Εισήγηση της Δήμητρας Γωγάκου Νομαρχιακής Συμβούλου Θεσσαλονίκης στο 14ο Τακτικό Συνέδριο της ΕΝΑΕ το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010.
Για μας η οικολογική σκέψη είναι αυτή που θέτει στο επίκεντρο την αποκέντρωση και την τοπική δράση και η Αυτοδιοίκηση αποτελεί φυσικό κύτταρο της δημόσιας ζωής.
Μέσα σ’ αυτό το πεδίο, λοιπόν, μπορούν να υλοποιηθούν οι βασικές επιλογές της για αποκέντρωση, τοπικότητα και συμμετοχή όλων των ενεργών πολιτών. Το οικολογικό όραμα για την Αυτοδιοίκηση απαιτεί ισορροπημένη και βιώσιμη κοινωνία με ζωντανή ύπαιθρο και συνεκτικές πόλεις σε ανθρώπινα μεγέθη.
Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα όμως βρίσκεται στον αντίποδα αυτού του οράματος. Το τοπίο της οικολογικής κρίσης είναι σήμερα καθοριστικό και για την Αυτοδιοίκηση με το συγκεντρωτικό κράτος, τοπική διαχείριση κατά κανόνα αδιαφανή και κοντόφθαλμη, υπερ-διογκωμένες αφιλόξενες πόλεις και ύπαιθρο αποψιλωμένη από τον πληθυσμό της με αρκετούς οικισμούς στην Ελλάδα να έχουν ζωή μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Παρ’ όλα αυτά είμαστε οι τελευταίοι που θα υποστηρίξουμε, ότι η Αυτοδιοίκηση πάει καλά και δεν χρειάζεται αλλαγές. Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης τουλάχιστον δείχνουν περιορισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών και προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι εκθέσεις του Συνήγορου του Πολίτη δείχνουν σοβαρά και εκτεταμένα προβλήματα. Οι αρμοδιότητες, όπως όλοι ξέρουμε, είναι περιορισμένες, οι πόροι ανεπαρκείς και επισφαλείς. Με όλα τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες της η Αυτοδιοίκηση δεν παύει να είναι όμως ο πλησιέστερος στον πολίτη θεσμός.
Γι’ αυτό, λοιπόν, θέλουμε Αυτοδιοίκηση ισχυρή, διαφανή και συμμετοχική. Θεσμικό πλαίσιο με τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ της Αυτοδιοίκησης. Κεντρική εξουσία περιορισμένη σε επιτελικό ρόλο ικανή να συνεργάζεται με την Αυτοδιοίκηση στη βάση μιας νέας σχέσης.
Η καθιέρωση Αυτοδιοίκησης σε επίπεδο Περιφέρειας έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση στην Ελλάδα. Αποτελεί ασφαλώς θετικό βήμα δημοκρατίας και αποκέντρωσης. Η πραγματική όμως πρόκληση για όλους μας είναι να την προχωρήσουμε και πέρα από τις αυτονόητες τυπικές μεταρρυθμίσεις που συγκεντρώνουν τη συναίνεση όλων των πρόσφατων κυβερνήσεων.
Πρώτο, λοιπόν, σημαντικό βήμα και σ’ αυτό θα σταθώ χωρίς να επεκταθώ, γιατί πολλές από τις θέσεις μας και τις απόψεις μας έχουν ήδη κατατεθεί από τον Μιχάλη τον Τρεμόπουλο, θα ήθελα να σταθώ στο θέμα της ενίσχυσης της συλλογικότητας στη διοίκηση των Δήμων και των Περιφερειών σε αντίθεση με το σημερινό σύστημα Αυτοδιοίκησης που έχει οικοδομηθεί γύρω από την έννοια του τοπικού άρχοντα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Γι’ αυτό, λοιπόν, προτείνουμε κύριο εκλεγμένο όργανο πρέπει να είναι το Περιφερειακό Συμβούλιο, απλή αναλογική, συνεργασία σε προγραμματική βάση και δικλείδες ασφαλείας που θα επιτρέπουν να μην μένει ακέφαλη η Περιφέρεια σε περίπτωση διαφωνίας.
Ο Περιφερειάρχης και οι τοπικοί και θεματικοί Αντιπεριφερειάρχες να αναδεικνύονται από το Περιφερειακό Συμβούλιο. Οι ρόλοι των θεματικών και τοπικών Αντιπεριφερειαρχών να μην συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Να μην υπάρχει κανένας περιορισμός στις υποψηφιότητες, πέρα από εκείνες που ισχύουν στις βουλευτικές εκλογές. Επείγουσες διορθώσεις στο εκλογικό σύστημα για να μην γίνουν τα Περιφερειακά Συμβούλια αποκλειστική υπόθεση των δύο πρώτων συνδυασμών.
Και για να αποδείξουμε το θέμα, του ότι προς τα εκεί οδηγούμαστε, κάτσαμε και κάναμε ένα σενάριο, μία μελέτη για να δούμε πώς θα είναι η σύνθεση των Περιφερειακών Συμβουλίων της χώρας εφαρμόζοντας τις υποθέσεις εργασίας, ότι οι Περιφέρειες μένουν στα σημερινά τους όρια, τα Συμβούλια θα έχουν 100 έδρες στην Αττική και στην Κεντρική Μακεδονία, 60 έδρες στους υπόλοιπους Νομούς και τα ποσοστά των συνδυασμών θα είναι αντίστοιχα με εκείνα των βουλευτικών του 2009.
Με τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά και τα δεδομένα του «Καλλικράτη» με το ισχύον εκλογικό σύστημα απ’ αυτή τη μελέτη βγήκε το συμπέρασμα ότι τα δύο κόμματα εξουσίας θα έπαιρναν αθροιστικά το 97,6% των εδρών συγκεντρώνοντας το 77,40% των ψήφων. Τα μικρότερα κόμματα θα εξέλεγαν μόλις 21 από τους 860 συμβούλους σε όλη την Ελλάδα.
Ειδικά όσον αφορά την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αυτό που προκύπτει από τη μελέτη μας είναι, ότι από τις 100 έδρες τις 95 τις παίρνουν τα δύο μεγάλα κόμματα και μόνο 5 έδρες καταλαμβάνουν τα μικρά κόμματα. Κι αυτές οι 5 έδρες βγαίνουν μόνο στην εκλογική Περιφέρεια της Α’ Θεσσαλονίκης, όπου το εκλογικό μέτρο διαμορφώνεται στο 4,58%. 2 έδρες στο ΚΚΕ, 2 έδρες στο ΛΑ.Ο.Σ. και 1 στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Στους άλλους Νομούς: Ημαθίας, Πέλλας, Κιλκίς, Χαλκιδικής όπου το εκλογικό μέτρο ξεπερνάει το 9% και φτάνει στη Χαλκιδική στο 27,5%, κανένας άλλος συνδυασμός δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί. Αποδεικνύεται έτσι ότι γίνεται δύσκολη έως αδύνατη η εκλογή συμβούλων από μικρούς ή ανεξάρτητους συνδυασμούς.
Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, το Σχέδιο «Καλλικράτης» δεν μεταρρυθμίζει μόνο τους θεσμούς, αλλά οριοθετεί και τα ίδια τα τοπικά εκλογικά αποτελέσματα.
Τελειώνοντας, λοιπόν, θέλουμε να τονίσουμε, ότι εάν δεν θεσπιστεί η απλή αναλογική και παραμένει η εκλογή των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων ανά εσωτερική εκλογική περιφέρεια θα πρέπει τουλάχιστον το εκλογικό μέτρο να υπολογίζεται με βάση τις έδρες της αντιπολίτευσης στο σύνολο της περιφέρειας ή του νέου Δήμου και όχι χωριστά σε κάθε εσωτερική εκλογική περιφέρεια.
Για τις έδρες που μένουν αδιάθετες στην πρώτη κατανομή, να αθροίζονται και τα αχρησιμοποίητα υπόλοιπα ψήφων από διαφορετικά περιφερειακά διαμερίσματα. Να μην ισχύει κανείς περιορισμός στο δικαίωμα υποψηφιότητας και κατάρτισης συνδυασμών για τους Δήμους και τις περιφέρειες πέρα από όσους προβλέπονται ήδη και στις βουλευτικές εκλογές.
Με τις σκέψεις αυτές και τελειώνοντας θεωρούμε, ότι το Σχέδιο «Καλλικράτης», όπως κατατέθηκε δύσκολα μπορεί να οδηγήσει την Αυτοδιοίκηση σε αναβάθμιση ή ακόμη με το γενικόλογο πλαίσιό του να αποτελέσει βάση ουσιαστικού διαλόγου.
Χρειάζεται ριζική και συνολική επανεξέταση, ώστε να μην οδηγηθούμε σε μια Αυτοδιοίκηση απομακρυσμένη από τον πολίτη στην καλύτερη περίπτωση και με σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας και διαφάνειας στη χειρότερη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου