Του Γιάννη Μακριδάκη
«Πώς το κράτος κλέβει τους πολίτες του και η Ευρώπη προσπαθεί να σώσει το τομάρι της». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην γερμανική εφημερίδα «Der Tagesspiegel»*.
«Πριν από πενήντα χρόνια ο άνθρωπος που έμενε στο σπίτι το οποίο τώρα διαβιώ, στο χωριό Βολισσός της Χίου, ενός νησιού στην άκρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέναντι από τη Σμύρνη της Τουρκίας, έκανε πάρα πολλές δουλειές για να ζήσει. Καλλιεργώντας τη γη του και εκμεταλλευόμενος τα ζωντανά του εξασφάλιζε το καθημερινό φαγητό της οικογένειάς του και δυο τρεις φορές το χρόνο προγραμμάτιζε από καιρό πριν το μεγάλο ταξίδι. Φόρτωνε δυο μουλάρια με διάφορα προιόντα μεταξύ των οποίων κάρβουνα και ρακί παραγωγής του, καβαλούσε κι αυτός τον γάιδαρο και ξεκινούσε μέσα από τα μονοπάτια των βουνών για να φτάσει στην πρωτεύουσα Χίο, να πουλήσει την πραμάτεια του και να δει το χρώμα του χρήματος που του ήταν αναγκαίο κάποιες φορές και έπρεπε να το ’χει. Οι εποχές που υπήρχαν ληστές και πειρατές στο διάβα των ανθρώπων ήτανε πλέον περασμένες ανεπιστρεπτί. Ο μόνος φόβος που του είχε απομείνει ήτανε το Κράτος. Συνήθως τα ξυλοκάρβουνα και το ρακί ήτανε λαθραίας παραγωγής, λίγες οκάδες όλα κι όλα, μη φανταστείτε, αλλά δίχως άδεια νόμιμη κι αυτό ήτανε αιτία αρκετή για να χει ο άνθρωπος μπλεξίματα. Έτσι η διαδρομή προς την πρωτεύουσα γινότανε μετά φόβου Θεού και με πολλές προφυλάξεις. Στις διασταυρώσεις των μονοπατιών με τον αμαξωτό τη στήνανε πότε πότε οι χωροφύλακες και κάνανε έλεγχο στα κοφίνια, ενώ στο μοναδικό καφενείο που συναντούσε κατά την εννιάωρη οδοιπορία του και περνούσε από κει για να δροσιστεί τα καλοκαίρια ή να ζεστοκοπηθεί λιγάκι τους χειμώνες, συνήθως ήταν στρατοπεδευμένοι δασονόμοι και ψάχνανε για το παράνομο κάρβουνο. Η κυρά Άννα η καφετζού κάθε φορά που ήτανε η εξουσία, χωροφυλάκοι ή δασικοί, να τρωγοπίνει μες στα πόδια της και να χει στημένο καρτέρι, ανέβαινε στο τσαρδί του καφενείου και άπλωνε ένα λευκό σεντόνι, δήθεν να στεγνώσει η μπουγάδα και με τον τρόπο αυτό ειδοποιούσε τους οδοιπόρους, μαζί και τον δικό μου, ότι στο μαγαζί της βρίσκεται το Κράτος, οι λήσταρχοί του, να κάνουν κράτει στο διάβα τους τους ειδοποιούσε, να περιμένουν πότε θα κατέβει το σεντόνι ή να αλλάξουνε ρότα, να τραβήξουνε από άλλο μονοπάτι κατά την πρωτεύουσα, να μην περάσουνε ούτε απ’ έξω από το καφενείο της.
Έτσι γινότανε οι δουλειές, αυτή ήτανε η ζωή τότε. Μεγάλες οι δυσκολίες του βίου, μικρές οι ανομίες και ένα κράτος μπαμπούλας να απειλεί καθημερινά με πρόφαση αυτά τα μικροαδικήματα που τότε ήτανε τεράστιας σημασίας. Αυτή ήτανε και η πορεία των χωρικών προς την πρωτεύουσα. Τέλος, αυτό ήτανε και το πιο μεγάλο ταξίδι του βίου τους. Από το χωριό προς την πόλη της Χίου. Διότι μακρύτερα δεν πηγαίνανε, δεν είχανε λόγο κανέναν για να πάνε. Όλα τα βρίσκανε στην πρωτεύουσα, εννιά ώρες δρόμο μακριά από το σπιτικό τους, ακόμα και τον μπελά τους βρίσκανε αφού δεν ήτανε λίγες οι φορές που πέφτανε πάνω στις κακοτοπιές. Που το Κράτος τούς συλλάμβανε, τους έχωνε στο αυτόφωρο και στο τέλος τους έκοβε βαριά και δυσβάσταχτα πρόστιμα διότι αυτός ήτανε ο μοναδικός του στόχος. Να μαζέψει χρήμα. Το Κράτος λοιπόν ήτανε ο μεγάλος τους φόβος, ο μοναδικός τρόμος της διαδρομής, ο τελευταίος λήσταρχος.
Σήμερα, μισόν αιώνα μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Ο σύγχρονος ένοικος του παλαιού πέτρινου σπιτιού στο οποίο διαβιώ στη Βολισσό της Χίου, εγώ δηλαδή, έχει άλλες ανέσεις στην καθημερινότητά του. Έχει ηλεκτρικό ρεύμα και διαδίκτυο, δεν χρειάζεται να καταφεύγει σε μικροπαρανομίες φτιάχνοντας ξυλοκάρβουνα και ρακί λαθραία για να ζήσει. Καλλιεργεί όμως κι αυτός τη γη για να χει την τροφή του και γράφει βιβλία για να βλέπει το χρώμα του χρήματος που είναι σήμερα απόλυτα απαραίτητο, όχι όπως τότε. Με το αυτοκίνητό του πηγαίνει σε μία ώρα στην πόλη αλλά η πόλη δεν είναι η πρωτεύουσα πλέον. Η πρωτεύουσα είναι πάλι εννιά ώρες μακριά (υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες) και πρέπει να πάρει δυο αεροπλάνα για να φτάσει ως εκεί. Έφτασε σαράντα χρονών κι ακόμα στην πρωτεύουσα δεν έλαχε να πάει, δεν είχε λόγο ως τώρα. Μα να που η ώρα έφτασε. Ένα βιβλίο του παρουσιάζεται και είναι καλεσμένος. Θα πάει στο Βερολίνο, στην πρωτεύουσα. Πέντε μήνες πιο νωρίς άρχισε να προετοιμάζει κι εκείνος το ταξίδι του. Όπως ο παλιός ένοικος του σπιτιού του. Έκλεισε εισιτήρια, έκανε συνεννοήσεις για τα ξενοδοχεία και κανόνισε τα ραντεβού του για τις όποιες συναντήσεις του εκεί. Όταν τα τέλειωσε όλα αυτά ησύχασε και περίμενε απλά πότε θα έρθει η μέρα της αναχώρησης. Ο φόβος όμως και αυτού παρέμεινε ένας και μοναδικός. Ο ίδιος, απαράλλαχτος, ο παλιός φόβος. Ο μοναδικός λήσταρχος που καραδοκεί ακόμα, όχι πια στη διαδρομή διότι τα μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια είναι σύγχρονα και δρακόντεια, αλλά μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Και αποδείχτηκε για άλλη μια φορά βάσιμος αυτός ο διαρκής και αναλλοίωτος μισόν αιώνα τώρα φόβος. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα της αναχώρησής του βρέθηκε πέντε φορές αντιμέτωπος με τον λήσταρχο που του ’χε στημένο καρτέρι τρωγοπίνοντας, και τις πέντε φορές το πλήρωσε πολύ ακριβά. Έκτακτες εισφορές, φόρος ακίνητης περιουσίας (για το παλαιό πέτρινο χωριατόσπιτο) και στο τέλος, τρεις μέρες πριν την αναχώρηση, ένας αβάσταχτος και εκβιαστικά συνδεδεμένος με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ειδικός φόρος ακινήτου (ναι, για το παλαιό πέτρινο σπίτι στο χωριό) για να τον πληρώσει αναγκαστικά, να μη μείνει δίχως ρεύμα μες στο καταχείμωνο που έρχεται. Διότι δεν σκοπεύει να μείνει εσαεί στην πρωτεύουσα, θα επιστρέψει πάλι στο χωριό μετά από λίγες μέρες.
Στο Βερολίνο η κυβέρνηση μετράει αριθμούς, δείκτες, στατιστικά στοιχεία και λέει το χρέος είναι τόσο, τόσο το έλλειμμα, τόσο τοις εκατό επί του ΑΕΠ και δίνει εντολές. Οι τοπικοί του χωροφύλακες τις εκτελούν φοβισμένοι να μη χάσουν τις θέσεις τους, να μην απολυθούν, και στήνουν, τρωγοπίνοντας πάντα οι ίδιοι, καρτέρια στις ζωές μας. Και έχουν αποθρασυνθεί τόσο που φτάνουν στο σημείο να μας στερούν με αναλγησία πρωτογενείς κοινωνικές παροχές για να μας κάνουν να πληρώσουμε από αυτά που δεν έχουμε. Και οι ίδιοι βέβαια, αυτοί που φορτώνανε επί τριάντα χρόνια το χωριό μας με χρέη για να κάνουνε πολιτική και να νέμονται καρέκλες και εξουσίες, συνεχίζουν να πράττουν ακριβώς τα ίδια βολεύοντας το βαθύ τους κόμμα, αυτό που τους κρατάει στην εξουσία κι έτσι το καλάθι είναι δίχως πάτο. Όσα και να ρίχουν μέσα με τη βία οι χωρικοί, όλα πάνε χαμένα. Τα χρέη ολοένα μεγαλώνουν η πρωτεύουσα μετράει νούμερα και απαιτεί να έρθουνε στα ίσα τους οι δείκτες, συνεχίζει να δίνει εντολές και να απειλεί, οι τοπικοί λήσταρχοι όμως συνεχίζουν αδιάκοπα να μπεκρουλιάζουν με τις παρέες τους στις ταβέρνες και να γραπώνουν όποιον περάσει, να του βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό και να του λένε πλήρωσε. Πλήρωσε τα χρέη που δεν έχουν τελειωμό. Ώσπου, μια μέρα η κυβέρνηση της πρωτεύουσας βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει συνεχώς κι έχοντας κανονίσει τα του οίκου της η ίδια, θα πάρει απόφαση να κόψει τον ομφάλιο λώρο με κείνο το αδιόρθωτο χωριό της επικράτειας, να το αφήσει στη μοίρα του κι έτσι να φάει ο ένας τον άλλον διότι θα είναι πλέον όλοι πάμφτωχοι εκτός από τους λήσταρχους και την παρέα τους που έχουν προνοήσει από χρόνια πολλά πριν.
Στην Ελλάδα ο κανιβαλισμός δεν είναι μακριά, έχει ήδη δείξει τα πρώτα του σημάδια. Και αυτό θα γενικευτεί και θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες για όλη την Ευρώπη. Την Ευρώπη που είναι απολύτως υπεύθυνη για όσα συμβαίνουν και για όσα τραγικά έρχονται. Μια Ευρώπη που εδώ και δεκαετίες έχει μοναδικό προσανατολισμό της το χρήμα. Που περνάει κρίση αξιών και ήθους, που έχει ξεχάσει προ πολλού τον Άνθρωπο. Που συναγωνίζεται σε κυνισμό, αναλγησία και απανθρωπιά το υπερατλαντικό μοντέλο. Μια Ευρώπη άξια της μοίρας της.».
Γιάννης Μακριδάκης
*Υπενθυμίζεται ότι ο Γιάννης Μακριδάκης, βρίσκεται στο Βερολίνο ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στα πλαίσια της σειράς πολιτιστικών εκδηλώσεων της «Europa literarisch» (Λογοτεχνική Ευρώπη). Στην συγκεκριμένη διοργάνωση διεξάγονται σειρά παρουσιάσεων βιβλίων και συγγραφέων από όλες τις χώρες, επιλέγοντας κάθε μήνα έναν λογοτέχνη από διαφορετική χώρα της Ευρώπης. Το μυθιστόρημά του συγγραφέα που παρουσιάστηκε είναι το «Ήλιος με δόντια» των εκδόσεων της Εστίας.
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου