Του Σταύρου Σταυρίδη*
Δεν βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η ζωή μας κυλάει κανονικά, όπου τα ερωτήματα τίθενται από μια συνθήκη όπου έχουν εξασφαλιστεί τα βασικά δεδομένα προβλεψιμότητας του μέλλοντος μιας κανονικής ζωής, αλλά σε μια περίοδο κρίσης όπου πολλά από αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα δεν είναι πια δεδομένα. Αυτή η νέα συνθήκη έχει θέσει με καινούργιο τρόπο ένα ερώτημα το οποίο διαμορφώνεται όχι μονάχα στα μυαλά εκείνων που είχαν μια εμπλοκή με το πρόβλημα της ανθρώπινης χειραφέτησης και προσπαθούσαν με τον ένα ή άλλο τρόπο να το αρθρώσουν σε μια πολιτική, αλλά και στα μυαλά εκείνων που αυτό τους φαινόταν πολύ μακρινό ή αδιάφορο. Το ερώτημα αυτό είναι: μπορούμε, με τις συνθήκες που ζούμε, εμείς οι ίδιοι να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας; Είναι δυνατό, καθώς αδιαφορεί πλέον το κράτος, ως μηχανή αναπαραγωγής της κοινωνίας, για τη ζωή μας, να ρυθμίσουμε εμείς αυτή τη ζωή;
Βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, και στη Λατινική Αμερική αυτό το έχουν ζήσει εδώ και πολλές δεκαετίες, σε μια συνθήκη όπου ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας, σε εξαιρετικά μεγάλη κλίμακα (όπως στις μεγαλουπόλεις της Λατινικής Αμερικής, αλλά και στην Αθήνα πλέον), τίθενται σχεδόν εκτός κοινωνίας. Υπάρχουν δύο εξαιρετικά κομβικά ζητήματα από τα οποία εξαρτιέται η αναπαραγωγή των ανθρώπων (με όρους ένταξης και υπαγωγής σε ένα σύστημα ζωής που να μπορεί να επιδέχεται μια στοιχειώδη προβλεψιμότητα και να έχει νόημα), γύρω από τα οποία έχουν αρθρωθεί και αντίστοιχες πρακτικές και αντιδράσεις. Είναι το πρόβλημα της στέγης και το πρόβλημα της διατροφής. Γύρω από αυτά υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας πολύ έντονος προβληματισμός στα κινήματα και τις μορφές αυτοοργάνωσης που έχουν ξεπηδήσει με πολλούς τρόπους σε κοινωνίες σε κρίση.
Οι σύντροφοι στο Μεξικό, σε ένα πολύ ενδιαφέρον συνέδριο στο οποίο βρέθηκα πρόσφατα, προβληματίζονται πάνω στο θέμα της αυτονομίας με τέτοιους όρους, δηλαδή με όρους υλικής αναπαραγωγής εκείνων που βρίσκονται μπροστά σε προβλήματα επιβίωσης. Λένε κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση: δεν μπορούμε να φανταστούμε καμιά μορφή αυτονομίας, δηλαδή χειραφέτησης από τους μηχανισμούς της εξουσίας και του κράτους, εάν αυτή η μορφή δεν περιλαμβάνει μορφές διατροφικής αυτονομίας. Εάν, δηλαδή, δεν μπορεί το ίδιο το υποκείμενο που επιχειρεί να χειραφετηθεί από τους μηχανισμούς που ελέγχουν τη ζωή του να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη που χρειάζεται για την επιβίωση.
“Υπάρχω εάν υπάρχεις”
Στη Λατινική Αμερική ανακάλυψαν ένα δίκτυο σκέψεων και κοσμοαντιλήψεων που μπορεί και να βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο ήδη θεμελιωμένο, έναν κόσμο που ο δυτικός πολιτισμός περιφρόνησε, διέλυσε, καταπάτησε, κατέστρεψε, στον κόσμο της ιθαγενικής σοφίας κάποιων κοινοτήτων οι οποίες υπάρχουν ακόμα. Έναν τρόπο σκέψης ο οποίος επιβιώνει όλης αυτής της περιόδου της αρπακτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο οποίος συμπυκνώνεται στη φράση buen vivir. Το buen vivir σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, ευ ζην ή το να ζεις καλά, αλλά δεν πρόκειται για τη συνέχιση μιας στωϊκής ή επικούρειας συζήτησης για τη βελτίωση του εαυτού, αλλά ίσα ίσα για θεμελίωση του ερωτήματος της αξίας που έχει η ζωή πάνω στην αξία της συλλογικής αναφοράς, της κοινότητας.
Η ουσία του buen vivir είναι η διατύπωση «υπάρχω εάν υπάρχεις». Υπάρχω όχι ως αυτοτελής αξία, αλλά υπάρχω εφόσον υπάρχεις. Δηλαδή, εξαρτάται η ύπαρξή μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω, από το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχεις και εσύ. Το buen vivir, λοιπόν, θέτει στο πλαίσιο του καινούργιου προβληματισμού για την αυτονομία ένα ακόμη ερώτημα: εάν στοχάζομαι στον ορίζοντα του άλλου, εάν ενεργώ με την προϋπόθεση ότι υπάρχει ο άλλος, με ποιες αξίες, με ποιες αρχές μπορώ να εκφράσω αυτή τη συνλειτουργία στην προοπτική της κοινής μας επιβίωσης; Ξεχώρισαν τρεις αρχές οι οποίες προέρχονται από αυτό το κοσμοθεωρητικό σύμπαν αλλά χειρονομούν προς έναν νέο ορισμό της κοινότητας. Η πρώτη αρχή είναι να μη σκοτώνεις τον άλλον. Η δεύτερη αρχή είναι να μην κλέβεις. Και η τρίτη είναι να μην σταματάς να δουλεύεις. Μπορεί να φαίνονται λίγο εχθρικές προς αυτά που μπορεί να σκεφτόμαστε, δείτε, όμως, την ερμηνεία τους. Το γιατί δεν πρέπει να φονεύεις τον άλλον είναι μάλλον προφανές, δεν μπορεί η δυνατότητα του φόνου να είναι ο ορίζοντας θεμελίωσης της κοινότητας. Το να μην κλέβεις σημαίνει ότι, επειδή ακριβώς η συλλογική αναφορά στα αγαθά επιβίωσης της κοινότητας προϋποθέτει έναν σεβασμό της συμμετοχής καθενός σε αυτά τα αγαθά, οποιαδήποτε πράξη κλοπής, δηλαδή ατομικής ιδιοποίησης, είναι στην ουσία μια ενέργεια κατά της κοινωνίας. Το τρίτο και πιο περίεργο, το μη σταματάς να δουλεύεις, σημαίνει στη δική τους λογική ότι, επειδή η δουλειά δεν είναι καταναγκαστική εργασία, δεν είναι αυτό που σου επιβάλλεται για να μπορέσεις να αναπαραχθείς ατομικά με αντίτιμο κάποιου είδους μισθό, αλλά η διαρκής σχέση μετασχηματισμού και αρμονίας με το φυσικό περιβάλλον, το να σταματάς να δουλεύεις σημαίνει ότι παραιτείσαι από αυτή τη διαρκή ανταλλαγή, ότι αποσύρεσαι από το κοινωνικό, είσαι αντικοινωνικός.
Το ερώτημα είναι, αν θέσει κανείς με αυτούς τους όρους το ζήτημα της αυτονομίας, πώς μπορεί αυτή η αυτονομία να οριστεί ή να τεθεί σε έναν ορίζοντα θεωρητικό ως πολιτικό πρόταγμα. Εκεί υπάρχει άλλη μια πτυχή αυτής της συζήτησης για το buen vivir που αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους λαμβάνονται στο εσωτερικό των κοινοτήτων οι αποφάσεις ή παράγονται μορφές διαβούλευσης με στόχο να βρεθεί ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να εξασφαλιστεί το buen vivir ως συλλογική συνθήκη.
Μπροστά, λοιπόν, στην παράδοση αυτού του τρόπου σκέψης υπάρχει ξανά το πρόβλημα της οργάνωσης, το πρόβλημα της απόφασης, και το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα σε αυτούς που μετέχουν σε μια κοινότητα. Υπάρχει, εντέλει, το πρόβλημα της δημοκρατίας και το πρόβλημα της εξουσίας. Το πρόβλημα της δημοκρατίας, σε αυτόν τον ορίζοντα, σημαίνει αναγνώριση αυτού που ο Ρανσιέρ αποκαλεί «δημοκρατικό παράδοξο». Δηλαδή, όχι μονάχα δημοκρατία για να γίνουμε ίσοι, αλλά ασκούμε τη δημοκρατία στο όνομα του ότι είμαστε προκαταβολικά όλοι ίσοι. Ταυτόχρονα, λοιπόν, στόχος και προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι η ισότητα. Αυτό είναι ένα στοιχείο της συνθήκης της νέας διατύπωσης της αυτονομίας.
Ένα δεύτερο στοιχείο αυτής της συνθήκης είναι, επειδή αυτό το «δημοκρατικό παράδοξο» είναι μια μηχανή που πρέπει να είναι σε διαρκή λειτουργία, με ποιο τρόπο μπορούμε να εξασφαλίσουμε αυτή τη μηχανή απέναντι σε αυτό που μπορεί να την καταστρέψει. Η εξασφάλιση είναι, κοντολογής, να εφεύρουμε τρόπους, μέσα από αυτές τις πρακτικές της επιβίωσης που δίνουν νόημα συλλογικά στη ζωή, να καταστρέφουμε τις δυνατότητες συσσώρευσης εξουσίας. Να καταστρέφουμε τη δυνατότητα κάποιων να οικειοποιούνται τον κοινωνικό πλούτο και την κοινωνική γνώση προς όφελός τους. Η κοινωνική αλληλεγγύη, λοιπόν, η οποία μπορεί να στηρίζεται σε ένα τέτοιο πρόταγμα αυτονομίας μέσα από τη δημοκρατία, χρειάζεται διαρκώς την εφεύρεση μηχανών που καταστρέφουν τη συσσώρευση της εξουσίας.
*Καθηγητής ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου