Η έννοια της αποανάπτυξης υπογραμμίζει την ανάγκη απόρριψης του φετιχισμού της ανάπτυξης των σύγχρονων οικονομιών και της οικοδόμησης εναλλακτικών μορφών κοινωνίας, βασισμένες στην ανθεκτικότητα, τη συμμετοχή, και κοινωνική δικαιοσύνη. Μακριά από το να είναι μια απλοϊκή απολογία της αρνητικής ανάπτυξης (με όρους πτώσης του ΑΕΠ), ο λόγος για την αποανάπτυξη στοχεύει στην απελευθέρωση των κοινωνιών και των «από κάτω» τους από τους καταναγκασμούς της ανάπτυξης και στο να ανοίξει χώρο για μια πιο κριτική προσέγγιση στη διαμόρφωση συνθηκών ευζωίας για τα κατώτερα στρώματα των κοινωνιών. Για το λόγο αυτό, έχει γίνει σημείο συμβολής διαφόρων ρευμάτων κριτικών ιδεών και πολιτικών δράσεων.
Από κοινωνιολογική άποψη, η αποανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως
ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα αναδυόμενο κοινωνικό κίνημα, μέσω του οποίου οι
φορείς του συμμετέχουν σε νέες συλλογικές δράσεις. Ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που επιτρέπει
στα άτομα να εντοπίζουν, να αντιλαμβάνονται, να ταυτοποιούν και να ονομάζουν τα
γεγονότα που βιώνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ακτιβιστές κατά των αυτοκινήτων,
οι ποδηλάτες, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των πεζών, υπερασπιστές της
βιολογικής γεωργίας, επικριτές της αστικοποίησης και οι υποστηρικτές της
ηλιακής ενέργειας και των τοπικών νομισμάτων έχουν όλοι αρχίσει να βλέπουν τις
ιδέες της αποανάπτυξης ως μια κατάλληλη αναπαράσταση για τις κοσμοθεωρίες τους
και/ή τις αντι-ηγεμονικές πρακτικές τους.
Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο παρέχει μια ολοκληρωμένη
διάγνωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και τη συνδέει με τη
δυνατότητα δράσης πολλαπλών φορέων. Οι αποαναπτυξιακοί γίνονται
"σημαίνοντες παράγοντες" που εμπλέκονται στην παραγωγή εναλλακτικών
νοημάτων και αντι-ηγεμονικών πρακτικών, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα
εκείνων που υπερασπίζονται οι κυρίαρχες συζητήσεις. Με τη σειρά του, αυτό δίνει
έμφαση στο τι είδους κοινωνικές ομάδες ηγούνται μιας τέτοιας αλλαγής και
απαιτεί ανάλυση του συνόλου των στρατηγικών και του πίνακα εναλλακτικών
επιλογών, οι οποίες επιχειρούν να οικολογικοποιήσουν το παρόν.
«Πολιτικοί» και «α-
πολίτικοι» δρώντες
Ο ευτελισμός της συζήτησης γύρω από τα "υποκείμενα της
αλλαγής" έχει συχνά παράσχει μια γενική αναφορά στην κοινωνία των πολιτών.
Αντίθετα, εδώ υιοθετούμε έναν
"ανοικτό" ορισμό της κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος απορρίπτει πιο
κοινές(και στενότερες) αντιλήψεις. Ενώ η παραδοσιακή κοινωνία των πολιτών έχει
οριστεί ως η τάξη των ιδιοκτητών (για παράδειγμα, από τους προπάτορες του φιλελευθερισμού
όπως ο Τζον Λοκ και ο Άνταμ Φέργκιουσον), ή, πιο πρόσφατα, ο ιστός των
συνδέσμων και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που δημιουργούν κοινωνικό
κεφάλαιο και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, η κατανόηση της κοινωνίας των
πολιτών ως ανοιχτού χώρου δίνει έμφαση στη συνύπαρξη (και συχνά στον
ανταγωνισμό) διαφορετικών αξιών, στόχων και προσεγγίσεων. Ο χώρος της κοινωνίας
των πολιτών περιλαμβάνει τους "καλούς, τους κακούς και τους
άσχημους", με ορισμένες δυνάμεις μέσα σ' αυτήν που είναι φορείς αλλαγής
και άλλοι που αγωνίζονται για τη διατήρηση του status quo. Επίσης, οι τρόποι δράσης
διαφέρουν, με ορισμένους να θεωρούνται "πολιτικοί", ενώ άλλοι συχνά
να χαρακτηρίζονται ως "απολίτικοι". Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι
αναπαραστάσεις υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές στην ανοικτή αρένα της κοινωνίας
των πολιτών: Αυτό που θεωρείται ριζοσπαστικό σήμερα μπορεί να θεωρηθεί
mainstream αύριο και αυτό που θεωρείται «μη πολιτικό» σήμερα μπορεί να θεωρηθεί
«πολιτικό» αύριο.
Στην πραγματικότητα, στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών, οι
ιδέες και οι ιδεολογίες επαναδιατυπώνονται συνεχώς και τα ηγεμονικά
παραδείγματα απολαμβάνουν μόνο μια προσωρινή κυριαρχία, καθώς αμφισβητούνται
από νέες απόψεις και αξίες.
Έτσι, στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, είναι δυνατόν
να γίνει διάκριση μεταξύ "πολιτικών" και"απολίτικων"
ακτιβιστών. Οι πρώτοι είναι ομάδες που, λόγω των μεγαλύτερων αποθεμάτων
κοινωνικού κεφαλαίου και οριζόντιων πρακτικών, μπορούν να εγγυηθούν την
οικονομική ανάπτυξη και μπορεί να ενισχύσουν τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού.
Οι τελευταίοι, είναι ομάδες που όχι μόνο αντιστέκονται στη κυβερνησιμότητα
(δηλαδή στο σύνολο των πρακτικών μέσω των οποίων οι κυβερνήσεις παράγουν
"καλούς" πολίτες, τους καταλληλότερους για την επίτευξη των
κυβερνητικών πολιτικών), αλλά εκφράζουν επίσης την απροθυμία να κυριαρχήσει ο
φετιχισμός της ανάπτυξης. Οι παραπάνω ορισμοί, δεν έχουν σκοπό να είναι
μανιχαϊστικοί, αλλά απελευθερώνουν την αντίσταση και ανοίγουν νέες δυνατότητες
για την κατανόηση της ριζοσπαστικής αλλαγής.
Το αποαναπτυξιακό
πλαίσιο
Η λέξη De´croissance (στα γαλλικά ο όρος για την
αποανάπτυξη) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1972 στα πρακτικά δημόσιας συζήτησης
που διοργανώθηκε στο Παρίσι από το Club du Nouvel Observateur, και αναφέρθηκε
αρκετές φορές (Amar, 1973- Georgescu-Roegen, 1979- Gorz, 1977) μετά από τη
δημοσίευση της έκθεσης "Τα όρια της ανάπτυξης" της Λέσχης της Ρώμης.
Το 1982, διοργανώθηκε στο Μόντρεαλ ένα συνέδριο με τον τίτλο Les enjeux de la
de´croissance (Οι προκλήσεις της αποανάπτυξης), αλλά η έννοια χρησιμοποιείται κυρίως
ως συνώνυμο της οικονομικής ύφεσης. Η αποανάπτυξη έγινε ακτιβιστικό σύνθημα στη
Γαλλία το 2001, στην Ιταλία το 2004 (ως Decrescita), στην Καταλονία και στην
Ισπανία το 2006 (ως Decreixement και Decrecimiento). Το σλόγκαν της
αποανάπτυξης χρησιμοποιήθηκε για να αμφισβητηθεί ο φετιχισμός της ανάπτυξης και
να διεκδικηθεί μια δημοκρατική αναδιανεμητική μείωση της κλίμακας της παραγωγής
και της κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες ως μέσο για την επίτευξη της
περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας.
Αργότερα οι ακτιβιστές και το κίνημα δράσης -ιδιαίτερα στην Ευρώπη- άρχισαν να
χρησιμοποιούν την αποανάπτυξη όχι μόνο ως σύνθημα κατά των κυρίαρχων
φαντασιώσεων, αλλά και για την προώθηση εναλλακτικών πρακτικών και τρόπων ζωής.
Ο αγγλικός όρος "degrowth" εισήχθη στο πρώτο
διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Παρίσι το 2008, το οποίο σηματοδότησε
επίσης την καθιέρωση της αποανάπτυξης ως διεθνούς τομέα έρευνας. Ο όρος εισήλθε
στην ακαδημαϊκή συζήτηση και, από το 2010, τουλάχιστον πέντε ειδικά τεύχη
διεθνών κριτικών περιοδικών αφιερώθηκαν στο θέμα . Η αποανάπτυξη έχει επίσης
εισχωρήσει στις πολιτικές συζητήσεις και στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης,
συμπεριλαμβανομένων διάσημων εφημερίδων όπως οι Le Monde, Le Monde Diplomatique,
El Pais, La Vangaurdia, The Wall Street Journal και Financial Times.
Ταυτόχρονα, η αποανάπτυξη υπόκειται σε αποκλίσεις και συχνά αναγωγικές
ερμηνείες. Οι μαρξιστές συγγραφείς έχουν κατηγορήσει την αποανάπτυξη ότι δεν
ασχολείται με την καπιταλιστική δομή της σύγχρονης κοινωνίας με το να βασίζεται
απλά στην ηθική, τις καλές πρακτικές και τον τρόπο ζωής και όχι στην πολιτική
σύγκρουση. Άλλοι έχουν αναφερθεί στην αποανάπτυξη ως ιδεολογία, αποδίδοντάς της
έτσι αρνητική χροιά. Πολλοί συνεχίζουν να την ερμηνεύουν ως μια απλή μείωση του
ΑΕΠ, η οποία είναι μια εξαιρετικά στρεβλή και μειωτική άποψη του όρου.
Λαμβάνοντας υπόψη τον αδύναμο και αυθαίρετο χαρακτήρα του ΑΕΠ ως δείκτη οικονομικής
επίδοσης και σύμφωνα με τον Latouche (2009), οι αρχές της απο-ανάπτυξης αποτυπώνονται
καλύτερα με τον όρο "α-ανάπτυξη"( ‘a-growth’), ο οποίος υπογραμμίζει την
ανάγκη απεγκλωβισμού της κοινωνίας από την ιδεολογία της ανάπτυξης, όπως
ακριβώς ο α-θεϊσμός αποσκοπεί στο να αποκοπεί από την ύπαρξη του Θεού και την
επιρροή του στην κοινωνία. Υπάρχει μια ατελείωτη συζήτηση σχετικά με το
σύνθημα, αλλά αναμφίβολα, δεδομένου ότι η αποανάπτυξη είναι πολύ πιο πιασάρικη
πολιτικά από την α-ανάπτυξη, ο όρος απολαμβάνει όλο και μεγαλύτερη διάδοση.
Σε κάθε περίπτωση η αποανάπτυξη δεν είναι μόνο μια οικονομική
έννοια. Ξεκίνησε στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα ως κίνητρο από ακτιβιστές,
έχει γίνει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που συγκροτείται από μια μεγάλη σειρά προβληματισμών,
στόχων, στρατηγικών και δράσεων. Επιπλέον, ως μια περίπτωση επιστήμης που
καθοδηγείται από ακτιβιστές, η αποανάπτυξη γίνεται επίσης μια έννοια που
συζητείται στην ακαδημαϊκή κοινότητα και μπορεί να φιλοδοξεί να γίνει ένα νέο
παράδειγμα για ριζοσπαστικές αλλαγές. Η αποανάπτυξη έχει πολλαπλές πνευματικές
πηγές που διατυπώνουν μια διάγνωση της μη βιώσιμης ουσίας της καπιταλιστικής
κοινωνίας και προσφέρει μια πρόβλεψη για κοινωνικά βιώσιμο μετασχηματισμό. Τα
τέσσερα πιο εξέχοντα ρεύματα σκέψης που ενσωματώνουν την αποανάπτυξη είναι:
·
τα οικονομικά
και οικολογικά όρια της ανάπτυξης,
·
τα κοινωνικά
όρια της ανάπτυξης και της ευημερίας,
·
τα ανθρωπολογικά
όρια της ανάπτυξης και η πολιτισμική κριτική της,
·
τα δημοκρατικά
και δικαιϊκά όρια της ανάπτυξης.
Για τα οικολογικά και
τα οικονομικά όρια της ανάπτυξης αναφερόμαστε σε ένα παλιότερο κείμενό μας: «Το
αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης», τα χρηματοοικονομικά και
οικολογικά χρέη»
Η κοινωνική κριτική
στην ανάπτυξη ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με το ρόλο που διαδραματίζουν τα αγαθά
κοινωνικής θέσης στην επίτευξη της ευημερίας. Πράγματι, η άνιση κατανομή και
πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά δημιουργεί συχνά κοινωνικές ανισορροπίες που οδηγούν
σε ένα σπιράλ συνεχώς αυξανόμενης κατανάλωσης . Επιπλέον, η επιτάχυνση της ανάπτυξης
έχει συχνά ως αποτέλεσμα περισσότερες ώρες εργασίας και λιγότερη ισορροπία
μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και επίσης επιβαρύνει τους
κοινωνικούς δεσμούς και τη συνοχή. Με τη σειρά του, αυτό εξηγεί γιατί οι
αυξήσεις του ΑΕΠ δεν συμβάλλουν σημαντικά και στην αύξηση της ευημερίας και της
γενικής ευτυχίας, στις κοινωνίες όπου τουλάχιστον η ικανοποίηση των βασικών
αναγκών έχει επιτευχθεί (παράδοξο του Easterlin, 1974)[1].
Οι ανθρωπολογικές
και πολιτισμικές κριτικές αμφισβητούν τα θεωρητικά θεμέλια της νεοκλασικής
οικονομικής επιστήμης και τις προσπάθειές της να απλοποιήσει την πολυπλοκότητα
των ανθρώπων και των διαπροσωπικών σχέσεων σε εκείνες των ατόμων που επιδιώκουν
το συμφέρον τους, την ευχαρίστηση και τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας. Το
"αντι-ωφελιμιστικό κίνημα στις κοινωνικές επιστήμες" για παράδειγμα, υποστηρίζει
ότι η οικονομία του δώρου, που βασίζεται στην αμοιβαιότητα, είναι καταλληλότερη
για τη διατήρηση των σημαντικών ισορροπιών και ενισχύει τις ανθρώπινες
αλληλεπιδράσεις. Διάφορες πολιτισμικές έρευνες έχουν επικρίνει τις θεωρίες
ανάπτυξης που βασίζονται σε ένα απλουστευτικό συνεχές της προόδου από τις «αναπτυσσόμενες» προς στις «αναπτυγμένες»
χώρες. Μάλιστα, ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι οι καταναγκασμοί της
ανάπτυξης εκφυλίζουν τη δημοκρατία, κυρίως με την ενίσχυση της επιρροής των
τεχνοκρατικών εξουσιών στα ηνία των κυβερνήσεων.
Καθώς η ανάπτυξη θεωρείται ως ο μόνος τρόπος για την
παραγωγή ευημερίας και την επίτευξη προόδου, η δημοκρατική λήψη αποφάσεων καθίσταται
–στην καλύτερη περίπτωση-επικουρική της οικονομικής διακυβέρνησης, η οποία -
λόγω της προώθησης των τεχνικών ρυθμίσεων - είναι καλύτερο να ανατεθεί σε
ειδικούς. Ως αποτέλεσμα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδυναμώνεται (όπως
αποδεικνύεται από την άνοδο της τεχνοκρατίας σε όλο τον στον κόσμο και, πιο
πρόσφατα, σε χώρες της Ευρώπης που μαστίζονται από την κρίση, όπως η Ελλάδα και
η Ιταλία) και αναδύεται μια βαθιά διάσταση μεταξύ των στόχων της δημοκρατίας
και εκείνων της ανάπτυξης.
Τον περασμένο αιώνα, το φαντασιακό των πολιτών είχε
καθορισθεί από μια εξουσία που πηγάζει από τα δημοκρατικά καθεστώτα (μέσω της
κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης) και από την ελεύθερη επιχειρηματικότητα της
αγοράς (από το αστικό ιδεώδες). Μια τέτοια διαρκής διασύνδεση μεταξύ
δημοκρατικών κρατών και των ελεύθερων αγορών, που από το 1990 και μετά
ενισχύθηκε από την πτώση του σοβιετικού μπλοκ, σήμαινε ότι το δημόσιο καλό
μπορεί να επιτευχθεί μέσω των οικονομικών επιδόσεων, μετατρέποντας έτσι την
επιταγή της ανάπτυξης στην κύρια δημόσια πολιτική των κομμάτων και του κράτους.
Ωστόσο, η σημερινή κρίση του καπιταλισμού, η οποία είναι βαθιά συνδεδεμένη με
τα φυσικά όρια της ανάπτυξης, συμβάλλει στη διάβρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων
σε πολλές χώρες. Κατά συνέπεια, η διατήρηση του καπιταλιστικού status quo και η
ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης συνεπάγονται μια πολιτική απομάκρυνσης από την
επίτευξη του «Κοινού Καλού».
Έτσι, είναι σαφές ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στον
καπιταλιστικό κόσμο είναι μόνο εργαλείο για τον πραγματικό στόχο, δηλαδή την
καπιταλιστική ανάπτυξη. Εάν θέλουμε η καπιταλιστική κρίση να μην
καταλήξει σε κατάρρευση, αλλά να αντιμετωπιστεί με βιώσιμο τρόπο και να
υπάρξει μια προοπτική μακροχρόνιας ευτοπικής διεξόδου προς την κατεύθυνση του
πλαισίου που βάζει η αποανάπτυξη, τότε νέα φαντασιακά που φτάνουν πέρα από τα ιδεώδη
τα βασισμένα στην ανάπτυξη και την αγορά πρέπει να προσδιοριστούν και να γίνουν
κυρίαρχα. Είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν οι στρατηγικές και πρακτικές της
Αποανάπτυξης.
Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα
από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και -
περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος,
είναι ιδιαίτερης σημασίας, σήμερα. Επίσης κομβική
έννοια για την υλοποίηση αυτού του οράματος είναι ο Κοινοτισμός.
[1] Από τη
δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το παράδοξο
(«Easterlin-Paradox»,1974), σύμφωνα με το οποίο: Η ικανοποίηση και η ποιότητα
ζωής των ανθρώπων, από ένα σημείο και μετά, δεν εξαρτάται από την αύξηση του
εισοδήματος και της κατανάλωσης, αλλά πολύ περισσότερο από άλλους παράγοντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου