Παρακάτω μια περίληψη των θέσεων του Δκτύου "Οικοκοινότητα"(στο οποίο συμμετέχω), πάνω στο θέμα:
Ένα σημαντικό πλέον κομμάτι παραγωγών εγκατέλειψαν τη συμβατική παραγωγή και μπήκαν στη βιολογική, όχι τόσο για λόγους οικολογικής συνείδησης, όσο για επαγγελματικούς. Έτσι έχουμε τον επαγγελματία παραγωγό (που γίνεται και έμπορος καμιά φορά). Αυτός μπήκε στη βιολογική αγορά για να αποκτήσει το εμπορικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα συμβατικά, χωρίς να τον ενδιαφέρει κάτι άλλο έξω από την παραγωγή και τα μικροσυμφέροντά του.
Ένας άλλος τύπος παραγωγού είναι ο ενεργός πολίτης παραγωγός. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δε βλέπει ξεκομμένο το κτήμα του από τη γύρω περιοχή καθώς και τον εαυτό του έξω από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Προσπαθεί να είναι συνεπής με τη συνείδησή του και διακρίνεται από συνέπεια λόγου και πράξεων.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε σχηματικά οριζόντια τον “ωφελιμιστή” καταναλωτή και τον ενεργό πολίτη. Ο πρώτος, μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που είτε φοβάται για την υγεία του, είτε έχει καταλάβει τη διαφορά μεταξύ συμβατικών και βιολογικών και επιδιώκει να τρέφεται με τα δεύτερα, “κατευθυνόμενος” από το μάρκετινγκ των εταιριών. Ο δεύτερος, ο πολίτης καταναλωτής είναι άνθρωπος με κοινωνική και οικολογική συνείδηση. Καταλαβαίνει την ποιοτική και διατροφική αξία των βιολογικών προϊόντων, επιδιώκει επικοινωνία με τους παραγωγούς και η διατροφή με βιολογικά δεν είναι αυτοσκοπός στη ζωή του, αλλά τμήμα της ποιοτικής και ενεργούς συμμετοχής στην κοινωνία.
Πάντα σχηματικά, οι καταναλωτές μπορούν να διακριθούν κάθετα σε δύο κατηγορίες: αφενός ο πλούσιος, ο “ικανός” να τα γευθεί και να τα χαρεί και αφετέρου ο φτωχός, ο “αδύνατος” να τα προσεγγίσει. Ο πλούσιος με την αγοραστική του δύναμη μπορεί να επηρεάσει τη παραγωγική και εμπορική διαδικασία τους, για παράδειγμα, αν τα βιολογικά προϊόντα κινούνται μέσα από σούπερ μάρκετ, αν χρησιμοποιούνται ρυπογόνες συσκευασίες (νάιλον κλπ), αν εισάγεται ένα προϊόν από… την Αργεντινή κλπ. Βασικά είναι ένας άνθρωπος που απευθύνεται στην ΑΓΟΡΑ και αντίστροφα και αυτή απευθύνεται σε αυτόν για να τον ικανοποιήσει και να “του τα πάρει”. Υπάρχει μεταξύ τους μια διττή σχέση αγοραπωλησίας.
Ο φτωχός καταναλωτής δυσκολεύεται (και αδυνατεί πολλές φορές…) λόγω κάποιας διαφοράς τιμών να αγοράσει και να τραφεί με βιολογικά προϊόντα. Είναι όμως πραγματικά αδύναμος να προστατέψει τον εαυτό του (και όχι μόνο…) από τα δηλητήρια των συμβατικών; Είναι πραγματικά αδύναμος να έχει πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίας ποιότητας; Όχι βέβαια, φτάνει να σκέφτεται και να ενεργεί προς διαφορετική κατεύθυνση. Ο φτωχός, ενεργός πολίτης έχει πολλές δυνατότητες που δε χρειάζεται και πολλά χρήματα για να τις ενεργοποιήσει. Γιατί ΜΠΟΡΕΙ να είναι συνθέτης και δημιουργός, μικροκαλλιεργητής ή και μεταποιητής. Μπορεί επίσης να ανταλλάσσει (εργασία, αγαθά, αντικείμενα, ιδέες κλπ), να συμμετέχει, να αγωνίζεται, να διεκδικεί… και άλλα πολλά, όταν διακατέχεται από πνεύμα αλληλεγγύης και αλληλοπροσφοράς. Αλλά όταν πραγματώνει τα παραπάνω δε συναντιέται με τον παραγωγό ενεργό πολίτη; Η προσπάθειά τους δε συναντιέται; Δε γίνεται πιο δυνατή;
Απέναντι λοιπόν στη ΔΙΤΤΗ ΣΧΕΣΗ αγοράς – καταναλωτή που δημιουργεί προνομιούχους και μη, έχουμε τη ΔΙΤΤΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ενεργών πολιτών, παραγωγών – καταναλωτών που σπάει τους φραγμούς και ξεδιπλώνει άλλες πολιτισμικές σχέσεις.
Στην εμπορευματοποίηση και των βιολογικών προϊόντων συμβάλλουν ιδιαίτερα οι μεσάζοντες (έμποροι, πιστοποιητικοί οργανισμοί, κρατικοί φορείς κλπ) οι οποίοι εκτός των άλλων διογκώνουν και τις τιμές. Κυρίως όμως είναι η ίδια η φύση της αγοράς που καθιστά τις σχέσεις των ανθρώπων εμπορευματικοποιημένες και δύσπιστες.
Σε μια καινούρια αγορά, όπως η βιολογική, εισβάλουν επενδυτές για να αποκομίσουν μικρό ή μεγάλο μερίδιο από αυτήν επενδύοντας πολλές φορές ισχυρά κεφάλαια. Ο ισχυρός ανταγωνισμός ενισχύει τα μεγάλα τραστ που ελέγχουν τις τιμές και καθορίζουν τους οικονομικούς όρους στην αγορά και κατ’ επέκταση στην παραγωγή, όπου ο παραγωγός “καλείται” να γίνει γρανάζι της κυριαρχίας τους. Έτσι στην αγορά το βιολογικό προϊόν παίρνει σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά του συμβατικού προϊόντος γίνεται και αυτό ένα εμπόρευμα (ή αλλιώς, περιτύλιγμα σε σελοφάν…) με συγκριτικό πλεονέκτημα και αυξημένη τιμή φυσικά. Έχουμε λοιπόν μία εξομοίωση των βιολογικών με τα συμβατικά όσον αφορά στην προσφορά, αλλά μια διαφοροποίηση όσον αφορά στη ζήτηση και τις τιμές.
Αυτή η εξομοίωση και διαφοροποίηση μπορεί να εξαλειφθεί μόνο στα πλαίσια κοινοτήτων και δικτύων με προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, που διαπνέονται από τις αρχές της κατανόησης, της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού και της αλληλοπροσφοράς. Μέσα από τέτοιες σχέσεις υπάρχει σίγουρα η δυνατότητα πρόσβασης για όλους. Εξάλλου ακόμα κι αν υπάρχουν τιμές και εμπορικές συναλλαγές μέσα στην κοινότητα, αυτές πρέπει να υποστηρίζουν και τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Θα πρέπει να είναι προσιτές στους δεύτερους και ικανές να “ζήσουν” τους πρώτους. Όμως όταν η συζήτηση εστιάζεται μόνο επάνω στις τιμές, η κοινότητα εκφυλίζεται.
Και εδώ μια παρατήρηση: άλλο βιολογικό προϊόν και άλλο οικολογικό, δεν είναι κάθε βιολογικό προϊόν και οικολογικό, γιατί μπορεί να έχει ενσωματώσει, είτε κατά τη συσκευασία του είτε κατά τη μεταφορά του, επιπλέον κατανάλωση ενέργειας και εκπομπή ρύπων. Τα τοπικά βιολογικά που διατίθενται φρέσκα στη τοπική αγορά μπορούν κατά κανόνα να χαρακτηρισθούν οικολογικά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου