Με αφορμή την εξόρυξη του Λιγνίτη που προωθείται για τη περιοχή της Ελασσόνας:
Χρειαζόμαστε ένα σύστημα ηλεκτρισμού μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Κυρίως για λόγους συμμόρφωσης με τις νέες -αλλά όχι αρκετά αυστηρές- ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για την ατμοσφαιρική ρύπανση, οι 22 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα πρέπει να κλείνουν σταδιακά, ώστε το 2023 να λειτουργούν μόνο 4. Οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις όμως εξακολουθούν να μην έχουν επικαιροποιημένο και τεκμηριωμένο πακέτο σεναρίων για τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και την εξέλιξη του μίγματος καυσίμων και τεχνολογιών. Ο λιγνίτης έτσι φαίνεται πως θα είναι μαζί μας για το μεγαλύτερο μέρος και του 21ου αιώνα καθώς ξεκινά η κατασκευή της Πτολεμαΐδας V, ετοιμάζεται η Μελίττη ΙΙ, σχέδια υπάρχουν και για τον Άγιο Δημήτριο VI, ενώ νέα λιγνιτωρυχεία ετοιμάζονται να δοθούν προς εκμετάλλευση, όπως της Ελασσόνας.
Επομένως, το καθοριστικότερο που χρειαζόμαστε είναι μια πλήρως μελετημένη και έγκαιρα σχεδιασμένη ολοκληρωμένη στρατηγική μετάβασης στη μετα-λιγνιτική εποχή, βασισμένη στην εξοικονόμηση ενέργειας, την προώθηση των ΑΠΕ και την παράλληλη στήριξη των κοινωνιών που εξαρτώνται μέχρι σήμερα από το λιγνίτη με αντισταθμιστικές παροχές και τέλη για τη χρηματοδότηση σχεδίων τόνωσης της απασχόλησης σε αυτές τις περιοχές.
Στην κατεύθυνση αυτή χρειαζόμαστε καταρχάς η κάθε τεχνολογία να επιβαρύνεται με το πραγματικό κόστος παραγωγής της και να πάψει η ευνοϊκή μεταχείριση του λιγνίτη. Αν αφήσουμε κατά μέρος την περσινή μικρή επιβάρυνση, ο λιγνίτης ουσιαστικά δεν φορολογείται, δεν συνεκτιμάται το εξωτερικό κόστος στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία από την καύση του ούτε το τίμημα της χρήσης ή καταστροφής των «παράπλευρων» φυσικών πόρων (νερά, εδάφη) από τα λιγνιτωρυχεία.
Αυτό το "παράπλευρο" ή "εξωτερικό" κόστος το πληρώνει κυρίως η τοπική κοινωνία και αυτή μπορεί με τον καλύτερο τρόπο να το "κοστολογήσει" και να απαιτήσει να μη το πληρώνει η ίδια, αλλά και να υπάρξει στροφή στη κατεύθυνση μηδενικών εκπομπών.
Η ελληνική οικονομία ξεχωρίζει ως η πιο σπάταλη και ρυπογόνος μεταξύ των «παλιών» χωρών της Ε.Ε. Για κάθε ευρώ του ΑΕΠ μας εκπέμπουμε τα περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου σε σχέση με αυτές. Οι αιτίες είναι γνωστές: συντριπτική κυριαρχία του λιγνίτη και του μαζούτ στην ηλεκτροπαραγωγή, κτίρια που σπαταλούν ενέργεια, ουσιαστική αποκλειστικότητα ΙΧ και φορτηγών στις μεταφορές, τιμολογιακή πολιτική που αποθαρρύνει την εξοικονόμηση.
Πρέπει να γίνει αναπροσανατολισμός του ενεργειακού μας μοντέλου, με άμεσες και ριζικές αλλαγές στο σύστημα ηλεκτρισμού της χώρας, τον τομέα με το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο στις εθνικές εκπομπές CO2 αλλά και με τις οικονομικότερες και τεχνικά ωριμότερες δυνατότητες υποκατάστασης των ορυκτών καυσίμων.Χρειαζόμαστε ένα σύστημα ηλεκτρισμού μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Κυρίως για λόγους συμμόρφωσης με τις νέες -αλλά όχι αρκετά αυστηρές- ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για την ατμοσφαιρική ρύπανση, οι 22 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα πρέπει να κλείνουν σταδιακά, ώστε το 2023 να λειτουργούν μόνο 4. Οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις όμως εξακολουθούν να μην έχουν επικαιροποιημένο και τεκμηριωμένο πακέτο σεναρίων για τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και την εξέλιξη του μίγματος καυσίμων και τεχνολογιών. Ο λιγνίτης έτσι φαίνεται πως θα είναι μαζί μας για το μεγαλύτερο μέρος και του 21ου αιώνα καθώς ξεκινά η κατασκευή της Πτολεμαΐδας V, ετοιμάζεται η Μελίττη ΙΙ, σχέδια υπάρχουν και για τον Άγιο Δημήτριο VI, ενώ νέα λιγνιτωρυχεία ετοιμάζονται να δοθούν προς εκμετάλλευση, όπως της Ελασσόνας.
Επομένως, το καθοριστικότερο που χρειαζόμαστε είναι μια πλήρως μελετημένη και έγκαιρα σχεδιασμένη ολοκληρωμένη στρατηγική μετάβασης στη μετα-λιγνιτική εποχή, βασισμένη στην εξοικονόμηση ενέργειας, την προώθηση των ΑΠΕ και την παράλληλη στήριξη των κοινωνιών που εξαρτώνται μέχρι σήμερα από το λιγνίτη με αντισταθμιστικές παροχές και τέλη για τη χρηματοδότηση σχεδίων τόνωσης της απασχόλησης σε αυτές τις περιοχές.
Στην κατεύθυνση αυτή χρειαζόμαστε καταρχάς η κάθε τεχνολογία να επιβαρύνεται με το πραγματικό κόστος παραγωγής της και να πάψει η ευνοϊκή μεταχείριση του λιγνίτη. Αν αφήσουμε κατά μέρος την περσινή μικρή επιβάρυνση, ο λιγνίτης ουσιαστικά δεν φορολογείται, δεν συνεκτιμάται το εξωτερικό κόστος στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία από την καύση του ούτε το τίμημα της χρήσης ή καταστροφής των «παράπλευρων» φυσικών πόρων (νερά, εδάφη) από τα λιγνιτωρυχεία.
Αυτό το "παράπλευρο" ή "εξωτερικό" κόστος το πληρώνει κυρίως η τοπική κοινωνία και αυτή μπορεί με τον καλύτερο τρόπο να το "κοστολογήσει" και να απαιτήσει να μη το πληρώνει η ίδια, αλλά και να υπάρξει στροφή στη κατεύθυνση μηδενικών εκπομπών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου