Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Το πόσο ανατρεπτικό δυναμικό μπορεί να εμπεριέχεται σ’ ένα βιβλίο είναι γνωστό σε κάθε μελετητή της Ιστορίας. Βιβλία όπως η Πολιτεία, η Βίβλος, το Κοράνι, ο Ηγεμόνας, ο Πλούτος των Εθνών, το Κοινωνικό Συμβόλαιο, το Κεφάλαιο, η Καταγωγή των Ειδών, η Θεωρία της Σχετικότητας και πολλά άλλα, προκάλεσαν, αργά ή γρήγορα, κοινωνικές αναταράξεις ή και άλλαξαν συθέμελα τον κόσμο.
Υπάρχουν βεβαίως και βιβλία πολύ μικρότερης αξίας και εμβέλειας από τα προαναφερθέντα, που και αυτά προάγουν τον δημόσιο διάλογο, αλλά και γκρεμίζουν στερεότυπα. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, για παράδειγμα, ότι το βιβλίο ενός «προπαγανδιστή της ισλαμοφοβίας και του δημοκρατικού ρατσισμού», όπως ισχυρίζονται οι επικριτές του, το οποίο πραγματεύεται την αποτυχία της ενσωμάτωσης μεγάλου μέρους των μεταναστών στη Γερμανία, στη βάση ενός στοιχειοθετημένου συσχετισμού της διάνοιας και του ανθρώπινου χαρίσματος με την οικονομία, τη θρησκεία, τις μειονότητες και το δημογραφικό, θα προκαλούσε αναταράξεις στο γερμανικό πολιτικό σύστημα;
Το επίμαχο βιβλίο Η Γερμανία Αυτοκαταργείται, δεν είναι υπερβολή να τονιστεί ότι προκάλεσε μια απρόσμενη στην έντασή της δημόσια αντιπαράθεση, στη διάρκεια της οποίας, αντί να έχουμε τη δημόσια διαπόμπευση του «ύποπτου για ρατσισμό», κατά τον αρχηγό των Σοσιαλδημοκρατών Γκάμπριελ, συγγραφέα του βιβλίου, τελικά είδαμε πως καταβαραθρώθηκε η αυτοεκτίμηση και αναιρέθηκε η ιδιότυπη ασυλία της «προοδευτικής» ελίτ της Γερμανίας, που επί πολλές δεκαετίες πίστευε με φανατισμό στο ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας, εμποδίζοντας κάθε άλλη προσέγγιση αυτού του πολυσύνθετου θέματος. Μιας ελίτ αυτοαποκαλούμενων «καλών ανθρώπων», που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στα ερείπια του φαντασιακού κοσμοσυστήματός της, που υποχρεώθηκε –από θέση άμυνας– να το υπερασπίσει από τα οργανωμένα πυρά ενός καλά πληροφορημένου αντιπάλου, ο οποίος μπορεί ενίοτε να παρεκτρέπεται, όπως για παράδειγμα σε θέματα ευγονικής, αλλά που χρησιμοποιεί αδιάσειστα τεκμήρια, σαφήνεια και αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για να παρουσιάσει μια σκληρή πραγματικότητα, που αποσιωπούνταν ή ωραιοποιούνταν συστηματικά από το εν λόγω καρτέλ. Μια πραγματικότητα που τη χαρακτηρίζουν οι παράλληλες κοινωνίες και ο εγκλωβισμός χιλιάδων Γερμανών σε υποβαθμισμένα, τεράστια πολυπολιτισμικά γκέτο, η αυξημένη εγκληματικότητα νεαρών κυρίως μουσουλμάνων μεταναστών, οι εξαναγκαστικοί γάμοι, το τέλος της παραδοσιακής γερμανικής γειτονιάς, η άρνηση συμμετοχής στη δημόσια εκπαίδευση και σε προγράμματα ενσωμάτωσης, η συστηματική εκμετάλλευση του κράτους πρόνοιας από ορισμένους μετανάστες και η επαπειλούμενη δημογραφική κατάρρευση της Γερμανίας (1).
Αλώβητη από την αντιπαράθεση δεν έμεινε βεβαίως ούτε η αποκομμένη από τις λαϊκές τάξεις οπορτουνιστική πολιτική ελίτ της Γερμανίας, η οποία σύσσωμη αντέδρασε δυναμικά στις προκλήσεις ενός «σεσημασμένου προβοκάτορα», που τόλμησε να σπάσει τα ταμπού δεκαετιών, διατυπώνοντας, με τον χειρότερο τρόπο, θέσεις ουσίας για την εκπαίδευση, την εξυπνάδα, τον πολιτισμό, την ταυτότητα, τη θρησκεία, την καταγωγή, την κοινωνική πρόνοια, το δημογραφικό και –παρεμπιπτόντως– ακόμη και τον βιολογικό ρατσισμό. Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο συγγραφέας του βιβλίου, Σάρατσιν, είναι ένας γνήσιος αστός, εκπρόσωπος της γερμανικής ελίτ: μεγαλοτραπεζίτης, επιφανής σοσιαλδημοκράτης και πρώην υπουργός Οικονομίας στο κρατίδιο του Βερολίνου, που πέρασε και από το ΔΝΤ.
Είναι εντυπωσιακό πάντως το γεγονός ότι, πριν ακόμη βγει το βιβλίο στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, απ’ άκρου εις άκρον και σε ανώτατο επίπεδο, το πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο αποδύθηκε με απίστευτη σφοδρότητα σε ένα κυνήγι μαγισσών έχοντας ως βασικό όπλο, όπως πάντα, την πολιτική ορθότητα, την ηθικολογία και τις αοριστίες περί πολυπολιτισμικότητας. Το βιβλίο-σκάνδαλο αναγορεύθηκε τάχιστα σε εθνικό ζήτημα, όπου τελικά ο μοναχικός συγγραφέας του αναδείχτηκε σε μεφιστοφελική φιγούρα, που «επιδίωκε το κακό, διχάζοντας την κοινωνία», αλλά που τελικά έκανε το καλό.
Γιατί, πέρα από το αν κανείς διαφωνεί με τις επιμέρους ρατσιστικές θέσεις περί «εβραϊκού γονιδίου» ή για τις λεκτικές αναφορές σε «εκτροφεία δημοσιονομικών παρασίτων», ένας ολόκληρος λαός μπήκε, ίσως με τον χειρότερο τρόπο, αλλά σε ελάχιστο χρόνο, στη συζήτηση για όσα αγνοούσε ή προσπερνούσε επί δεκαετίες. Ότι, δηλαδή, μια πολυδάπανη μεταναστευτική πολιτική πενήντα ετών και ένα σύστημα κρατικοδίαιτων «φιλάνθρωπων» απέτυχαν παταγωδώς και ότι τα προβλήματα που έχει, ιδιαίτερα με ένα μεγάλο μέρος μουσουλμάνων μεταναστών που αρνούνται την ενσωμάτωση, θα έχουν σαν αποτέλεσμα, όπως παραδέχτηκε και η καγκελάριος Μέρκελ, να κατασκευάζονται μελλοντικά όλο και περισσότεροι μιναρέδες και ισλαμικά κέντρα, να περιθωριοποιούνται όλο και περισσότεροι άνθρωποι σε νέα γκέτο χωρίς ελπίδα κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ανέλιξης και να ισχυροποιούνται πολιτικά δυναμικές εθνικές μειονότητες που έχουν το βλέμμα στραμμένο στη μητέρα πατρίδα. Το μεφιστοφελικό κακό όμως δεν αποσοβήθηκε τελικά για τα κόμματα, αφού, μετά την έκδοση του βιβλίου, το 18% του γερμανικού λαού δηλώνει ότι θα ψήφιζε ένα κόμμα με αρχηγό τον Σάρατσιν, ενώ ένα 10% θα ψήφιζε σήμερα ένα κόμμα που ιδεολογικά θα ήταν δεξιότερα των Χριστιανοδημοκρατών.
Τα παραδείγματα της Ολλανδίας και πρόσφατα της Σουηδίας δείχνουν, όπως φαίνεται, ότι το μεταναστευτικό αναδεικνύεται σε μετωπικό ζήτημα της Δεξιάς συνολικά. Σημαίνουν όλα αυτά όμως ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται μπροστά σε μια «συντηρητική αναγέννηση» ή ακόμη και σε μια «συντηρητική επανάσταση», όπως ισχυρίζονται οι συντηρητικές FAZ και die Welt; Για την κεντροαριστερή Frankfurter Rundschau όλα αυτά είναι ευσεβείς πόθοι, καθώς, όπως διατείνεται, «οι αστοί συντηρητικοί είναι πολύ δειλοί και μοιρολάτρες για να πάρουν ενεργό θέση υπέρ των συντηρητικών θέσεων», και οι «καλοί άνθρωποι» συνεχίζουν να έχουν παντού την πρωτοκαθεδρία. Αυτό βέβαια μένει να φανεί μελλοντικά. Και εξάλλου, σε μια ανάλογη οικονομική συγκυρία, στον μεσοπόλεμο, άλλες θέσεις πήραν τελικά οι συντηρητικοί αστοί. Ο Σάρατσιν πάντως τους έδειξε τον δρόμο και αυτό που του αναγνωρίζουν άπαντες είναι ότι, παρά τη σκληρή πολεμική, κατάφερε όχι μόνο να θέσει στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου το μεταναστευτικό πρόβλημα και να μην απομονωθεί, αλλά και να βρει χιλιάδες υποστηρικτές, απ’ όλο το κομματικό φάσμα της Γερμανίας.
(1) Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των παιδιών ηλικίας κάτω των πέντε ετών, που ανήκουν σε οικογένειες μεταναστών, ξεπέρασε ήδη το 35% και οι τάσεις παραμένουν σταθερά αυξητικές.
Αντί σχολίου:
Μέρκελ: Το πολυπολιτισμικό μοντέλο στη Γερμανία “απέτυχε πλήρως”
Η καγκελάριος της Γερμανίας Αγγελα Μέρκελ δήλωσε ότι το μοντέλο μιας πολυπολιτισμικής Γερμανίας, όπου φέρονται να συμβιώνουν αρμονικά διάφοροι πολιτισμοί “απέτυχε εντελώς”, ενώ η συζήτηση για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών έχει ανάψει στη Γερμανία. Ωστόσο η Γερμανία χρειάζεται μετανάστες με εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση, καθώς δεν διαθέτει επαρκές εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, τόνισε η Μέρκελ.
Το “πολυπολιτισμικό” δόγμα, σύμφωνα με το οποίο “Ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον και είμαστε ικανοποιημένοι, απέτυχε πλήρως”, τόνισε η Μέρκελ σε συγκέντρωση τηςνεολαίας του συντηρητικού κόμματός της, της Χριστιανοδημοκρατίας
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου