του Γιώργου Στάμκου
Μπορούμε να
λέμε, να αποδοκιμάζουμε και να κατηγορούμε τον Αδόλφο Χίτλερ για πολλά, αλλά
τουλάχιστον πρέπει να παραδεχτούμε ένα: ήταν εξ' αρχής ειλικρινής ως προς
τις προθέσεις του. Όποιος απλά διαβάσει το Mein Kampf αναγνωρίζει
αμέσως πως ο μελλοντικός Φίρερ είχε από νωρίς προειδοποιήσει τους λαούς της
Ευρώπης για τα αιμοβόρα και ανθρωποκτονικά του σχέδια.
Μέσα στις
σελίδες της “αυτοβιογραφίας” του ο Χίτλερ μιλούσε απροκάλυπτα για το μίσος
και ποτέ για την αγάπη, για την κατάλυση της δημοκρατίας, την επιβολή της
δικτατορίας, την εξόντωση των Εβραίων, την κατάκτηση “ζωτικού χώρου”, την
επίθεση στη σλαβική ανατολή, την υποδούλωση των λαών της Ευρώπης και πολλά
ακόμη φοβερά και τρομερά.
“Εάν οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και οι λαοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν κάνει τον κόπο να διαβάσουν το Mein Kampf τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του (1925-1932), θα είχαν βρει σ’ αυτό όλες τις λεπτομέρειες της τραγωδίας που χρειάστηκε να βιώσουμε στην σκοτεινή περίοδο 1933-1945. Γιατί πέρα από οποιαδήποτε φιλολογική, πολιτική ή κοινωνιολογική ερμηνεία, το Mein Kampf είναι η πρώτη στην ιστορία εκ των προτέρων καταγραφή και δημοσιοποίηση του σχεδίου ενός εφιαλτικού μαζικού εγκλήματος εκ προμελέτης, απέναντι στην οποία τα δυνάμει θύματά του αντέδρασαν με μια ανερμήνευτη και ασυγχώρητη ελαφρότητα” (Κλεάνθης Γρίβας, από την εισαγωγή στο βιβλίο Ο Αγών Μου, εκδ. Κάκτος).
Το δίδαγμα από αυτή την ιστορία είναι πως όσοι θεώρησαν τότε τον Χίτλερ ως έναν ακόμη “γραφικό” και “φανατικό”, ως έναν “ακίνδυνο τρελάρα της μπυραρίας” και δεν πήραν στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του και δεν έκαναν τίποτε εγκαίρως για να τον εμποδίσουν, αργότερα το πλήρωσαν πολύ ακριβά. Βεβαίως και οι συνθήκες της ηττημένης Μεσοπολεμικής Γερμανίας ευνόησαν την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού (Ναζισμού), με την χρεοκοπία, τον υπερπληθωρισμό και την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Και είναι αλήθεια πως ο Χίτλερ και το ναζιστικό του κόμμα υποστήριξαν ουσιαστικά τη χρεοκοπία της Γερμανίας, διότι διαφορετικά πως θα “πουλούσαν” τις ανορθόδοξες και ανθρωποθυσιαστικές τους θεωρίες σϳ ένα απαιτητικό και πολυποίκιλο εκλογικό σώμα; Η περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933), που έπρεπε ταυτόχρονα να πληρώνει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις και να δημιουργήσει ένα στοιχειώδες Κράτος Πρόνοιας, δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά, αλλά ούτε και αντιστάθηκε, όπως θα έπρεπε και τελικά έπεσε σαν “ώριμο φρούτο”.
Γι' αυτό και η ρητορική του Χίτλερ, που έστρεφε τα βέλη της τόσο κατά του μονοπωλιακού καπιταλισμού, όσο και κατά του ανερχόμενου προλεταριάτου, βρήκε αρκετούς οπαδούς τόσο ανάμεσα στους Γερμανούς μικρομεσαίους, όσο και μεταξύ της εργατικής τάξης της χώρας. Τα 2/5 των ψήφων προς το NSDAP (Ναζιστικό Κόμμα) σε κάποιες γερμανικές περιφέρειες προέρχονταν από την εργατική τάξη, προς έκπληξη των Γερμανών κομουνιστών: “Ω ναι, παραδεχόμαστε πως έχουμε συμμαχήσει με τους εθνικοσοσιαλιστές. Ο Μπολσεβικισμός και ο Φασισμός έχουν κοινό στόχο: την καταστροφή του καπιταλισμού και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Για να πετύχουμε αυτό το στόχο κάθε μέσο είναι δικαιολογημένο” έλεγε ένας πρώην κομμουνιστής ηγέτης της Σαξονίας (Niall Ferguson, Ο Πόλεμος στον Κόσμο, σελ. 415). Η γερμανική λαϊκή Δεξιά επίσης συμμάχησε κι έστρωσε το δρόμο προς την εξουσία στους Ναζί συμμετέχοντας έτσι σε μια Αντεπανάσταση απέναντι σε μια Επανάσταση που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.
Συμπερασματικά, σε συνθήκες οικονομικής και όχι μόνον κρίσης, μια Δημοκρατία εμφανίζεται εξαιρετικά ευάλωτη, ειδικά αν δεν έχει διάθεση να υπερασπιστεί δυναμικά την ύπαρξή της απέναντι σε όσους, απροκάλυπτα, την απειλούν.
Ας έρθουμε τώρα στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, τη μακροχρόνια ύφεση, υποδουλωμένη στην Τρόικα και στα Μνημόνια, με το λαό της εξαθλιωμένο από την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Και στην περίπτωσή μας παρατηρείται μια πρωτοφανής άνοδος του Νεοναζισμού, όπως τουλάχιστον εκφράζεται μέσα από τη δημοσκοπική, και όχι μόνο, άνοδο της Χρυσής Αυγής, που απειλεί ανοικτά την κοινωνία με το ρατσισμό και τη βία της. Όπως και στην περίπτωση του Χίτλερ και των Ναζί, έτσι και σήμερα η -κάθε άλλο παρά γραφική- Χρυσή Αυγή δεν το κρύβει πως μισεί τον κοινοβουλευτισμό, εχθρεύεται τη Δημοκρατία, θέλει να εξαφανίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, να επιβάλει με τη βία τις απόψεις της, να εξοντώσει ή να διώξει τους μετανάστες, να κάνει πόλεμο με τους γείτονες μας κι ένα σωρό άλλα φοβερά και τρομερά. Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: η Δημοκρατία θα πρέπει να παρακολουθεί αμήχανη και διστακτική το αιμοβόρο τέρας να μεγαλώνει στον κόρφο της, ή θα πρέπει να αναλάβει εγκαίρως δράση για να υπερασπιστεί τις αξίες της κι εν τέλει την ύπαρξή της;
Δυστυχώς αυτό που παρατηρούμε είναι πως ένα τμήμα των πολιτικών δυνάμεων που συνιστούν το “δημοκρατικό τόξο” παραμένει αμήχανο και διστακτικό -προσδοκώντας ίσως μικροκομματικά οφέλη-, την ώρα που θα έπρεπε να αναλάβει δράση για να υπερασπιστεί το αυτονόητο. Αυτό προκύπτει κυρίως από την στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στον προτεινόμενο αντιρατσιστικό νόμο, που θυμίζει πως “όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει”. Τι είναι αυτό που εμποδίζει τη Ν.Δ. -προβάλλοντας συνεχώς διαδικαστικά προσκόμματα και διάφορα άλλα φτηνά τερτίπια- να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στον προτεινόμενο νόμο και στη απροκάλυπτα νεοναζιστική Χρυσή Αυγή γενικότερα; Αν και ανήκει στο λεγόμενο "δημοκρατικό τόξο" το κόμμα του πρωθυπουργού Α. Σαμαρά -που μόνο στη θεωρία είναι πλέον κεντροδεξιό και φιλελεύθερο-, συνεχώς χαϊδεύει τ' αυτιά των Νεοναζί, αποφεύγοντας να πάρει ξεκάθαρη θέση εναντίον τους, να καταδικάσει την ωμή βία και το ρατσισμό τους, ψαρεύοντας σε θολά νερά...
Η αλήθεια είναι πως η Ν.Δ. έχει προ πολλού απολέσει το “μεσαίο χώρο” και την κεντρώα/φιλελεύθερη βάση της, την οποία πρώτος οικοδόμησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, και κινείται προς τα ακροδεξιά. Τείνει να καταστεί έτσι ένα κλασικό συντηρητικό/δεξιό κόμμα που διαπρέπει στην ικανότητα να κινητοποιεί τον αντιμεταναστευτικό ζήλο των δυσαρεστημένων συντηρητικών και φοβικών ψηφοφόρων της και να τον χρησιμοποιεί κατόπιν ως πολιτικό όπλο. Είναι άλλωστε γνωστό πως ο κοινωνικός πυθμένας, ειδικές σε εποχές κρίσης, έχει την τάση να συνέχεται και να παράγει ανορθολογισμό και συνωμοσιοπαράνοια, που συχνά εκφράζεται σε τυφλό μίσος απέναντι στους άλλους και τους διαφορετικούς.
Βέβαια από τη δεκαετία του 1990 η Δεξιά βρέθηκε παντού στην Ευρώπη αιχμάλωτη των πολιτικών θέσεων της ακροδεξιάς, παίζοντας το χαρτί της αντιμετανάστευσης και χρησιμοποιώντας τεχνικές διαχείρισης φόβου έναντι των ψηφοφόρων τους, που κατηγορούσαν τους αλλοδαπούς ότι ευθύνονται για την αύξηση της εγκληματικότητας, της ανεργίας, της ανασφάλειας κ.α. Έτσι, αντί η Δεξιά να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός νέου μεταεθνικού μοντέλου συμμετοχικής δημοκρατίας σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία βασισμένη στην πολιτιστική ποικιλομορφία και στο σεβασμό της διαφορετικότητας, άρχισε να υποστηρίζει την κλειστοφοβική ιδέα της «Ευρώπης-Οχυρού», που αποτελεί και το όνειρο κάθε Ευρωπαίου ακροδεξιού.
Η πολιτική αυτή δεν υπήρξε -και ούτε πρόκειται να υπάρξει- δημιουργική και το μόνο της αποτέλεσμα ήταν να ρίχνει «νερό στο μύλο» των Νεοναζί. Όποιος σπέρνει ανέμους θα θερίσει στο τέλος θύελλες.
Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com).
“Εάν οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και οι λαοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν κάνει τον κόπο να διαβάσουν το Mein Kampf τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του (1925-1932), θα είχαν βρει σ’ αυτό όλες τις λεπτομέρειες της τραγωδίας που χρειάστηκε να βιώσουμε στην σκοτεινή περίοδο 1933-1945. Γιατί πέρα από οποιαδήποτε φιλολογική, πολιτική ή κοινωνιολογική ερμηνεία, το Mein Kampf είναι η πρώτη στην ιστορία εκ των προτέρων καταγραφή και δημοσιοποίηση του σχεδίου ενός εφιαλτικού μαζικού εγκλήματος εκ προμελέτης, απέναντι στην οποία τα δυνάμει θύματά του αντέδρασαν με μια ανερμήνευτη και ασυγχώρητη ελαφρότητα” (Κλεάνθης Γρίβας, από την εισαγωγή στο βιβλίο Ο Αγών Μου, εκδ. Κάκτος).
Το δίδαγμα από αυτή την ιστορία είναι πως όσοι θεώρησαν τότε τον Χίτλερ ως έναν ακόμη “γραφικό” και “φανατικό”, ως έναν “ακίνδυνο τρελάρα της μπυραρίας” και δεν πήραν στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του και δεν έκαναν τίποτε εγκαίρως για να τον εμποδίσουν, αργότερα το πλήρωσαν πολύ ακριβά. Βεβαίως και οι συνθήκες της ηττημένης Μεσοπολεμικής Γερμανίας ευνόησαν την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού (Ναζισμού), με την χρεοκοπία, τον υπερπληθωρισμό και την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Και είναι αλήθεια πως ο Χίτλερ και το ναζιστικό του κόμμα υποστήριξαν ουσιαστικά τη χρεοκοπία της Γερμανίας, διότι διαφορετικά πως θα “πουλούσαν” τις ανορθόδοξες και ανθρωποθυσιαστικές τους θεωρίες σϳ ένα απαιτητικό και πολυποίκιλο εκλογικό σώμα; Η περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933), που έπρεπε ταυτόχρονα να πληρώνει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις και να δημιουργήσει ένα στοιχειώδες Κράτος Πρόνοιας, δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά, αλλά ούτε και αντιστάθηκε, όπως θα έπρεπε και τελικά έπεσε σαν “ώριμο φρούτο”.
Γι' αυτό και η ρητορική του Χίτλερ, που έστρεφε τα βέλη της τόσο κατά του μονοπωλιακού καπιταλισμού, όσο και κατά του ανερχόμενου προλεταριάτου, βρήκε αρκετούς οπαδούς τόσο ανάμεσα στους Γερμανούς μικρομεσαίους, όσο και μεταξύ της εργατικής τάξης της χώρας. Τα 2/5 των ψήφων προς το NSDAP (Ναζιστικό Κόμμα) σε κάποιες γερμανικές περιφέρειες προέρχονταν από την εργατική τάξη, προς έκπληξη των Γερμανών κομουνιστών: “Ω ναι, παραδεχόμαστε πως έχουμε συμμαχήσει με τους εθνικοσοσιαλιστές. Ο Μπολσεβικισμός και ο Φασισμός έχουν κοινό στόχο: την καταστροφή του καπιταλισμού και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Για να πετύχουμε αυτό το στόχο κάθε μέσο είναι δικαιολογημένο” έλεγε ένας πρώην κομμουνιστής ηγέτης της Σαξονίας (Niall Ferguson, Ο Πόλεμος στον Κόσμο, σελ. 415). Η γερμανική λαϊκή Δεξιά επίσης συμμάχησε κι έστρωσε το δρόμο προς την εξουσία στους Ναζί συμμετέχοντας έτσι σε μια Αντεπανάσταση απέναντι σε μια Επανάσταση που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.
Συμπερασματικά, σε συνθήκες οικονομικής και όχι μόνον κρίσης, μια Δημοκρατία εμφανίζεται εξαιρετικά ευάλωτη, ειδικά αν δεν έχει διάθεση να υπερασπιστεί δυναμικά την ύπαρξή της απέναντι σε όσους, απροκάλυπτα, την απειλούν.
Ας έρθουμε τώρα στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, τη μακροχρόνια ύφεση, υποδουλωμένη στην Τρόικα και στα Μνημόνια, με το λαό της εξαθλιωμένο από την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Και στην περίπτωσή μας παρατηρείται μια πρωτοφανής άνοδος του Νεοναζισμού, όπως τουλάχιστον εκφράζεται μέσα από τη δημοσκοπική, και όχι μόνο, άνοδο της Χρυσής Αυγής, που απειλεί ανοικτά την κοινωνία με το ρατσισμό και τη βία της. Όπως και στην περίπτωση του Χίτλερ και των Ναζί, έτσι και σήμερα η -κάθε άλλο παρά γραφική- Χρυσή Αυγή δεν το κρύβει πως μισεί τον κοινοβουλευτισμό, εχθρεύεται τη Δημοκρατία, θέλει να εξαφανίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, να επιβάλει με τη βία τις απόψεις της, να εξοντώσει ή να διώξει τους μετανάστες, να κάνει πόλεμο με τους γείτονες μας κι ένα σωρό άλλα φοβερά και τρομερά. Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: η Δημοκρατία θα πρέπει να παρακολουθεί αμήχανη και διστακτική το αιμοβόρο τέρας να μεγαλώνει στον κόρφο της, ή θα πρέπει να αναλάβει εγκαίρως δράση για να υπερασπιστεί τις αξίες της κι εν τέλει την ύπαρξή της;
Δυστυχώς αυτό που παρατηρούμε είναι πως ένα τμήμα των πολιτικών δυνάμεων που συνιστούν το “δημοκρατικό τόξο” παραμένει αμήχανο και διστακτικό -προσδοκώντας ίσως μικροκομματικά οφέλη-, την ώρα που θα έπρεπε να αναλάβει δράση για να υπερασπιστεί το αυτονόητο. Αυτό προκύπτει κυρίως από την στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στον προτεινόμενο αντιρατσιστικό νόμο, που θυμίζει πως “όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει”. Τι είναι αυτό που εμποδίζει τη Ν.Δ. -προβάλλοντας συνεχώς διαδικαστικά προσκόμματα και διάφορα άλλα φτηνά τερτίπια- να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στον προτεινόμενο νόμο και στη απροκάλυπτα νεοναζιστική Χρυσή Αυγή γενικότερα; Αν και ανήκει στο λεγόμενο "δημοκρατικό τόξο" το κόμμα του πρωθυπουργού Α. Σαμαρά -που μόνο στη θεωρία είναι πλέον κεντροδεξιό και φιλελεύθερο-, συνεχώς χαϊδεύει τ' αυτιά των Νεοναζί, αποφεύγοντας να πάρει ξεκάθαρη θέση εναντίον τους, να καταδικάσει την ωμή βία και το ρατσισμό τους, ψαρεύοντας σε θολά νερά...
Η αλήθεια είναι πως η Ν.Δ. έχει προ πολλού απολέσει το “μεσαίο χώρο” και την κεντρώα/φιλελεύθερη βάση της, την οποία πρώτος οικοδόμησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, και κινείται προς τα ακροδεξιά. Τείνει να καταστεί έτσι ένα κλασικό συντηρητικό/δεξιό κόμμα που διαπρέπει στην ικανότητα να κινητοποιεί τον αντιμεταναστευτικό ζήλο των δυσαρεστημένων συντηρητικών και φοβικών ψηφοφόρων της και να τον χρησιμοποιεί κατόπιν ως πολιτικό όπλο. Είναι άλλωστε γνωστό πως ο κοινωνικός πυθμένας, ειδικές σε εποχές κρίσης, έχει την τάση να συνέχεται και να παράγει ανορθολογισμό και συνωμοσιοπαράνοια, που συχνά εκφράζεται σε τυφλό μίσος απέναντι στους άλλους και τους διαφορετικούς.
Βέβαια από τη δεκαετία του 1990 η Δεξιά βρέθηκε παντού στην Ευρώπη αιχμάλωτη των πολιτικών θέσεων της ακροδεξιάς, παίζοντας το χαρτί της αντιμετανάστευσης και χρησιμοποιώντας τεχνικές διαχείρισης φόβου έναντι των ψηφοφόρων τους, που κατηγορούσαν τους αλλοδαπούς ότι ευθύνονται για την αύξηση της εγκληματικότητας, της ανεργίας, της ανασφάλειας κ.α. Έτσι, αντί η Δεξιά να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός νέου μεταεθνικού μοντέλου συμμετοχικής δημοκρατίας σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία βασισμένη στην πολιτιστική ποικιλομορφία και στο σεβασμό της διαφορετικότητας, άρχισε να υποστηρίζει την κλειστοφοβική ιδέα της «Ευρώπης-Οχυρού», που αποτελεί και το όνειρο κάθε Ευρωπαίου ακροδεξιού.
Η πολιτική αυτή δεν υπήρξε -και ούτε πρόκειται να υπάρξει- δημιουργική και το μόνο της αποτέλεσμα ήταν να ρίχνει «νερό στο μύλο» των Νεοναζί. Όποιος σπέρνει ανέμους θα θερίσει στο τέλος θύελλες.
Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου