Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Η κοινωνία της «διακινδύνευσης» και η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία»

 Ειδικότερα: Κλιματική αλλαγή και δημοκρατία

Ο μεγαλύτερος ορατός κίνδυνος, κατά την μεγάλη πλειοψηφία των επιστημονικών μελετών των τελευταίων χρόνων, είναι η κλιματική αλλαγή-καταστροφή, μεταξύ πολλών άλλων κινδύνων, που αφορούν την ύπαρξη της ανθρωπότητας, οργανωμένης σε κοινωνίες «διακινδύνευσης».

Ο όρος « κοινωνία διακινδύνευσης» διατυπώθηκε βασικά από τον κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ, που τον πρότεινε για να αντικαταστήσει τους κυρίαρχους όρους  «βιομηχανική κοινωνία» ή  «καταναλωτική κοινωνία».

Η «διακινδύνευση» χαρακτηρίζει την εξέλιξη των νεωτερικών σύγχρονων κοινωνιών στην πορεία προς την παγκόσμια κοινωνία, με την έννοια της διακινδύνευσης, του ρίσκου, που υπάρχει κατά την οργανωμένη προσπάθεια αποφυγής της καταστροφής, κατά την προσπάθεια υπέρβασής της, καθώς  και γενικότερων αρνητικών καταστάσεων στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Η παγκοσμιοποιημένη μοντέρνα-μεταμοντέρνα κοινωνία δημιουργεί η ίδια τις απειλές, τους κινδύνους και τον ρίσκο τους, όπως τα πυρηνικά όπλα και εργοστάσια, τη μόλυνση και την κατάρρευση του περιβάλλοντος-ιδίως την μόλυνση του αέρα των πόλεων με τα «νέφη»-τους αυτοκινητόδρομους που μεταβάλλονται σε λαιμητόμους για την ανθρώπινη και τις άλλες μορφές ζωής, τον υποσιτισμό των «φτωχών»-που οι χώρες τους στην ουσία είναι πλούσιες σε πόρους, αλλά καταληστεύονται από τις εταιρείες των «αναπτυγμένων»-την παχυσαρκία-κυρίως στον «αναπτυγμένο» κόσμο- τις ασθένειες και επιδημίες –που μετατρέπονται εύκολα και γρήγορα σε υγειονομική κρίση και πανδημίες – τις κοινωνικές ανισότητες παράλληλα με τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις.  Και φυσικά σαν επακόλουθο της υπερπαραγωγής, της υπερκατανάλωσης και συνεχούς αύξησης των καύσεων και των εκπομπών «ισοδύναμου διοξειδίου» προκαλεί και η ίδια την κλιματική αλλαγή, τον μεγαλύτερο από αυτούς τους κινδύνους.

Η σημερινή παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική κοινωνία προκαλεί ρίσκο και διακινδύνευση βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε και αυτόματη καταστροφή. Υπάρχει ταυτόχρονα και έγκαιρη επιστημονική πρόβλεψη της κάθε «εν δυνάμει» μελλοντικής καταστροφής και έχουν δημιουργηθεί και κοινωνικοπολιτικοί θεσμοί που προσπαθούν να τις αποτρέψουν, χωρίς βέβαια να μπορούν να κάνουν τελεσίδικη την αποτροπή τους.

«Με την αύξηση των κινδύνων, εμφανίζονται στην κοινωνία της διακινδύνευσης εντελώς νέοι τύποι προκλήσεων στη δημοκρατία. Η κοινωνία της διακινδύνευσης φιλοξενεί μια τάση προς ένα μόνιμο ολοκληρωτισμό της πρόληψης κινδύνου, που αποκτά το δικαίωμα αποτροπής του χειρότερου και, με έναν εντελώς γνώριμο τρόπο, δημιουργεί κάτι ακόμα χειρότερο. Οι πολιτικές “ παρενέργειες“ των “παρενεργειών “ του πολιτισμού απειλούν τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Αυτό το σύστημα παγιδεύεται στο άχαρο δίλημμα είτε της αποτυχίας μπροστά στους συστηματικά παραγόμενους κινδύνους, είτε της αναστολής θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών, μέσω της προσθήκης αυταρχικών, καταπιεστικών “υποστηριγμάτων”»[1].    

   Η κλιματική αλλαγή σήμερα, με τις προβλέψεις για εξέλιξή της σε κλιματική καταστροφή, έχει αρχίσει να επηρεάζει τις αντοχές των θεσμών της αντιπροσωπευτικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δίνοντας ισχυρό άλλοθι στους ηγέτες των κρατών να περιορίζουν την δημοκρατική έκφραση των «υπηκόων» τους και να εκδηλώνουν έντονα μεγαλύτερο αυταρχισμό-ολοκληρωτισμό.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κυρίως ως θεσμός όπου οι πολίτες έχουν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι», αλλά ακόμα και αυτοί που εκλέγονται-κυρίως από τη μειοψηφία- έχουν ελάχιστες δυνατότητες να επηρεάσουν  το κοινωνικό γίγνεσθαι, ενώ κάποιοι - που εκλέγονται από την πλειοψηφία σαν κυβερνώντες –διακατέχονται από την τάση του αυταρχισμού, είναι το πρώτο θύμα στις αποκλίνουσες καταστάσεις και σε περιόδους ύπαρξης κινδύνου.

Η δημοκρατία ως στάση ζωής των πολιτών ώστε να μπορεί να είναι άμεση είναι το δεύτερο θύμα από άποψη ουσίας και ελέγχου της δημοκρατίας.

Επειδή για τις αποσταθεροποιητικές πολιτικές καταστάσεις λόγω των κλιματικών μεταβολών, είτε σε παγκόσμιο είτε σε τοπικό επίπεδο, δεν υπάρχουν σημαντικές αναλύσεις και προβλέψεις-σχετικά δηλαδή με το πώς αυτές θα επηρεάσουν με τρόπο καθοριστικό την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, την κοινωνική και ατομική τους συμπεριφορά, την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών, την κοινωνική συνοχή, καθώς και τη δημογραφική σύνθεση των κοινωνιών-θα χρειασθεί σαν πολίτες να οργανωθούμε από τώρα για την θετική αντιμετώπισή τους.

Διαφορετικά, στη βάση των «ακραίων γεγονότων»-όπως π.χ των «ακραίων καιρικών φαινομένων»[2] που μας κάνουν πλύση εγκεφάλου τα ΜΜΕ και στη χώρα μας-θα λαμβάνονται αποφάσεις με τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» από του τεχνοκράτες, ειδικούς και πολικούς ιθύνοντες και όχι μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων, πράγμα που θα εξασθενήσει ακόμα παραπέρα τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα κοινοβούλια. Αυτό έγινε και με την οικονομική χρηματοπιστωτική κρίση και πρόσφατα με την υγειονομική του Κόβιτ19, που ήταν μια –ηθελημένη ή μη-πρόβα για τα συστήματα εξουσίας. Φαντασθείτε τι έχει να γίνει όταν τα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή διογκωθούν και πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας! Όπως βιώσαμε τη δικτατορία της υγείας  τα τελευταία χρόνια, έτσι πρόκειται να βιώσουμε πολύ πιο επώδυνα, τη δικτατορία του κλίματος!

Το σύστημα εξουσίας στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μας έχει δείξει πως αντιμετωπίζει τους κλυδωνισμούς και την απειλούμενη κατάρρευσή του μπροστά στα τοπικά ή παγκόσμια μεγα-προβλήματα. Δεν αντιμετωπίζει σχεδόν ποτέ τις αιτίες αυτών των προβλημάτων, όπως για παράδειγμα της φονταμενταλιστικής βίας-τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας ή του προσφυγικού ζητήματος. Τα αντιμετωπίζει με την μέθοδο της αυταρχικοποίησης, του ολοκληρωτισμού και της κρατικής τρομοκρατίας. Αν αντιμετωπίσει και την «κλιματική τρομοκρατία» με την ίδια μέθοδο, αφενός δεν θα μπορέσει να αποφύγει την ίδια την κλιματική κατάρρευση-αν δεν αλλάξει το παραγωγικο-καταναλωτικό μοντέλο και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που τη γενούν-αφετέρου θα καταλήξει σε ένα οικο-τεχνο-φασισμό.

Ο καπιταλισμός ήταν και είναι ένα σύστημα που έχει ιστορικά επιδείξει μια τεράστια ικανότητα προσαρμογής στις διάφορες προκλήσεις. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα όμως είναι το αν δεν χάνει τα φρένα που στο παρελθόν του επέτρεψαν να επιβιώσει. Ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την οικολογική κρίση δείχνει ότι γρήγορα πηγαίνει σε μια φάση της τελικής διάβρωσης, από την οποία έχει μόνο μία διέξοδο: τον οίκο-φασισμό, μια προοπτική που βασίζεται στην ιδέα ότι πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη περισσεύουν. Δρα περιθωριοποιώντας αυτούς που περισσεύουν. Αυτό το κάνει ήδη και στην πιο σκληρή του εκδοχή, τους εξοντώνει, κάθε φορά περισσότερο συνειδητοποιημένος  για την επικείμενη γενική έλλειψη και όλο και πιο αποφασισμένος να διατηρήσει τους σπάνιους πόρους σε λίγα χέρια.

Αλλά ένα σοβαρό πρόβλημα για τον οίκο-φασισμό είναι ότι οι δομές της εξουσίας είναι συγκεντρωτικές και κάνουν εντατική χρήση της ενέργειας και της τεχνολογίας και θα πληγούν από την κατάρρευση και οι ίδιοι οι καπιταλιστές, με αποτέλεσμα οι ικανότητες τους για δράση θα περιοριστούν. Μεγαλύτερη πιθανότατα λοιπόν από τον οικοφασισμό, ίσως, έχει ένα σενάριο νεοφεουδαρχισμού, με τους παλιούς καπιταλιστές κυρίαρχους να αντιμετωπίζουν τους «από κάτω» τους, σαν υπαλλήλους και υποτελείς -δουλοπάροικους.

Και εμείς οι «από κάτω» τι θα κάνουμε;

Να μην ανησυχούμε γιατί θα εξασφαλισθεί για τον καθένα μας ένα μεγαλύτερο κομμάτι πίττας;. Μας ενδιαφέρει να διατηρήσουμε αυτό που έχουμε ή, αντίθετα, θα μπορούσαμε να κάνουμε άνετα χωρίς πολλά από τα στοιχεία της πίττας τους;

Η «ανάπτυξη» και οι κοινωνίες «ευημερίας» που μας υποσχόταν ο καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες, κάθε άλλο παρά περισσότερο ευτυχισμένους μας έκανε στις Δυτικές χώρες. Ούτε τους φτωχούς του Τρίτου κόσμου βοήθησε-αντίθετα μετέτρεψε πολλούς από αυτούς σε οικονομικούς, πολιτικούς, περιβαλλοντικούς μετανάστες, αφού διέλυσε τους παραδοσιακούς τοπικούς τρόπους επιβίωσης- ενώ ήδη το κόστος των κλιματικών καταστροφών είναι δυσβάσταχτο για τις οικονομίες των κρατών.

Η επιλογή λοιπόν που έχουμε να κάνουμε σήμερα –εμείς οι «από κάτω» του Βορρά-Δύσης και του Νότου-Ανατολής και της Ελλάδας, όπου και να κατατάξουμε τη χώρα μας-είναι μεταξύ μιας ανεξέλεγκτης ύφεσης και μιας ελεγχόμενης και βιώσιμης απο-ανάπτυξης.  Να επιλέξουμε να στηριχθούμε –όσο γίνεται περισσότερο-στις τοπικές οικονομίες, στην αυτοδυναμία και αυτάρκεια των περιοχών και των χωρών, στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους. Θα χρειασθεί να επαναπροσδιορίσουμε τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους. Όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα. Επιδιώκοντας την ευημερία μέσω της «ατομικής εγκράτειας» και της «συλλογικής αφθονίας». Μέσω αυτοανάπτυξης, αυτοπραγμάτωσης και αυθυπέρβασή μας σαν κοινωνικά όντα. Επιδιώκοντας μια Νέα Οικουμενικότητα!

Με τα προτάγματα της Αυτονομίας, της Αποανάπτυξης, του Κοινοτισμού και της Άμεσης Δημοκρατίας: να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό κίνημα, που ξεκινώντας από την «άμυνα», από τα συνθήματα: δεν «πληρώνουμε τα χρέη και τα υπερκέρδη σας», «δε πουλάμε τα κοινωνικά και δημόσια αγαθά μας, ούτε το περιβάλλον μας», «δε χρειαζόμαστε τα λεφτά σας» κ.λπ., θα πρέπει να προχωρήσει επιθετικά στη δημιουργία εναλλακτικών μορφών ατομικής και κοινωνικής ύπαρξης. Να διαμορφώσει και να βάλει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα από τα κάτω, για τους «από κάτω», που θα δίνει λύσεις στην καθημερινότητά τους, αποτινάζοντας από πάνω τους το καθεστώς της αποικίας χρέους, στο οποίο βρίσκεται η χώρα, αλλά θα αλλάζει και την κυρίαρχη ατομική και κοινωνική συνείδηση του ατομικισμού που έχει διαμορφώσει τον κυρίαρχο σημερινό ανθρωπολογικό τύπο  της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα της ταξικής του προέλευσης.

Ιδίως η έννοια του Κοινοτισμού θα είναι κομβικής σημασίας για αυτό το κίνημα!

 



[1] Αναφέρεται στο βιβλίο του Ζήση Αργυρόπουλου «Κλιματική αλλαγή: Προετοιμάζοντας τη Θεσσαλία», σελ.58.

[2] Οι εικόνες από τις καταστροφικές συνέπειες των τυφώνων-όπως της «Κατρίνα» στη Ν. Ορλεάνη- τις καταστροφές των νησιών Βανουάτου ή των όλο και πιο συχνών και επικίνδυνων ανεμοστρόβιλων, πλημμυρών, δασικών πυρκαγιών κ.λπ., δείχνουν καθαρά τη γρήγορη κατάρρευση των δομών και μηχανισμών αντιμετώπισης καταστροφών, καθώς και την αδυναμία του κεντρικού κράτους να αντιμετωπίσει φαινόμενα τέτοιας έκτασης και συχνότητας. Εντωμεταξύ αυτά τα ίδια ΜΜΕ, υποβαθμίζουν την εμφάνιση όλο και συχνότερα καταιγίδων που παίρνουν τη μορφή τυφώνα ή κυκλώνων στη Μεσόγειο και στη χώρα, με ταχύτητες αέρα τα τελευταία χρόνια που δεν υπήρχαν ιστορικά-βλέπε κυκλώνας «ΙΑΝΟΣ»!

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο για την δράση των «από κάτω»

Η έννοια της αποανάπτυξης υπογραμμίζει την ανάγκη απόρριψης του φετιχισμού της ανάπτυξης των σύγχρονων οικονομιών και της οικοδόμησης εναλλακτικών μορφών κοινωνίας, βασισμένες στην ανθεκτικότητα, τη συμμετοχή, και κοινωνική δικαιοσύνη. Μακριά από το να είναι μια απλοϊκή απολογία της αρνητικής ανάπτυξης (με όρους πτώσης του ΑΕΠ), ο λόγος για την αποανάπτυξη στοχεύει στην απελευθέρωση των κοινωνιών  και των «από κάτω» τους από τους καταναγκασμούς της ανάπτυξης και στο να ανοίξει χώρο για μια πιο κριτική προσέγγιση στη διαμόρφωση συνθηκών ευζωίας για τα κατώτερα στρώματα των κοινωνιών. Για το λόγο αυτό, έχει γίνει σημείο συμβολής διαφόρων ρευμάτων κριτικών ιδεών και πολιτικών δράσεων.

Από κοινωνιολογική άποψη, η αποανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα αναδυόμενο κοινωνικό κίνημα, μέσω του οποίου οι φορείς του συμμετέχουν σε νέες συλλογικές δράσεις. Ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που επιτρέπει στα άτομα να εντοπίζουν, να αντιλαμβάνονται, να ταυτοποιούν και να ονομάζουν τα γεγονότα που βιώνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ακτιβιστές κατά των αυτοκινήτων, οι ποδηλάτες, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των πεζών, υπερασπιστές της βιολογικής γεωργίας, επικριτές της αστικοποίησης και οι υποστηρικτές της ηλιακής ενέργειας και των τοπικών νομισμάτων έχουν όλοι αρχίσει να βλέπουν τις ιδέες της αποανάπτυξης ως μια κατάλληλη αναπαράσταση για τις κοσμοθεωρίες τους και/ή τις αντι-ηγεμονικές πρακτικές τους.

Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο παρέχει μια ολοκληρωμένη διάγνωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και τη συνδέει με τη δυνατότητα δράσης πολλαπλών φορέων. Οι αποαναπτυξιακοί γίνονται "σημαίνοντες παράγοντες" που εμπλέκονται στην παραγωγή εναλλακτικών νοημάτων και αντι-ηγεμονικών πρακτικών, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που υπερασπίζονται οι κυρίαρχες συζητήσεις. Με τη σειρά του, αυτό δίνει έμφαση στο τι είδους κοινωνικές ομάδες ηγούνται μιας τέτοιας αλλαγής και απαιτεί ανάλυση του συνόλου των στρατηγικών και του πίνακα εναλλακτικών επιλογών, οι οποίες επιχειρούν να οικολογικοποιήσουν το παρόν.

«Πολιτικοί» και «α- πολίτικοι» δρώντες

Ο ευτελισμός της συζήτησης γύρω από τα "υποκείμενα της αλλαγής" έχει συχνά παράσχει μια γενική αναφορά στην κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, εδώ  υιοθετούμε έναν "ανοικτό" ορισμό της κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος απορρίπτει πιο κοινές(και στενότερες) αντιλήψεις. Ενώ η παραδοσιακή κοινωνία των πολιτών έχει οριστεί ως η τάξη των ιδιοκτητών (για παράδειγμα, από τους προπάτορες του φιλελευθερισμού όπως ο Τζον Λοκ και ο Άνταμ Φέργκιουσον), ή, πιο πρόσφατα, ο ιστός των συνδέσμων και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που δημιουργούν κοινωνικό κεφάλαιο και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, η κατανόηση της κοινωνίας των πολιτών ως ανοιχτού χώρου δίνει έμφαση στη συνύπαρξη (και συχνά στον ανταγωνισμό) διαφορετικών αξιών, στόχων και προσεγγίσεων. Ο χώρος της κοινωνίας των πολιτών περιλαμβάνει τους "καλούς, τους κακούς και τους άσχημους", με ορισμένες δυνάμεις μέσα σ' αυτήν που είναι φορείς αλλαγής και άλλοι που αγωνίζονται για τη διατήρηση του  status quo. Επίσης, οι τρόποι δράσης διαφέρουν, με ορισμένους να θεωρούνται "πολιτικοί", ενώ άλλοι συχνά να χαρακτηρίζονται ως "απολίτικοι". Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι αναπαραστάσεις υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές στην ανοικτή αρένα της κοινωνίας των πολιτών: Αυτό που θεωρείται ριζοσπαστικό σήμερα μπορεί να θεωρηθεί mainstream αύριο και αυτό που θεωρείται «μη πολιτικό» σήμερα μπορεί να θεωρηθεί «πολιτικό» αύριο.

Στην πραγματικότητα, στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών, οι ιδέες και οι ιδεολογίες επαναδιατυπώνονται συνεχώς και τα ηγεμονικά παραδείγματα απολαμβάνουν μόνο μια προσωρινή κυριαρχία, καθώς αμφισβητούνται από νέες απόψεις και αξίες.

Έτσι, στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ "πολιτικών" και"απολίτικων" ακτιβιστών. Οι πρώτοι είναι ομάδες που, λόγω των μεγαλύτερων αποθεμάτων κοινωνικού κεφαλαίου και οριζόντιων πρακτικών, μπορούν να εγγυηθούν την οικονομική ανάπτυξη και μπορεί να ενισχύσουν τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού. Οι τελευταίοι, είναι ομάδες που όχι μόνο αντιστέκονται στη κυβερνησιμότητα (δηλαδή στο σύνολο των πρακτικών μέσω των οποίων οι κυβερνήσεις παράγουν "καλούς" πολίτες, τους καταλληλότερους για την επίτευξη των κυβερνητικών πολιτικών), αλλά εκφράζουν επίσης την απροθυμία να κυριαρχήσει ο φετιχισμός της ανάπτυξης. Οι παραπάνω ορισμοί, δεν έχουν σκοπό να είναι μανιχαϊστικοί, αλλά απελευθερώνουν την αντίσταση και ανοίγουν νέες δυνατότητες για την κατανόηση της ριζοσπαστικής αλλαγής.

Το αποαναπτυξιακό πλαίσιο

Η λέξη De´croissance (στα γαλλικά ο όρος για την αποανάπτυξη) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1972 στα πρακτικά δημόσιας συζήτησης που διοργανώθηκε στο Παρίσι από το Club du Nouvel Observateur, και αναφέρθηκε αρκετές φορές (Amar, 1973- Georgescu-Roegen, 1979- Gorz, 1977) μετά από τη δημοσίευση της έκθεσης "Τα όρια της ανάπτυξης" της Λέσχης της Ρώμης. Το 1982, διοργανώθηκε στο Μόντρεαλ ένα συνέδριο με τον τίτλο Les enjeux de la de´croissance (Οι προκλήσεις της αποανάπτυξης), αλλά η έννοια χρησιμοποιείται κυρίως ως συνώνυμο της οικονομικής ύφεσης. Η αποανάπτυξη έγινε ακτιβιστικό σύνθημα στη Γαλλία το 2001, στην Ιταλία το 2004 (ως Decrescita), στην Καταλονία και στην Ισπανία το 2006 (ως Decreixement και Decrecimiento). Το σλόγκαν της αποανάπτυξης χρησιμοποιήθηκε για να αμφισβητηθεί ο φετιχισμός της ανάπτυξης και να διεκδικηθεί μια δημοκρατική αναδιανεμητική μείωση της κλίμακας της παραγωγής και της κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες ως μέσο για την επίτευξη της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας. Αργότερα οι ακτιβιστές και το κίνημα δράσης -ιδιαίτερα στην Ευρώπη- άρχισαν να χρησιμοποιούν την αποανάπτυξη όχι μόνο ως σύνθημα κατά των κυρίαρχων φαντασιώσεων, αλλά και για την προώθηση εναλλακτικών πρακτικών και τρόπων ζωής.

Ο αγγλικός όρος "degrowth" εισήχθη στο πρώτο διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Παρίσι το 2008, το οποίο σηματοδότησε επίσης την καθιέρωση της αποανάπτυξης ως διεθνούς τομέα έρευνας. Ο όρος εισήλθε στην ακαδημαϊκή συζήτηση και, από το 2010, τουλάχιστον πέντε ειδικά τεύχη διεθνών κριτικών περιοδικών αφιερώθηκαν στο θέμα . Η αποανάπτυξη έχει επίσης εισχωρήσει στις πολιτικές συζητήσεις και στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων διάσημων εφημερίδων όπως οι Le Monde, Le Monde Diplomatique, El Pais, La Vangaurdia, The Wall Street Journal και Financial Times. Ταυτόχρονα, η αποανάπτυξη υπόκειται σε αποκλίσεις και συχνά αναγωγικές ερμηνείες. Οι μαρξιστές συγγραφείς έχουν κατηγορήσει την αποανάπτυξη ότι δεν ασχολείται με την καπιταλιστική δομή της σύγχρονης κοινωνίας με το να βασίζεται απλά στην ηθική, τις καλές πρακτικές και τον τρόπο ζωής και όχι στην πολιτική σύγκρουση. Άλλοι έχουν αναφερθεί στην αποανάπτυξη ως ιδεολογία, αποδίδοντάς της έτσι αρνητική χροιά. Πολλοί συνεχίζουν να την ερμηνεύουν ως μια απλή μείωση του ΑΕΠ, η οποία είναι μια εξαιρετικά στρεβλή και μειωτική άποψη του όρου. Λαμβάνοντας υπόψη τον αδύναμο και αυθαίρετο χαρακτήρα του ΑΕΠ ως δείκτη οικονομικής επίδοσης και σύμφωνα με τον Latouche (2009), οι αρχές της απο-ανάπτυξης αποτυπώνονται καλύτερα με τον όρο "α-ανάπτυξη"( ‘a-growth’), ο οποίος υπογραμμίζει την ανάγκη απεγκλωβισμού της κοινωνίας από την ιδεολογία της ανάπτυξης, όπως ακριβώς ο α-θεϊσμός αποσκοπεί στο να αποκοπεί από την ύπαρξη του Θεού και την επιρροή του στην κοινωνία. Υπάρχει μια ατελείωτη συζήτηση σχετικά με το σύνθημα, αλλά αναμφίβολα, δεδομένου ότι η αποανάπτυξη είναι πολύ πιο πιασάρικη πολιτικά από την α-ανάπτυξη, ο όρος απολαμβάνει όλο και μεγαλύτερη διάδοση.

Σε κάθε περίπτωση η αποανάπτυξη δεν είναι μόνο μια οικονομική έννοια. Ξεκίνησε στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα ως κίνητρο από ακτιβιστές, έχει γίνει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που συγκροτείται από μια μεγάλη σειρά προβληματισμών, στόχων, στρατηγικών και δράσεων. Επιπλέον, ως μια περίπτωση επιστήμης που καθοδηγείται από ακτιβιστές, η αποανάπτυξη γίνεται επίσης μια έννοια που συζητείται στην ακαδημαϊκή κοινότητα και μπορεί να φιλοδοξεί να γίνει ένα νέο παράδειγμα για ριζοσπαστικές αλλαγές. Η αποανάπτυξη έχει πολλαπλές πνευματικές πηγές που διατυπώνουν μια διάγνωση της μη βιώσιμης ουσίας της καπιταλιστικής κοινωνίας και προσφέρει μια πρόβλεψη για κοινωνικά βιώσιμο μετασχηματισμό. Τα τέσσερα πιο εξέχοντα ρεύματα σκέψης που ενσωματώνουν την αποανάπτυξη είναι:

·         τα οικονομικά και οικολογικά όρια της ανάπτυξης,

·         τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης και της ευημερίας,

·         τα ανθρωπολογικά όρια της ανάπτυξης και η πολιτισμική κριτική της,

·         τα δημοκρατικά και δικαιϊκά όρια της ανάπτυξης.

Για τα  οικολογικά και τα οικονομικά όρια της ανάπτυξης αναφερόμαστε σε ένα παλιότερο κείμενό μας: «Το αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης», τα χρηματοοικονομικά και οικολογικά χρέη»

 Η κοινωνική κριτική στην ανάπτυξη ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με το ρόλο που διαδραματίζουν τα αγαθά κοινωνικής θέσης στην επίτευξη της ευημερίας. Πράγματι, η άνιση κατανομή και πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά δημιουργεί συχνά κοινωνικές ανισορροπίες που οδηγούν σε ένα σπιράλ συνεχώς αυξανόμενης κατανάλωσης . Επιπλέον, η επιτάχυνση της ανάπτυξης έχει συχνά ως αποτέλεσμα περισσότερες ώρες εργασίας και λιγότερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και επίσης επιβαρύνει τους κοινωνικούς δεσμούς και τη συνοχή. Με τη σειρά του, αυτό εξηγεί γιατί οι αυξήσεις του ΑΕΠ δεν συμβάλλουν σημαντικά και στην αύξηση της ευημερίας και της γενικής ευτυχίας, στις κοινωνίες όπου τουλάχιστον η ικανοποίηση των βασικών αναγκών έχει επιτευχθεί (παράδοξο του Easterlin, 1974)[1].

Οι ανθρωπολογικές και πολιτισμικές κριτικές αμφισβητούν τα θεωρητικά θεμέλια της νεοκλασικής οικονομικής επιστήμης και τις προσπάθειές της να απλοποιήσει την πολυπλοκότητα των ανθρώπων και των διαπροσωπικών σχέσεων σε εκείνες των ατόμων που επιδιώκουν το συμφέρον τους, την ευχαρίστηση και τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας. Το "αντι-ωφελιμιστικό κίνημα στις κοινωνικές επιστήμες" για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η οικονομία του δώρου, που βασίζεται στην αμοιβαιότητα, είναι καταλληλότερη για τη διατήρηση των σημαντικών ισορροπιών και ενισχύει τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. Διάφορες πολιτισμικές έρευνες έχουν επικρίνει τις θεωρίες ανάπτυξης που βασίζονται σε ένα απλουστευτικό συνεχές της προόδου από τις «αναπτυσσόμενες» προς στις «αναπτυγμένες» χώρες. Μάλιστα, ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι οι καταναγκασμοί της ανάπτυξης εκφυλίζουν τη δημοκρατία, κυρίως με την ενίσχυση της επιρροής των τεχνοκρατικών εξουσιών στα ηνία των κυβερνήσεων.

Καθώς η ανάπτυξη θεωρείται ως ο μόνος τρόπος για την παραγωγή ευημερίας και την επίτευξη προόδου, η δημοκρατική λήψη αποφάσεων καθίσταται –στην καλύτερη περίπτωση-επικουρική της οικονομικής διακυβέρνησης, η οποία - λόγω της προώθησης των τεχνικών ρυθμίσεων - είναι καλύτερο να ανατεθεί σε ειδικούς. Ως αποτέλεσμα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδυναμώνεται (όπως αποδεικνύεται από την άνοδο της τεχνοκρατίας σε όλο τον στον κόσμο και, πιο πρόσφατα, σε χώρες της Ευρώπης που μαστίζονται από την κρίση, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία) και αναδύεται μια βαθιά διάσταση μεταξύ των στόχων της δημοκρατίας και εκείνων της ανάπτυξης.

Τον περασμένο αιώνα, το φαντασιακό των πολιτών είχε καθορισθεί από μια εξουσία που πηγάζει από τα δημοκρατικά καθεστώτα (μέσω της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης) και από την ελεύθερη επιχειρηματικότητα της αγοράς (από το αστικό ιδεώδες). Μια τέτοια διαρκής διασύνδεση μεταξύ δημοκρατικών κρατών και των ελεύθερων αγορών, που από το 1990 και μετά ενισχύθηκε από την πτώση του σοβιετικού μπλοκ, σήμαινε ότι το δημόσιο καλό μπορεί να επιτευχθεί μέσω των οικονομικών επιδόσεων, μετατρέποντας έτσι την επιταγή της ανάπτυξης στην κύρια δημόσια πολιτική των κομμάτων και του κράτους. Ωστόσο, η σημερινή κρίση του καπιταλισμού, η οποία είναι βαθιά συνδεδεμένη με τα φυσικά όρια της ανάπτυξης, συμβάλλει στη διάβρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες. Κατά συνέπεια, η διατήρηση του καπιταλιστικού status quo και η ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης συνεπάγονται μια πολιτική απομάκρυνσης από την επίτευξη του «Κοινού Καλού».

Έτσι, είναι σαφές ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στον καπιταλιστικό κόσμο είναι μόνο εργαλείο για τον πραγματικό στόχο, δηλαδή την καπιταλιστική ανάπτυξη. Εάν θέλουμε η καπιταλιστική κρίση να μην καταλήξει σε κατάρρευση, αλλά να αντιμετωπιστεί με βιώσιμο τρόπο και να υπάρξει μια προοπτική μακροχρόνιας ευτοπικής διεξόδου προς την κατεύθυνση του πλαισίου που βάζει η αποανάπτυξη, τότε νέα φαντασιακά που φτάνουν πέρα από τα ιδεώδη τα βασισμένα στην ανάπτυξη και την αγορά πρέπει να προσδιοριστούν και να γίνουν κυρίαρχα. Είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν οι στρατηγικές και πρακτικές της Αποανάπτυξης.

Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και - περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος, είναι ιδιαίτερης σημασίας, σήμερα. Επίσης κομβική έννοια για την υλοποίηση αυτού του οράματος είναι ο Κοινοτισμός.

 



[1] Από τη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το παράδοξο («Easterlin-Paradox»,1974), σύμφωνα με το οποίο: Η ικανοποίηση και η ποιότητα ζωής των ανθρώπων, από ένα σημείο και μετά, δεν εξαρτάται από την αύξηση του εισοδήματος και της κατανάλωσης, αλλά πολύ περισσότερο από άλλους παράγοντες.

Έρχεται το τέλος της δυτικής «ευημερίας»;

 Θα μπορούσε να έχει αρχίσει ήδη το Endgame, σκέφτονται πολλοί συστημικοί οικονομολόγοι-μεταξύ των οποίων και ο Claudio Borio, επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIZ)[1], του κεντρικού οργάνου των παγκόσμιων κεντρικών τραπεζών. Για αυτούς έχει συσσωρευτεί επί δεκαετίες μια προβληματική κατάσταση, η οποία τώρα απειλεί να εκτονωθεί σε ένα μεγάλο παγκόσμιο οικονομικό χάος - ένα τελικό παιχνίδι για την «παγκόσμια ευημερία».

Ένα «Τελικό Παιχνίδι» στο οποίο όχι μόνο ο πληθωρισμός θα τρελαθεί και τα χρηματιστήρια θα καταρρεύσουν, αλλά και κρίσεις πείνας, κοινωνικές αναταραχές και περαιτέρω διεθνείς συγκρούσεις θα συγκλονίσουν τον κόσμο, όπου οι φτωχότεροι πλήττονται ιδιαίτερα σκληρά
Η επικεφαλής του ΔΝΤ Georgieva εκτιμά ότι υπάρχει προς το παρόν η απειλή μιας διεθνούς οικονομικής κατάρρευσης και ύφεσης. Ακόμη και αν η οικονομική παραγωγή συνεχίσει να αυξάνεται, «θα μοιάζει με ύφεση, επειδή τα πραγματικά εισοδήματα συρρικνώνονται και οι τιμές αυξάνονται», δήλωσε.
Οι φτωχότερες χώρες έχουν ήδη πληγεί ιδιαίτερα σκληρά. Μια διεθνής κρίση χρέους υφίσταται εδώ και μήνες. Το ένα τέταρτο των αναδυόμενων χωρών και πάνω από το 60% των αναπτυσσόμενων χωρών είναι είτε αφερέγγυες είτε απειλούνται έντονα με χρεοκοπία, σύμφωνα με την καταμέτρηση του ΔΝΤ. Τα τρόφιμα είναι ακριβά- η ενέργεια είναι εν μέρει απλησίαστη, επίσης επειδή η Γερμανία και η υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη αγοράζουν στις αγορές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
«Επί τρία χρόνια βιώσαμε το ένα σοκ μετά το άλλο. Πρώτα το Covid. Στη συνέχεια, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Επιπλέον, κλιματικές καταστροφές σε όλες τις ηπείρους», λέει η Georgieva. Επειδή ο συστημικός ανταγωνισμός μεταξύ της «δημοκρατικής» Δύσης και «αυταρχικών κρατών» όπως η Κίνα, η Ρωσία ή η Σαουδική Αραβία γίνεται όλο και πιο εμφανής, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου σημεία εκκίνησης για την εξεύρεση κοινών λύσεων - σε αντίθεση με την οικονομική κρίση του 2008 και του 2009.
Από την άλλη, τους ιθύνοντες του καπιταλισμού τους απασχολεί η  εξέλιξη μιας γιγαντιαίας αύξησης του χρέους: κράτη, εταιρείες και ιδιώτες έχουν δημιουργήσει όλο και μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Σήμερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών  η αξία του ακαθάριστου χρέους είναι περίπου 3,5 φορές το παγκόσμιο οικονομικό προϊόν. Επειδή η εξυπηρέτηση του χρέους γινόταν όλο και πιο φθηνή μέχρι πρόσφατα, το ολοένα και υψηλότερο χρέος φαινόταν μη προβληματικό. Τώρα όμως έρχεται ο λογαριασμός της μέχρι τώρα 40ετούς εποχής των ολοένα και φθηνότερων δανείων.
 Σχεδόν όλα τα περιουσιακά στοιχεία εξακολουθούν να αποτιμώνται πολύ υψηλά από ότι είναι στην πραγματικότητα. Ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, μη εισηγμένες εταιρείες, εκλεκτά κρασιά, πνευματικά δικαιώματα τραγουδιών - ο κατάλογος των διογκωμένων τιμών των περιουσιακών στοιχείων είναι ατελείωτος. Με γνώμονα το φθηνό χρήμα, οι αποτιμήσεις συνέχισαν να αυξάνονται. Και ακόμη και αν εν τω μεταξύ μειώνονται, φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη πολύς αέρας σε αυτή τη 
μέγα- φούσκα.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι πολιτικοί και οι χρηματοπιστωτικές αγορές πόνταραν στο γεγονός ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία προσφέρει σχεδόν ατελείωτες δυνατότητες παραγωγής και «αέναης ανάπτυξης». Μια ευέλικτη παγκόσμια προσφορά αγαθών και μια διεθνώς κινητή εργασία φαινόταν ότι εξασφάλιζε - χωρίς τον κίνδυνο του πληθωρισμού-και την αύξηση της ποσότητας του χρήματος και των πιστώσεων για να τροφοδοτηθεί η απαραίτητη ζήτηση.
Όμως τώρα γίνεται φανερό ότι η οικονομία προσκρούει σε αξεπέραστα όρια: Όχι μόνο στα όρια που θέτουν οι δυνατότητες των τοπικών και πλανητικών οικοσυστημάτων, οι φυσικοί πόροι και η ίδια η φύση. Η υγειονομική κρίση του Κορονοϊού, η οποία εξακολουθεί να είναι οξεία ιδίως στην Κίνα, έχει προκαλέσει τη διάλυση πολλών διασυνοριακών αλυσίδων εφοδιασμού. Λειτουργεί ως ενισχυτής των ήδη ορατών οικονομικοπολιτικών διαχωριστικών γραμμών, ιδίως μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών συστημάτων. Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει θέσει υπό θεμελιώδη αμφισβήτηση τον ενεργειακό εφοδιασμό της Γερμανίας και της Ευρώπης - και έχει εκτοξεύσει τις τιμές παγκοσμίως.
Παράλληλα, ο αριθμός των ατόμων σε ηλικία απασχόλησης 
συρρικνώνεται σε όλο και περισσότερες χώρες- ιδίως στη Δύση και την Ευρώπη, αλλά τώρα και στην Κίνα-μειώνοντας μακροπρόθεσμα τις οικονομικές δραστηριότητες σε κάθε χώρα. Υπάρχει μια «μεγάλη δημογραφική αντιστροφή».
Τώρα 
αρχίζει μια εποχή πραγματικής σπανιότητας.
Τα προγράμματα τόνωσης της οικονομίας των κρατών και τα μέτρα στήριξης δισεκατομμυρίων δολαρίων των κεντρικών τραπεζών κατά τη διάρκεια της κρίσης της Κορόνας, μόλις τώρα αρχίζουν να δείχνουν τα αποτελέσματά τους: λιγότερη προσφορά, μεγαλύτερη ζήτηση. Δεν είναι περίεργο που ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί τόσο απότομα.
Οι κεντρικές τράπεζες, αν και με καθυστέρηση, αντέδρασαν και άρχισαν να ανεβάζουν με γοργούς ρυθμούς τα επιτόκια σε όλο τον κόσμο. Παρά τον κίνδυνο  να προκαλέσουν μια βαθιά παγκόσμια ύφεση, το ΔΝΤ τις ενθαρρύνει ρητά να το κάνουν αυτό.

Πόσο όμως πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια;
 Στη φάση του υψηλού πληθωρισμού,  οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να διατηρούν τα βασικά επιτόκια πάνω από το ποσοστό πληθωρισμού για να περιορίσουν τη δυναμική του. Όσο το «πραγματικό επιτόκιο» (βασικό επιτόκιο μείον τον πληθωρισμό) είναι αρνητικό, τείνει να οδηγεί την οικονομία σε περαιτέρω ανάπτυξη.
Επί του παρόντος, το πραγματικό επιτόκιο εξακολουθεί να είναι έντονα αρνητικό. Τα βασικά επιτόκια μείον το ποσοστό αύξησης των τιμών εξακολουθούν να είναι -3% και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ενώ θα έπρεπε να αυξηθούν σε 5% με 7%, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα φρεναρίσματος του πληθωρισμού. Όσο πιο εύθραυστη είναι μια καπιταλιστική οικονομία, τόσο υψηλότερα θα πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια. Ένα σκληροπυρηνικό σενάριο. Μπορεί να το αντέξουν οι καπιταλιστικές οικονομίες;
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο πλήρες φρένο θα οδηγήσει σε τεράστιες στρεβλώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι διογκωμένες αποτιμήσεις θα μπορούσαν να καταρρεύσουν πολύ γρήγορα υπό αυτές τις συνθήκες. Το «Endgame» θα καταλήξει σε ένα γιγαντιαίο οικονομικό κραχ, συμπεριλαμβανομένων των κρίσεων δημόσιου χρέους και της κατάρρευσης των χρηματιστηρίων.
Στη φθινοπωρινή σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας οι ιθύνοντές τους έχουν ως στόχο την αποτροπή ενός τέτοιου άτακτου παγκόσμιου κραχ και τη σταδιακή και ομαλή αποδιάρθρωση της αρχιτεκτονικής του χρέους - με περικοπές χρέους για τις φτωχότερες χώρες, συνετή δημοσιονομική πολιτική στις πλουσιότερες χώρες και μέτρα στήριξης κατά των επιθέσεων πανικού στα χρηματιστήρια.
Το πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία φαίνεται σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είναι η πρώτη καθιερωμένη οικονομία που βιώνει τη δύναμη με την οποία η νέα εποχή του σφιχτού χρήματος 
μπορεί να τιμωρήσει τα λάθη της πολιτικής. Αυτό προκλήθηκε από την ανακοίνωση της νέας βρετανικής κυβέρνησης για αύξηση των δαπανών και ταυτόχρονη μείωση των φόρων - αυξάνοντας έτσι περαιτέρω το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος[2].
Το «Endgame» μόλις άρχισε. Το πώς θα εξελιχθεί είναι ανοιχτό.


Εμείς, από πολύ νωρίς ισχυρισθήκαμε σε άρθρο μας εδώ ότι:  Η οικονομική κρίση, όπως φαίνεται να εκφράζεται σήμερα, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται πλέον με βάση το χρέος. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων. Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Το χρέος χρησιμοποιήθηκε σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μιας ανάπτυξης που οδηγεί στο 
αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου με τα χρηματοοικονομικά και οικολογικά χρέη που δημιουργεί για τις επόμενες γενιές.
Η ιδεολογία της «ανάπτυξης» 
έχει διαβρώσει την κυρίαρχη πολιτική πρακτική των κυβερνήσεων παντού και την υποτάσσει όχι στις ανάγκες των κοινωνιών-σε αυτές υπόσχονται πάντα την αφθονία και την «ευημερία»- αλλά στις ανάγκες των μη ρυθμιζόμενων κεφαλαίων και των απελευθερωμένων αγορών.
Η κατεύθυνση της αποανάπτυξης υποστηρίζει αντίθετα ότι η αφθονία μπορεί να βρεθεί στη στην επάρκεια. Η αφθονία και η επάρκεια είναι ένα θέμα 
σχεσιακών αγαθών, όχι υλικών. Είναι θέμα αυτονομίας, φιλικότητας και ευζωίας. Μόνο μια κοινωνία που αποφασίζει ότι «έχει αρκετά» και περιορίζει τον εαυτό της από την επιδίωξη αυτού που μπορεί να επιδιωχθεί, μπορεί να λύσει το πρόβλημα της σπανιότητας, ικανοποιώντας τον εαυτό της με ό,τι είναι διαθέσιμο. Μόνο μια κοινωνία που είναι ισότιμη και μοιράζεται ό, τι είναι διαθέσιμο μπορεί να ξεφύγει από τις ανισότητες που διατηρούν την αστάθεια και δημιουργούν μια αίσθηση της γενικευμένης σπανιότητας και του ανικανοποίητου.
 

[1] https://www.bis.org/speeches/sp220908.pdf
 

[2] Η ανακοίνωση αυτού του προγράμματος προκάλεσε την απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών με κατακρήμνιση της στερλίνας, νομισματική κρίση και θεαματική αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Η συναλλαγματική ισοτιμία της λίρας έπεφτε δραστικά, τα βρετανικά κρατικά ομόλογα αδιάθετα, με αποτέλεσμα η Τράπεζα της Αγγλίας να αναγκαστεί να παρέμβει στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να αποτρέψει την κατάρρευση των συνταξιοδοτικών ταμείων. Η κεντρική τράπεζα του Λονδίνου πρέπει στην πραγματικότητα να βάλει φρένο στον καλπάζοντα πληθωρισμό. Τώρα έχει ουσιαστικά αναγκαστεί από την κυβέρνηση να κάνει το αντίθετο. Έτσι οι αγορές υποχρέωσαν την πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Liz Truss στην αποπομπή του υπουργού της των Οικονομικών Kwasi Kwarteng, ενώ στη συνέχεια αναγκάσθηκε να παραιτηθεί και η ίδια, προκαλώντας ταυτόχρονα και πολιτική κρίση στη χώρα!

Εκπροσώπηση και Άμεση Δημοκρατία

 Οι λειτουργικές αρχές της δημοκρατίας απασχολούν και στοιχειώνουν το πνεύμα των αμεσοδημοκρατών οραματιστών


Στη σημερινή «αντιπροσωπευτική» κοινοβουλευτική δημοκρατία, η αντιπροσώπευση μέσα από το κομματικό σύστημα, έχει οδηγήσει σε νέας μορφής ολιγαρχία, επειδή οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και διανομής ευνοούν τις οικονομικές ελίτ να κυριαρχούν και στους κρατικούς μηχανισμούς, με αποτέλεσμα ένα κράτος πάνω από την κοινωνία και μια κυβέρνηση στην υπηρεσία αυτών των ελίτ-παλιά όλες τις πολιτικοοικονομικές ελίτ τις συμπεριλαμβάναμε στην έννοια της αστικής τάξης, που όμως στις μετανεωτερικές κοινωνίες με τη μεγάλη διαφοροποίηση στην κοινωνική διαστρωμάτωση δεν μπορεί να εκφράσει τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.

Επειδή λοιπόν στις σημερινές ανισόρροπες απαλλοτριωτικές κοινωνίες, η αντιπροσώπευση στιγματίσθηκε δικαιολογημένα από την κλοπή της πραγματικής εξουσίας από τα χέρια των πολιτών, αυτή έχει γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος που έχει φορτωθεί τις αποτυχίες ενός ολόκληρου ανισόρροπου και παρακμιακού πολιτικού συστήματος στα μάτια και τον νου των αμεσοδημοκρατών στοχαστών. Όπως για την έννοια της δημοκρατίας που σήμερα έχει συνδεθεί με την «αντιπροσωπευτική», προτείνουν την έννοια της «άμεσης Δημοκρατίας», έτσι προτείνουν επίσης αντί της έννοιας της αντιπροσώπευσης την έννοια της εκπροσώπησης, στις απαραίτητες διεργασίες οργανωτικές ή λειτουργικές για την πραγμάτωση νέων κοινωνιών άμεσης δημοκρατίας.
Και στα πλαίσια μιας αμεσοδημοκρατικής πολιτείας, για να υλοποιηθεί μια- διαφορετική της κοινοβουλευτικής -αναδιανεμητική εξουσία, πάνω στα πρακτικά οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα της υλοποίησής της, η εκπροσώπηση είναι  μια αναγκαία διεργασία συντονισμού και διαβούλευσης. Είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική η εκπροσώπηση των συνελεύσεων των πολιτών σε ανώτερα επίπεδα διαβούλευσης για να δικτυωθούν και να λειτουργήσουν συντονισμένα πολιτειακές τοπικές κοινότητες, δήμοι και περιφέρειες στο δρόμο προς τη θέσμιση και τη λειτουργία μιας Κοινοπολιτείας της Κοινότητας των Κοινοτήτων.

Οι αμεσοδημοκράτες-κοινοτιστές μιλούν και γράφουν για συνελεύσεις που κληρώνουν και εκλέγουν συμβούλια, για ανακλητούς σύμβουλους που συμμετέχουν κι αυτοί για διαβούλευση και λήψη αποφάσεων σε μια ανώτερης βαθμίδας συνέλευση και εκλέγουν κάποιο Εκτελεστικό Συντονιστικό Συμβούλιο με συντονιστικό και εκτελεστικό ρόλο. Δηλαδή όταν αναγκάζονται να μιλήσουν επί του πρακτέου, για το πώς μπορεί να λειτουργήσει μια θεσμικά ορισμένη αμεσοδημοκρατία, δεν μπορούν παρά να προσφύγουν στην περιγραφή ουσιαστικά «εκπροσωπευτικών» διεργασιών τις οποίες βέβαια διαχωρίζουν από τους κακούς δαίμονες τις «αντιπροσωπευτικές» διεργασίες μέσω των κάθε 4-5 χρόνων γενικών εκλογών στο σημερινό εκλογικό σώμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Όταν εστιάζουν επί της οργανωτικής ουσίας μιας αμεσοδημοκρατικής πολιτείας προσπαθούν να περιγράψουν πώς μπορούν να δικτυωθούν οι κοινωνίες σε υπερτοπικό επίπεδο. Η εκπροσωπευτική λογική όσο και να θέλει να την αποφεύγει κανείς είναι εμμέσως πρόδηλη κι αναπόφευκτη .
«Η οργανωτική μορφή , πολύ σχηματικά και συνοπτικά μπορεί να είναι η εξής: οι γενικές συνελεύσεις στη βάση είναι η κύρια πηγή των αποφάσεων και της εξουσίας . Συνελεύσεις των δήμων και των περιφερειών εκλέγουν ή κληρώνουν τα Συμβούλια, τα οποία είναι υπόλογα στις συνελεύσεις και ανακλητά από αυτές .Τα Συμβούλια σε δεύτερη φάση συγκροτούν τη Συνέλευση των Συμβουλίων, που είναι υπόλογη στις συνελεύσεις και από την οποία μπορεί ενδεχομένως να ορισθεί ένα Εκτελεστικό Συμβούλιο ως συντονιστικό κι εκτελεστικό όργανο, υπόλογο με τη σειρά του στη Συνέλευση των Συμβουλίων κι ανακλητό από αυτή .», γράφει  ο Γ. Οικονόμου  στο Κεφ. 4 ( ΜΕΡΟΣ IV ) του βιβλίου του: «ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ»
Σε αυτό θα προσθέσουμε όμως και το απαραίτητο χαρακτηριστικό της διαβούλευσης στο από βαθμίδα σε βαθμίδα εξελισσόμενο Σύστημα Συμβουλίων. Τα Συμβούλια-το λέει και η ίδια η ελληνική λέξη: Συν-βουλεύομαι- δεν έχουν μόνο παθητικό κι άβουλο ρόλο της εκτέλεσης αποφάσεων και του συντονισμού, αλλά από τη στιγμή συμμετέχουν σε Συνέλευση Συμβουλίων, αποτελούν σώματα που συνέρχονται και για να αποφασίσουν -στη βάση των προτάσεων των συνελεύσεων που εκπροσωπούν, αλλά και προτάσεων αντιμετώπισης επειγόντων νέων προβλημάτων που δεν έχουν προλάβει να αντιμετωπίσουν οι συνελεύσεις των πολιτών -τι θα προτείνουν στην ανώτερης βαθμίδας Συνέλευση Συμβουλίων.
Για ένα κατεπείγον ζήτημα παράδειγμα, μιας θαλάσσιας ρύπανσης ή μιας γρήγορα μεταδιδόμενης πυρκαγιάς,  που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα, δεν πρέπει να περιμένουμε πρώτα να κινητοποιηθεί όλο το κοινωνικό σώμα από τη βάση με τις συνελεύσεις των πολιτών μέσα από τις χρονοβόρες διεργασίες συναπόφασης, γιατί τότε « ζήτω που καήκαμε». Να πιάνει φωτιά δηλαδή το σπίτι μας και όσοι το αντιλαμβάνονται πρώτοι να πρέπει πρώτα να ρωτήσουν όλους τους κατοίκους ακόμη και τα μικρά παιδιά για το τι πρέπει άμεσα να γίνει . Μια τέτοια εμμονή στη δημοκρατικότητα μπορεί να αποβεί μοιραία και καταστροφική για τον τοπικό πληθυσμό.

Άρα θα πρέπει οι συνελεύσεις να έχουν αποφανθεί από πριν για την ανάγκη ιεράρχησης των ζητημάτων και ποια είναι εκείνα τα ζητήματα για τα οποία δικαιούνται τα Συμβούλια να παίρνουν αποφάσεις από το δικό τους επίπεδο χωρίς να μεσολαβούν οι συνελεύσεις και …η χρονοτριβή τους.
Άρα τα Συμβούλια θα πρέπει να λαμβάνουν κάποιες αποφάσεις από μόνα τους, αλλά βέβαια όχι χωρίς λογοδοσία στις συνελεύσεις που τα εξέλεξαν. Λόγον διδόναι! Λέγανε στην αρχαιοελληνική δημοκρατία. Το ότι μπορούν να παρθούν και λάθος αποφάσεις είναι αναπόφευκτο, αλλά για αυτό θα πρέπει να υπάρχει λογοδοσία στις συνελεύσεις, γιατί πάντα η συναπόφαση των πολλών έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι πιο σωστή, χωρίς να είναι και αντικειμενικά πάντα η πιο ιδανική.

Οι πολιτικές διαδικασίες κάνουν το πολίτευμα ή το πολίτευμα τις διαδικασίες ;

Το ερώτημα είναι σαν αυτό που διερωτάται κανείς αν «η κότα γέννησε το αυγό ή το αυγό την κότα»!

Ο Γ. Οικονόμου στην προσπάθεια του να ορίσει τι ακριβώς περιλαμβάνει η άμεση δημοκρατία δεν θα αποφύγει αυτό για το οποίο κατηγορεί τους Κοινοτιστές, δηλαδή την «διαδικασιοκρατία» .
Λέει χαρακτηριστικά στη σελίδα 191: «Η συνολική θέσμιση είναι δυνατή στη δημοκρατική δημόσια πολιτική σφαίρα .Όμως για να λειτουργήσει αυτή χρειάζεται τις δημοκρατικές διαδικασίες : ισηγορία, παρρησία, δικαίωμα όλων στο λόγο, πρωτοβουλίες για νομοθετικό έργο , κλήρωση όλων στην εκτελεστική και δικαστική εξουσία, ανακλητότητα των αξιωματούχων , ενδελεχής έλεγχος, διαφάνεια,  λόγον διδόναι και απόδοση ευθυνών ( πολιτικών, ποινικών αστικών )». Και « έτσι λοιπόν από το πολίτευμα προκύπτουν οι διαδικασίες και τα μέσα, όχι το αντίστροφο που νομίζουν οι Κοινοτιστές».
Συνεχίζει όμως-προσπαθώντας να αποφύγει τη λογική ασυνέπεια σχετικά με την διαδικασιοκρατία για την οποία κατηγορεί τους κοινοτιστές:
«Οι διαδικασίες και τα μέσα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την πηγή τους και το λόγο ύπαρξης τους ..οι διαδικασίες δεν είναι απλά μέσα , αλλά σκοποί του δημοκρατικού πολιτεύματος .Υπάρχουν τότε και μόνο τότε όταν υπάρχει το πολίτευμα.
Οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες υπάρχουν ένεκα της άμεσης δημοκρατίας και για να οδηγήσουν στην άμεση δημοκρατίας ,όχι στον σοσιαλισμό, όχι στον «μετακαπιταλισμό», στην απομεγέθυνση , στις «κοινότητες », στο κομμουνισμό.
Στο σοσιαλισμό οδήγησαν και οδηγούν οι σοσιαλιστικές διαδικασίες , στον κομμουνισμό οι κομμουνιστικές, στο ολιγαρχικό αντιπροσωπευτικό πολίτευμα οι ολιγαρχικές διαδικασίες και στο νεοφιλελεύθερο μετα αντιπροσωπευτικό οι μετα αντιπροσωπευτικές .»

Και συνεχίζει:
«Οι διαδικασίες δεν είναι ανεξάρτητες από το πολίτευμα, είναι αλληλένδετες με αυτό ,…
Με άλλα λόγια η δημοκρατία είναι ένα πλέγμα διαδικασιών, θεσμών, σημασιών, αξιών που επιτρέπουν και εξασφαλίζουν την πολιτική βούληση της κοινωνίας για όλη την επικράτεια… Η άμεση δημοκρατία ως πολίτευμα πρέπει να είναι ο σκοπός. Όμως δεν είναι αυτοσκοπός , είναι σε δεύτερο στάδιο και εφαλτήριο για άλλους προορισμούς…»

Ο ισχυρισμός του αυτός είναι πολύ θολός. Επειδή ισχυρίσθηκε ότι η άμεση δημοκρατία κι όχι η Κοινότητα ή ο Κομμουνισμός είναι ο σκοπός των κινημάτων, στην ουσία αναγορεύει το εργαλείο που είναι ο αμεσοδημοκρατικός τρόπος λήψης των αποφάσεων σε αυτοσκοπό!
Εδώ χρειάζεται μια αναλυτική εστίαση για να διαλυθεί η θολούρα και να αρθεί η αντίφαση. Το ερώτημα που μπαίνει είναι αν τα Κινήματα της Άμεσης Δημοκρατίας και του Κοινοτισμού βάζουν σαν πρώτιστο ή απόλυτο σκοπό ένα πολίτευμα, ένα εργαλείο συναποφάσεων δηλαδή, μια αμεσοδημοκρατία θεσμικά κατοχυρωμένη που θα εξασφαλίζει την ελευθερία την αυτονομία και την ευζωία των θεσμιζόντων πολιτών ή μέσω αυτού του πολιτεύματος να επιτύχουν την ισοκατανομή της εξουσίας που θα συμπληρώνεται από την ισοκατανομή της γνώσης και του πλούτου και θα εξασφαλίζει την κοινωνική ευζωία σε ισορροπία με τη φύση;
Το παραπάνω δίλημμα που μπαίνει από μερικούς αμεσοδημοκράτες θεωρητικούς και στοχαστές, το απαντάμε με τον Γιάννη Μπίλλα στο βιβλίο μας «Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων, με το πρόταγμα της αυτονομίας, της αποανάπτυξης, του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας». Κατά τη γνώμη μας ο σκοπός και τα μέσα υλοποίησής του είναι αλληλένδετα και κανένα δεν προηγείται του άλλου.

«Η Κοινότητα των Κοινοτήτων αποτελεί πρόταση αυτοθέσμισης των κοινωνιών και των ανθρώπων που δεν αρκούνται στη διαπίστωση ότι για όλα ευθύνεται ο καπιταλισμός και οι τραπεζίτες. Που δεν επιλέγουν τη θυματοποίησή τους και την παθητικότητα. Που αρνούνται τον ιδρυματισμό τους, αναθέτοντας τη λύση στο πολιτικό προσωπικό των κομμάτων της αντιπροσωπευτικής και εξόχως ολιγαρχικής δημοκρατίας. Η Κοινότητα των Κοινοτήτων κινείται ενάντια και παράλληλα σε αυτή την αφήγηση, προτείνοντας μια άλλη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Το κύτταρο της κοινωνίας που θα αγαπήσουμε έχει στον πυρήνα του την έννοια της κοινότητας με τα νοήματα και τα προτάγματά της. Στη θέση του κεντρικού κράτους, που θα περιορίζεται σιγά σιγά, θα ανθίσουν οι αμεσοδημοκρατικές ομόσπονδες κοινότητες ανθρώπων, έθνη κοινοτήτων και κοινότητες εθνών

Οι δομές της Κοινότητας  των Κοινοτήτων

  • Κοινότητες υπαίθρου με γενικές συνελεύσεις και το εκλεγόμενο κάθε φορά ανακλητό Συμβούλιο Κοινότητας(Σ.Κ.). Δέκα τέτοιες κοινότητες αποτελούν έναν υπαίθριο Δήμο
  •  Αστικές Κοινότητες με βάση τα νοικοκυριά ενός δρόμου ή οικοδομικού τετραγώνου με Σ.Κ.
  • Κοινότητες μιας γειτονιάς συμμετέχουν στη Συνέλευση Γειτονιάς(Σ.Γ.) με τα Σ.Κ. και εκλέγουν το Συνοικιακό Συμβούλιο(Σ.Σ.).
  • Όλα τα Σ.Σ. συμμετέχουν στη συνέλευση του Δήμου της πόλης για τον συμμετοχικό προγραμματισμό-προϋπολογισμό και τον κοινωνικό έλεγχο και εκλέγουν το Συμβούλιο του Δήμου(Σ.Δ).
  • Τέταρτο επίπεδο διαβούλευσης: Τα συμβούλια των υπαίθριων και των αστικών δήμων συμμετέχουν στη συνέλευση της Χ.Ε. και εκλέγεται το Συμβούλιο της Χωρικής Ενότητας για τη συμμετοχή στην Ομοσπονδική Κοινοπολιτεία της επικράτειας

Αυτό το Σύστημα συμβουλίων( ΣΣ )θα αποτελέσει τον πολιτικό κορμό για τη μετάβαση σε μια κοινωνία  άμεσης δημοκρατίας.