του Χρήστου Χατζηιωσήφ
Για τους Έλληνες, μια εμβάθυνση σε αυτό το ζήτημα, δηλαδή στις δομές της παραγωγής, της κατανάλωσης και του πιστωτικού συστήματος θα έφερνε στην επιφάνεια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνικής διάρθρωσης και των πολιτικών ισορροπιών που βρίσκονται εκτός κριτικής, καθώς θεωρούνται οι πυλώνες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Θα έδειχνε ότι οι αιτίες της τελικής αποτυχίας του ελληνικού οικονομικού συστήματος στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας βρίσκονταν ακριβώς σε ό,τι επί δεκαετίες παρουσιαζόταν ως επιτυχία.
Μια από τις θεωρούμενες επιτυχίες είναι η διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων μεταποίησης έκλεισαν, στη Βόρεια κυρίως Ελλάδα, και μετεγκαταστάθηκαν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Δεν έγινε όμως καμία προσπάθεια να αποτιμηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της μεταφοράς των επιχειρήσεων όχι μόνο στην απασχόληση, αλλά και στη συνολική οικονομική δραστηριότητα στις περιοχές που εγκαταλείπουν οι επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στα φορολογικά έσοδα.
Η μετεγκατάσταση συνοδεύθηκε και υποστηρίχθηκε από την επέκταση του δικτύου των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, και σε ορισμένες περιπτώσεις και πέρα από αυτά. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της τραπεζικής αγοράς. Ούτε εδώ υπήρξε προσπάθεια να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, κατά πόσον οι εσωτερικοί πόροι που μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό μείωσαν τις ευκαιρίες ή κατέστησαν ακριβότερη τη χρηματοδότηση της εγχώριας παραγωγής και των υπηρεσιών και απότρεψαν την αναβάθμισή τους. Ούτε έχει ερευνηθεί η χρήση από τις ελληνικές τράπεζες των τίτλων του ελληνικού δημόσιου χρέους σε ευρώ ως ασφαλειών για τη χρηματοδότηση της επέκτασής τους εκτός των συνόρων, και κατά συνέπεια δεν έχει υπάρξει προβληματισμός πάνω σε ένα πρόσθετο κίνητρο που είχαν οι ελληνικές τράπεζες για την αύξηση του δημόσιου δανεισμού.
Η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη αντιμετωπίσθηκε στην Ελλάδα, και καμιά φορά και εκτός αυτής, με θριαμβολογίες σαν δείγμα ισχύος του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απόρροια των αδυναμιών της αναπαραγωγής της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και άλλες θεωρούμενες επιτυχίες ή «ατού» της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν υποστεί κριτική ανάλυση. Δεν έχει εκτιμηθεί η σύνδεση του τουρισμού με την εγχώρια παραγωγή, και έτσι δεν έχει υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα των ακαθάριστων τουριστικών εισπράξεων –οι μόνες που μετρώνται– πάνω στη συνολική εγχώρια κατανάλωση, τις εισαγωγές και το ισοζύγιο πληρωμών. Το ίδιο ισχύει για το λεγόμενο ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Αντίθετα, η κοινή γνώμη τροφοδοτείται με καθησυχαστικά στερεότυπα για τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού και θριαμβολογίες για τις πρωτιές των ελλήνων εφοπλιστών. Φυσικά ούτε λέξη για τις αδυναμίες στην κεφαλαιακή διάρθρωση των τουριστικών επιχειρήσεων, που οδηγούν όλο και περισσότερες σε ξένα χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου