Ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να διαμορφωθεί για τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα στην μετα-Κόβιτ εποχή; Πιο συγκεκριμένα σήμερα, όταν «σκεπτόμενοι παγκόσμια» θα πρέπει εσπευσμένα «να δράσουμε τοπικά»;
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν σήμερα –στον καιρό της πανδημίας-ότι δεν μπορούμε να
επιστρέψουμε στο πριν και να τα κάνουμε όλα όπως τα κάναμε, γιατί έτσι φθάσαμε
στο δυστοπικό
παρόν μας.
Χρειάζεται λοιπόν να αλλάξουμε πολλά και στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης
της τροφής μας. Να απορρίψουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο των πολυεθνικών
και των εταιρειών βιομηχανοποίησης της ανθρώπινης διατροφής, γιατί από τη μια
«είμαστε ότι τρώμε» στην ουσία και από την άλλη αυτό το σύστημα θα μας οδηγήσει
σε επισιτιστική κρίση και στη χώρα μας, στο μέλλον!
Θα χρειασθεί να επιλέξουμε τη λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό
επακόλουθό της την οικο-γεωργία(το οικο- όχι μόνο με την έννοια του
οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική έννοια του «οίκου» που εξασφάλιζε
το «ζειν»). Η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας
εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και την αποφυγή της
υποβάθμισης της υγείας μας και ταυτόχρονα του περιβάλλοντος και της κλιματικής
αλλαγής.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία
της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες
σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να
παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις
ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό
που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές:
οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά
μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή.
Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν
δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν
σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας,
προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η
περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο
αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να
εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του απ’ το σούπερ μάρκετ, θα
εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή και για
τα παιδιά του, ώστε να μη φεύγουν απ’ τον τόπο τους. Αποφεύγοντας σε μεγάλο
βαθμό τους μεσάζοντες, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. Απ’ την άλλη, τη
στιγμή που ο πολυλειτουργικός αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι
φανερό ότι θα μπει πιο εύκολα στη λογική της υγιεινής τροφής, γιατί δεν θα
θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή
παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Έτσι θα στραφεί πιο εύκολα προς την Οικολογική
γεωργία (με τη μορφή των βιοκαλλιεργειών, της βιοδυναμικής καλλιέργειας ή της
φυσικής και περμακουλτούρας). Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες
του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα
αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική
υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. στις ξεχασμένες
ντόπιες ποικιλίες και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και απ’ τα γενετικά
τροποποιημένα.
Και δεν θα παράγει μόνο αρκετά και υγιεινά προϊόντα με τον τρόπο που θα
καλλιεργεί και θα αντιμετωπίζει το έδαφος και τα άλλα είδη ζωής. ‘Οντας
αναγκασμένος να εξυγιάνει πρώτα -πρώτα το έδαφος και να φροντίζει να έχει όλο
και περισσότερη οργανική ουσία, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, θα
συμβάλει αντικειμενικά και στη λύση για την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής. Η
αειφόρος μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα
δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία)
και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη»
της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του
τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες
πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση
και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των
εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα
έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης
και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν:
- Εκατομμύρια
γεωργών -αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να
κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να
δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω
από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο.
- Προώθηση
υγιούς και βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει κατανάλωση
λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα
- και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει
σήμερα.
- Εφαρμογή
γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο
για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης
τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοδυναμία –αυτάρκεια των
περιοχών
- «Από-ανάπτυξη»
στη παραγωγή κρέατος για μια ζωοεκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων
αγροκτημάτων. Αποανάπτυξη στις ιχθυοκαλλιέργειες -υδατο
καλλιέργειες *
- Εκπαίδευση
αντίστοιχη των πολυλειτουργικών αγροτών και των νέων γενιών μέσα από την
αντίστοιχη στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος
Όλα τα προηγούμενα απαραίτητα μέτρα θα χρειασθεί να διεκδικηθούν από τις κυβερνήσεις παντού –και όχι μόνο στην Ελλάδα-και καθ` όλην την περίοδο μετάβασης προς τις κοινωνίες αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.
Ειδικότερα για τον Ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα
Στην Ελλάδα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων επιτήρησης
-από τους διεθνείς «επενδυτές» της «ανάπτυξης» και «φτωχοποίησης»- και της
επερχόμενης πολλαπλής κρίσης στην μετα-Κόβιτ εποχή, ο πρωτογενής τομέας μπορεί
να γίνει ο εφαλτήρας για μια αναζωογόνηση, η οποία θα
ξεκινούσε από τις τοπικές κοινωνίες. Για μια αντιμετώπιση της επισιτιστικής
κρίσης που έρχεται, αλλά και για μια απασχόληση μεγαλύτερου ποσοστού του
πληθυσμού για την αντιμετώπιση της σημερινής ανεργίας. Η παραγωγή ποιοτικών
διατροφικών αγαθών-με συγκριτικό πλεονέκτημα στις ανταλλαγές-από τις
εναλλακτικές καλλιέργειες των ντόπιων «χρυσοφόρων» φυτών, αλλά και γεωργικών
αγαθών για δευτερογενή μεταποίηση και κλωστουφαντουργία, θα ικανοποιούσε
βασικές ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και θα εξασφάλιζε βιώσιμο εισόδημα για
τους εργαζόμενους στον τομέα. Η αναδιάρθρωση που πρέπει να γίνει από τους
Έλληνες αγρότες δεν είναι η στροφή σε εξεζητημένα ανταγωνιστικά προϊόντα-που
προτείνουν οι κάθε λογής τεχνοκράτες σήμερα- αλλά σε καλλιέργειες που θα
εξασφαλίσουν την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού και την προώθηση της όσο
γίνεται μεγαλύτερης αυτάρκειας για τις τοπικές κοινωνίες.
Τέτοια προϊόντα για παράδειγμα μπορεί να παραχθούν από τις
βιο-οικο-καλλιέργειες των ντόπιων ποικιλιών: σιτηρών και αραβόσιτου, οσπρίων,
σπανακιού και όλων των κηπευτικών και χόρτων όπως το ραδίκι, αγκινάρας,
φράουλας, σπαραγγιού, ρίγανης και αρωματικών φυτών -μελισσόχορτο, φασκομηλιά,
μέντα, εχινάτσια, γαϊδουράγκαθο, δενδρολίβανο, βασιλικός κ.λπ. με απόσταξη για
αντίστοιχα αιθέρια έλαια-πολυβιταμινούχου και υψηλής περιεκτικότητας σε
πρωτεΐνη σπιρουλίνας, μανιταριών, κερασιάς, ροδακινιάς, δαμασκηνιάς, ροδιάς,
λωτού, στέβιας, κρόκου, τρούφας, αλόης, μαστίχας κλπ, καθώς φυσικά και ελιάς
και αγουρέλαιου1.
Άλλα ξεχωριστά τοπικά παραδοσιακά προϊόντα που παρήγαγε κάποτε η ελληνική γη,
αλλά τείνουν να τα παρατήσουν οι σημερινοί αγρότες είναι: η κορινθιακή σταφίδα,
ξερά σύκα Μεσσηνίας, Λακωνίας, Εύβοιας και Αττικής, τοματάκι της Σαντορίνης,
κουμ-κουάτ της Κέρκυρας, πατάτες Νάξου, πεπόνι της Μυτιλήνης, καρπούζια της
Μεσσηνίας, μανταρίνι Καλύμνου, νεροκρέμμυδο Ζακύνθου, η οινοποιήσιμη ποικιλία
βαρτζαμί της Λευκάδας, φράουλες της Ηλείας, κάστανα της Λακωνίας και της
Αρκαδίας, όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας και του Έβρου, πατάτες των Σερρών, της
Δράμας του Αμυνταίου και της Πελοποννήσου, οπωροκηπευτικά των Μεγάρων,
ακτινίδια της Πιερίας, φάβα της Σαντορίνης, αχλάδια της Λέσβου2.
Ο στόχος θα είναι όλες αυτές οι καλλιέργειες από μονοκαλλιέργειες που είναι
σήμερα να μετατραπούν σε πολυκαλλιέργειες στα πλαίσια ολοκληρωμένων
αγροκτημάτων, όπου τα ζώα θα εκτρέφονται σαν συμπληρωματικά των καλλιεργειών,
για την ανακύκλωση των υλικών και κάποιων απαραίτητων για τη διατροφή μας
ζωικών προϊόντων. Εκτός των πουλερικών, μπορούν να εκτρέφονται και ένας
ανάλογος αριθμός αιγοπροβάτων ή αγελάδων-βουβαλιών, καθώς και ανάλογων αλόγων ή
γαϊδουριών που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στις εργασίες(στην περίπτωση θηλυκών
γαϊδουριών μπορούμε να έχουμε και το πολύτιμο γάλα τους3.
Αφήσαμε για το τέλος την Κάνναβη4, που μπορεί να γίνει μέσο για την
αναζωογόνηση της αγροτικής μας οικογεωργίας, γιατί είναι πολυδύναμο φυτό, με
βιομηχανικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Έχουμε να κάνουμε κυρίως με την
κλωστική(βιομηχανική), αλλά και την φαρμακευτική κάνναβη. Πέρα από το επίμαχο
συνθετικό «κάνναβη», η βιομηχανική δεν έχει κανένα άλλο κοινό με την Ινδική
κάνναβη5.Πρόκειται για φυτό που καλλιεργείται παγκοσμίως, καθώς είναι ποικιλία
με διεθνώς αναγνωρισμένες οικολογικές ιδιότητες και το σύνολο του υπέργειου
μέρους του είναι πλήρως αξιοποιήσιμο. Με επεξεργασία και μεταποίηση μπορούν να
παραχθούν περισσότερα από 25.000 προϊόντα, όπως: σπόρια, έλαια, βάμματα,
θεραπευτικά σκευάσματα, κηραλοιφές, αλεύρι, τρόφιμα, πρωτεΐνη και διατροφικά
συμπληρώματα, φαρμακευτικά σκευάσματα, ηδύποτα, οικοδομικά και μονωτικά υλικά,
χαρτί και χαρτοπολτό, βιοπλαστικά, βιοκαύσιμα, κλωστές- ίνες, υφαντά και
υφάσματα, σειρά ρούχων, καλλυντικά και άλλα καινοτόμα και οικολογικά προϊόντα
όπως βελτιωτικά εδάφους, ζωοτροφές κα. Μάλιστα, το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής
Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και το Εργαστήριο Γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
σε μελέτη με τίτλο «Σχέδιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης και κλωστικού λιναριού
στην Ελλάδα» (2000) σημειώνει συμπερασματικά: «Η κλωστική κάνναβη είναι δυνατόν να αποτελέσει μια αξιόπιστη
εναλλακτική πρόταση για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και η μεταποίησή της
σημαντικό παράγοντα πράσινης ανάπτυξης».
H βιολογική παραγωγή6 της κλωστικής κάνναβης στη χώρα είναι μια ευκαιρία
με προοπτικές για κάθε τοπική κοινωνία αποανάπτυξης. Χρειάζεται βέβαια να
αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης με δημιουργία αντίστοιχων
συνεταιριστικών βιομηχανικών- μεταποιητικών μονάδων(μια δυναμική για δημιουργία
πολλών χιλιάδων θέσεων απασχόλησης. Ο σπόρος, ανεπεξέργαστος ή μη, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως συστατικό τροφίμων, όπως π.χ. παστέλια, σοκολάτες, νιφάδες
δημητριακών. Από τον σπόρο εξάγεται επίσης λάδι, που πάλι μπορεί να
χρησιμοποιηθεί σε τρόφιμα και άλλα σκευάσματα, αλλά και σε απευθείας χρήση,
όπως π.χ. σαλάτες. Μπορεί επίσης να παραχθεί αλεύρι για χρήση στην αρτοποιία ή
σε πρωτεϊνικά υπερσυμπυκνώματα. Από τα φύλλα της μπορούν με εκχύλισμα να
παρασκευάζονται ροφήματα.
Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για να ξεκινήσει η καλλιέργεια της φαρμακευτικής
κάνναβης. Προς το παρόν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως όλα τα άλλα φάρμακα
(δηλαδή τις δραστικές ουσίες που υπάρχουν στα φάρμακα), γιατί η απαγόρευση που
ξεκίνησε το 1937 στις ΗΠΑ, είχε σαν αποτέλεσμα την έλλειψη επιστημονικής και
κλινικής έρευνας (μελέτες και δοκιμές που γίνονται για τα φάρμακα). Αν δεν
υπήρχε η απαγόρευση από τις κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο θα είχαμε σήμερα
ως αποτέλεσμα «να κυκλοφορούν εξελιγμένα φαρμακευτικά σκευάσματα που θα
περιείχαν φυσικά εκχυλίσματα από διαφορετικές ποικιλίες κάνναβης και που το
κάθε σκεύασμα-φάρμακο θα ήταν με συγκεκριμένη δοσολογία ή πλάνο δοσολογίας και
για συγκεκριμένες παθήσεις, νόσους ή τα συμπτώματα αυτών»7.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Αγουρέλιο: η μονοκαλλιέργεια της ελιάς είναι γεγονός στη χώρα, παράγεται
πολύ λάδι. Τελευταία μάλιστα λόγω και της οικονομικής ανέχειας στις πόλεις, οι
οικογένειες που είχαν κάποια παρατημένα ελαιοπερίβολα στα χωριά, έχουν αρχίσει
να ξαναμαζεύουν τις ελιές για το λάδι τους. Έτσι οι κατ επάγγελμα
ελαιοπαραγωγοί πουλάνε πολύ φθηνά το λάδι τους στους συσκευαστές, οι
οποίοι-όσοι το εξάγουν-καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της χρηματικής αξίας
αυτού του προϊόντος, που η διατροφική του αξία είναι ανεκτίμητη. Έχει
αποδειχθεί από το φαρμακευτικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι ειδικά το
αγουρέλαιο έχει πολύ σημαντικές αντιοξειδωτικές αντιφλεγμονώδεις ουσίες και είναι
φάρμακο, ιδίως αν είναι άθερμο (αν εξάγεται στα ελαιοτριβεία σε χαμηλή
θερμοκρασία μέχρι και 27 βαθμών Κελσίου) και χωρίς χημικά πρόσθετα(http://www.topikopoiisi.com/omicroniotakappaomicron-gammaepsilonomegarho).
2. Βλέπε και http://www.topikopoiisi.eu/omicroniotakappaomicron-gammaepsilonomegarhogamma943alpha/t
3.Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι το γάλα γαϊδούρας πλησιάζει πολύ στο
ανθρώπινο μητρικό γάλα. Είναι πλούσιο σε ανοσοσφαιρίνη και έτσι βοηθά στην
προστασία από πολλές ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις. Βοηθά παιδιά με
αλλεργίες στις πρωτεΐνες των άλλων ειδών γάλακτος (όπως π.χ. της αγελάδας),
καθώς και ηλικιωμένα άτομα με προβλήματα οστεοπόρωσης ή άτομα που είναι σε φάση
ανάρρωσης από κάποια ασθένεια, ενώ θεραπεύει και μερικές ασθένειες του δέρματος
στα βρέφη. Θεωρείται γενικά υπερτροφή, πλούσια σε μέταλλα και βιταμίνες Β, Β12
και C(60 φορές μεγαλύτερη περιεκτικότητα από το ανθρώπινο γάλα) .
4. «Η κάνναβη είναι πολυδύναμο φυτό, με Βιομηχανικά και Φαρμακευτικά προϊόντα,
και ήταν σε χρήση στη χώρα μας από αρχαιοτάτων (προϊστορικών) χρόνων …Πολλές
χώρες εφαρμόζουν πλέον τις δικές τους νομικές πρωτοβουλίες και υπάρχει μια
αισιόδοξη κινητικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι πολιτικές που δίνουν έμφαση
στην δημόσια υγεία, τα επιστημονικά δεδομένα, τη μείωση βλάβης και την πρόληψη,
κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε μωσαϊκό, από
ποινικοποιήσεις μέχρι νομιμοποιήσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες, χωρίς ενιαίο
πλαίσιο για την Κάνναβη…Η Ελλάδα θεωρείται από πολλές ξένες επιχειρήσεις
προνομιακή εδαφοκλιματικά για την καλλιέργεια φαρμακευτικής κάνναβης… »: Ν.
Συγρίμης, Γεωργικό Πανεπιστήμιο.
5. Όταν μιλάμε για την βιομηχανική (ή κλωστική) κάνναβη αναφερόμαστε στις 52
ποικιλίες της βιομηχανικής κάνναβης που είναι εγγεγραμμένες στον «Κοινό
κατάλογο ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών» και έχουν περιεκτικότατα σε
τετραϋδροκανναβινόλη (THC) σε ποσοστό μικρότερο του 0,2%. Η βιομηχανική κάνναβη
διαφέρει από γενετική άποψη και τη χημική της σύσταση από την ευφορική κάνναβη,
αφού περιλαμβάνει ελάχιστη ποσότητα THC, που είναι το ψυχοδραστικό συστατικό
της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει ευφορική χρήση.
6. Έχει δημιουργηθεί ήδη το KANNABIO, ο πρώτος Συνεταιρισμός βιολογικής
κλωστικής κάνναβης στην Ελλάδα.
7. https://cannabishellas.com/farmakeitiki-kannabi/allo-farmako-kai-allo-skeiasma-pou-periexei-kannabi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου