Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες της διατροφικής εξάρτησης σε κοινωνίες που βρίσκονται στην περιδίνηση της κρίσης, όπως είναι αυτή την περίοδο η Ελλάδα;
Καταρχάς η Διατροφική Αυτάρκεια μια κοινωνίας δεν έχει να κάνει μ’ έναν ολοκληρωτικό κλειστό κύκλωμα παραγωγής, στο οποίο μια κοινωνία καταναλώνει μονάχα ό,τι παράγει, χωρίς κανενός είδους ανταλλαγές με άλλες κοινωνίες. Έχει όμως να κάνει με το ότι η συγκεκριμένη κοινωνία δεν εξαρτάται για την επιβίωση της από αυτού του είδους τις ανταλλαγές. Ότι έχει την ικανότητα να παράγει- με βασικό γνώμονα τις ανάγκες τις ίδιας της κοινωνίας και όχι τα συμφέροντα των εταιρειών- τα βασικά είδη διατροφή της και δεν είναι αναγκασμένη να εισάγει προϊόντα που θα μπορούσε να παράγει η ίδια.
Από την δεκαετία του ’50 με την «πράσινη επανάσταση» αλλάζει το μοντέλο παραγωγής προϊόντων. Στην δεκαετία του ’70 η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ επιβάλλουν στις αναπτυσσόμενες χώρες το ελεύθερο εμπόριο στα αγροτικά προϊόντα. Η επιβολή αυτή συστηματοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90 με την δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και μέσω των επενδυτικών και διμερών συμφωνιών για το ελεύθερο εμπόριο, που οδήγησαν στην άρση κάθε μέτρου προστασίας των τοπικών παραγωγών.
Η ΠΤ, σε αγαστή συνεργασία με τις τοπικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ, προκειμένου να δανείσει τις χώρες που «πέφτουν» στα χέρια της, απαιτεί την άρση των εμπορικών δασμών στα εισαγόμενα διατροφικά είδη, οδηγώντας τους μικρούς τοπικούς παραγωγούς στην χρεωκοπία, καταστρέφοντας την τοπική αγροτική οικονομία και υπονομεύοντας την διατροφική αυτάρκεια.
Στην πραγματικότητα η παγκόσμια προσφορά τροφίμων είναι παραπάνω από επαρκής για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες όλου του πληθυσμού της γης, όμως 1 δις άνθρωποι υποσιτίζονται, από τους οποίους πάνω από το 60% ζει στην υποσαχάρια Αφρική και την Νότιο Ασία και τα 845 εκατομμύρια είναι μικροκαλλιεργητές. Αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο όχι με την έλλειψη των τροφίμων αλλά με το ότι στον ανεπτυγμένο κόσμο η διατροφή απορροφά το 10-20% του εισοδήματος των ανθρώπων, ενώ στις πιο φτωχές χώρες απορροφά έως και το 90% του εισοδήματος τους. Και ενώ μεταξύ 2000- 2006 η αύξηση της ζήτησης των δημητριακών ήταν 6% η τιμή τους αυξήθηκε κατά 50%.
Η τεχνητή έλλειψη των τροφίμων και η αύξηση των τιμών τους που οδηγούν στις επισιτιστικές κρίσεις, αντίθετα από ό,τι διατυμπανίζουν τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης σχετίζονται άμεσα με την καπιταλιστικοποίηση της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής που οδηγεί τις τοπικές κοινωνίες να χάνουν την διατροφική τους αυτάρκεια και ο έλεγχος της παραγωγής και της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων περνάει στα χέρια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η ίδια η αγροτική εκβιομηχάνιση, ως τμήμα της εντατικοποίησης της γεωργίας στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής σημαίνει μια τεράστια συγκεντρωποίηση σε όλα τα στάδια (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση), μία συγκεντρωποίηση που καταλήγει αναπόφευκτα στον έλεγχο της διατροφής του παγκόσμιου πληθυσμού:
• 30 πολυεθνικές ελέγχουν το 1/3 των επεξεργασμένων τροφών.
• 5 ελέγχουν το 75% του διεθνούς εμπορίου σιτηρών
• 6 διευθύνουν το 75% της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων
• 2 ελέγχουν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής μπανάνας
• 3 εμπορεύονται το 85% της παγκόσμιας παραγωγής τσαγιού
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το 2007 η Monsanto αύξησε τα κέρδη της κατά 44% και η Cargill κατά 30%.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ, ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
Αν σήμερα στην Ελλάδα όλοι μιλάμε (και βιώνουμε) για την οικονομική κρίση και για τις επιπτώσεις που έχει στην κοινωνία, και κυρίως στα λαϊκά στρώματα, η πολιτική του μνημονίου με την συμπίεση του εργατικού εισοδήματος και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών υποδομών, δεν φαίνεται να έχουμε συνειδητοποιήσει καθόλου τον ρόλο που μπορεί να παίξει μέσα σε αυτή την συγκυρία η διατροφική εξάρτηση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική κοινωνία. Ζούμε σε μια χώρα που το 40% των διατροφικών της αναγκών καλύπτεται από εισαγωγές, που ο αγροτικός παραγωγικός ιστός είναι είτε διαλυμένος είτε προσανατολισμένος στην εμπορευματική γεωργία και εξαρτημένος άμεσα από τις επιδοτήσεις της ΕΕ (δηλαδή των δανειστών του Ελληνικού Κράτους). Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα αγροτική αναδιάρθρωση που θα οδηγήσει στην εξολοκλήρου επιχειρηματική γεωργία.
Μέσα σε 30 χρόνια η Ελλάδα από εκεί που είχε θετικό εμπορικό ισοζύγιο βρέθηκε σήμερα να εισάγει το 40% των τροφίμων που καταναλώνει.
Οι ντόπιες ποικιλίες έχουν εκτοπιστεί από τα χωράφια και τους μπαξέδες και έχουν επικρατήσει σχεδόν ολοκληρωτικά, λίγες βελτιωμένες ποικιλίες ανά είδος και ορισμένα υβρίδια. Μέχρι την δεκαετία του ‘50 στην Ελλάδα καλλιεργούνταν 111 ντόπιες ποικιλίες μαλακού, 139 σκληρού σιταριού, 99 κριθαριού, 294 καλαμποκιού και 39 βρώμης. Από αυτές δεν έχει διασωθεί πάνω από 2-3%.Πρόκειται για ποικιλίες, που είχαν για αιώνες προσαρμοστεί στις συνθήκες κάθε περιοχής και για αυτό είχαν μεγάλη αντοχή σε ασθένειες και μικρές απαιτήσεις σε νερό ή φυτοφάρμακα. Αυτές λοιπόν έχουν δώσει πια την θέση τους σε «βελτιωμένες» ποικιλίες που θέλουν πιο πολύ νερό, φυτοφάρμακα, λιπάσματα.
Ο κυρίως όγκος των επιδοτήσεων της ΚΑΠ ευνόησε τις μεγάλες καλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η εντατικοποίηση των καλλιεργειών έγινε σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, με εξάντληση των υδάτινων πόρων και σε βάρος της ποιότητας των προϊόντων. Η παραγωγή εξελίχθηκε σε κυνήγι των επιδοτήσεων και σε αδιαφορία για τα δεδομένα της πραγματικής σχέσης της παραγωγής με την κατανάλωση. Στην πεδινές εκτάσεις τις Θεσσαλίας και άλλων περιοχών η παραγωγή βασίστηκε στην εντατικοποίηση, την μονοκαλλιέργεια, στην αύξηση των βιομηχανικών εισροών (εκμηχάνιση, αγροτοχημικά) την αυξημένη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων με αποτέλεσμα την ρύπανση και την εξάντληση των υδάτων και του εδάφους.
Ταυτόχρονα η επιβολή ποσοστώσεων στην παραγωγή των αγροτικών προϊόντων οδήγησε στην εισαγωγή μιας σειράς προϊόντων τα οποία ωστόσο θα μπορούσαν να παράγονται στην χώρα. Μέσω των επιδοτήσεων οι αγρότες στράφηκαν σε συγκεκριμένες καλλιέργειες για να φτάσουν σήμερα να επιλέγουν την εγκατάλειψη της παραγωγής αφού επιδοτούνται άσχετα με το εάν παράγουν ή όχι( φυσικά αυτό μέχρι το 2013 όποτε και τελειώνει κάθε μορφή επιδότησης).Οι αναδιαρθρώσεις και το παιχνίδι με τις επιχορηγήσεις είχε ως αποτέλεσμα την τεράστια μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα.
Τώρα εισάγουμε κρεμμύδια από την Ινδία, λεμόνια- πορτοκάλια από την Ν. Αφρική. δαμάσκηνα και αχλάδια από τη Χιλή, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Κίνα, ρεβίθια από το Μεξικό, φιστίκια Αίγινας από την Τουρκία, μπάμιες- φασολάκια- πατάτες από την Αίγυπτο. Μειώσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων...για να εισάγουμε 200.000 τόνους ζάχαρη. Για την εισαγωγή σιτηρών δαπανάμε 250. εκατομμύρια ευρώ την ίδια στιγμή που 150.000 μικρομεσαίοι αγρότες εγκατέλειψαν την παραγωγική διαδικασία. Το ποσοστό των αγροτών στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μειώνεται συνεχώς, από 31% που ήταν το 1981 στο 9,5% το 2009.
Οι αγρότες είναι ουσιαστικά οι αποδέκτες των τιμών των αγροτικών προϊόντων που διαμορφώνουν οι μεταπράτες και τα καρτέλ των βιομηχανιών μεταποίησης. Οι καταναλωτές πληρώνουν τιμές 4-6 φορές μεγαλύτερες από αυτές που εισπράττουν οι παραγωγοί: το λάδι πληρώνεται στον παραγωγό 2 ευρώ για να φτάσει στον καταναλωτή 5 ευρώ, το στάρι πληρώνεται στον παραγωγό 0,14 ευρώ το κιλό για να φτάσει στον καταναλωτή γύρω στα 2 ευρώ, το αγελαδινό γάλα πληρώνεται στον παραγωγό 0,40 λεπτά για να φτάσει στον καταναλωτή 1,20 ευρώ.
Η διατροφική εξάρτηση της χώρας θα συμβάλει ακόμα πιο πολύ στην οικονομική ανέχεια κομματιών της κοινωνίας. Γιαυτό αποκτά επιτακτικό χαρακτήρα η συνειδητοποίηση από κομμάτια της κοινωνίας και του αντικαπιταλιστικού πολιτικού ρεύματος της κρισιμότητας του ζητήματος της διατροφικής αυτάρκειας και του ελέγχου της τροφής και η ανάληψη πρωτοβουλιών σε σχέση με την ανάκτησή τους από τις τοπικές κοινωνίες, έξω από τα πλαίσια της εταιρικής παραγωγής αμφισβητώντας παράλληλα περισσότερο και αμεσότερα την ίδια την εμπορευματική παραγωγή της τροφής.
Οι μορφές της κοινωνικής αντίστασης απέναντι στον ολοκληρωτικό έλεγχος της τροφής και της παραγωγής της από το κεφάλαιο περνάνε μέσα από μια σειρά δομών που αμφισβητούν τους τρόπους παραγωγής και τα κριτήρια που βάζει η καπιταλιστική οικονομία. Μερικές από αυτές θα μπορούσαν να ήταν:
• Ίδρυση δικτύων μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών που βασίζονται στην αμοιβαιότητα και την εμπιστοσύνη σε σχέση με την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων. Πρόκειται για μικρά και διαφανή, εύκολα διαχειρίσιμα δίκτυα όπου όλοι γνωρίζονται και οδηγούν στην παράκαμψη των μεσαζόντων.
• Δημιουργία κολεκτιβίστικων δομών αγροτικής παραγωγής από τους ίδιους τους αγρότες και προσπάθεια διακίνησης των προϊόντων τους έξω από τα εταιρικά κυκλώματα σε άμεση συνεργασία με κοινωνικά δίκτυα και κινήματα στα αστικά κέντρα.
• Καταλήψεις κρατικής και εκκλησιαστικής γης από κινήματα ανέργων σε μια προσπάθεια αυτοξιοπήσης της παραγωγικής τους δυνατότητας.
• Καταλήψεις γης και καλλιέργειά της μέσα στα αστικά κέντρα από κινήματα γειτονίας, ώστε να ενισχυθούν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.
• Ανασύσταση της αγροτικής παραγωγής στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές, με συλλογικές αγροτικές καλλιέργειες που βασίζονται στην αξιοποίηση των τοπικών ποικιλιών, των ντόπιων σπόρων, την βιολογική καλλιέργεια, στην ποικιλία των παραγόμενων προϊόντων.
Το παραπάνω κείμενο είναι επιλογή-δική μου-από την εισήγηση του Κοινού Τόπου σε αντίστοιχη εκδήλωση- συζήτηση στα πλαίσια της 17ης Οικογιορτής.
Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου