Η επερχόμενη επισιτιστική-διατροφική κρίση, η οποία θα οξυνθεί γρήγορα λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία είναι τμήμα της γενικότερης-γενικευμένης, καθολικής πλέον και συνεχούς κρίσης, φέρνει στην επιφάνεια και πάλι το αίτημα της διατροφικής κυριαρχίας (και όχι απλώς ασφάλειας) για όλες τις χώρες αλλά κυρίως για τις χώρες του Νότου και ειδικότερα και για τη χώρα μας.
Η αγροτική ζωή στη χώρα μας που άλλοτε χαρακτηρίζονταν από
κάποια διατροφική, παραγωγική και οικολογική ισορροπία, υφίσταται πλέον τις
συνέπειες-ανισορροπίες της διεθνοποιημένης και χρηματιστικής-κερδοσκοπικής
οικονομίας της αγοράς, με τις τιμές των διατροφικών προϊόντων να διαμορφώνονται
στα διεθνή χρηματιστήρια. Η εμπορευματοποίηση και εξάρτηση της αγροτικής
τεχνογνωσίας, των καλλιεργητικών σπόρων και των αγροτικών εισροών-εφοδίων
(λιπασμάτων, φαρμάκων κ.λπ.) νομικά κατοχυρωμένων με πατέντες, ανέτρεψαν την
μέχρι το 1980 σχετική επάρκεια στον αγροδιατροφικό τομέα στη χώρα, όπου όλα τα
παραπάνω ήταν «φυσικά», ελεύθερα και «κοινά».
Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές τις δεκαετίας
του ’80, εισβάλλει στην οικονομία της υπαίθρου η ονομαζόμενη «Πράσινη
Ανάπτυξη», έχοντας ως κυρίαρχο στοιχείο την υποταγή του περιβάλλοντος και των
αγροτών στην εντατικοποίηση της παραγωγής και στο μύθο της συνεχούς μεγέθυνσης.
Στη Θεσσαλία για παράδειγμα: Μονοκαλλιέργειες καρπουζιών,
καπνού, καλαμποκιού και κυρίως βάμβακος ισοπεδώνουν κάθε σπιθαμή της γης.
Δένδρα κόβονται, ανεμοφράκτες γκρεμίζονται, μπροστά το τρακτέρ ψεκάζει με
ζιζανιοκτόνα, ακολουθεί το χημικό λίπασμα και στη συνέχεια η σπορά με
καινούργιους υβριδικούς σπόρους. Αργότερα ακολουθούν κι άλλοι ψεκασμοί με
ζιζανιοκτόνα (για τα χορτάρια) και με εντομοκτόνα για «τα βλαβερά» έντομα.
Χιλιάδες τόνοι χημικών λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων, παρασιτοκτόνων,
ρίχνονται στην αγροτική γη. Το νερό της βροχής και του ποτίσματος ξεπλένει τα
υπολείμματα των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο αγρότης να χάσει την επαφή με τον
κύκλο ζωής της γης. Υιοθετεί τη γραμμική αντίληψη για την παραγωγή και χάνει
την αυτάρκεια του. Επιδοτήσεις ρέουν άφθονες, πολυεθνικές αγροχημικών, τράπεζες
και εταιρείες παραγωγής αγροτικών μηχανημάτων κάνουν χρυσές δουλείες. Η Ελλάδα
από την ένταξή της στην Ε.Ε. έλαβε 120 δις Ευρώ σαν επιδοτήσεις. Από τα λεφτά
αυτά τα 51,3 δις επέστρεψαν στις εταιρείες της Δ. Ευρώπης που προμηθεύουν τόσα
χρόνια τη χώρα με εξοπλισμό, μηχανήματα και πρώτες ύλες.
Αγοράζονται μεγαλύτερα και βαρύτερα γεωργικά μηχανήματα, η
γη οργώνεται όλο και πιο βαθιά, ρίχνονται περισσότερα λιπάσματα και φυτοφάρμακα,
η αγροτική παραγωγή αυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα μεγαλώνει το χρέος των αγροτών
στις τράπεζες. Με στοιχεία της Αγροτικής τράπεζας, το 70% της αγροτικής γης
είναι υποθηκευμένο.
Κάποια στιγμή η ύβρις της διαρκούς μεγέθυνσης δείχνει τα
όρια της. Η απόδοση της αγροτικής γης, παρ’όλο που διπλασιάζεται η
ποσότητα του λιπάσματος, μένει η ίδια και μειώνεται. Σύμφωνα με στοιχεία της
Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης, 55.000 στρέμματα στη Θεσσαλία βρίσκονται στο
στάδιο της ερημοποίησης, που σημαίνει νεκρή γη, όσο και να τη λιπαίνεις δεν
αποδίδει πια.
Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων κατρακυλούν, τα
προϊόντα μένουν απούλητα. Οι Γκουρού της διαρκούς ανάπτυξης προσπαθούν να
στρέψουν τους αγρότες στην καλλιέργεια μεταλλαγμένων(GMO) και ενεργειακών
φυτών(βιοκαύσιμα), διατηρώντας ανέπαφο το ίδιο μοντέλο παραγωγής.
Στο μεταξύ οι αγρότες μετρούν απώλειες. Η ύπαιθρος
εγκαταλείπεται, η βιοποικιλότητα βρίσκεται σε κίνδυνο, εξαφανίζεται ο πλούτος
των ντόπιων ποικιλιών, φυτών και ζώων, τα ύδατα υπεραντλούνται και μολύνονται,
ενώ σημειώνεται κατακόρυφη πτώση του υδροφόρου ορίζοντα. Στις πεδιάδες της
Θεσσαλίας οι γεωτρήσεις φτάνουν πια στα 350 μέτρα βάθος.
Η έννοια της αυτοδυναμίας-κυριαρχίας των τροφίμων
επανέρχεται λοιπόν ως διεκδικητικό αίτημα και εναλλακτικό δομικό και ανθεκτικό
αντίδοτο στην προαναφερθείσα κρίση και το εσωτερικό και εξωτερικό αδιέξοδο ενός
μεγα-παραγωγικού συστήματος. Αυτό συνδέεται με την επιταχυνόμενη ανάγκη για
συγκρότηση ενός νέου αγροτικού κινήματος με κύριο χαρακτηριστικό του την
επαναφορά-επανάκτηση του μικρο-χωροτόπου από τους αγρότες, στη βάση μιας
γενικότερης «επανατοπικοποίησης» και «επανεδαφικοποίησης» της οικονομίας. Προς
τη διεκδικητική αυτή κατεύθυνση διαμορφώνεται η τάση της αγροοικολογίας αλλά
και οι άλλες εναλλακτικές αλληλοσυμπληρούμενες μορφές καλλιέργειας (όπως η
αει/μόνιμη καλλιέργεια-permaculture, οι κοινοτικά υποστηριζόμενες καλλιέργειες,
η αναγεννητική γεωργία, η ολιστική γεωργία κ.ά.).
Χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό
αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το
μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε το μοντέλο της
αγροτικής οικο-γεωργίας, που είναι λύση και για την κλιματική αλλαγή. Να
επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι
των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και
κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων –με αποφυγή των μεσαζόντων– μέσω
δικτύων παραγωγο–αναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών. Και τούτο, με
στόχο τον συλλογικό και δημοκρατικό/συνεργατικό σχεδιασμό της παραγόμενης
τροφής και των καλλιεργειών, σε συνδυασμό και με τον επίσης συλλογικό
καθορισμό/σχεδιασμό των βασικών αναγκών των ντόπιων πληθυσμών.
Τέτοιου είδους εναλλακτικά και ήδη υπαρκτά αλλά μειοψηφικά
κινήματα σχετικά με την παραγωγή και διανομή αγροτικών τροφίμων αποκτούν όλο
και μεγαλύτερη απήχηση όχι μόνο στους αγρότες αλλά και στους συνειδητούς
καταναλωτές. Έχοντας την προσέγγιση του κινήματος της ολιγο-επάρκειας, μπορεί
να αναπτυχθούν παραπέρα ως «Κοινά» μέσω αναδιανομής των γαιών σε μικρά τμήματα,
με επανατοπικοποίηση της παραγωγής, καθώς και με την οργάνωση της διανομής μέσω
μικρών και απ’ ευθείας συστημάτων-δικτύων, που αναφερθήκαμε.
Για τη χώρα μας ειδικότερα: Θα χρειασθεί να επιλέξουμε τη
λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό επακόλουθό της την οικο-γεωργία(το
οικο- όχι μόνο με την έννοια του οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική
έννοια του «οίκου» που εξασφάλιζε το «ζειν»). Η επιστροφή στην
αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων
και την αποφυγή της υποβάθμισης της υγείας μας και ταυτόχρονα του περιβάλλοντος
και της κλιματικής αλλαγής[1].
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία
της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες
σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να
παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις
ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό
που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές:
οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά
μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή.
Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν
δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν
σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας,
προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η
περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο
αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να
εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του απ’ το σούπερ μάρκετ, θα
εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή και για
τα παιδιά του, ώστε να μη φεύγουν απ’ τον τόπο τους. Αποφεύγοντας σε μεγάλο
βαθμό τους μεσάζοντες, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. Απ’ την άλλη, τη
στιγμή που ο πολυλειτουργικός αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι
φανερό ότι θα μπει πιο εύκολα στη λογική της υγιεινής τροφής, γιατί δεν θα
θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή
παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Έτσι θα στραφεί πιο εύκολα προς την Οικολογική
γεωργία (με τη μορφή των βιοκαλλιεργειών, της βιοδυναμικής καλλιέργειας ή της
φυσικής και περμακουλτούρας). Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες
του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα
αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική υποστήριξη,
αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. στις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες
και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και απ’ τα γενετικά τροποποιημένα.
Και δεν θα παράγει μόνο αρκετά και υγιεινά προϊόντα με τον τρόπο που θα
καλλιεργεί και θα αντιμετωπίζει το έδαφος και τα άλλα είδη ζωής. ‘Οντας
αναγκασμένος να εξυγιάνει πρώτα -πρώτα το έδαφος και να φροντίζει να έχει όλο
και περισσότερη οργανική ουσία, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, θα
συμβάλει αντικειμενικά και στη λύση για την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής. Η
αειφόρος μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα
δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία)
και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη»
της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του
τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες
πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση
και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των
εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα
έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης
και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν.
Στην Ελλάδα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και των
Μνημονίων επιτήρησης -από τους διεθνείς «επενδυτές» της «ανάπτυξης» και
«φτωχοποίησης»- και της επερχόμενης πολλαπλής κρίσης στην μετα-Κόβιτ εποχή, ο
πρωτογενής τομέας μπορεί να γίνει ο εφαλτήρας για μια
αναζωογόνηση, η οποία θα ξεκινούσε από τις τοπικές κοινωνίες. Για μια
αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης που έρχεται, αλλά και για μια απασχόληση
μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού για την αντιμετώπιση της σημερινής ανεργίας.
Η παραγωγή ποιοτικών διατροφικών αγαθών-με συγκριτικό πλεονέκτημα στις
ανταλλαγές-από τις εναλλακτικές καλλιέργειες των ντόπιων «χρυσοφόρων» φυτών,
αλλά και γεωργικών αγαθών για δευτερογενή μεταποίηση και κλωστουφαντουργία, θα
ικανοποιούσε βασικές ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και θα εξασφάλιζε βιώσιμο
εισόδημα για τους εργαζόμενους στον τομέα. Η αναδιάρθρωση που πρέπει να γίνει
από τους Έλληνες αγρότες δεν είναι η στροφή σε εξεζητημένα ανταγωνιστικά
προϊόντα-που προτείνουν οι κάθε λογής τεχνοκράτες σήμερα- αλλά σε καλλιέργειες
που θα εξασφαλίσουν την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού και την προώθηση της
όσο γίνεται μεγαλύτερης αυτάρκειας για τις τοπικές κοινωνίες.
Τέτοια προϊόντα για παράδειγμα μπορεί να παραχθούν από τις
βιο-οικο-καλλιέργειες των ντόπιων ποικιλιών: σιτηρών και αραβόσιτου, οσπρίων,
σπανακιού και όλων των κηπευτικών και χόρτων όπως το ραδίκι, αγκινάρας,
φράουλας, σπαραγγιού, ρίγανης και αρωματικών φυτών -μελισσόχορτο, φασκομηλιά,
μέντα, εχινάτσια, γαϊδουράγκαθο, δενδρολίβανο, βασιλικός κ.λπ. με απόσταξη για
αντίστοιχα αιθέρια έλαια-πολυβιταμινούχου και υψηλής περιεκτικότητας σε
πρωτεΐνη σπιρουλίνας, μανιταριών, κερασιάς, ροδακινιάς, δαμασκηνιάς, ροδιάς,
λωτού, στέβιας, κρόκου, τρούφας, αλόης, μαστίχας κλπ, καθώς φυσικά και ελιάς
και αγουρέλαιου
Άλλα ξεχωριστά τοπικά παραδοσιακά προϊόντα που παρήγαγε
κάποτε η ελληνική γη, αλλά τείνουν να τα παρατήσουν οι σημερινοί αγρότες είναι:
η κορινθιακή σταφίδα, ξερά σύκα Μεσσηνίας, Λακωνίας, Εύβοιας και Αττικής,
τοματάκι της Σαντορίνης, κουμ-κουάτ της Κέρκυρας, πατάτες Νάξου, πεπόνι της
Μυτιλήνης, καρπούζια της Μεσσηνίας, μανταρίνι Καλύμνου, νεροκρέμμυδο Ζακύνθου,
η οινοποιήσιμη ποικιλία βαρτζαμί της Λευκάδας, φράουλες της Ηλείας, κάστανα της
Λακωνίας και της Αρκαδίας, όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας και του Έβρου, πατάτες
των Σερρών, της Δράμας του Αμυνταίου και της Πελοποννήσου, οπωροκηπευτικά των
Μεγάρων, ακτινίδια της Πιερίας, φάβα της Σαντορίνης, αχλάδια της Λέσβου.
Ο στόχος θα είναι όλες αυτές οι καλλιέργειες από
μονοκαλλιέργειες που είναι σήμερα να μετατραπούν σε πολυκαλλιέργειες στα
πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων, όπου τα ζώα θα εκτρέφονται σαν
συμπληρωματικά των καλλιεργειών, για την ανακύκλωση των υλικών και κάποιων
απαραίτητων για τη διατροφή μας ζωικών προϊόντων. Εκτός των πουλερικών, μπορούν
να εκτρέφονται και ένας ανάλογος αριθμός αιγοπροβάτων ή αγελάδων-βουβαλιών,
καθώς και ανάλογων αλόγων ή γαϊδουριών που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στις
εργασίες(στην περίπτωση θηλυκών γαϊδουριών μπορούμε να έχουμε και το πολύτιμο
γάλα τους.
Αφήσαμε για το τέλος την Κάνναβη, που μπορεί να γίνει μέσο
για την αναζωογόνηση της αγροτικής μας οικογεωργίας, γιατί είναι πολυδύναμο
φυτό, με βιομηχανικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Έχουμε να κάνουμε κυρίως με την
κλωστική(βιομηχανική)[2], αλλά και την
φαρμακευτική κάνναβη. Πέρα από το επίμαχο συνθετικό «κάνναβη», η βιομηχανική
δεν έχει κανένα άλλο κοινό με την Ινδική κάνναβη. Πρόκειται για φυτό που
καλλιεργείται παγκοσμίως, καθώς είναι ποικιλία με διεθνώς αναγνωρισμένες
οικολογικές ιδιότητες και το σύνολο του υπέργειου μέρους του είναι πλήρως
αξιοποιήσιμο. Με επεξεργασία και μεταποίηση μπορούν να παραχθούν περισσότερα
από 25.000 προϊόντα, όπως: σπόρια, έλαια, βάμματα, θεραπευτικά σκευάσματα,
κηραλοιφές, αλεύρι, τρόφιμα, πρωτεΐνη και διατροφικά συμπληρώματα, φαρμακευτικά
σκευάσματα, ηδύποτα, οικοδομικά και μονωτικά υλικά, χαρτί και χαρτοπολτό,
βιοπλαστικά, βιοκαύσιμα, κλωστές- ίνες, υφαντά και υφάσματα, σειρά ρούχων,
καλλυντικά και άλλα καινοτόμα και οικολογικά προϊόντα όπως βελτιωτικά εδάφους,
ζωοτροφές κα.
H βιολογική παραγωγή της κλωστικής κάνναβης στη χώρα είναι μια
ευκαιρία με προοπτικές για κάθε τοπική κοινωνία. Χρειάζεται βέβαια να
αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης με δημιουργία αντίστοιχων
συνεταιριστικών βιομηχανικών- μεταποιητικών μονάδων(μια δυναμική για δημιουργία
πολλών χιλιάδων θέσεων απασχόλησης.
Καταλήγουμε με μια συγκεκριμένη πρόταση: οι συλλογικότητες και οι κοινότητες αγώνα, αντίστασης και υπεράσπισης της ζωής και των ΚΟΙΝΩΝ (Υγεία, Διατροφή, Νερό, Ενέργεια), το επόμενο χρονικό διάστημα, να επιδιώξουν να έρθουν σε επαφή με υπάρχοντες τοπικούς παραγωγούς τροφής και να συντονίσουν ένα δίκτυο διανομής της παραγωγής τους, καθώς και να στηρίξουν νέους αγρότες που μπαίνουν ή πρόκειται να μπουν στον τομέα με παροχή γνώσης, μέσων και βοήθειας στις καλλιέργειές τους. Να αναπτύξουν ένα παραγωγικό και διανεμητικό δίκτυο[3] που θα στηρίζεται κοινωνικοπολιτικά προς την κατεύθυνση της διατροφικής ασφάλειας για το πιο ευάλωτο μέρος του πληθυσμού. Ειδικότερα: να στηρίξουν τη σύσταση ενός δικτύου παραγωγής και διανομής ψωμιού, για τις δύσκολες μέρες που έρχονται.
[1] Η καλή είδηση π.χ.
του 2020: για πρώτη φορά μετά το 1984 η Ελλάδα εξήγαγε περισσότερα τρόφιμα και
αγροτικά προϊόντα απ’ όσα εισήγαγε.
Το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων έκλεισε το 2020 με
πλεόνασμα 510,953 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια ήταν ελλειμματικό
κατά 500 - 700 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως, ενώ το έλλειμμα έχει αγγίξει στο
παρελθόν ακόμα και τα 2 δισ. ευρώ. Η κρίση Covid 19 άλλαξε όλα τα δεδομένα στο
εμπόριο και την παραγωγή εντείνοντας την τοπική παραγωγή. Επίσης Η συγκυρία της
πανδημίας έχει ενισχύσει πάρα πολύ τη στροφή των καταναλωτών στην υγιεινή
διατροφή, και σύμφωνα με τους αναλυτές, η τάση αυτή έχει χαρακτήρα μονιμότητας
ειδικά στις νεότερες ηλικιακές ομάδες.
[2] Όταν μιλάμε για
την βιομηχανική (ή κλωστική) κάνναβη αναφερόμαστε στις 52 ποικιλίες της
βιομηχανικής κάνναβης που είναι εγγεγραμμένες στον «Κοινό κατάλογο ποικιλιών
καλλιεργούμενων φυτικών ειδών» και έχουν περιεκτικότατα σε τετραϋδροκανναβινόλη
(THC) σε ποσοστό μικρότερο του 0,2%. Η βιομηχανική κάνναβη διαφέρει από
γενετική άποψη και τη χημική της σύσταση από την ευφορική κάνναβη, αφού
περιλαμβάνει ελάχιστη ποσότητα THC, που είναι το ψυχοδραστικό συστατικό της, με
αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει ευφορική χρήση. Έχει δημιουργηθεί ήδη το
KANNABIO, ο πρώτος Συνεταιρισμός βιολογικής κλωστικής κάνναβης στην Ελλάδα.
[3] Να οργανωθεί ένα
οδοιπορικό με επίσκεψη στους υπάρχοντες χώρους παραγωγής και σε κτήματα, όσων
θα δεχτούν να μπουν στο δίκτυο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου