Οι νόμοι της σημερινής οικονομίας, όπως διατυπώνονται με ένα φαινομενικά αντικειμενικό τρόπο, δεν αναφέρονται κατευθείαν σε αξίες όπως: του εγωισμού, της βουλιμίας, της απληστίας, της ζήλιας, της ανευθυνότητας για τους άλλους κ.λπ. Και αυτό δεν το κάνουν, γιατί διεκδικούν την καθολικότητα, ενώ αυτές οι αξίες δεν είναι καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας. Στην ουσία όμως τις υπονοούν και τις επιδιώκουν, όταν θέτουν σαν στόχο της οικονομικής δραστηριότητας το ατομικό κέρδος και σαν καλύτερο μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου τον ανταγωνισμό.
Ο ανταγωνισμός σε βοηθά σε ένα μόνο βαθμό να βελτιώνεσαι εσύ ο ίδιος. Κύρια σε οδηγεί να ψάχνεις να βρεις τις αδυναμίες και τις αδεξιότητες των άλλων και αυτές να εκμεταλλεύεσαι για να αναδειχθείς ο ίδιος. Και όχι μόνο αυτό. Πολλές φορές σε οδηγεί χωρίς ενδοιασμούς να πατάς πάνω στους άλλους. Ο ανταγωνισμός παράγει πάντα κερδισμένους και χαμένους. Έχουμε σαν αποτέλεσμά του μια πλειοψηφία ηττημένων και μια μικρή μειοψηφία νικητών.
Ο ανταγωνισμός είναι βασικά ένας μηχανισμός που αφορά τη σχέση σου με τους άλλους. Σαν τέτοιος είναι «εξωτερικό ελατήριο» που κινητοποιεί τον καθένα κύρια με τον εσωτερικό μηχανισμό του φόβου. Του φόβου μην περάσει στη μεριά των χαμένων. Δευτερευόντως βέβαια κινητοποιεί και με τον εσωτερικό μηχανισμό της προσδοκίας της επιτυχίας και της αμοιβής της νίκης έναντι των χαμένων. Μέσα από αυτούς τους εσωτερικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς δεν βελτιώνεται πάντα ο εαυτός και τις περισσότερες φορές η επιτυχία έρχεται όχι γιατί είσαι ο καλύτερος, αλλά γιατί δεν έχεις να αντιμετωπίσεις βελτιωμένους δίπλα σου-βελτιωμένους που δεν παράχθηκαν από τον ανταγωνισμό, τον οποίο πιθανά και να μην επιλέγουν, αποσυρόμενοι από τη «μάχη». Μερικές φορές μάλιστα όχι μόνο δεν οδηγούν στην βελτίωση, αλλά και στην επικράτηση του χειρότερου, επειδή εξασφαλίζει την ικανοποίηση μέσα από την επιβολή στους άλλους.
Από την άλλη στην αγορά-που είναι ο μηχανισμός της υλοποίησης του κέρδους- ο καθένας φοβάται πάντα μη τον «ρίξει» ο διπλανός του. Εδώ δε μπορεί να παραχθεί εμπιστοσύνη. Η υποψία είναι συστημικό στοιχείο της αγοράς. Αλλά η υποψία δε μπορεί να είναι η βάση μιας «ευημερούσας» κοινωνίας, γιατί η κοινωνία γενικά απαιτεί το σεβασμό από όλους του «κοινωνικού συμβολαίου», στον οποίο στηρίζεται κάθε φορά συγκεκριμένα η συναίνεση της πλειοψηφίας. Αν υπάρχει λοιπόν η υποψία ότι μέσω της αγοράς καταστρατηγείται κάποια αρχή του «συμβολαίου», όπως π.χ. η ισότητα των συναλλασσομένων, τότε υπάρχει συστημικό πρόβλημα στον μηχανισμό της.
Η σημερινή καπιταλιστική αγορά έχει χάσει τον χαρακτήρα της αρχαίας αγοράς. Δεν υπάρχουν εδώ και ρήτορες, αλλά μόνο ανταγωνιζόμενα άτομα γεμάτα υποψία για τους αντιπάλους. Οι υποστηρικτές βέβαια των σημερινών «αγορών» ελπίζουν πάντα ότι αυτή η υποψία και ο ανταγωνισμός φέρνουν την μεγαλύτερη οικονομική απόδοση. Όμως αυτό οδηγεί σε μια κοινωνία κατώτερης ποιότητας και όχι σε μια κοινωνία της «ευημερίας», όπως υποστηρίζουν.
Από άλλες ανθρώπινες επιστήμες όμως-όπως η ψυχολογία ή η φιλοσοφία-μαθαίνουμε ότι ο ανταγωνισμός, σαν «εξωτερικό ελατήριο» για μεγαλύτερη απόδοση, δεν είναι ισχυρότερο από ένα άλλο «εσωτερικό ελατήριο», αυτό της αυτοβελτίωσης, που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Οι σημερινοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι δεν θέλουν να αναδείξουν αυτό το εσωτερικό ελατήριο της αυτοβελτίωσης, γιατί δεν είναι ουδέτεροι επιστήμονες, αλλά θέλουν να προωθήσουν την ιδεολογία της εξουσίας των ολίγων πάνω στους πολλούς. Γιατί δεν είναι «αντικειμενικοί», αλλά στρατευμένοι από την ιδεολογία που οδηγεί αποδεδειγμένα στην ευημερία μόνο των λίγων.
Για να μιλάμε όμως για ευημερία στα πλαίσια μιας ανθρώπινης κοινωνίας θα πρέπει να αναφερόμαστε σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις. Να θεωρήσουμε σαν υπέρτατη αξία αυτή της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό θα συνεπάγεται ότι καμία ατομική ύπαρξη δεν μπορεί να αξίζει περισσότερο από μια άλλη. Άρα σαν υπέρτατη αξία θα πρέπει να αναγνωρίζεται και η ισότητα της ύπαρξης. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται μια σειρά ισότητες. Στα δικαιώματα, στις ελευθερίες, στις ευκαιρίες(από αυτές τις ισότητες παράγεται και το ίδιο το αίσθημα της ελευθερίας). Έχουμε λοιπόν πρόσωπα ίσης αξίας. Αυτό οδηγεί το κάθε πρόσωπο στην αυτοεκτίμηση του «εγώ» του και ταυτόχρονα και στην εκτίμηση του «άλλου» προσώπου. Άρα πάμε σε μια ισότητα εγώ= εσύ. Το εσύ αντιμετωπίζεται πια όχι σαν μέσο για τη δική μου ευημερία, αλλά αντίθετα με την έννοια του: όλοι θέλουμε το καλό όλων γιατί αν ευημερούμε(καλύτερα ευτυχούμε) όλοι, τότε συνεπάγεται αυτόματα ότι και εγώ κερδίζω από αυτό και ευτυχώ. Ενώ αν επιδιώκω κύρια τη δική μου ευημερία, δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι από αυτό θα κερδίζουν και οι άλλοι. Με μαθηματικούς όρους θα λέγαμε ότι η συλλογική ευημερία-ευτυχία είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη και για την ατομική ευημερία-ευτυχία, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει.
Πιθανά η ατομική ευημερία να γίνεται αιτία να δυστυχούν οι άλλοι, όπως συμβαίνει στα πλαίσια της κυρίαρχης σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, όπου δημιουργούνται κέρδη για κάποιους από τις ζημιές κάποιων άλλων-είτε πρόκειται για επιχειρηματίες, είτε για κράτη, είτε για εργαζόμενους ολόκληρων περιοχών.
Θέλοντας και επιδιώκοντας όλοι το καλό όλων, τότε θα πετυχαίνουμε να έχουμε μεταξύ μας: εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη, αλληλοεκτίμηση, αλληλοφροντίδα, αλληλοκατανόηση όσον αφορά τις διαφορετικές ανάγκες μας κ.λπ. Το να θέλουμε όμως όλοι το καλό όλων δεν εξασφαλίζεται-όπως το βλέπουμε όλοι-στα πλαίσια μιας μαζικής και απρόσωπης κοινωνίας, όπου ο ένας δεν γνωρίζει καν τον άλλον. Εξασφαλίζεται μόνο στα πλαίσια μιας κοινότητας ανθρώπων ή στα πλαίσια μιας κοινωνίας που θα έχει σαν κύτταρα τέτοιες κοινότητες. Στα πλαίσια μιας κοινωνίας που οι κοινωνικοπολιτικές της δομές έχουν την ανθρώπινη κλίμακα. Σε μια κοινωνία τοπικοποιημένη, και κοινοτητοποιημένη, με την έννοια ότι θα είναι μια κοινότητα των κοινοτήτων των προσώπων και όχι το «παγκόσμιο χωριό» των ολίγων της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ελίτ.
Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου