1)Η διάγνωση της Κοπεγχάγης („The Copenhagen Diagnosis“):
Στην κοινή ανακοίνωση των συγγραφέων της «διάγνωσης»( 26 επιστήμονες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν και συγγραφείς της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τις Κλιματικές Αλλαγές του ΟΗΕ –IPCC- το 2007), το τελικό συμπέρασμα ήταν:
• οι παγετώνες της Γροιλανδίας όσο και της Ανταρκτικής χάνουν όλο και περισσότερη μάζα και συμβάλλουν στην άνοδο της στάθμης των θαλασσών.
• ο θαλάσσιος παγετώνας της Αρκτικής φθίνει σημαντικά γρηγορότερα από ότι προέβλεπαν τα μέχρι τώρα μοντέλα. Έτσι το λιώσιμο του πάγου τα καλοκαίρια των ετών 2007 έως 2009 ήταν κατά 40% περισσότερο από τη μέση τιμή των προσομοιώσεων της αναφοράς IPCC του 2007
• στα περασμένα 15 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε πάνω από πέντε εκατοστά. Κατά 80% ψηλότερα από την προσομοίωση του IPCC από το 2001, πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι το 2100 θα μπορούσε να ανέβει πάνω από ένα μέτρο, μέχρι δύο μέτρα, πολύ περισσότερο από τις προβλέψεις του IPCC. Για τους επόμενους αιώνες θα πρέπει να αναμένεται μια άνοδος περισσότερων μέτρων
• το έτος 2008 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτές πηγές ήταν κατά 40% παραπάνω από τις εκπομπές του 1990. Ακόμα και αν δεν αυξηθούν στη συνέχεια οι εκπομπές, ήδη θα ξεπερνούσαμε στα επόμενα 20 χρόνια τα όρια που απαιτούνται ώστε να μην ανέβει η θερμοκρασία πάνω από δύο βαθμούς, που είχε μπει σαν στόχος
• συνολικές εκπομπές πρέπει , μετά το πολύ 5 έως 10 χρόνια( που θα φθάσουν στο μάξιμουμ), να αρχίζουν να μειώνονται γρήγορα και να γίνουν σχεδόν μηδενικές μέχρι το τέλος του αιώνα
• η σημερινή συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα με περίπου 387 μέρη όγκου στο εκατομμύριο (ppm), ήδη πάνω από την «ασφαλή» θεωρούμενη τιμή των 350 ppm, υπερβαίνει την τιμή εκατομμυρίων προηγούμενων χρόνων.
• μία αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από δύο βαθμούς θεωρείται «επικίνδυνη διαταραχή» του κλιματικού συστήματος, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί.
• Για να μειώσουμε τον κίνδυνο απρόσμενων αλλαγών στο πλανητικό σύστημα και να συγκρατήσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στο μάξιμουμ των δύο βαθμών, δεν θα πρέπει σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ 2010 και 2050 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να υπερβούν τους 750 γιγατόνους(Gt).
• Οι βιομηχανικές χώρες, που έχουν ήδη εκπέμψει το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που τους αναλογεί, καλούνται να τις μειώσουν ριζικά στο άμεσο μέλλον.
2)Ξεπέρασμα του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης:
Ας κάνουμε λοιπόν κάποιους απλούς υπολογισμούς: 750 γιγατόνοι=750.000.000.000 τόνοι
Για 40 χρόνια εκπομπές σημαίνει:750.000.000.000: 40=18.750.000.000 τόνοι
το χρόνο
Ο ανθρώπινος πληθυσμός το 2005 ήταν 6.500.000.000, το 2012 θα είναι 7.000.000.000, το 2050 προβλέπονται 9.000.000.000, άρα μπορούμε να πάρουμε ένα μέσο όρο 8.000.000.000 για το διάστημα 2010-2050.
Έτσι στην ουσία αντιστοιχούν στον καθένα το χρόνο: 18.750.000.000:8.000.000.000=2,3 τόνοι περίπου
Τα τελευταία χρόνια κάθε κάτοικος των ΗΠΑ εξέπεμπε 20 τόνους, της Γερμανίας 10 τόνους, της Κίνας 4,6 τόνους, του Μπαγκλαντές 0,3 τόνους και του Μαλί μόνο 50 κιλά. Εδώ έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα δικαιοσύνης. Κανένας δε μπορεί να απαιτήσει από τις υπανάπτυκτες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές για να μπορούμε στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο να συνεχίζουμε(έστω και διαφοροποιημένα βέβαια μεταξύ φτωχών και πλούσιων), όπως μέχρι τώρα.
Για να φθάσουμε σε ετήσιες εκπομπές των 2 τόνων ανά κάτοικο στη δύση(πιο δίκαιο θα ήταν βέβαια να τις φθάσουμε ακόμα χαμηλότερα), θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη «απο-ανάπτυξη» σε όλους σχεδόν τους μέχρι τώρα τομείς, εκτός από κείνους όπου θα έχουμε μηδενικές εκπομπές - ή αντίθετα- αρνητικές εκπομπές, με την έννοια ότι αποθηκεύουν την περίσσεια του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό θα απαιτούσε αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανάπτυξη, όχι με την έννοια της μεγέθυνσης, αλλά της ποιότητας και της επέκτασης θα μπορούμε να έχουμε σε τομείς, όπου αντί να έχουμε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα έχουμε ή μηδενικές ή απορρόφησή τους από την ατμόσφαιρα και «αποθήκευσή» τους σε αυτούς τους τομείς. «Απο-ανάπτυξη εδώ», λοιπόν, «συντήρηση εκεί», «ανάπτυξη πιο πέρα», αλλά σε καμία περίπτωση «ανάπτυξη ή θάνατος», που είναι το μότο του Τουρμποκαπιταλισμού . Για να δούμε πού μπορεί να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τον κύκλο του άνθρακα.
3)Ο κύκλος του άνθρακα:
Είναι ένας βιοχημικός κύκλος με τον οποίο το στοιχείο άνθρακας «κυκλοφορεί» ανάμεσα στη βιόσφαιρα, στη λιθόσφαιρα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα του πλανήτη Γη.
Ο κύκλος έχει τέσσερις μεγάλες δεξαμενές άνθρακα, που επικοινωνούν μέσα από διάφορους δρόμους ανταλλαγής. Οι δεξαμενές αυτές είναι η ατμόσφαιρα(διοξείδιο, μεθάνιο, χλωροφθοράνθρακες), η βιόσφαιρα(περιέχει ζωντανή- νεκρή οργανική ύλη, μέρος της η βλάστηση), οι ωκεανοί (εμπεριέχουν διοξείδιο του άνθρακα και ζωντανή-νεκρή οργανική ύλη)και η λιθόσφαιρα(που περιέχει τα γνωστά μας ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο, λιθάνθρακα, λιγνίτης κ.λ.π)
• Στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και λιθόσφαιρας. Η λιθόσφαιρα έγινε «αποθήκη» κατά την προϊστορική περίοδο της γης με γεωλογικές διεργασίες. Σαν ανθρωπότητα δεν μπορούμε να επιδράσουμε στην αποθήκευση του άνθρακα σε αυτή την δεξαμενή. Απλώς φροντίζουμε μέχρι τώρα να την «ξαλαφρώνουμε» αυτή την αποθήκη είτε άμεσα μέσω των καύσεων των ορυκτών καυσίμων και μεταφέροντας τον άνθρακα με τη μορφή εκπομπών διοξειδίου στην δεξαμενή της ατμόσφαιρας, είτε έμμεσα μέσω της υπερθέρμανσης των παγωμένων ωκεανών- παγωμένης τούντρας και της απελευθέρωσης έτσι του αποθηκευμένου εκεί μεθανίου. Εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό, όσο γίνεται γρηγορότερα.
• Η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και ωκεανών βοηθά στην ελάττωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε αέρια θερμοκηπίου, όμως είναι μια διαδικασία που γίνεται κατά την πάροδο αιώνων και όχι μικρο-μεσοπρόθεσμα. Εξάλλου η ανταλλαγή γίνεται με τα επιφανειακά νερά, τα οποία σήμερα θερμαίνονται λόγω αύξησης θερμοκρασίας και εξατμίζονται, ενώ τα κατακόρυφα θαλάσσια ρεύματα που εξασφάλιζαν την ανταλλαγή επιφανειακών και βαθιών νερών υποχωρούν. Έτσι η «αποθήκη» των ωκεανών δεν έχει άμεση θετική συμβολή στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Από την άλλη, τυχόν δυνατή ανθρώπινη δράση για θετική επίδραση σ’ αυτό το ισοζύγιο είναι προβληματική, γιατί πρόκειται για χαοτικό μεγασύστημα και δεν θα είμαστε σίγουροι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
• Μας μένει η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας. Ο άνθρακας αποσπάται από την ατμόσφαιρα βασικά μέσω της φωτοσύνθεσης στα φύλλα, κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό CO2 σε υδατάνθρακες(μεγαλύτερη ποσότητα από τα νεαρά φυτά) . Η βλάστηση λοιπόν είναι καταρχήν αυτή που ρυθμίζει το ισοζύγιο ατμόσφαιρας -βιόσφαιρας και στη συνέχεια έχουμε τις επίγειες διεργασίες-ανταλλαγές με την υπόλοιπη βιομάζα και το ίδιο το έδαφος. Από το συνολικό ποσό του οργανικού άνθρακα που παράγεται από τη φωτοσύνθεση το μισό περίπου καταναλώνεται από τα φυτά κατά την αυτοτροφική αναπνοή(οπότε έχουμε επιστροφή του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με τη μορφή CO2: εξώθερμη αντίδραση με τη διάσπαση της γλυκόζης σε CO2 και σε Η20). Από το υπόλοιπο που παραμένει και αποθηκεύεται στη φυτική μάζα, ένα μέρος καταναλώνεται από τα ζώα και τον άνθρωπο (από το οποίο πάλι ένα μέρος παίρνει το δρόμο για την ατμόσφαιρα μέσω της ετερότροφης αναπνοής). Ένα άλλο μέρος επιστρέφει στην ατμόσφαιρα μέσω της αποψίλωσης και καύσης-πυρκαγιών της φυτικής βιομάζας(αλλά και άλλων οργανικών ουσιών) από τον άνθρωπο και ένα μέρος μετά τη γήρανση των φυτών καταλήγει στο έδαφος, στη λεγόμενη δεξαμενή «συντριμμιών» του άνθρακα. Ένα μέρος αυτών των «συντριμμιών» καθώς και της υπόλοιπης νεκρής βιομάζας(οργανική ύλη στο έδαφος) αποσυντίθεται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους, οι οποίοι διασπούν τις ανθρακικές ενώσεις των νεκρών οργανισμών και μετατρέπουν τον άνθρακα σε CO2 (αερόβια) ή σε μεθάνιο (αναερόβια) και έτσι έχουμε επιστροφή του στην ατμόσφαιρα. Ένα άλλο μέρος όμως μετατρέπεται στον εδαφολογικό άνθρακα, που αποσυντίθεται πολύ πιο αργά. Ο εδαφολογικός άνθρακας μαζί με το κάρβουνο των πυρκαγιών αποτελούν τη δεξαμενή του αδρανή άνθρακα. Ο συνολικός άνθρακας του εδάφους είναι πολλαπλάσιος αυτού της βλάστησης.
Τα επίγεια οικοσυστήματα αποτελούν δεξαμενές άνθρακα (με νεώτερους υπολογισμούς θεωρείται ότι στα δάση μόνο «σταθμεύουν» περίπου 800 GT, περισσότερο και από την ατμόσφαιρα).Οι βιολογικές διεργασίες μπορούν να επηρεάσουν το ποσό του άνθρακα σε αυτές τις δεξαμενές, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει και άμεσα για αύξηση του αποθηκευμένου άνθρακα σε αυτές.
Έτσι το Τροπικό δάσος αποθηκεύει 906 γραμ./μ2.έτος, τα Υπόλοιπα δάση 630, οι Σαβάνες 354, τα Έλη 1350, οι Καλλιέργειες 293, Λοιπά είδη(τούντρες…)31, η Θάλασσα 69 γραμ./μ2.έτος
Για τα δάση και ιδίως τα τροπικά έχουν γραφεί πολλά. Η αποψίλωση και οι πυρκαγιές συμμετέχουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 18%(στοιχεία του 2000, εντωμεταξύ έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι πυρκαγιές, ιδίως στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη). Αν σταματούσαν θα είχαμε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές. Για να σταματήσουν όμως πρέπει να υπάρξει «αποανάπτυξη» στον τομέα του εμπορίου του ξύλου, ιδίως του τροπικού και να σταματήσει η αλλαγή χρήσης της γης(οικοπεδοποίηση), ώστε να μην έχουμε πυρκαγιές από ανθρωπογενείς αιτίες. Ανάπτυξη θα πρέπει να έχουμε σε δραστηριότητες που υποβοηθούν την αποθήκευση του CO2 στην άγρια βλάστηση με επιστροφή εκτάσεων στην άγρια φύση, με αποκατάσταση των ερημοποιημένων εκτάσεων μέσω αναβλάστησης(π.χ. φυσική σπορά σβώλων), με σωστή διαχείριση των δασών(ώστε να μην έχουμε εύκολα πυρκαγιές από φυσικές αιτίες) και φύτευση νέων εγκλιματισμένων δένδρων(τα νέα δένδρα απορροφούν πάντα περισσότερο CO2 από τα παλιά) κ.λ.π.
Βλέπουμε ότι τα έλη μπορούν να απορροφήσουν κάθε χρόνο υπερδιπλάσια ποσότητα CO2 από ότι τα δάση στα μεσαία πλάτη, αλλά πολύ περισσότερο και από τα τροπικά. Μέχρι τώρα κάναμε αποξήρανσή τους υπέρ των καλλιεργειών και της υγείας υποτίθεται. Από δω και πέρα πρέπει να αποκαταστήσουμε ξανά τις ελώδεις εκτάσεις, αν όχι να τις επεκτείνουμε. Θα είναι ο πιο εύκολος και πιο οικονομικός τρόπος για απορρόφηση του παραπανήσιου CO2 από την ατμόσφαιρα.
Όμως οι καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων θα είναι ο κατεξοχήν τομέας, όπου θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές.
Στην κοινή ανακοίνωση των συγγραφέων της «διάγνωσης»( 26 επιστήμονες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν και συγγραφείς της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τις Κλιματικές Αλλαγές του ΟΗΕ –IPCC- το 2007), το τελικό συμπέρασμα ήταν:
• οι παγετώνες της Γροιλανδίας όσο και της Ανταρκτικής χάνουν όλο και περισσότερη μάζα και συμβάλλουν στην άνοδο της στάθμης των θαλασσών.
• ο θαλάσσιος παγετώνας της Αρκτικής φθίνει σημαντικά γρηγορότερα από ότι προέβλεπαν τα μέχρι τώρα μοντέλα. Έτσι το λιώσιμο του πάγου τα καλοκαίρια των ετών 2007 έως 2009 ήταν κατά 40% περισσότερο από τη μέση τιμή των προσομοιώσεων της αναφοράς IPCC του 2007
• στα περασμένα 15 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε πάνω από πέντε εκατοστά. Κατά 80% ψηλότερα από την προσομοίωση του IPCC από το 2001, πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι το 2100 θα μπορούσε να ανέβει πάνω από ένα μέτρο, μέχρι δύο μέτρα, πολύ περισσότερο από τις προβλέψεις του IPCC. Για τους επόμενους αιώνες θα πρέπει να αναμένεται μια άνοδος περισσότερων μέτρων
• το έτος 2008 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτές πηγές ήταν κατά 40% παραπάνω από τις εκπομπές του 1990. Ακόμα και αν δεν αυξηθούν στη συνέχεια οι εκπομπές, ήδη θα ξεπερνούσαμε στα επόμενα 20 χρόνια τα όρια που απαιτούνται ώστε να μην ανέβει η θερμοκρασία πάνω από δύο βαθμούς, που είχε μπει σαν στόχος
• συνολικές εκπομπές πρέπει , μετά το πολύ 5 έως 10 χρόνια( που θα φθάσουν στο μάξιμουμ), να αρχίζουν να μειώνονται γρήγορα και να γίνουν σχεδόν μηδενικές μέχρι το τέλος του αιώνα
• η σημερινή συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα με περίπου 387 μέρη όγκου στο εκατομμύριο (ppm), ήδη πάνω από την «ασφαλή» θεωρούμενη τιμή των 350 ppm, υπερβαίνει την τιμή εκατομμυρίων προηγούμενων χρόνων.
• μία αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από δύο βαθμούς θεωρείται «επικίνδυνη διαταραχή» του κλιματικού συστήματος, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί.
• Για να μειώσουμε τον κίνδυνο απρόσμενων αλλαγών στο πλανητικό σύστημα και να συγκρατήσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στο μάξιμουμ των δύο βαθμών, δεν θα πρέπει σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ 2010 και 2050 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να υπερβούν τους 750 γιγατόνους(Gt).
• Οι βιομηχανικές χώρες, που έχουν ήδη εκπέμψει το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που τους αναλογεί, καλούνται να τις μειώσουν ριζικά στο άμεσο μέλλον.
2)Ξεπέρασμα του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης:
Ας κάνουμε λοιπόν κάποιους απλούς υπολογισμούς: 750 γιγατόνοι=750.000.000.000 τόνοι
Για 40 χρόνια εκπομπές σημαίνει:750.000.000.000: 40=18.750.000.000 τόνοι
το χρόνο
Ο ανθρώπινος πληθυσμός το 2005 ήταν 6.500.000.000, το 2012 θα είναι 7.000.000.000, το 2050 προβλέπονται 9.000.000.000, άρα μπορούμε να πάρουμε ένα μέσο όρο 8.000.000.000 για το διάστημα 2010-2050.
Έτσι στην ουσία αντιστοιχούν στον καθένα το χρόνο: 18.750.000.000:8.000.000.000=2,3 τόνοι περίπου
Τα τελευταία χρόνια κάθε κάτοικος των ΗΠΑ εξέπεμπε 20 τόνους, της Γερμανίας 10 τόνους, της Κίνας 4,6 τόνους, του Μπαγκλαντές 0,3 τόνους και του Μαλί μόνο 50 κιλά. Εδώ έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα δικαιοσύνης. Κανένας δε μπορεί να απαιτήσει από τις υπανάπτυκτες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές για να μπορούμε στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο να συνεχίζουμε(έστω και διαφοροποιημένα βέβαια μεταξύ φτωχών και πλούσιων), όπως μέχρι τώρα.
Για να φθάσουμε σε ετήσιες εκπομπές των 2 τόνων ανά κάτοικο στη δύση(πιο δίκαιο θα ήταν βέβαια να τις φθάσουμε ακόμα χαμηλότερα), θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη «απο-ανάπτυξη» σε όλους σχεδόν τους μέχρι τώρα τομείς, εκτός από κείνους όπου θα έχουμε μηδενικές εκπομπές - ή αντίθετα- αρνητικές εκπομπές, με την έννοια ότι αποθηκεύουν την περίσσεια του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό θα απαιτούσε αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανάπτυξη, όχι με την έννοια της μεγέθυνσης, αλλά της ποιότητας και της επέκτασης θα μπορούμε να έχουμε σε τομείς, όπου αντί να έχουμε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα έχουμε ή μηδενικές ή απορρόφησή τους από την ατμόσφαιρα και «αποθήκευσή» τους σε αυτούς τους τομείς. «Απο-ανάπτυξη εδώ», λοιπόν, «συντήρηση εκεί», «ανάπτυξη πιο πέρα», αλλά σε καμία περίπτωση «ανάπτυξη ή θάνατος», που είναι το μότο του Τουρμποκαπιταλισμού . Για να δούμε πού μπορεί να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τον κύκλο του άνθρακα.
3)Ο κύκλος του άνθρακα:
Είναι ένας βιοχημικός κύκλος με τον οποίο το στοιχείο άνθρακας «κυκλοφορεί» ανάμεσα στη βιόσφαιρα, στη λιθόσφαιρα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα του πλανήτη Γη.
Ο κύκλος έχει τέσσερις μεγάλες δεξαμενές άνθρακα, που επικοινωνούν μέσα από διάφορους δρόμους ανταλλαγής. Οι δεξαμενές αυτές είναι η ατμόσφαιρα(διοξείδιο, μεθάνιο, χλωροφθοράνθρακες), η βιόσφαιρα(περιέχει ζωντανή- νεκρή οργανική ύλη, μέρος της η βλάστηση), οι ωκεανοί (εμπεριέχουν διοξείδιο του άνθρακα και ζωντανή-νεκρή οργανική ύλη)και η λιθόσφαιρα(που περιέχει τα γνωστά μας ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο, λιθάνθρακα, λιγνίτης κ.λ.π)
• Στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και λιθόσφαιρας. Η λιθόσφαιρα έγινε «αποθήκη» κατά την προϊστορική περίοδο της γης με γεωλογικές διεργασίες. Σαν ανθρωπότητα δεν μπορούμε να επιδράσουμε στην αποθήκευση του άνθρακα σε αυτή την δεξαμενή. Απλώς φροντίζουμε μέχρι τώρα να την «ξαλαφρώνουμε» αυτή την αποθήκη είτε άμεσα μέσω των καύσεων των ορυκτών καυσίμων και μεταφέροντας τον άνθρακα με τη μορφή εκπομπών διοξειδίου στην δεξαμενή της ατμόσφαιρας, είτε έμμεσα μέσω της υπερθέρμανσης των παγωμένων ωκεανών- παγωμένης τούντρας και της απελευθέρωσης έτσι του αποθηκευμένου εκεί μεθανίου. Εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό, όσο γίνεται γρηγορότερα.
• Η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και ωκεανών βοηθά στην ελάττωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε αέρια θερμοκηπίου, όμως είναι μια διαδικασία που γίνεται κατά την πάροδο αιώνων και όχι μικρο-μεσοπρόθεσμα. Εξάλλου η ανταλλαγή γίνεται με τα επιφανειακά νερά, τα οποία σήμερα θερμαίνονται λόγω αύξησης θερμοκρασίας και εξατμίζονται, ενώ τα κατακόρυφα θαλάσσια ρεύματα που εξασφάλιζαν την ανταλλαγή επιφανειακών και βαθιών νερών υποχωρούν. Έτσι η «αποθήκη» των ωκεανών δεν έχει άμεση θετική συμβολή στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Από την άλλη, τυχόν δυνατή ανθρώπινη δράση για θετική επίδραση σ’ αυτό το ισοζύγιο είναι προβληματική, γιατί πρόκειται για χαοτικό μεγασύστημα και δεν θα είμαστε σίγουροι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
• Μας μένει η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας. Ο άνθρακας αποσπάται από την ατμόσφαιρα βασικά μέσω της φωτοσύνθεσης στα φύλλα, κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό CO2 σε υδατάνθρακες(μεγαλύτερη ποσότητα από τα νεαρά φυτά) . Η βλάστηση λοιπόν είναι καταρχήν αυτή που ρυθμίζει το ισοζύγιο ατμόσφαιρας -βιόσφαιρας και στη συνέχεια έχουμε τις επίγειες διεργασίες-ανταλλαγές με την υπόλοιπη βιομάζα και το ίδιο το έδαφος. Από το συνολικό ποσό του οργανικού άνθρακα που παράγεται από τη φωτοσύνθεση το μισό περίπου καταναλώνεται από τα φυτά κατά την αυτοτροφική αναπνοή(οπότε έχουμε επιστροφή του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με τη μορφή CO2: εξώθερμη αντίδραση με τη διάσπαση της γλυκόζης σε CO2 και σε Η20). Από το υπόλοιπο που παραμένει και αποθηκεύεται στη φυτική μάζα, ένα μέρος καταναλώνεται από τα ζώα και τον άνθρωπο (από το οποίο πάλι ένα μέρος παίρνει το δρόμο για την ατμόσφαιρα μέσω της ετερότροφης αναπνοής). Ένα άλλο μέρος επιστρέφει στην ατμόσφαιρα μέσω της αποψίλωσης και καύσης-πυρκαγιών της φυτικής βιομάζας(αλλά και άλλων οργανικών ουσιών) από τον άνθρωπο και ένα μέρος μετά τη γήρανση των φυτών καταλήγει στο έδαφος, στη λεγόμενη δεξαμενή «συντριμμιών» του άνθρακα. Ένα μέρος αυτών των «συντριμμιών» καθώς και της υπόλοιπης νεκρής βιομάζας(οργανική ύλη στο έδαφος) αποσυντίθεται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους, οι οποίοι διασπούν τις ανθρακικές ενώσεις των νεκρών οργανισμών και μετατρέπουν τον άνθρακα σε CO2 (αερόβια) ή σε μεθάνιο (αναερόβια) και έτσι έχουμε επιστροφή του στην ατμόσφαιρα. Ένα άλλο μέρος όμως μετατρέπεται στον εδαφολογικό άνθρακα, που αποσυντίθεται πολύ πιο αργά. Ο εδαφολογικός άνθρακας μαζί με το κάρβουνο των πυρκαγιών αποτελούν τη δεξαμενή του αδρανή άνθρακα. Ο συνολικός άνθρακας του εδάφους είναι πολλαπλάσιος αυτού της βλάστησης.
Τα επίγεια οικοσυστήματα αποτελούν δεξαμενές άνθρακα (με νεώτερους υπολογισμούς θεωρείται ότι στα δάση μόνο «σταθμεύουν» περίπου 800 GT, περισσότερο και από την ατμόσφαιρα).Οι βιολογικές διεργασίες μπορούν να επηρεάσουν το ποσό του άνθρακα σε αυτές τις δεξαμενές, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει και άμεσα για αύξηση του αποθηκευμένου άνθρακα σε αυτές.
Έτσι το Τροπικό δάσος αποθηκεύει 906 γραμ./μ2.έτος, τα Υπόλοιπα δάση 630, οι Σαβάνες 354, τα Έλη 1350, οι Καλλιέργειες 293, Λοιπά είδη(τούντρες…)31, η Θάλασσα 69 γραμ./μ2.έτος
Για τα δάση και ιδίως τα τροπικά έχουν γραφεί πολλά. Η αποψίλωση και οι πυρκαγιές συμμετέχουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 18%(στοιχεία του 2000, εντωμεταξύ έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι πυρκαγιές, ιδίως στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη). Αν σταματούσαν θα είχαμε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές. Για να σταματήσουν όμως πρέπει να υπάρξει «αποανάπτυξη» στον τομέα του εμπορίου του ξύλου, ιδίως του τροπικού και να σταματήσει η αλλαγή χρήσης της γης(οικοπεδοποίηση), ώστε να μην έχουμε πυρκαγιές από ανθρωπογενείς αιτίες. Ανάπτυξη θα πρέπει να έχουμε σε δραστηριότητες που υποβοηθούν την αποθήκευση του CO2 στην άγρια βλάστηση με επιστροφή εκτάσεων στην άγρια φύση, με αποκατάσταση των ερημοποιημένων εκτάσεων μέσω αναβλάστησης(π.χ. φυσική σπορά σβώλων), με σωστή διαχείριση των δασών(ώστε να μην έχουμε εύκολα πυρκαγιές από φυσικές αιτίες) και φύτευση νέων εγκλιματισμένων δένδρων(τα νέα δένδρα απορροφούν πάντα περισσότερο CO2 από τα παλιά) κ.λ.π.
Βλέπουμε ότι τα έλη μπορούν να απορροφήσουν κάθε χρόνο υπερδιπλάσια ποσότητα CO2 από ότι τα δάση στα μεσαία πλάτη, αλλά πολύ περισσότερο και από τα τροπικά. Μέχρι τώρα κάναμε αποξήρανσή τους υπέρ των καλλιεργειών και της υγείας υποτίθεται. Από δω και πέρα πρέπει να αποκαταστήσουμε ξανά τις ελώδεις εκτάσεις, αν όχι να τις επεκτείνουμε. Θα είναι ο πιο εύκολος και πιο οικονομικός τρόπος για απορρόφηση του παραπανήσιου CO2 από την ατμόσφαιρα.
Όμως οι καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων θα είναι ο κατεξοχήν τομέας, όπου θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου