Χρειάζεται καταρχήν ο ορισμός του τι θεωρούμε σαν επιτυχία για μια οικονομική δραστηριότητα κοινωνικής, αλληλέγγυας και οικολογικά ισορροπημένης οικονομίας.
Όπως είναι γνωστό– και αυτό δεν αμφισβητείται πλέον και από συμβατικούς οικονομολόγους- το ΑΕΠ, συμπεριλαμβάνοντας π.χ. αξίες που δημιουργούνται από ασθένειες, ατυχήματα, περιβαλλοντικές ή φυσικές καταστροφές, ακόμα και από πολέμους στο εξωτερικό, δεν μπορεί να είναι κατάλληλος δείκτης περιγραφής της ευημερίας και πολύ περισσότερο της ευτυχίας ενός λαού. Δε θα πρέπει άρα να μείνουμε στον δείκτη του ΑΕΠ για την μακροοικονομία. Έτσι και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραμείνουμε στον σημερινό δείκτη του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην μικροοικονομία, που στηρίζεται μόνο στην ατομική ιδιοκτησία, στα κόστη, στις επενδύσεις, στα κέρδη και στους προϋπολογισμούς.
Θα χρειασθεί λοιπόν να καθορίσουμε λεπτομερέστερους δείκτες για να εκφράσουμε την επιτυχία σε σχέση με την κοινωνική ευημερία-ικανοποίηση και την ποιότητα ζωής, την ποιότητα και την διανομή των αγαθών, την συμμετοχή-συναπόφαση των πολιτών, την ισότητα των φύλλων, την ποιότητα-προστασία του περιβάλλοντος, τη συλλογική-κοινωνική ιδιοκτησία κ.λπ. Και αυτοί οι δείκτες να συγκεκριμενοποιηθούν και για τις οικονομικές δραστηριότητες της κοινωνικής και αλληλέγγυας μικροοικονομίας. Για να καθορισθούν βέβαια όλοι αυτοί οι δείκτες οριστικά θα χρειασθεί να ακολουθηθεί μια αμεσοδημοκρατική διαδικασία στα πλαίσια της κοινωνίας της μετάβασης. Τώρα δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να τους σκιαγραφήσουμε μόνο και να τους προτείνουμε.
Στο δρόμο προς την παραπάνω οικονομία οι σημερινές επιχειρήσεις και οι νεοδημιουργούμενες, για να διαφέρουν από τις υπάρχουσες καπιταλιστικές, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν ζημίες. Απλά δε θα έχουν σα στόχο το «μέγιστο κέρδος», που είναι ο στόχος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση όχι κέρδος για το κέρδος, ούτε δημιουργία ατομικής ιδιοκτησίας-αλλά συλλογικής των νεοδημιουργούμενων αξιών χρήσης. Η έννοια του κέρδους γίνεται αποδεκτή μόνο με την έννοια του περιορισμένου μέσου για αυστηρά καθορισμένους κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Καλύτερα να το ονομάσουμε πλεόνασμα. Επιδίωξη λοιπόν πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση κοινωνικά αποδεκτών στόχων, οικολογικά βιώσιμων, που προωθούν ταυτόχρονα την οικονομική δημοκρατία και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Έχοντας κάνει εκ των προτέρων αποδεκτούς τους παραπάνω στόχους των οικονομικών δραστηριοτήτων μπορούμε για παράδειγμα να θέσουμε σε συζήτηση ένα πίνακα αξιών-κριτιρίων(οριζόντιος άξονας: Ανθρώπινη αξιοπρέπεια,Εμπιστοσύνη,Αλληλεγγύη,Οικολογική βιωσιμότητα,Κοινωνική δικαιοσύνη,Δημοκρατική συμμετοχή,Ατομική/συλλογικήιδιοκτησία) και κοινωνικών ομάδων που τους αφορά η κάθε οικονομική δραστηριότητα(κάθετος άξονας: Πελάτες-καταναλωτές,Συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, Προμηθευτές-χρηματοδότες, Περιοχή-Εντοπιότητα, Πολίτες-θεσμοί απόφασης, Μελλοντικές γενιές,Προϊόν/Υπηρεσία, Πλεόνασμα) και να τον συμπληρώσουμε ανάλογα(καλύτερα να συμπληρωθεί πλήρως από το «συμβούλιο» της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που προτείνεται στο κείμενο για τα χαρακτηριστικά της)
Κάθε χαρακτηριστικό στα κουτάκια θα πρέπει να βαθμολογείται με ένα βαθμό, ώστε να αξιολογείται καλύτερα και ποσοτικά η εξέλιξη-βελτίωση της κάθε οικονομικής τέτοιας δραστηριότητας σε σχέση με την αξία-κριτήριο αξιολόγησης(π.χ. στο πρώτο κουτάκι μία επιχείρηση κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας μπορεί να βαθμολογηθεί-και αυτό να γίνεται δημόσια γνωστό-ως εξής: αυτό-οργάνωση ωραρίου 20, παιδικός σταθμός 25, φροντίδα 15, μετεκπαίδευση 10, κ.λπ.
Όσο περισσότερους συνολικά βαθμούς συγκεντρώνει το οικονομικό εγχείρημα τόσο περισσότερο ποιοτικά μπορεί να χαρακτηρίζεται σαν «εγχείρημα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» από το «συμβούλιο» και αυτό να γίνεται δημόσια γνωστό, ώστε να «πριμοδοτείται» από το κίνημα της μετάβασης. Μπορούμε να καθορίσουμε και διαβαθμίσεις στη προσπάθεια κάθε τέτοιου εγχειρήματος για μεγιστοποίηση της βαθμολογίας του: π.χ μέχρι το 200 η πρώτη βαθμίδα, μέχρι 400 η δεύτερη, μέχρι 600 η Τρίτη, κ.ο.κ(χαρακτηρίζοντας και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του με αντίστοιχο χρώμα).
Να σταθούμε λίγο στο θέμα της παραγωγής πλεονάσματος που είναι σημαντικό γιατί συνδέεται με την έννοια του σημερινού καπιταλιστικού κέρδους. Το πλεόνασμα μπορεί να είναι χρήσιμο, αλλά μπορεί και να γίνεται και επιζήμιο. Σήμερα φαίνεται καθαρά αυτό σε επίπεδο εθνικών οικονομιών, όπου τα πλεονάσματα μιας χώρας είναι συνήθως ελλείμματα άλλων χωρών, ή ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης μπορεί να οφείλονται σε ζημιές άλλων(ανταγωνισμός) ή σε ζημιές της υπόλοιπης κοινωνίας(εκμετάλλευση εργασίας της) ή σε ζημιές του περιβάλλοντος( εκμετάλλευση της φύσης). Είναι σαν το μαχαίρι που μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς για να κόψει τη σαλάτα του, αλλά και για να μαχαιρώσει το διπλανό του. Το αν θα είναι χρήσιμο θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις κάθε φορά για το ποιοί θα επωφελούνται από αυτό το πλεόνασμα και που αυτό θα «επενδύεται», σύμφωνα με τα αναφερθέντα πιο πάνω.
Επειδή για τη δημιουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειασθούν αρχικοί οικονομικοί πόροι και παραγωγικά μέσα, τα οποία προφανώς θα εξασφαλισθούν από τους αρχικά συμμετέχοντες συνολικά ή μερικά-κάποιοι διαθέτουν κάποιες οικονομίες, άλλοι θα διαθέτουν μελλοντική εργασία κ.λπ. και επομένως θα υπάρχει κάποια αρχική συλλογική ή ατομική ιδιοκτησία-θα μπαίνει ζήτημα αρχικής συμφωνίας για το αν αρχική ατομική ή συλλογική ιδιοκτησία, καθώς και η εργασία, θα έχει δικαίωμα απολαβής «μερίσματος» από το πλεόνασμα ή αν το πλεόνασμα θα επενδύεται μόνο σε κοινωνικούς ή οικολογικούς σκοπούς.
Ένα παράδειγμα: δημιουργείται ένας συνεταιρισμός ή μια εταιρεία κοινωνικής βάσης για παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Ο κάθε συμμετέχων πολίτης-σα –σύμφωνα με τη θέλησή του-της και τις δυνατότητές του-της διαθέτει από την αρχή ένα ποσό, ώστε να κατασκευασθεί η εγκατάσταση. Η συνέλευση των συμμετεχόντων θα πρέπει να έχει αποφασίσει από την αρχή, αν μέρος του πλεονάσματος θα μοιράζεται στα μέλη ή θα επενδύεται όλο για να κατασκευάζονται νέες εγκαταστάσεις, που θα είναι αναγκαίες για να ξεφύγουμε από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο. Μπορεί στην αρχή-για να πεισθούν και οι μικροαποταμιευτές να αποσύρουν τις οικονομίες τους από τις τράπεζες, που έτσι και αλλιώς δίνουν ένα πολύ μικρό επιτόκιο ή καθόλου-ένας τέτοιος συνεταιρισμός να αποφασίσει να μοιράζει στα μέλη του το 1-2% του πλεονάσματος και το υπόλοιπο για κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Μια τέτοια δραστηριότητα ανήκει φυσικά στην οικονομία της μετάβασης, αλλά θα κατατάσσεται ανάλογα με τη διαβάθμιση που προτείνουμε παραπάνω. Γιατί ο τελικός στόχος μιας οικονομίας των αναγκών, που διεκδικεί να είναι αντικαταναλωτική και δίκαιη θα πρέπει να είναι: εισόδημα να δημιουργεί μόνο η εργασία! Έτσι μπορεί να κατανεμηθεί σωστά η αναγκαία κοινωνικά εργασία και να μειωθεί ταυτόχρονα χρονικά η εργασία που αντιστοιχεί στον καθένα.
Ο πυρήνας του καπιταλισμού στηρίζεται στη «νόμιμη» διαδικασία που μεταφέρει την υπεραξία που παράγεται από την εργασία και τη φύση(η φύση συμμετέχει στην παραγωγή υπεραξίας υπερεκμεταλλευόμενη με τέτοιους ρυθμούς, που δεν προλαβαίνει η ίδια να αναπαράγει τους φυσικούς της πόρους), στους έχοντες την εξουσία κεφαλαιούχους και ιδιοκτήτες. Αυτοί- ιδίως οι πλούσιοι, ακόμα και όταν συμμετέχουν σαν μάνατζερς στη παραγωγική διαδικασία-δεν απολαμβάνουν μόνο εισόδημα από την τυχόν εργασία τους, αλλά κύρια από την κατοχή κεφαλαίων και μέσων παραγωγής με τη μορφή κερδών ή τόκων και μερισμάτων των επενδύσεών τους. Αυτή η δυνατότητα τους μετατρέπει -στη πλειοψηφία τους- σε άπληστους ανθρώπους, παρόλο που μπορεί, είτε η καταγωγή τους, είτε η ιδεολογία τους, είτε η θρησκεία τους, να μη τους το επιτρέπει. Για να απορριφθεί αυτό το επίκτητο χαρακτηριστικό της απληστίας-κληρονομημένο πιθανά στον καθένα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης- δε θα πρέπει να δημιουργούμε εισόδημα στο μέλλον από την ατομική ιδιοκτησία μέσων και κεφαλαίου. Διαφοροποιήσεις στο εισόδημα μπορούν να γίνονται αποδεκτές μόνο στη βάση της ηθελημένης επιπλέον εργασίας.
Στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου οικονομικού εγχειρήματος λοιπόν μπορεί να αμείβεται κάποιος για περισσότερες ώρες δουλειάς, αλλά να έχουν τεθεί και όρια μεταξύ κατώτερης και ανώτερης αμοιβής. Δε θα πρέπει όμως στην εξέλιξή του να εξασφαλίζει και εισόδημα για μη εργαζόμενους αρχικούς «επενδυτές», παρόλο που στην αρχή-για λόγους που αναφέρθηκαν στο παραπάνω παράδειγμα-πιθανά να είναι απαραίτητο για κάποιο διάστημα. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει ένα τέτοιο εγχείρημα να εξελιχθεί σε μετοχική εταιρεία, όπως οι σημερινές. Οι μετοχική συμμετοχή των αρχικών μελών του εγχειρήματος δε μπορεί να μεταβιβάζεται απρόσωπα σε τρίτους. Αν κάποιο μέλος θα θέλει να αποχωρήσει μελλοντικά, μπορεί να αποζημιώνεται από τα αποθεματικά-που θα χρειασθεί να δημιουργούνται από τα πλεονάσματα, για αυτό αλλά και για άλλους σκοπούς- ή να μεταβιβάζει τη μετοχή του σε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, αποδεκτό από τη συνέλευση των μελών. Δε θα πουλά λοιπόν μετοχές στην απρόσωπη αγορά, αλλά μπορεί να εξασφαλίζει νέα κεφάλαια και μέσα: 1) από την «προίκα» που μπορούν να φέρουν τα νέα εργαζόμενα μέλη τα οποία θα θέλουν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα 2) από δάνεια ή δωρεές άλλων συνεργαζόμενων με αυτό εγχειρημάτων 3) από χρηματοδότηση πιστωτικών οργανισμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που θα υπάρχουν ή θα δημιουργούνται, στο πρότυπο των σημερινών «ηθικών και δημοκρατικών ή συνεταιριστικών τραπεζών».
Στη κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν θα υπάρχει χρηματοπιστωτικός τομέας με τη μορφή του σημερινού καπιταλιστικού «καζίνου». Οι πιθανοί μικροί τόκοι που μπορούν να απαιτούν οι πιστωτικοί αυτοί οργανισμοί της θα δικαιολογούνται μόνο στη βάση των λειτουργικών δαπανών τους και όχι στη βάση διανομής κερδών στα μέλη(και αυτοί οι οργανισμοί-συλλογικότητες θα διανέμουν εισόδημα μόνο στους εργαζόμενούς τους, πέρα από την εξασφάλιση των λειτουργικών εξόδων τους). Σε τέτοιους πιστωτικούς συνεταιρισμούς-που βέβαια θα λειτουργούν με δημοκρατική διαφάνεια για να διεκδικούν την ένταξή τους στην οικονομία της μετάβασης- μπορούν να καταθέτουν για παράδειγμα τα για το επόμενο χρονικό διάστημα αχρείαστα πλεονάσματά τους, τα υπόλοιπα οικονομικά εγχειρήματα της εν λόγω οικονομίας. Έτσι το χρήμα θα ξαναγίνει μέσο για την λειτουργία της κοινοτικής οικονομίας και όχι μέσο πλουτισμού των ατόμων προκατόχων του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου