Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 κι έπειτα, η παραγωγή σχετικής υπεραξίας σκόνταφτε όλο και περισσότερο στις ίδιες τις αντιφάσεις της. Η τεράστια αύξηση παραγωγικότητας που επετεύχθη με την εισαγωγή της αλυσίδας παραγωγής στην εργασία, γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να διατηρηθεί. Η επέκταση της αυτοματοποίησης απαιτούσε συνεχώς περισσότερες επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο, κάτι που σήμαινε την ανάγκη για συνεχή επέκταση των αγορών ενώ την ίδια στιγμή οι κίνδυνοι της υποτίμησης του σταθερού κεφαλαίου αυξάνονταν. Το ίδιο το τεϋλορικό μοντέλο εργασιακής διαδικασίας αντιμετώπιζε τεχνικά προβλήματα που γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρα. Η εντατικοποίηση της εργασίας και ο ακραίος κατακερματισμός της παραγωγικής διαδικασίας επέφεραν μια σειρά από αρνητικές συνέπειες, όπως η δυσκολία να διατηρηθεί ένας κανονικός ρυθμός εργασίας. Η νευρική εξουθένωση, λόγω του εντατικού και ομογενούς ρυθμού εργασίας, οδήγησε σε αύξηση των ελαττωματικών προϊόντων, των ατυχημάτων και της συχνής και απρόβλεπτης απουσίας από τη δουλειά. Αυτό το τελευταίο ανάγκαζε την διοίκηση να προσλαμβάνει πρόσθετη εργατική δύναμη προς αναπλήρωση των κενών που δημιουργούνταν, καθώς οι διακοπές και οι καθυστερήσεις στην αλυσίδα παραγωγής είχαν επιπτώσεις σε ολόκληρη την παραγωγική διαδικασία. Όταν οι εργασιακές συνθήκες γίνονται δυσβάστακτες, η ίδια η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού εργατών συγκεντρωμένων σε ένα εργοστάσιο ενθαρρύνει το συλλογικό αγώνα στους χώρους παραγωγής. Μετά τα μεγάλα κύματα αγώνα στα τέλη των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70, μια αναδιάρθρωση της οργάνωσης της εργασίας έγινε απαραίτητη προκειμένου να γκρεμιστούν αυτά τα προπύργια των εργατών.
Η αναδιάρθρωση όμως θα συνεπαγόταν μια ανατροπή όλης της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Για να ξεπεραστούν οι περιορισμοί στην συσσώρευση που εμφανίστηκαν κατά την κρίση του Φορντισμού, η αναδιάρθρωση στόχευσε στην διάλυση κάθε εμποδίου για την ομαλή λειτουργία της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Όχι μόνο αποδιάρθρωσε τα μεγάλα εργοστάσια και τις μονάδες εργασίας, με την εισαγωγή της υπεργολαβίας, της ευέλικτης αγοράς εργασίας και της προσωρινής και μερικής απασχόλησης -που συμβαδίζει με την είσοδο όλο και περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας-, οι οποίες αναπτύσσονται με θεαματικό ρυθμό, αλλά εξαφάνισε και την ίδια τη σύνδεση ανάμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας και τις αυξήσεις μισθών. Αυτή η αποσύνδεση προέκυψε από την παγκοσμιοποίηση της αξιοποίησης του κεφαλαίου και την τεράστια επέκταση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.
Από τότε που η αξιοποίηση του κεφαλαίου λαμβάνει πλέον χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο και μάλιστα σε περιοχές χαμηλών μισθών και απουσίας περιβαλλοντικών όρων, ο ενάρετος κύκλος των αυξήσεων των μισθών και αύξησης της ζήτησης σε εθνικό επίπεδο εξαφανίζεται. «Από τη στιγμή που η συνοχή του Φορντικού τρόπου ρύθμισης βρίσκεται στη σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και διανομής σε εθνικό επίπεδο», στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, «η παραγωγή και η διανομή της αξίας αποσυνδέονται από τον τόπο προέλευσης». «Επειδή τα συμφέροντα των πολυεθνικών δε συμπίπτουν πια με αυτά της χώρας προέλευσής τους, η συλλογική διαπραγμάτευση παύει να είναι ο κεντρικός παράγοντας/μοχλός στο σύστημα της εθνικής μακρο-οικονομικής ρύθμισης.» Οι ίδιοι λόγοι που επιτρέπουν στις εταιρίες μιας χώρας όπως η Γαλλία να μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες με φθηνότερη εργατική δύναμη, ωθούν ταυτόχρονα στην ισχυρή συμπίεση των μισθών των εργαζόμενων στις χώρες του κέντρου, ενώ την ίδια στιγμή επιτρέπουν την όλο και αυξανόμενη εισροή φθηνών προϊόντων. Το πάγωμα των μισθών, λοιπόν, αντισταθμίζεται εν μέρει από τη μείωση του κόστους των μέσων διαβίωσης(στηριζόμενο στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας και των φυσικών πόρων της περιφέρειας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού). Επομένως, το μερίδιο που καταλαμβάνουν τα εισαγόμενα προϊόντα στη συνολική κατανάλωση των εργατών μεγαλώνει συνεχώς και αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία ενώ το επίπεδο του μισθού αποκτά όλο και λιγότερη επιρροή στη ζήτηση για εγχώρια παραγόμενα προϊόντα. Εφεξής ο μισθός γίνεται ένα απλό κόστος που πρέπει να μειωθεί στο ελάχιστο αφού δεν είναι μέσο τόνωσης της ζήτησης εγχώριων προϊόντων. Οποιαδήποτε διεκδίκηση για συνολικές αυξήσεις μισθών, απευθυνόμενη στο κεφάλαιο σε εθνικό επίπεδο, γίνεται αδύνατον να ικανοποιηθεί, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε αμφισβήτηση την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Εφόσον, σε αντίθεση με τη Φορντική περίοδο, τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να γίνει σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια να επεκταθεί και στον υπόλοιπο τομέα, καθίσταται δύσκολο για μια μόνο επιχείρηση να αυξήσει τους μισθούς χωρίς να χάσει την ανταγωνιστικότητά της στην αγορά. Οι εργαζόμενοι που παλεύουν για μια τέτοια αύξηση μισθού δεν μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός ότι κάνοντας αυτό, αυξάνονται οι πιθανότητες για την επιχείρηση να μεταφερθεί ή να χρεοκοπήσει. Γιαυτό τα συνδικάτα π.χ. στη Γερμανία δεν ζητάνε αυξήσεις τα τελευταία 20 χρόνια, παρά μόνο διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Οι αγώνες ενάντια στα κλεισίματα των εργοστασίων αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι εργάτες δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν και μπορούν να διεκδικήσουν παράταση του χρόνου που παίρνουν μισθό με τη μορφή αποζημίωσης απόλυσης, χωρίς να ανησυχούν για τη μελλοντική υγεία της επιχείρησής τους. Οι εργαζόμενοι που δούλευαν σε επιχειρήσεις όπου απαγωγές αφεντικών και άλλες παράνομες δράσεις θα λάμβαναν χώρα αργότερα, σε πολλές περιπτώσεις είχαν αρχικά αποδεχτεί τη χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών και μερικές φορές και περικοπές μισθού με την ελπίδα ότι όλα αυτά θα απέτρεπαν το κλείσιμο της επιχείρησης. Αλλά όταν αυτό γίνεται αναπόφευκτο, ο θυμός για το ότι συναίνεσαν σε όλα αυτά για το τίποτα, και η γνώση ότι κανείς δεν έχει πια τίποτα να χάσει, μεταφράζεται σε απεγνωσμένες μορφές αγώνα, όπου είναι ξεκάθαρο ότι δεν απασχολεί πια κανέναν η μελλοντική υγεία της επιχείρησης, και ότι όλες οι υποσχέσεις για επανένταξη δε θα αντικαταστήσουν το μοναδικό πράγμα που παραμένει χειροπιαστό: τα λεφτά. Αυτοί οι αγώνες αποδειχθήκαν νικηφόροι, μόνο στο μέτρο που οι εργαζόμενοι που ενεπλάκησαν έλαβαν τελικά επιδόματα πολύ πέρα από αυτά που ορίζει ο νόμος. Εδώ, ο αποσπασματικός χαρακτήρας των αγώνων δεν αποτελεί σημάδι αδυναμίας τους, αλλά είναι μάλλον αυτό που τους επέτρεψε να κερδίσουν, καθώς η γενίκευσή τους θα τους καθιστούσε μη αποδεκτούς από την καπιταλιστική τάξη.
Οι συγκρούσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων ανάμεσα στη βάση και τα κεντρικά συνδικάτα, δεν είναι η επανάληψη της παλιάς αντίθεσης ανάμεσα στους εργάτες που υπερασπίζονταν την αυτονομία τους και των συνδικάτων που διαμεσολαβούν τη σχέση των συμφερόντων τους με τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης. Αυτό που οι εργαζόμενοι θέλουν στην πραγματικότητα είναι υψηλότερες αποζημιώσεις αλλά για να τις αποκτήσουν πρέπει να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, και αυτός είναι επίσης και ο στόχος των συνδικάτων βάσης τα οποία όμως δεν μπορούν να επιτελέσουν κανένα ρόλο όταν οι εργοδότες αρνούνται κάθε διαπραγμάτευση. Οι παράνομες μορφές αγώνα γίνονται τελικά ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος για την επανάληψη των διαπραγματέυσεων. Τα κεντρικά συνδικάτα, από τη μεριά τους, είναι αναγκασμένα να συνυπολογίσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές απασχόλησης του εργατικού δυναμικού στο σύνολό του, αλλά οι εργαζομένοι που αντιμετωπίζουν το κλείσιμο του χώρου εργασίας τους, δεκάρα δε δίνουν για το μακροπρόθεσμο.
Ωστόσο, πρόκειται μονάχα για μια μικρή μειοψηφία που έχει καταφύγει σε τέτοιες δράσεις, και παρόλο που οι περιπτώσεις που συζητάμε εδώ μπορεί να φαίνονται πολλές συγκριτικά με την παντελή τους απουσία σε άλλες χώρες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όλα τα κλεισίματα εργοστασίων στα οποία τέτοιου τύπου δράσεις δε συνέβησαν ποτέ. Επιπλέον, ακόμη κι αν τέτοιου είδους δράσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ριζοσπαστικές, δεν υπάρχει τίποτα το ριζοσπαστικό σε αυτό που διεκδικούν. Και τα χρήματα που έχουν καταφέρει να κερδίσουν, τα οποία φαίνονται σημαντικά μόνο σε σύγκριση με την ισχνή αποζημίωση που καθορίζεται από το νόμο, δεν μπορούν να καθυστερήσουν επ’ αόριστον την επιστροφή στις χαρές της αγοράς εργασίας (αλλά ποιός θα προσλάμβανε κάποιον που είναι γνωστό ότι έχει απαγάγει το πρώην αφεντικό του;).
Το ενδιαφέρον σε αυτούς τους αγώνες, επομένως, δεν είναι το γεγονός ότι θα αποτελούσαν τους σπόρους ενός νέου εργατικού κινήματος, αλλά ότι αναδεικνύουν αυτό με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι σημερινοί αγώνες στον αναδιαρθρωμένο καπιταλισμό. Στην είδηση ότι το εργοστάσιό τους πρόκειται να κλείσει, οι εργάτες δεν επιζητούν την επανεκκίνηση και αυτοδιαχείριση της παραγωγής. Μακράν του να θεωρούν το χώρο εργασίας τους ως κάτι που θα ήθελαν να επανοικειοποιηθούν, τον στοχοποιούν. Το ταξικό ανήκειν δε σχηματίζει πλέον τη βάση μιας εργατικής ταυτότητας πάνω στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια νέα κοινωνία. Οι προλετάριοι δεν μπορούν να ξεπεράσουν το ταξικό τους ανήκειν αλλά μέσα στους αγώνες το βιώνουν σαν ένα τοίχο που ορθώνεται μπροστά τους.
Το να προχωρήσουν πέρα από αυτό το όριο θα σήμαινε να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη και να προχωρήσουν στην εγκαθίδρυση μιας αταξικής κοινωνίας.
Αλλά στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αυτό φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν. Η εργατική τάξη -τουλάχιστον στο κέντρο του καπιταλισμού-με τους αγώνες των τελευταίων ετών δείχνει ότι δεν επιδιώκει την κατάργηση του εαυτού της. Περισσότερο ενδιαφέρεται να "κάνει άμυνα" και να διατηρήσει τον εαυτό της σαν τέτοια, ενώ υπάρχουν όλα τα δεδομένα για να μπορούσε να περάσει στην "αντεπίθεση" και να πάρει τις πρωτοβουλίες. Να έπαιρνε τα μέσα παραγωγής-τουλάχιστον στα εργοστάσια που θα έκλειναν οι εργοδότες της-και με αυτοδιαχείρηση της παραγωγής -σε μια κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομίαμεταξύ της κρατικής και ιδιωτικής-θα μπορούσε να πείσει και τα μεσοστρώματα-που από δω και πέρα όλο και θα "φτωχοποιούνται" και θα περνάνε στους "από κάτω"-και τους αγρότες για μετάβαση προς κοινωνίες της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών και με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα(αντικαταναλωτικές κοινωνίες της "αποανάπτυξης" και της άμεσης δημοκρατίας).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου