Τρίτη 27 Μαρτίου 2012
Η παρέλαση και η κοτόπιτα
του Γιάννη Μπίλλα
Ο καλός της συμμετείχε στην παρέλαση για τελευταία φορά. Το ίδιο κι ο γιός της –αυτός για πρώτη φορά. Ο νονός με ένα κοινό φίλο θα ερχόταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου για να γιορτάσει το βαφτιστικό του, Ευάγγελο στο όνομα (διπλή γιορτή όπως ήδη ξέρετε απ’ τα σχολικά σας χρόνια). Το τσιμπούσι περιελάμβανε κοτόπιτα, κοτόπουλο με μήλα και μηλόπιτα από τα χεράκια της –μιας που ο νονός επιθυμεί πάντα μια πίτα στο τσιμπούσι.
Το δίλημμα εμφανές: ή χάνει την παρέλαση και το να καμαρώσει αυτούς που αγαπά ή το τσιμπούσι μεταφέρεται σε κάποιο ταβερνείο. Κάτι ιδεολογήματα του καλού της ότι θα προτιμούσε να ζει σε μια ευνομούμενη κοινωνία, όπου οι μαθητές θα ήταν περήφανοι για τον τόπο τους με τα καθαρά ποτάμια (μιας και η παρέλαση γίνεται πάντα δίπλα στο Ληθαίο ποταμό), όπου οι γονείς τους θα είχαν δουλειές, παροχές υγείας και διάφορα άλλα τέτοια ιδεολογικοπολιτικά, προσέκρουσαν στη θέλησή της να ετοιμάσει το τσιμπούσι και να παρακολουθήσει την παρέλαση.
-Βοήθησέ με να μεταφέρω το φουρνάκι και τα υλικά για την κοτόπιτα στο χώρο της παρέλασης αλλιώς δεν έχει τσιμπούσι, είπε η μαγείρισσα.
Νωρίς το πρωί της Κυριακής λοιπόν, φορτωμένα στο αγροτικό τα απαραίτητα για την παρασκευή φαγητού –φουρνάκι, κατσαρολικά, κρεμμύδια, σκόρδα, δάφνη, σαφράν (κρόκος Κοζάνης), μπαχαρικά κ. ά.– βρήκαν τη θέση τους στην κεντρική πλατεία της πόλης των Τρικάλων, μιας και ήθελε να νιώσει ως επίσημη καμαρώνοντας το γιό της και τον καλό της. Έτσι κάλυψε και το μεγάλο κενό της απουσίας των επισήμων (βοήθειά μας!). Σ’ αυτό συνέβαλε και ο φόβος των αρχών να στήσουν εξέδρα επισήμων προς αποφυγή επεισοδίων.
Μια μπαλαντέζα βρέθηκε, ρεύμα από κάποιο περίπτερο γνωστού περιπτερά και το κοτόπουλο –αλανιάρικο είπαμε– άρχισε να σιγοβράζει (σε χαμηλή φωτιά για να απελευθερώσει καλύτερα τα αρώματά του). Σε άλλο «μάτι» του φούρνου ετοιμαζόταν το κοτόπουλο με μήλα (κι αυτό σε χαμηλή φωτιά). Η δε μηλόπιτα ήταν από νωρίς στο φούρνο (αυτή σε υψηλή φωτιά για να κάνει κρούστα).
Κάτι μυστικοί αστυνομικοί την παρατηρούσαν από ώρα να μαγειρεύει, να κόβει τα κρεμμύδια, το μαϊδανό, το σκόρδο, να δοκιμάζει το φαγητό, να ανοιγοκλείνει το φουρνάκι, να σιγοτραγουδάει κι απορούσαν, μιας και δεν είχαν καμιά οδηγία για την αντιμετώπιση ανάλογων συμβάντων.
-Τι κάνουμε τώρα, συνάδελφε;
-Περιμένετε να ρωτήσουμε πιο κεντρικά, τους είπαν από το κέντρο. Έτσι η ώρα περνούσε, το φαγητό ψήνονταν, η κοτόπιτα ήδη μοσχοβολούσε.
-Μυρωδιά από κρόκο Κοζάνης; είπε κάποιος μυστικός.
-Όχι άσχετε, ψιλοκομμένος μαϊντανός..!, απάντησε ο διοικητής.
-Τι λέτε; ρωτάει το κέντρο.
-Όχι, όχι, δε μιλάμε σε σένα κέντρο.
Στο μεταξύ πλησίαζε η ώρα της παρέλασης∙ δώδεκα παρά, το σημείο που στηνόταν συνήθως η εξέδρα των επισήμων άδειo, ο κόσμος απέναντι και γύρω από την εστία μαγειρέματος αυξανόταν συνεχώς, ένα σνιφ-σνιφ ακουγόταν και διάφορες συζητήσεις γίνονταν για το αν μυρίζει λάδι, κανέλα ή κρεμμύδι.
-Μια πρέζα αλατάκι ακόμη και τα φαγητό είναι έτοιμο, μουρμούρισε η μαγείρισσα.
Η παρέλαση άρχισε τη στιγμή που τα φαγητά βγήκαν από τη φωτιά. Όσοι περνούσαν έστριβαν το κεφάλι δεξιά προς το μέρος του μαγέρικου, οι κεφαλές μαθητών και στρατιωτών ήταν υπερυψωμένες με μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά, για να πιάσουν όλες τις μυρωδιές, γουργούριζε λίγο περίεργα η κοιλιά τους. Το κέντρο κάποια στιγμή απάντησε στους μυστικούς να προσέξουν τη μαγείρισσα και το φουρνάκι. «Φοβόμαστε ότι κάτι μαγειρεύει» είπαν.
Μα ήταν ήδη αργά. Οι μυστικοί παράτησαν την ενδοσυνεννόηση ζαλισμένοι από την μυρωδιά της μηλόπιτας. Η μαγείρισσα καμάρωσε για τον καλό της (για τελευταία φορά είπαμε) και για το γιό της (για πρώτη φορά είπαμε). Φόρτωσε το φουρνάκι στο αγροτικό, την κοτόπιτα, τη μηλόπιτα, το κοτόπουλο με μήλα (ποικιλίας τζόνα-γκαλά, αυτό δεν το είπαμε) και κίνησε για το σπίτι της να υποδεχτεί το νονό του μικρού της γιού και τους φίλους.
- Νομίζω, κύριοι, η κοτόπιτα είναι πιο σπουδαία και πιο νόστιμη από την παρέλαση, είπε η μαγείρισσα, και οι συνδαιτυμόνες συμφώνησαν μουγκρίζοντας από ευχαρίστηση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου