μεγαλύτερο μέρος του — δανεισμό, οι κυβερνήσεις της θα είχαν ισχυρότερα κίνητρα να είναι δημοσιονομικά πιο υπεύθυνες και δεν θα είχαν διαβρώσει ούτε τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό ούτε γενικά την ισχύ του κράτους όσο το κατάφεραν από την εισαγωγή του ευρώ και μετά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου