Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Τι είναι η ανθρώπινη συνείδηση;

 Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα χρησιμοποιούμε τον νου μας, σκεφτόμαστε. Έτσι, ο νους και ο εγκέφαλος είναι το βασικό ανθρώπινο υλικό όργανο το οποίο έχει να κάνει με την έννοια της συνείδησης η οποία σαν φιλοσοφική έννοια προβληματίζεται γύρω από τον νου, το σώμα, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Από τον Descartes και μετά, έχουμε έναν δυισμό: από τη μια πλευρά βρίσκονται τα άυλα, υποκειμενικά και συνειδητά, ενώ από την άλλη τα υλικά και φυσικά, που βρίσκονται σε κάποιον χωρόχρονο(σύμφωνα με τον Αϊνστάιν) ή στον κβαντικό χώρο(κβαντική θεωρία). Οποιαδήποτε απάντηση προτείνεται στο παραπάνω ερώτημα, βρίσκεται μεταξύ δύο μονισμών: στην περίπτωση που υπερέχει το νοητικό στοιχείο είναι ο ιδεαλισμός και στην περίπτωση όπου υπερέχει το υλικό, είναι ο υλισμός. Με τις τελευταίες αλματώδεις εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες και την τεχνολογία, κερδίζουν έδαφος οι υλιστικές προσεγγίσεις που αναγάγουν καθετί το «νοητικό» στις υλικές διεργασίες (βιολογία του σώματος). Σύμφωνα με μερικούς νευρολόγους επιστήμονες, η μεγαλύτερη πρόκληση της σύγχρονης επιστήμης του εγκεφάλου είναι να κατανοήσει τον γρίφο που ονομάζεται «συνείδηση».
Καθώς για αυτούς τους επιστήμονες ο νους είναι το αποτέλεσμα των βιολογικών διεργασιών του εγκεφάλου- όπως π.χ. και η πέψη είναι αποτέλεσμα των διαδικασιών του στομάχου-για να υπάρχουν νοητικές λειτουργίες, πρέπει απαραιτήτως να υπάρχουν και αιτιατές εγκεφαλικές λειτουργίες[1]. Για να το θέσουμε απλά: αν υποθέσουμε πως ο νους μας είναι σαν έναν υπολογιστή-πράγμα που κάποιοι αποδέχονται- θα έπρεπε να υποθέσουμε επίσης πως ο νους μας διαθέτει κάτι σαν «λογισμικό». Αυτό συμβαίνει όταν παίρνουμε κυριολεκτικά την παρομοίωση του εγκεφάλου με υπολογιστή.
Επειδή δεν κατανοούμε καλά τον νου, προσπαθούμε να τον παρομοιώσουμε συνήθως με αναφορά στην τρέχουσα τεχνολογία της εποχής, προκειμένου να νιώσουμε πως τον κατανοούμε καλύτερα[2]. Η σημερινή γνωστική επιστήμη μάλλον δεν πρόκειται να πετύχει τους στόχους της, ανιχνεύοντας κάποιου είδους «λογισμικό» μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι ολωσδιόλου άχρηστη αυτή η ιδέα. Μπορεί να μας μάθει πολλά πράγματα, όπως π.χ. ο συμπεριφορισμός ή η ψυχανάλυση. Παρά τις αστοχίες και τα «αποτυχημένα» φιλόδοξα σχέδια τους, μας βοήθησαν πολύ στο να κατανοούμε καλύτερα τους εαυτούς μας.
Και εδώ φθάνουμε και στον δυισμό των κοινωνικών με τις φυσικές επιστήμες του ανθρώπου. Υπάρχει μια ασυνέχεια ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Προέρχεται ακριβώς από τον καθαρά νοητικό χαρακτήρα των κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων σε αντίθεση με τα φυσικά φαινόμενα. Αυτά χαρακτηρίζονται από τον βασικό ρόλο του νου.
Στην ψυχολογία υπάρχει –πέρα από τον ατομικό νου-και το επίπεδο του κοινού νου, δηλαδή ο συνηθισμένος τρόπος που ο «μέσος» κοινωνικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει επίσης και το επίπεδο της νευροφυσιολογίας, με τους νευροδιαβιβαστές, τις συνάψεις τους κ.λπ. Η ψυχοκοινωνική έννοια του «κοινού» νου συνδέεται φυσικά και με την έννοια της συλλογικής κοινωνικής συνείδησης, που επηρεάζεται -πέρα από τη φύση- και από τις επικρατούσες κάθε φορά κοινωνικές σχέσεις στα επίπεδα της άυλης και υλικής παραγωγής, της διανομής και της εξουσίας.
Στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών, το κεντρικό ερώτημα είναι γιατί δεν έχει σημειωθεί σε αυτές αντίστοιχη πρόοδος όπως στις φυσικές επιστήμες. «Το γεγονός ότι οι κοινωνικές επιστήμες παίρνουν ενέργεια από τον νου είναι η πηγή της αδυναμίας τους απέναντι στις φυσικές. Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η πηγή της δύναμής τους ως κοινωνικές επιστήμες. Αυτό που θέλουμε από τις κοινωνικές επιστήμες, και αυτό που παίρνουμε από αυτές τις καλύτερες στιγμές τους, είναι θεωρίες καθαρής και εφαρμοσμένης προθετικότητας»[3]
Τα φαινόμενα τα οποία μελετούν οι κοινωνικές επιστήμες έχουν αναγνωρισθεί ως τέτοια, πρώτα από τον ανθρώπινο νου, από την πρόθεση του ανθρώπινου νου για να λαμβάνουμε κάποιες αποφάσεις. Αλλά είμαστε ελεύθεροι στη λήψη απόφασης ή όσα κάνουμε είναι εκ των προτέρων προκαθορισμένα; Υπάρχουν αρκετά σαφή δεδομένα σε βάρος της ελευθερίας της βούλησης, εκείνα τα δεδομένα των φυσικών επιστημών τα οποία δείχνουν το πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τον φυσικό κόσμο-μέρος του οποίου αναγκαστικά αποτελούμε-πέρα και μακράν από τις προθέσεις και τις επιθυμίες μας.
Σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής οφείλουμε να παίρνουμε αποφάσεις: μερικές πολύ σημαντικές, άλλες όχι και τόσο, αλλά πάντα μέσα από μια λογική επεξεργασία δεδομένων, που όμως ταυτόχρονα μας προκαλούν και συναισθήματα, μας κάνουν π.χ. να αισθανόμαστε και υπεύθυνοι γι’ αυτές τις αποφάσεις, ακόμη και ένοχοι μερικές φορές. Αναγκαζόμαστε λοιπόν να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε ελεύθερη βούληση.
Πώς αυτό συμβιβάζεται με την αιτιοκρατία που κυριαρχεί στον φυσικό κόσμο; Αν έχουμε πραγματική ελεύθερη βούληση, ίσως αυτή να οφείλεται στο ότι ο νους μας μπορεί να προέρχεται από τον χώρο του κβαντικού πεδίου, όπου δεν υπάρχει ακριβής πρόβλεψη και αιτιοκρατία. Όμως η επίγνωση και η συνειδητότητά μας, μπορεί τελικά να είναι το κεντρικό στοιχείο που δείχνει το τι συμβαίνει πραγματικά. Έτσι η κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη και συνείδηση είναι και το βασικό στοιχείο  με το οποίο μπορεί μια κοινωνία να πάρει αποφάσεις και να κινηθεί προς την κατεύθυνση ριζικών κοινωνικών αλλαγών.
Η Φύση του ανθρώπου: βιολογία ή κοινωνία;
Το δίλημμα γύρω από το οποίο διεξάγεται σήμερα η συζήτηση είναι αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται κύρια από τη βιολογία του ή την κοινωνικοποίησή του
Έχει διατυπωθεί από τους φιλελεύθερους διανοητές το περίφημο αξίωμα της «ιδιοτέλειας»: ο κινητήρας της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των άλλων, είναι κληρονομημένο από πάντα στο ανθρώπινο DNA. Από φυσικού του ο άνθρωπος «είναι όπως είναι», δηλαδή ανταγωνιστικός, και αυτή του η ιδιότητα δεν είναι κοινωνική κατασκευή. Και επειδή ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι από τη φύση του και από πάντα έτσι, το ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα της αγοράς του ταιριάζει περισσότερο και δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, γι αυτό και έχει έλθει το «τέλος της ιστορίας και της πολιτικής».
Το λάθος αυτού του αξιώματος ξεκίνησε από τους κοινωνικούς δαρβινιστές, που στηριζόμενοι στην διατύπωση του Δαρβίνου -στην Καταγωγή των Ειδών(1859)- ότι υπάρχει στη φύση αγώνας για την ύπαρξη και επιβιώνει ο ισχυρότερος, θεώρησαν σαν φυσικό φαινόμενο να επικρατεί ο ισχυτότερος, ο εξυπνότερος κ.λπ. Μεταφράσανε τους ασαφείς όρους του Δαρβίνου σε « αγώνα όλων εναντίον όλων», όπως το διατύπωσε ο Χομπς.
Την ίδια εποχή όμως ο Κροπότκιν, κατάγγειλε την εκμετάλλευση αυτών των «σκοτεινών» όρων και αναρωτιόταν: γιατί να μεταφράζεται ο αγώνας για την ύπαρξη σε αγώνα όλων εναντίον όλων και όχι στον αγώνα στα πλαίσια δυσμενών φυσικών συνθηκών επιβίωσης και ότι κερδιζόταν όχι στρεφόμενος ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά αντίθετα συνεργαζόμενος με τους άλλους; (το βίωσε ο ίδιος στη Σιβηρία).
Αυτό που θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια είναι ότι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων καθορίζεται με βάση το είναι και το έχειν, που βρίσκονται μέσα στις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης. Η βιολογική μας ορμή για επιβίωση δυναμώνει την τάση του έχειν, αλλά ο εγωισμός και η τεμπελιά δεν είναι οι μοναδικές έμφυτες ροπές στα ανθρώπινα πλάσματα. Έχουμε και μια έμφυτη και βαθιά ριζωμένη επιθυμία να υπάρχουμε, να εκφράζουμε τις ικανότητές μας, να είμαστε δραστήριοι, να δημιουργούμε σχέσεις με τους άλλους, να ξεφεύγουμε από τη φυλακή του εγωισμού. Η αλήθεια αυτής της πολύπλευρης φύσης μας αποδεικνύεται από τόσες πολλές μαρτυρίες, που θα μπορούσαν να γεμίσουν έναν ολόκληρο τόμο.
Σήμερα η εξελικτική ανθρωπολογία αποδείχνει με μοντέρνα πειράματα ότι ο άνθρωπος μπορεί να μη γεννιέται εγωιστής, αλλά να φτιάχνεται, ενώ η Επιγενετική ισχυρίζεται ότι στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και των ιδιαιτεροτήτων των ανθρώπων συμβάλουν  και η βιολογία (γονίδια) και το περιβάλλον (δηλαδή η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση) μαζί. Εξελικτικοί βιολόγοι στο Max-Planck-Institut της Λειψίας, για παράδειγμα σε πειράματα με παιδιά 18 μηνών απέδειξαν ότι τα παιδιά βοηθούν το ένα το άλλο ανιδιοτελώς, ανεξάρτητα ανταμοιβής, ακόμα και όταν υπάρχουν δυσκολίες.
Νηπιακή συμπεριφορά: πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τα μικρά νήπια έχουν την ικανότητα και την ανάγκη ν’ αντιδρούν ενεργητικά σε πολύπλοκα ερεθίσματα. Αυτές οι παρατηρήσεις έρχονται σε αντίθεση με τις θεωρίες του Freud για το νήπιο, ότι δηλαδή δέχεται τα εξωτερικά ερεθίσματα σαν απειλή και κινητοποιεί την επιθετικότητά του για να αποδιώξει αυτή την απειλή. Πολλές μελέτες επίσης για τη συμπεριφορά της εκμάθησης, δείχνουν ότι το παιδί κι ο έφηβος μπορεί να είναι τεμπέληδες, γιατί ο τρόπος και τα υλικά της μάθησης που τους προσφέρεται από το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ξερός και νεκρός και δεν μπορεί να τους ξυπνήσει το πραγματικό ενδιαφέρον. Αν απουσιάσει η πίεση και η πλήξη και η ύλη και το περιεχόμενο της μάθησης τους προσφερθεί ζωντανά, τότε μπαίνουν σε κίνηση, παρουσιάζουν αξιοσημείωτη δραστηριότητα και παίρνουν σημαντικές πρωτοβουλίες.
Οι Κοινοτιστές από την άλλη θεωρούν ότι ο Κοινοτισμός υπαγορεύεται και από τη βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα της συνύπαρξης, της συμβίωσης, της σύμπραξης και της συναπόφασης. Ότι ο άνθρωπος σαν φυσικό ον αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του υλικού κόσμου, αλλά και σαν κοινωνικό ον που είναι, η κοινωνικότητά του είναι μια βιολογική αναγκαιότητα στο πλαίσιο του συλλογικού αγώνα του είδους για την επιβίωση. Η πρακτική της αλληλοστήριξης και αλληλοβοήθειας[4] μεταξύ των ομοειδών όντων, αποτελεί τον κανόνα στη ζωή των έμβιων. Η έννοια της αλληλοβοήθειας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξελικτική διαδικασία, σε αντίθεση με τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση. Τα είδη που καταφέρνουν να επιβιώσουν είναι κυρίως εκείνα που συνεργάζονται και όχι τα μεμονωμένα άτομα που ενδεχομένως να είναι δυνατότερα από τη φύση τους.
Το συμπέρασμα της φιλελεύθερης πλευράς στη νεότερη εποχή, ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός και γι’ αυτό θα πρέπει να του επιβάλλουμε-όσοι έχουμε την εξουσία- κανόνες και νόμους στα πλαίσια της κοινωνίας, δεν είναι μόνο λάθος, είναι ένα απόλυτα στρατευμένο επιχείρημα για τη διατήρησή τους στην εξουσία και να μην μπαίνει σε αμφιβολία από τη μεριά των εξουσιαζόμενων. Η άσκηση εξουσίας των «από πάνω» διοχετεύεται στην καθημερινή ζωή των «από κάτω» με τέτοιον τρόπο, που οι τελευταίοι την ενσωματώνουν στην επιδίωξη ιδίων συμφερόντων και ομοιάζουν νοητικά και συνειδησιακά με τους πρώτους: «…όσο πιο εμφατικά επιβεβαιώνεται ο οικονομικός ατομικισμός τόσο αύξανε σταθερά η υποταγή του ατόμου στην πολεμική μηχανή του κράτους, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη νοητική πειθαρχία που απαιτείται για τη στήριξη των κρατούντων θεσμών κτλ.»[5]
Η ύπαρξη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, είναι το βασικό πρόβλημα στις σημερινές κοινωνίες και όχι η κακή φύση του ανθρώπινου όντος. Οι έννοιες του καλού και του κακού είναι σχετικές, αλλά οι άνθρωποι που εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους δεν μπορούν να θεμελιώσουν μια κοινωνία με ελευθερία και ισότητα. Έτσι οι άνθρωποι, όντας στην ουσία ταυτόχρονα και «καλοί» και «κακοί», δεν θα μπορούν να ευζωήσουν σε ελεύθερες κοινωνίες αν υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Με αυτή την έννοια, είτε η «καλή» τους πλευρά είναι δοσμένη από τη φύση τους, είτε εκείνη καλλιεργείται μέσα από τη διαδικασία κοινωνικοποίησής τους, το ζητούμενο είναι να επικρατήσει της «κακής» τους πλευράς. Είναι μια τέχνη που μαθαίνεται, η «τέχνη του να μην είμαστε εγωιστές».[6]
Τελικά, δεν έχει τόση μεγάλη σημασία να ορίσουμε τι είναι καλό και τι κακό όσο να αποδεσμευθούμε από άκαμπτες θεωρίες που υποστηρίζουν το αμετάβλητο της φύσης μας, το αμετάβλητο των καθεστώτων κλπ.. Τίποτα δεν είναι απόλυτο, όταν μεγαλύτερες κοινωνικές κατηγορίες πολιτών αποφασίσουν να κινηθούν ενάντια στην επικυριαρχία του ανθρώπου και της φύσης, πέρα από το υπάρχον κυρίαρχο σήμερα σύστημα. Να δούμε λίγο ιστορικά το ζήτημα της κυριαρχίας που είναι αποφασιστικό για τη μετάβαση σε αυτοκαθοριζόμενες  και αυτοδιακυβερνούμενες κοινωνίες
 


[1] Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, είναι πλάνη να νομίζουμε ότι οι υπολογιστές έχουν τη δυνατότητα να «σκεφτούν». Δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, διότι πολύ απλά δε διαθέτουν το όργανο του εγκεφάλου. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα των υπολογιστών χαρακτηρίζονται από την τυπική (ή συντακτική) δομή τους και είναι ενάντια στο «υπολογιστικό» μοντέλο του νου (που προτάθηκε στη δεκαετία του 1960, από τον Hilary Putnam). Τα ψηφιοποιημένα μηχανήματα αυτοματοποίησης και τεχνητής νοημοσύνης(ρομπότ) δε διαθέτουν νοητική δραστηριότητα αλλά απλώς τη «μιμούνται», δίνοντας την παραπλανητική εντύπωση ότι έχουν και αυτά δικό τους «νου». Η «ισχυρή τεχνητή νοημοσύνη» όμως προωθεί την άποψη ότι η τεχνητή νοημοσύνη ισοδυναμεί με ανθρώπινο νου, ενώ ο όρος «ασθενής τεχνητή νοημοσύνη» εκφράζει την άποψη περί μίμησης, επιχειρηματολογώντας εναντίον της. Αυτό το ζήτημα αποτελεί ένα μέρος των ερωτημάτων που απασχολεί τη φιλοσοφία του νου.

[2] Αυτό γινόταν πάντα στην ανθρώπινη ιστορία. Οι αρχαίοι Έλληνες συνέκριναν τον νου με έναν καταπέλτη, τον 17ο αιώνα ο Leibniz τον παρομοίαζε με μύλο, ενώ μόλις μερικές δεκαετίες πριν, αυτός παρομοιαζόταν με τηλέφωνο ή και με τηλεγραφικό σύστημα.

[3] Βλ. John Searle, «Νους, εγκέφαλος, επιστήμη» (μτφρ. Κώστας Χατζηκυριάκου), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1994, σελ. 91.

[4] «…η τεράστια σημασία της αρχής της αλληλοβοήθειας αναδεικνύεται πλήρως στο πεδίο της ηθικής. Όποιες όμως και αν είναι οι απόψεις μας για την προέλευση του ενστίκτου της αλληλοβοήθειας –είτε η καταγωγή του θεωρείται βιολογική είτε υπερφυσική– μπορούμε να εντοπίσουμε την ύπαρξή του ήδη στα κατώτερα επίπεδα του ζωικού βασιλείου και από αυτό το επίπεδο μπορούμε να παρακολουθήσουμε την αδιάκοπη εξέλιξή του εις πείσμα πολλών αρνητικών παραγόντων σε όλες τις φάσεις της ανθρώπινης προόδου μέχρι τις μέρες μας..» Πιοτρ Κροπότκιν, «Αλληλοβοήθεια – Ένας παράγοντας της εξέλιξης», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

[5] Πιοτρ Κροπότκιν, «Ηθική», εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ.

[6] , Η «τέχνη του να μην είσαι εγωιστής»: κεφάλαιο στο βιβλίο μας «Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ»σελ.123-135.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου