Το στοίχημα της επιβίωσης του πλανήτη είναι όντως το στοίχημα της αποανάπτυξης. Για να γίνει αυτό πλήρως κατανοητό πρέπει να προσανατολιστούμε σε μία ποιοτική έννοια του πλούτου, δηλαδή μη οικονομική, και να δούμε κατάματα την αντίστροφη αναλογία που συνδέει τις δύο έννοιες: οικονομική ανάπτυξη σημαίνει κοινωνική/περιβαλλοντική αποπτώχευση, ο κοινωνικός/περιβαλλοντικός πλούτος απαιτεί τη συρρίκνωση της οικονομίας. Δεν πρόκειται καν για μια «ηθική οικονομία» (τύπου Αμάρτια Σεν), διότι η αυτονόμηση της οικονομίας ακυρώνει αυτομάτως οιαδήποτε ηθική και πολιτική σημασία (πρακτικώς αλληλένδετες). Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι η μεγάλη σκέψη του παρελθόντος, από τον Αριστοτέλη ως τον Καντ και τον Χέγκελ, δεν αναγνώριζε κανέναν ανεξάρτητο οικονομικό τομέα, του οποίου τις δραστηριότητες υπήγε κανονικά στην ηθικοπρακτική σφαίρα• μία στιγμή αργότερα, μετά τη θριαμβική ανάδυση της «οικονομίας» μέσ’ από τις δραστηριότητες της κεφαλαιοκρατικής τάξης η οποία μετέτρεψε την αποικιακή εκμετάλλευση σε βιομηχανική επανάσταση, ο σημαντικότερος κληρονόμος αυτών των στοχαστών, ο Μαρξ, πάσχισε να καταδείξει το ιδεολογικό ψεύδος που κρύβεται μέσα στις έννοιες της νέας οικονομικής επιστήμης.
Μπορούμε ακόμα και να βρούμε το σπέρμα της κριτικής του Μαρξ μέσα στις «οικονομικές» παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, ο οποίος διέβλεψε νωρίς τους κινδύνους που κρύβονται στην αυτονόμηση της παραγωγής-προς-ανταλλαγή (δηλαδή, σαν να λέμε, της ανταλλακτικής αξίας) από την αυτοπαραγωγή (την αξία χρήσης, αντίστοιχα).Η έννοια της πράξεως στον Αριστοτέλη διαφύλασσε τη συνοχή του πεδίου που λέμε ηθικοπρακτικό, και αυτό περιελάμβανε τρεις αδιαχώριστες λειτουργίες: την παραγωγή των αναγκαίων για την επιβίωση του οίκου (οικονομία), την ελεύθερη διαβούλευση των εκπροσώπων των οίκων που απαρτίζουν την πόλιν (πολιτική) και τη διαρκή ερωτηματοθεσία περί του ήθους, δηλαδή του έλλογου πράττειν μέσα στις έτσι συγκροτούμενες ανθρώπινες συλλογικότητες (ηθική). Την κορυφαία επανεπεξεργασία της ηθικοπρακτικής σφαίρας στη νεώτερη εποχή χρωστάμε αναμφίβολα στον Ιμμάνουελ Καντ ––Κριτική του Πρακτικού Λόγου–– που ακόμα γίνεται αδιερώτητα δεκτή ως πηγή κάθε άξιας του ονόματός της ηθικής νομοθεσίας. Δεν σκεφτόμαστε όμως να αναζητήσουμε τις αρχές των οικονομικών μας συμπεριφορών εκεί. Γιατί; Διότι βεβαίως έχει γίνει υπόρρητα δεκτή η αυτονομία του οικονομικού πεδίου και των αρχών του. Εκείνο που συνήθως παραβλέπεται, όμως, είναι ότι η ηθική νομοθεσία του Καντ και η αρχή της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας δεν είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα: αντιβαίνουν ευθέως το ένα στο άλλο, και αν δεχθούμε το ένα από τα δύο οφείλουμε να απορρίψουμε πλήρως το άλλο. Θυμίζω μόνον ότι το θεμέλιο της ηθικής στον Καντ απορρέει από την αυτονομοθετική ικανότητα του Λόγου, η οποία αποκρυσταλλώνεται σε μιαν a priori κατηγορική προσταγή. Ο Καντ μας δίνει τρεις εναλλακτικές (και συμπληρωματικές) διατυπώσεις της: 1) Πράττε έτσι ώστε η υποκειμενική αρχή της βουλήσεώς σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει ταυτοχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας. 2) Πράττε έτσι ώστε ο υποκειμενικός νόμος της πράξης σου να ισχύει ως καθολικός νόμος της ηθικής φύσης. 3) Πράττε έτσι ώστε, στο πρόσωπό σου όσο και στους άλλους, να μεταχειρίζεσαι την ανθρώπινη φύση ως αυτοσκοπό, ποτέ ως μέσον (υπογράμμιση δική μου).
Δεν θα συζητήσω εδώ βέβαια τα ευρύτερα προβλήματα της καντιανής ηθικής νομοθεσίας. Περιορίζομαι αποκλειστικά στην τρίτη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής, η οποία μου φαίνεται μάλιστα ως γενετική ρίζα των προηγούμενων δύο. Σύμφωνα με το κριτήριο που προσάγει ο Καντ, ηθική δεν μπορεί να λογίζεται καμία πράξη εφόσον καθιστά ένα ανθρώπινο πρόσωπο μέσον προς οιονδήποτε ιδιοτελή σκοπό: η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου όντος, η χρήση του ως εάν ήταν πράγμα, είναι από ηθική σκοπιά εντελώς απαγορευμένη – επειδή υποβιβάζει την ανθρώπινη υπόσταση γενικά, στο πρόσωπο εκείνου που υφίσταται τον υποβιβασμό αλλά όχι λιγότερο και στο πρόσωπο αυτού ο οποίος τον διενεργεί, στερώντας της εκείνη την αυτονομοθετική ελευθερία χωρίς την οποία η ίδια η ηθική σφαίρα δεν μπορεί να συσταθεί (δηλαδή, δεν έχει κανένα νόημα). Με άλλα λόγια, η πραγμοποίηση (Verdinglichung στον Μαρξ) είναι μια διαδικασία που επεκτείνεται μολυσματικά σε ολόκληρο το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, εγκλωβίζοντας στην απανθρωποποιητική λογική της τόσο τους δρώντες όσο και τους κατ’ αρχάς υφιστάμενους τη δράση τους. Και θέλω αμέσως να εξαγάγω τις επιπτώσεις αυτής της διατύπωσης στα πεδία της πολιτικής και της παραγωγικής δραστηριότητας. Στο πολιτικό πεδίο, θα λέγαμε, ο πολίτης απαγορεύεται να γίνεται αντιληπτός ως υπήκοος, δηλαδή αντικείμενο μιας εξωτερικής νομοθεσίας, αλλά ως πηγή νομοθεσίας ο ίδιος μέσ’ από καθολική συμμετοχική διαβούλευση• στο πεδίο της παραγωγής, ο παραγωγός απαγορεύεται να γίνεται αντιληπτός ως πράγμα, δηλαδή μετρήσιμη εργασιακή δύναμη η οποία αγοράζεται και μεταπωλείται, αλλά ως δημιουργός αξίας ο ίδιος υποκείμενης στους δικούς του αυτόνομα επιλεγμένους σκοπούς.
Έτσι διαβασμένη, η καντιανή ηθική νομοθεσία μπορεί να προσαχθεί ως αμετάκλητη απονομιμοποίηση τόσο των σύγχρονων μορφών κράτους όσο και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εν γένει. Τίποτα λιγότερο δεν αρκεί, πιστεύω, για τη διάσωση της ανθρωπότητας σήμερα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου