Το επίκαιρο κείμενο του Θωμά το πήρα με μαίηλ(ελπίζω να τον ανταμώσω αυτές τις μέρες στα μέρη μας, όπου ξαποσταίνει πάντα):
Πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΛΟΓΙΩΝ φιλοξενούμενοι της ελληνικής γης. Αυτοί που την πονάνε πάνω απ’ τον εαυτό τους κι άλλοι που τη βλέπουν σαν προτεκτοράτο της χρηματιστηριακής τους ψυχοσύνθεσης. Η πατρίδα μας είναι ένα φρούτο πεντάμορφο με σαρακοφαγωμένο το μέσα του, ένα διαμάντι έκπαγλο στο μάτι του ήλιου, είναι φυσικό που έπεσε στα χέρια τόσων ασύδοτων εμπόρων. Η ιστορία της είναι μια ατέλειωτη αλυσίδα κούρσους και διαγουμισμάτων. Μελετώντας φωτογραφίες του περασμένου αιώνα, βλέπεις στην άκρη του βλέμματος των λαϊκών ανθρώπων την ταραχή, στην απόληξη του χαμόγελου τη στιφάδα, αποκάλυψη αίσθησης μειοδοσίας και παράπονου, που σέρνουν πίσω τους παλιοκαιρίσια ντέρτια. Καταλαγιάζοντας ο κουρνιαχτός του Εμφυλίου, προς το ’60, το ‘70 -παρά τις χούντες και τις τρικλοποδιές των Αμερικάνων-, κάνοντας κάπως τα κουμάντα του ο μέσος συμπατριώτης μας, άρχισε να ησυχάζει. Προχωρώντας ήμουν ανήσυχος. Πώς να δει προκοπή ένας λαός που το κρεσέντο της ευθυμίας του απογείωναν τα στρας των σκυλοπόπ αναψυκτηρίων; Και τον ιδεολογικό του μπούσουλα κανόνιζαν οι φιγουρατζίδικες ατάκες κάποιων εθνικών γελωτοποιών απ’ το γυαλί; Πού είχε πάει η μαγκιά μας, πού το φιλότιμο, πού τα μεγάλα verba της πολύχρωμης Αριστεράς του ’80, που ευαγγελίζονταν την ανατροπή του παντός; Ως δάσκαλος, για τριάντα χρόνια μιλούσα στα παιδιά για τον έρωτα, προπαγάνδιζα τον θρίαμβο μιας Διαρκούς Άνοιξης του Σώματος και του Πνεύματος, που στην ανθοφορία της θα συνεργούσαμε όλοι οι αισθηματίες και οι αντάρτες της Γης. Ιδίως οι νεότεροι. Μαστίγωναν την ευκολία τους να υποβάλλουν σε μαρτύρια τους ήδη τιμωρημένους συνανθρώπους τους με λογής «αδυναμίες» και «κουσούρια». Να παρακολουθούν τη φορά της λαίλαπας του οικολογικού ολέθρου για ν’ αντιδράσουν. Ν’ αντιληφθούν ότι γεννήθηκαν σ’ έναν τόπο όπου αυτοί που εποφθαλμιούν τα μπερεκέτια του, αύριο θα ορίζουν τα πεπρωμένα τους. Πώς να ακούσουν όμως; Είναι μοιραίοι ανάδοχοι μιας αυτιστικής κατήχησης που εκπορεύεται από τη συμπλεγματική αγωγή των ανασφαλών τους γονιών, παππούδων, δασκάλων και υπουργείων τους με στόχο τον ανταγωνισμό και την εξουθένωση του άλλου, που δεν τον βλέπουν ως συνάνθρωπο και συμπάσχοντα, αλλά ως άγριο αντίπαλο. Κυλούσε ο χρόνος, με έσκαβε το ‘11 και με σιγοέλιωνε, καθώς όλο και γονάτιζε η πατρίδα, με το σπαθί των νέων Νιμπελούγκεν να επικρέμαται στο σβέρκο της και να το ακονίζουν άτσαλα ξεπουλημένα χέρια ομογενών ταγών. Περίλυπος και αδιέξοδος μέρα την ημέρα παντελώς. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μιας καταχθόνιας θλίψης που τα σκέπαζε όλα γύρω, πυκνώνοντας ολοένα σαν επιθετική ομίχλη, επέπρωτο δυο πολύτιμες ψυχές, ο Ρασούλης με ακαριαία απόδραση κι ο Παπάζογλου μετά από μαρτυρικό οδοιπορικό, να περάσουν στο επέκεινα. Έμεινα εκεί, απαρηγόρητος. Αχ, πατρίδα, πατρίδα, σαν όλα να γκρεμίζονται γύρω μου. Νιώθω σαν αηδόνι στο κλουβί. Αναπόδραστο θηρίο στον λάκκο. «Σύντροφε ανακριτά», τι με διώκεις, θα ’λεγε ίσως ο Άρης Αλεξάνδρου. Βλέπω παλιόφιλους αποθηριωμένους, πρώην μακαντάσηδες φλωροκοπανιστούς, γυναίκες καρπερές νυν κλώσσες. Ασουλούπωτες νοικοκυρές παραπατούν με βήμα αλαφιασμένο, με παντόφλες παράταιρες και στο βλέμμα τους μεστή η αλλοφροσύνη. Στον ύπνο μου έρχεται η μάνα μου δυναμιτίζοντας ναρκωμένες τύψεις. «Ξύπνα, ξύπνα», με σκουντάει. «Μικραίνει ο κόσμος», θαρρείς. Συλλογιέμαι τρόπους ομαδικής αντίδρασης, μεθόδους ανασύστασης νέου ΕΑΜ. Τι κάναμε στα καφενεία και στις ταβέρνες τόσον καιρό; Βραχνάδες στα κυνηγημένα μου ενύπνια, κονδυλοδίαιτοι γορίλες και κρατικοδίαιτοι δράκοι με ζώνουν. «Τα όνειρά μας θα γίνουν οι εφιάλτες σας», έγραψε ένας σπουδαστής στο ντουβάρι. Ξεσκονίζω παλιά κιτάπια. Σκαλώνω σε λατρεμένες ρήσεις ποιητών. «Πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή», λέει ο Ελύτης. «Δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς, εμείς θα ζήσουμε», μου δήλωσε μια εικοσιδυάρα. «Θέλουμε να ζήσουμε», μου φωνάζει άλλος νεαρός φίλος. Νιώθω ότι δεν μπορώ να προβώ στα δέοντα. Για πρώτη φορά είμαι σαν χωρίς συντρόφους. Σκατά. Μποκ. Μα, κάτι με γυρίζει πίσω. Τον περασμένο Γενάρη είχα φυτέψει μια μικρή μυρωδάτη βάγια. Φέτος πήρε δυο μέτρα και στην αγκαλιά της φώλιασε μια πλουμιστή τρυγόνα. Στα βράχια της Ευθαλούς στη Λέσβο και στις καταραχιές του Ψηλορείτη επιμένει ακόμα ο αμάραντος, με πιο σπάταλη, λένε, παρά ποτέ την απλωσιά του. Θ’ αναθαρρήσουμε. Δεν είναι εύκολο, βέβαια, οι θιασώτες του Φραπεδιστάν να στήσουν στον τοίχο τους πραγματικούς ενόχους και να κάνουν το άλμα πάνω απ’ την άκρα σαπίλα για να σταυρώσουν την ιστορική αδικία. Ίσως το ‘12 να μιλήσουν νέες γενιές, με νέα λαλιά. Και νέες πράξεις, προπαντός. Δεν βολεί οι δισέγγονοι των ξετσίπωτων κοτζαμπασαίων να βγαίνουν πάντα λάδι. Και να μας πίνουν αιωνίως το αίμα. Κάτι θα γίνει! Μέσα στις στάχτες του κολασμένου Μεσαίωνα σιγοψήθηκε το αυγό της παραδείσιας Αναγέννησης. Ελπίδα! Ουμίτ! «Όχι, σύντροφε ανακριτά», δεν θα ενδώσω. Ναι, Οδυσσέα, αγαπημένε, «πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή». Και θα το βρει.
* τουρκ. σκατά και ελπίδα
Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου