Του Ζερζ Λατούς, καθηγητή οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ορσέ, αρνητή της οικονομικής μεγέθυνσης
Εισαγωγή: Τι είναι η «λιτάκαμψη»; Γιατί, κατά βάθος, αυτό ακριβώς προτάθηκε στη διάσκεψη κορυφής (G8/20) του Τορόντο: ένα πρόγραμμα του οποίου οι στόχοι συνίστανται ταυτόχρονα και στην ανάκαμψη και στην λιτότητα. Η Γερμανίδα πρωθυπουργός Άνγκελα Μέρκελ συνηγορούσε υπέρ μιας αυστηρής πολιτικής λιτότητας. Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, φοβούμενος μήπως η αντιπληθωριστική πολιτική τσακίσει την εύθραυστη ανάκαμψη της παγκόσμιας και της αμερικανικής οικονομίας, συνηγορούσε υπέρ μιας ανάκαμψης σε λογικά επίπεδα. Η τελική συμφωνία πραγματοποιήθηκε πάνω σε μια σύνθεση, η οποία όπως θα αποδειχθεί στο μέλλον αποκλείεται να φανεί λειτουργική: η ανάκαμψη θα ελέγχεται από την λιτότητα, και η λιτότητα θα μετριάζεται από την ανάκαμψη. Η Κριστίν Λαγκάρντ -εκείνη την εποχή Υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας η οποία στη συνέχεια ανέλαβε πρόεδρος του ΔΝΤ- τόλμησε να χρησιμοποιήσει τον νεολογισμό «λιτάκαμψη», σύντμηση της λιτότητας και της ανάκαμψης. Σε αυτό το σημείο συντάχθηκε με τις απόψεις του Αλέν Μενκ -συμβούλου του προέδρου Νικολά Σαρκοζί [και εξαιρετικά αμφιλεγόμενου διανοούμενου (ΣτΜ)]- ο οποίος έδωσε την εξής καταπληκτική απάντηση στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει στην κρίσιμη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την αποσταθεροποίηση των κρατών από τις χρηματαγορές, τις οποίες αυτά ακριβώς τα κράτη είχαν σώσει από την κατάρρευση: πρέπει να πατάμε ταυτόχρονα και το φρένο και το γκάζι.
Ωστόσο, η καταγγελία της διπλής απάτης στην οποία συνίσταται αυτό το πρόγραμμα αποτελεί για μένα μια τριπλή πρόκληση:
Καταρχάς, το να εκφωνώ λόγο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο των Βρυξελών, στον ναό της οικονομικής μεγέθυνσης, προβάλλοντας μια εικονοκλαστική θέση, την αποανάπτυξη, και μάλιστα όσον αφορά ένα ζήτημα για το οποίο δεν είμαι ειδικός, την Ελλάδα και την κρίση του δημόσιου χρέους της.
Δεύτερον, το να μιλάω σε αυτόν τον χώρο, έναν ναό της πολιτικής, με την ιδιότητα του «σοφού», δηλαδή -ακλουθώντας τη διάκριση και την ανάλυση του Βέμπερ- σύμφωνα με την ηθική της πεποίθησης και όχι με την ηθική της ευθύνης.
Τέλος, για να υποστηρίξω μια παράδοξη θέση: ούτε λιτότητα, ούτε ανάκαμψη!
Τουλάχιστον, όσον αφορά την απόρριψη της λιτότητας μπορώ να βρω συμμάχους (έστω και πολύ μειοψηφικούς), τόσο στους κύκλους των οικονομολόγων (για παράδειγμα τον Φρεντερίκ Λορντόν (1)), όσο και των πολιτικών (για παράδειγμα του Ζαν Λικ Μελανσόν (2)).
Η απόρριψη της ανάκαμψης της παραγωγικίστικης οικονομικής μεγέθυνσης και η εγκατάλειψη της θρησκείας της οικονομικής μεγέθυνσης είναι μια θέση η οποία –όσο κι αν υιοθετείται από ορισμένα τμήματα του οικολογικού χώρου σε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα- αγνοείται εντελώς όταν πρόκειται για το βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
Ωστόσο, θα επιχειρήσω να ανταποκριθώ σε αυτήν την τριπλή πρόκληση, επαναλαμβάνοντας την διπλή άρνησή μου, τόσο της λιτότητας, όσο και της ανάκαμψης της οικονομίας.
Ι. Να αρνηθούμε τη λιτότητα.
Η ελληνική κρίση εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της κρίσης του ευρώ και της κρίσης της Ευρώπης. Και φυσικά, στο πλαίσιο μιας πολιτισμικής κρίσης της κοινωνίας της κατανάλωσης. Πρόκειται δηλαδή για μια σύνθετη κρίση στην οποία συνδυάζεται μια χρηματοοικονομική κρίση, μια οικονομική κρίση, μια κοινωνική κρίση, μια πολιτιστική κρίση και μια οικολογική κρίση. Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι, η λύση στην ελληνική κρίση θα δοθεί επιλύοντας την κρίση της Ευρώπης και του ευρώ, αν όχι και την κρίση του υπερκαταναλωτικού πολιτισμού. Αντίθετα, εάν η Ελλάδα διατηρηθεί στη ζωή με διαρκείς μεταγγίσεις δανείων τα οποία θα συνοδεύονται από ολοένα σκληρότερες θεραπείες λιτότητας, τότε, ούτε την Ελλάδα θα σώσουμε, ούτε και την Ευρώπη: το μοναδικό αποτέλεσμα θα είναι να βυθίσουμε τους λαούς μέσα στην απόγνωση.
Η απόρριψη της λιτότητας προϋποθέτει την πτώση δύο ταμπού πάνω στα οποία έχει θεμελιωθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα: του ταμπού του πληθωρισμού και του ταμπού του προστατευτισμού.
Το πρόγραμμα της αποανάπτυξης -δηλαδή της οικοδόμησης μιας κοινωνίας της λιτής αφθονίας ή, με άλλα λόγια, της ευημερίας δίχως οικονομική μεγέθυνση- προϋποθέτει την αποκατάσταση δύο δυσφημισμένων σήμερα φαινομένων, στα οποία παρόλα αυτά στηρίχθηκαν στο παρελθόν ορισμένες συστηματικές πολιτικές: μιλάμε για τον προστατευτισμό και για τον πληθωρισμό. Η εξαιρετική οικονομική μεγέθυνση που παρατηρήθηκε στις Δυτικές οικονομίες κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και ουσιαστικά η μοναδική περίοδος στη σύγχρονη ιστορία όπου οι τάξεις των εργαζόμενων απόλαυσαν μια σχετική ευημερία οφείλονταν σε συστηματικές δασμολογικές πολιτικές που είχαν ως στόχο τη δημιουργία ή την ανοικοδόμηση του παραγωγικού μηχανισμού, την προστασία της οικονομικής δραστηριότητας σε εθνικό επίπεδο και την κοινωνική προστασία, όπως επίσης και σε πολιτικές που αποσκοπούσαν στη χρηματοδότηση του δημοσιοοικονομικού ελλείμματος με την προσφυγή στην έκδοση χρήματος μέσα σε λογικά πλαίσια, δημιουργώντας αυτήν την «gentlerise or pricelevel» (ήπιο πληθωρισμό) που συνιστούσε ο Κέινς. Η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση απαγόρευσε την προσφυγή σε αυτά τα δύο εργαλεία και σήμερα αναθεματίζονται εκείνοι που τα προτείνουν. Βέβαια, όλες οι κυβερνήσεις που έχουν τη δυνατότητα προσφεύγουν σε αυτά με λιγότερο ή περισσότερο ανεπαίσθητο, συγκαλυμμένο κι ύπουλο τρόπο.
Όπως συμβαίνει στην περίπτωση κάθε εργαλείου, ο προστατευτισμός και ο πληθωρισμός μπορούν να έχουν και αρνητικές επιπτώσεις ή παρενέργειες • μάλιστα, σήμερα, παρατηρούνται κατά κύριο λόγο αυτές ακριβώς οι αισχρές επιπτώσεις και παρενέργειές τους (3). Ωστόσο, είναι αναγκαίο να προσφεύγουμε σε αυτά με έξυπνο τρόπο για να επιλύσουμε τις σημερινές κρίσεις με τρόπο ικανοποιητικό από κοινωνική άποψη. Οφείλουμε να αποφύγουμε την καταστροφή της αποπληθωριστικής λιτότητας, αλλά και τον σίγουρο όλεθρο που εγκυμονεί η παραγωγικίστικη ανάκαμψη της οικονομίας.
Όμως, σήμερα, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θα πρέπει πιθανότατα να εγκαταλείψουμε το ευρώ καθώς δεν είναι δυνατόν να το διορθώσουμε. Οφείλουμε να αποκτήσουμε ξανά τον έλεγχο του νομίσματος, το οποίο πρέπει να ξαναβρεί τον πραγματικό ρόλο του : να μας υπηρετεί και όχι να μας υποδουλώνει. Το νόμισμα μπορεί να γίνει ένας καλός υπηρέτης, αλλά είναι πάντα ένας κακός αφέντης.
Θα πρέπει καταρχάς να παρατηρήσουμε ότι η ανάκαμψη που προωθεί η Κριστίν Λαγκάρντ δεν είναι η παραγωγικίστικη ανάκαμψη που συνιστά ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, αλλά η ανάκαμψη της οικονομίας-καζίνο, κατά κύριο λόγο η ανάκαμψη της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, της φούσκας των ακινήτων.
Πράγματι, για τις σημερινές κυβερνήσεις, το σύνθημα «Και ανάκαμψη και λιτότητα» σημαίνει ανάκαμψη για το κεφάλαιο και λιτότητα για τους πληθυσμούς. Στο όνομα της ανάκαμψης –η οποία εξάλλου είναι σε μεγάλο βαθμό μια αυταπάτη όσον αφορά τις επενδύσεις και μια μεγάλη απάτη όσον αφορά την απασχόληση- μειώνονται ή καταργούνται οι εργοδοτικές εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση, ο φόρος επί των κερδών των εταιριών και ο «επαγγελματικός φόρος» (4). Οι κυβερνήσεις παραιτούνται από οποιαδήποτε φορολόγηση των υπερκερδών του τραπεζικού και του χρηματοοικονομικού τομέα, ενώ η λιτότητα πλήττει με σφοδρότητα τους μισθωτούς και τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, με την μείωση των μισθών, τις περικοπές στις κοινωνικές παροχές την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης και τον περιορισμό του ύψους της σύνταξης. Το επιστέγασμα αυτής της καταστροφικής μανίας το οποίο υποτίθεται ότι θα προετοιμάσει την ανάκαμψη είναι η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών και η ταχύτατη ιδιωτικοποίηση οτιδήποτε απομείνει. Όλα αυτά συνεπάγονται την μαζική κατάργηση θέσεων εργασίας στην παιδεία, στην υγεία… Γινόμαστε μάρτυρες ενός περίεργου, μαζοχιστικού διαγωνισμού λιτότητας. Η χώρα Α εξαγγέλλει μια μείωση μισθών κατά 20% και, αμέσως, η χώρα Β μειοδοτεί με 30%, ενώ η χώρα Γ, για να μην υστερεί, εξαγγέλλει ακόμα πιο δρακόντεια μέτρα. Το γεγονός ότι καλούμαστε από την πανταχού παρούσα διαφήμιση να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε ολοένα περισσότερο παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε τα αναγκαία μέσα για να το κάνουμε και συνεπώς οφείλουμε να δανειζόμαστε χωρίς να υπάρχει προοπτική να αποπληρώσουμε τα χρέη μας, ισοδυναμεί με το να καλούμαστε να μετανοήσουμε για την καταναλωτική ψεύτικη γιορτή στην οποία είχαμε υποκύψει, ενώ ταυτόχρονα οφείλουμε να την συνεχίζουμε βυθισμένοι στην κατήφεια.
Το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει αυτή η πολιτική της ηλίθιας λιτότητας είναι να πυροδοτήσει έναν κύκλο αποπληθωρισμού ο οποίος θα βαθύνει την ύφεση, την οποία δεν θα κατορθώσει να αποτρέψει μια ανάκαμψη η οποία θα έχει καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Καθώς δε τα κράτη θα έχουν υποστεί οικονομική αφαίμαξη, δεν θα είναι πλέον σε θέση να σώσουν τις τράπεζες διαθέτοντας και πάλι δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτή η πολιτική δεν είναι μονάχα ανήθικη, είναι και παράλογη. Θα οδηγήσει στη χρεοκοπία του ευρώ –ενδεχομένως και της Ευρώπης- και στην κοινωνική καταστροφή.
Εν όψει αυτού του ενδεχόμενου, ποια θα ήταν η πολιτική που θα εφάρμοζαν οι «αρνητές της οικονομικής μεγέθυνσης» εάν καλούνταν να διαχειριστούν τις υποθέσεις μιας χώρας, της Ελλάδας για παράδειγμα; Η απλούστατη άρνηση πληρωμής του χρέους, δηλαδή η χρεοκοπία του κράτους, θα ήταν ένα εξαιρετικά ριζικό φάρμακο που θα έλυνε το πρόβλημα καταργώντας το. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι αυτή η ριζοσπαστική λύση, την οποία δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε και την οποία θα επικροτούσαν με ενθουσιασμό οι οπαδοί της αποανάπτυξης, θα εγκυμονεί τον κίνδυνο να βυθιστεί η χώρα στο χάος. Πράγματι, το πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι, πρακτικά, η κρίση της υπερχρέωσης των κρατών είναι μονάχα ένα από τα στοιχεία του προβλήματος. Η θεωρητική απάντηση μονάχα για το πρόβλημα του χρέους των κρατών (η οποία, ακόμα και για τα πλέον υπερχρεωμένα κράτη είναι της τάξης του ΑΕΠ τους) είναι πολύ πιο εύκολη από εκείνη που αφορά το σύνολο της πληθωριστικής αύξησης των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από την κερδοσκοπία του χρηματοοικονομικού τομέα (5). Κι η απειλή ενός συστημικού κινδύνου κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί.
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, η ακύρωσή του ενδέχεται να πλήξει έμμεσα ή άμεσα, εκτός από τις τράπεζες και τους κερδοσκόπους, τους μικροκαταθέτες που εμπιστεύθηκαν το κράτος τους ή εκείνους στους οποίους η τράπεζά τους πλάσαρε εν αγνοία τους πολύπλοκα επενδυτικά προϊόντα στα οποία περιλαμβάνονταν αυτοί οι αμφίβολης ποιότητας σήμερα κρατικοί τίτλοι. Χωρίς αμφιβολία, είναι προτιμότερη μια μετατροπή αυτών των τίτλων, είτε μετά από διαπραγματεύσεις (γεγονός που ισοδυναμεί με μια μερική, επιλεκτική χρεοκοπία) όπως συνέβη στην Αργεντινή μετά την κατάρρευση του πέσο, είτε μετά από έλεγχο του χρέους μέσα από τον οποίο θα αποκαλυφθεί ποιο ποσοστό του χρέους είναι επαχθές, όπως προτείνει ο Ερίκ Τουσέν (6) κι ένας συνασπισμός Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Μάλιστα, είναι δυνατόν να προβλέπεται ότι οι μικροκαταθέτες θα βγουν αλώβητοι από αυτή τη διαδικασία, ενώ για τους υπόλοιπους θα υπάρξει μια υποτίμηση της αξίας των τίτλων που κατέχουν κατά 40-60% ή ακόμα κι ένα φορολογικό «κούρεμα» (7). Όσον αφορά την εξόφληση την εξόφληση του υπόλοιπου ποσού του χρέους, μια καλή ιδέα θα μπορούσε να είναι η αύξηση των φορολογικών εσόδων, για παράδειγμα με την καθιέρωση ειδικής εισφοράς πάνω στα κέρδη του χρηματοοικονομικού τομέα, όπως έκανε πρόσφατα η Ουγγαρία. Επίσης, θα πρέπει να αποκατασταθεί η πραγματική προοδευτικότητα της φορολογίας • για παράδειγμα, στην περίπτωση της Γαλλίας, θα πρέπει να καταργηθούν οι προκλητικές φορολογικές απαλλαγές που ισχύουν για τους πιο εύπορους, καθώς κι η «φορολογική ασπίδα» (8).
Σε μια κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης στην οποία έχει πάψει πλέον η οικονομική μεγέθυνση (γιατί σε αυτήν την κατάσταση έχουν περιέλθει λίγο πολύ οι κοινωνίες μας), το κράτος είναι καταδικασμένο να επιβάλλει στους πολίτες του την κόλαση της λιτότητας, η οποία συνοδεύεται από την διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση οτιδήποτε έχει απομείνει από τα «ασημικά» του κράτους. Όμως, όλα αυτά εγκυμονούν τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού και της πυροδότησης ενός υφεσιακού φαύλου κύκλου. Ακριβώς για να αποφύγουμε αυτό το ενδεχόμενο, θα πρέπει να επιχειρήσουμε να βγούμε από την κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης και να οικοδομήσουμε την κοινωνία της αποανάπτυξης.
ΙΙ. Να αρνηθούμε και την ανάκαμψη της οικονομίας: να εγκαταλείψουμε την θρησκεία της οικονομικής μεγέθυνσης.
Μπροστά σε αυτήν την ιδιαίτερα έντονη απειλή, καλοπροαίρετα άτομα όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ συνιστούν τις παλιές κεϊνσιανές συνταγές της ανάκαμψης της κατανάλωσης και των επενδύσεων που χάρη στις οποίες θα ξαναρχίσει η οικονομική μεγέθυνση. Αυτή η θεραπεία δεν είναι η επιθυμητή. Και δεν είναι επιθυμητή επειδή ο πλανήτης δεν μπορεί πλέον να την αντέξει • ίσως μάλιστα και να μην είναι δυνατή δεδομένου ότι εξαντλούνται οι φυσικοί πόροι (με την ευρύτερη έννοια του όρου). Ήδη από την δεκαετία του 1970, το κόστος της οικονομικής μεγέθυνσης (την οποία εμείς –κακώς- συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ανάπτυξη») είναι υψηλότερο από τα οφέλη της. Τα κέρδη παραγωγικότητας που μπορούμε να αναμένουμε είναι πλέον μηδενικά ή σχεδόν μηδενικά. Για να διατηρήσουμε μονάχα για μερικά χρόνια την αυταπάτη της οικονομικής μεγέθυνσης, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιήσουμε και να εμπορευματοποιήσουμε τα τελευταία καταφύγια της κοινωνικής ζωής, καθώς και να αυξήσουμε την αξία μιας αμετάβλητης μάζας αγαθών ή να μειώσουμε την αξία χρήσης τους.
Ωστόσο, αυτό το κεϊνσιανό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα το οποίο προσπαθούν να «πουλήσουν» τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είναι αξιόπιστο: καταρχάς επειδή αυτά τα κόμματα δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν τον νεοφιλελεύθερο ζουρλομανδύα που απαιτεί την τυφλή συμμόρφωση με τα μονεταριστικά δόγματα (πόσω μάλλον που τα ίδια συνέβαλαν στην ύφανσή του κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας). Από αυτήν την άποψη, το παράδειγμα της Ελλάδας είναι αρκετά εύγλωττο.
Οφείλουμε να εγκαταλείψουμε το πρόταγμα της οικονομικής μεγέθυνσης, με άλλα λόγια να ξεφύγουμε από την έμμονη ιδέα της επιδίωξης της οικονομικής μεγέθυνσης. Είναι προφανές ότι αυτή δεν είναι (και δεν οφείλει να είναι) αυτοσκοπός: στο εξής, δεν αποτελεί το μέσο με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί η εξάλειψη της ανεργίας (9). Θα πρέπει να επιχειρήσουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία της λιτής αφθονίας ή, όπως την αποκαλεί ο Tim Jackson, της ευημερίας δίχως μεγέθυνση.
Πράγματι, ο πρώτος στόχος αυτής της μετάβασης θα έπρεπε να συνίσταται στην επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης, έτσι ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημα της εξαθλίωσης ενός τμήματος του πληθυσμού. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί με την επιστροφή σε κάθε χώρα των παραγωγικών διαδικασιών που είχαν μεταφερθεί σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος κι ανύπαρκτη περιβαλλοντική και κοινωνική νομοθεσία, με την σταδιακή αλλαγή προσανατολισμού τομέων της οικονομίας που είναι παρασιτικοί (π.χ. διαφήμιση) ή επιζήμιοι (βιομηχανία όπλων, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες), καθώς και με την σημαντική και σωστά προγραμματισμένη μείωση του χρόνου εργασίας. Όσο για τα υπόλοιπα, μπορούμε να προσφύγουμε στις εκτυπωτικές μηχανές του νομισματοκοπείου, πυροδοτώντας έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, της τάξης του 5% ετησίως. Πρόκειται για μια κεϊνσιανή λύση με την οποία μπορούμε να τονώσουμε την οικονομική δραστηριότητα χωρίς ωστόσο να περάσουμε στη λογική της απεριόριστης μεγέθυνσης της οικονομίας και η οποία θα βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων που θα συναντήσουμε στο δρόμο για την εγκατάλειψη της θρησκείας της οικονομικής μεγέθυνσης.
Φυσικά, η υλοποίηση αυτού του ωραίου προγράμματος δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, προϋποθέτει οπωσδήποτε την έξοδο από το ευρώ, την επαναφορά της δραχμής (πιθανότατα όχι ελεύθερα μετατρέψιμης) και όλα όσα συνεπάγονται αυτές οι ενέργειες: έλεγχος των συναλλαγματικών ισοτιμιών και επαναφορά των τελωνείων. Ο αναγκαίος επιλεκτικός προστατευτισμός που εμπεριέχει αυτή η στρατηγική κάνει τις Βρυξέλλες και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να φρίττουν. Συνεπώς θα πρέπει να περιμένει κανείς από το εξωτερικό μέτρα αντιποίνων και απόπειρες αποσταθεροποίησης, τα οποία θα συνοδεύονται κι από προσπάθειες σαμποταρίσματος του εγχειρήματος στο εσωτερικό της χώρας από όλους όσους θίγονται από τις εξελίξεις. Συνεπώς, σήμερα αυτό το πρόγραμμα φαντάζει εντελώς ουτοπικό • όμως, όταν ο μαρασμός και η πραγματική κρίση θα έχουν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, τότε κάτι τέτοιο θα φαίνεται ρεαλιστικό κι επιθυμητό.
Συμπέρασμα: Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, η καταστροφή συμβαίνει στην τελική πράξη. Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Ένας λαός ψηφίζει μαζικά ένα σοσιαλιστικό κόμμα με τυπικά σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Μόλις όμως η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με τις πιέσεις των χρηματαγορών, αυτό ακριβώς το κόμμα, υπακούοντας στις κοινές προσταγές των Βρυξελών και του ΔΝΤ, επιβάλλει στη χώρα μια άγρια νεοφιλελεύθερη λιτότητα. Το ευρώ εμποδίζει την Ελλάδα να αρνηθεί με δημοκρατικό τρόπο αυτό το εκβιαστικό δίλημμα όπως έκανε η Ισλανδία. Πιθανότατα, ο ελληνικός λαός δεν θα αποδεχόταν –τουλάχιστον όχι εύκολα- τις συνέπειες των ρήξεων που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής (έξοδος από το ευρώ, άρνηση πληρωμής τουλάχιστον ενός μέρους του χρέους, εξοστρακισμός από την Ευρώπη, φυγή κεφαλαίων, εμπάργκο από τις «ζημιωθείσες» χώρες, κλπ). Όμως, το «αίμα και τα δάκρυα» που προέβλεπε ο Τσόρτσιλ για τους συμπατριώτες του είναι ήδη εδώ, μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει η ελπίδα της νίκης. Το πρόγραμμα της αποανάπτυξης δεν ισχυρίζεται ότι θα κατορθώσει να αποφύγει αυτό το αίμα και τα δάκρυα, τουλάχιστον όμως ανοίγει την πόρτα της ελπίδας. Ο μοναδικός τρόπος για να τα αποφύγουμε –κι επιθυμούμε ολόψυχα να συμβεί κάτι τέτοιο- θα ήταν να κατορθώσουμε να γλιτώσουμε την Ευρώπη από την δικτατορία των αγορών και να οικοδομήσουμε την Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας • μια Ευρώπη στην οποία το κυριότερο συνδετικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού θα είναι αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε «φιλία».
1) (ΣτΜ) Fréderic Lordon. Ενδιαφέροντα κείμενά του έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική έκδοση της Le Monde diplomatique από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
2) (ΣτΜ) Ηγέτης του γαλλικού Κόμματος της Αριστεράς, της εκλογικής συμμαχίας του ΚΚΓ, της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος που αποχώρησε από το κόμμα πριν λίγα χρόνια και ενός τμήματος που αποχώρησε από το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα.
3) Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ο προστατευτισμός του Βορρά στα γεωργικά προϊόντα συνεπάγεται διαφυγόντα κέρδη 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις εξαγωγικές χώρες Του Νότου. Ο Πράσινος Γερμανός βουλευτής Sven Giegold μας έδωσε ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα με την γερμανική φορολογική πολιτική η οποία αποσκοπεί στο ντοπάρισμα των εξαγωγών.
4) (ΣτΜ) Ειδικός φόρος που επιβάλλεται στην Γαλλία στις επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες και ο οποίος αποτελεί ένα σημαντικό πόρο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
5) Πράγματι, σύμφωνα με την Τράπεζα των Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας, τον Φεβρουάριο του 2008, η δημιουργία παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων έφτανε τα 600 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 11 ως 15 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ! Σε αυτήν την περίπτωση, ακόμα κι οι οπαδοί της αποανάπτυξης δεν έχουν κανένα θαυματουργό φάρμακο που θα επιτρέψει μια ήπια προσγείωση: η μοναδική προοπτική θα είναι η πλήρης κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.
6) (ΣτΜ) Eric Toussaint, ένας από τους υπεύθυνους της CADTM (Επιτροπή για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου). ????????????????Κείμενό του θα δημοσιευθεί σύντομα, μέλλον στις 17-7 στην Ελευθεροτυπία-Le Monde diplomatique?????????????????????????????????/
7) Όπως προτείνει ο Γάλλος οικονομολόγος Thomas Piketti σε ένα άρθρο του στην Libération της 28ης Ιουνίου, μπορούμε να αναγκάσουμε τις τράπεζες να πληρώσουν ένα μέρος του ποσού που απαιτείται για την αποπληρωμή του κρατικού χρέους.
8) (ΣτΜ) Πρόκειται για το πρώτο μέτρο που έλαβε ο Σαρκοζί μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του: την καθιέρωση ανώτατου επιτρεπόμενου ποσοστού του εισοδήματός τους που καλούνται να πληρώσουν ως φόρο οι πλούσιοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με περισσότερα είδη φόρων (φόρος εισοδήματος, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, υπεραξιών, επαγγελματικός φόρος, δημοτικά τέλη…). Υποτίθεται ότι με αυτόν τον τρόπο θα σταματούσε ο εκπατρισμός των Κροίσων που επιλέγουν ως κατοικία τους φορολογικούς παραδείσους. Στην πράξη, είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη τρύπα στα δημόσια έσοδα.
9) Σύμφωνα με τον υπολογισμό του Albert Jacquard (J’accuse l’économie triomphante, εκδόσεις Calmann Levy 1995 και Poche 2004, σελ. 63), μια αύξηση του γαλλικού ΑΕΠ κατά 4% κάθε χρόνο θα επέτρεπε την μείωση της ανεργίας κατά 2%. Με αυτόν τον ρυθμό, πενήντα χρόνια αργότερα, το ΑΕΠ της χώρας θα έχει επταπλασιαστεί (αύξηση 600%) αλλά ο αριθμός των ανέργων θα έχει μειωθεί μονάχα κατά 64%. Δεδομένου ότι το 2010 οι άνεργοι όλων των κατηγοριών έφταναν στη Γαλλία τα 5 εκατομμύρια, το 2060 θα απέχουμε ακόμα πολύ από την πλήρη απασχόληση καθώς τότε θα εξακολουθούν να υπάρχουν 2 εκατομμύρια άνεργοι.
Τρίτη 26 Ιουλίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου