Σύμφωνα με την αρχή της οικουμενικότητας: μία
είναι η πατρίδα όλων, ο πλανήτης μας. Ο αέρας, η θάλασσα, το νερό,
η γη και οι καρποί της, ο υλικός πλούτος και οι ενεργειακοί πόροι, είναι δώρα
και κοινή κληρονομιά όλων μας από την Γαία.
Επίσης κοινή κληρονομιά μας είναι τα αγαθά της κοινωνικής –πρώην
και νυν-παραγωγής όπως: οι σπόροι και οι ποικιλίες-ράτσες, η κοινωνικά
παραγόμενη γνώση σε όλα τα γνωστικά πεδία και η μετάδοσή της( δηλαδή η παιδεία
και εκπαίδευση της νέας γενιάς), η διατήρηση και βελτίωση της υγείας του
πληθυσμού μέσω αντίστοιχων κοινωνικών θεσμών πρόληψης και αποκατάστασης, ο
εφοδιασμός των πόλεων και των οικισμών σε νερό μέσω δικτύων και καναλιών από
κοινές πηγές και αποθέματα νερού, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας -από κοινές
πηγές ενέργειας- και η διανομή της μέσω δικτύων σε κοινή γη -δημόσια ή
δημοτική-και δρόμους, η διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων μέσω χρήσης κοινών
δρόμων στην ξηρά και θάλασσα, των λιμανιών καθώς και σταθερών τροχιών, μέσω
κοινών μέσων μαζικής μεταφοράς, τα αγαθά από την επεξεργασία και την
επαναχρησιμοποίηση υλικών από την ανακύκλωση των κοινών αποβλήτων-απορριμμάτων
των πόλεων και οικισμών, τα αποτελέσματα της χρήσης των κοινών ραδιοσυχνοτήτων,
τηλε-συχνοτήτων και τηλεφωνίας, καθώς και των πληροφοριακών λεωφόρων κ.λπ.
Όλα τα παραπάνω, καθώς και άλλα-που δεν απαριθμήθηκαν- αγαθά, που έχουν μια
εγγενή αξία χρήσης για τους ανθρώπους και βρίσκονται σε πλήρη ή σχετική αφθονία
στα πλαίσια των φυσικών, οικο- ή κοινωνικών συστημάτων, περιλαμβάνονται σε αυτό
που έχει ονομασθεί δημόσιος πλούτος ή οικονομία των ΚΟΙΝΩΝ, με την
έννοια ότι είναι κοινά συλλογικά αγαθά που μπορεί η κοινή χρήση τους να
διαχειρίζεται από κοινού με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Οικονομία των Κοινών
σημαίνει: οικονομία στη υπηρεσία της καλής ζωής, των κοινωνικών αναγκών και της
ισότητας των δικαιωμάτων, σε ισορροπία με τη φύση. Αυτή η οικονομία
αντιμετωπίζει το ζήτημα της ιδιοκτησίας με τη μορφή του δικαιώματος
χρήσης. Κατοχή δικαιώματος χρήσης αγαθών για επάρκεια, αντί της
υπερκατανάλωσης και της ιδιοκτησίας αυτών(από ανθρώπους π.χ. που ούτε καν τα
χρειάζονται). Το δε δικαίωμα χρήσης(χωρίς να αποκλείεται και η ατομική χρήση)
εκφράζεται κυρίως με τη συλλογική χρήση των συλλογικών αγαθών.
Θα χρειασθεί όμως να ορισθούν με νομικό τρόπο-στα πλαίσια της κάθε
κοινωνίας, είτε τοπικής, είτε εθνικής, είτε ένωσης κρατών- τα ΚΟΙΝΑ και
ό,τι θεωρείται δημόσιος πλούτος, ώστε να επαναφερθούν υπό τον έλεγχο των
δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών. Να καθορισθούν έτσι νομικά, ώστε να μη
ταυτίζονται με την έννοια του κράτους, αλλά η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος»
να ταυτισθεί με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος
του δήμου και της κοινότητας των πολιτών. Αν
η κοινωνική οικονομία των αναγκών των πολιτών βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής
και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν
το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του
κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που
πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να
ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο
πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιος έχει
την εξουσία στο κράτος.
Ο ιδιωτικός πλούτος, από την άλλη πλευρά, αποτελείται από όλα όσα ο
άνθρωπος επιθυμεί ως χρήσιμα ή ευχάριστα γι 'αυτόν και βρίσκονται σε ένα βαθμό
έλλειψης. Με άλλα λόγια, τα ιδιωτικά πλούτη αναφέρονται σε αγαθά που
έχουν συναλλαγματική αξία(εμπορεύματα), η οποία αυξάνεται ανάλογα με τη
σπανιότητά τους. Με αυτή την έννοια, ένας άφθονος φυσικός και κοινός πόρος όπως
το νερό, αν καθιερωθεί ένα μονοπώλιο πάνω του το οποίο θα μπορούσε να χρεώνει
τους ανθρώπους για να έχουν πρόσβαση σε αυτό, μετατρέπεται σε ιδιωτικό αγαθό
και επομένως αυξάνει τον ιδιωτικό πλούτο. Αυτό θα αύξανε επίσης το «άθροισμα
των ατομικών πλούτων»- αυτό που ονομάζουμε ΑΕΠ.
Σήμερα υπάρχει ένα ατελείωτο κύμα ιδιωτικοποίησης των δημόσιων
και συλλογικών αγαθών(ΚΟΙΝΩΝ) που έχουν απελευθερωθεί σε όλο τον κόσμο από το
1980, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, οι μεταφορές, οι βιβλιοθήκες,
τα πάρκα, οι πισίνες, το νερό, ακόμη και η κοινωνική ασφάλιση. Στην εποχή της
παγκοσμιοποίησης, όπου οι εμπορικές προστασίες έχουν καταργηθεί σε όλο τον
κόσμο, οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί όσο γίνεται, και οι καταναλωτικές αγορές
είναι όλο και πιο κορεσμένες, η συνεχής ανάπτυξη, απαιτεί νέους γύρους από αυτό
που έχει χαρακτηρισθεί ως «συσσώρευση με εκποίηση» του
εναπομείναντος αποθέματος δημόσιου πλούτου. Τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά-τα
Κοινά- δέχονται παντού μια επίθεση - πρέπει να γίνουν και αυτά σπάνια για χάρη
της αύξησης του ΑΕΠ.
Οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν για να αποκτήσουν αγαθά στα οποία είχαν
πρόσβαση δωρεάν. Και για να πληρώσουν, θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο,
θέτοντας τους εαυτούς τους για άλλη μια φορά υπό πίεση για να ανταγωνιστούν
τους άλλους και να είναι όλο και πιο παραγωγικοί - μια πίεση
που δικαιολογείται, και πάλι, χάρη της ανάπτυξης του ΑΕΠ. Πράγματι, η εμμονή
των κοινωνιών μας με την αύξηση του ΑΕΠ ως πρωταρχικού στόχου δημόσιας
πολιτικής, αποκαλύπτει την εδραίωση στην πολιτική κοινή λογική του απόλυτου
θριάμβου της περίφραξης: ότι δηλαδή η ανάπτυξη του «ιδιωτικού πλούτου» έχει
συμβάλει στην ίδια την Πρόοδο. Εν τω μεταξύ, βολεύει πραγματικά να μην
υπάρχει οικονομικός δείκτης που να καταγράφει την ταυτόχρονη κατάρρευση του
δημόσιου πλούτου.
Αυτή η λογική φτάνει στο αποκορύφωμά της στη σύγχρονη πολιτική της
λιτότητας, η οποία ξεδιπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά την οικονομική
κρίση του 2008. Τι είναι η λιτότητα, πραγματικά; Είναι μια απελπισμένη
προσπάθεια επανεκκίνησης των κινητήρων της ανάπτυξης, μειώνοντας τις δημόσιες
επενδύσεις στην κοινωνική προστασία και τα δημόσια αγαθά που θα εξασφάλιζαν την
διατήρηση της ευημερίας. Τα πάντα, από επιδόματα θέρμανσης ηλικιωμένων έως το
επίδομα ανεργίας ή τους μισθούς του δημόσιου τομέα - τα απομεινάρια των κοινών-
κόβονται. Αντίθετα, οι τιμές των κοινωνικών αγαθών όπως το νερό ύδρευσης ή του
ενεργειακού εφοδιασμού, αυξάνονται από τις ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισής
τους. Έτσι οι άνθρωποι που θεωρούνται ότι δεν «τρέχουν» πολύ και είναι «άνετοι»
ή «τεμπέληδες», βρίσκονται και πάλι υπό την απειλή της πείνας και αναγκάζονται
να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους εάν θέλουν να επιβιώσουν. Αυτή η λογική της
λιτότητας, όπου η έλλειψη και η ανάπτυξη εμφανίζονται ως δύο
πλευρές του ίδιου νομίσματος, είχε επικρατήσει και κατά τη διάρκεια των πρώτων
«περιφράξεων» π.χ. στην Αγγλία, ώστε να κάνει δυνατή την «πρωταρχική
συσσώρευση» και την εδραίωση του καπιταλισμού (μαζί φυσικά με τον αποικισμό και
την λεηλασία των πόρων από τις αποικίες, που συνεχίζεται βεβαίως και σήμερα).
Σήμερα υπάρχει ένα νέο στοιχείο που προστίθεται σε αυτήν τη δυναμική.
Αποκαλύπτεται επίσης η διαδικασία της οικολογικής κατάρρευσης που
εκτυλίσσεται γύρω μας σε μια πλανητική κλίμακα. Από τη δεκαετία του 1950 υπήρξε
μια εξαιρετική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕγχΠ (συχνά αναφέρεται ως «Μεγάλη
Επιτάχυνση»), αλλά αυτή η αύξηση του «ιδιωτικού πλούτου» έχει το κόστος μιας
εξαιρετικής εξάντλησης των κοινών πόρων και του ζωντανού κόσμου, δεδομένης της
στενής σύζευξης μεταξύ ΑΕγχΠ και της ροής πρώτων υλών και ενέργειας. Τα
περισσότερα τροπικά δάση του πλανήτη έχουν καταστραφεί, τα γεωργικά εδάφη
υποβαθμίζονται σε μεγάλο βαθμό, οι ρυθμοί εξαφάνισης ειδών είναι τώρα 1.000
φορές γρηγορότεροι από τους ρυθμούς πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ενώ οι
εκπομπές του CO2 έχουν προκαλέσει κλιματική αλλαγή και οξίνιση των ωκεανών,
αποσταθεροποιώντας τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα και απειλώντας τις
τροφικές αλυσίδες.
Αυτό είναι το απόλυτο κόστος της μακροχρόνιας λεηλασίας και καταστροφής των
«ελεύθερων» αξιών από τη φύση. Και αποσταθεροποιώντας τη βιόσφαιρα από την
οποία η ανθρώπινη ζωή εξαρτάται, γίνεται σαφές ότι ο μεγαλύτερος
δημόσιος πλούτος όλων - η ακεραιότητα της πλανητικής βιόσφαιρας και
των παγκόσμιων κοινών - θυσιάστηκε για χάρη του ιδιωτικού πλούτου, ο οποίος
είναι η μόνη μορφή πλούτου που εκμεταλλεύεται και την καταστροφή(«καταστροφικό
καπιταλισμό» το έχουν ονομάσει κάποιοι αυτό). Μιλάμε πια για την
«τραγωδία των Κοινών»! Η ίδια η σημερινή υγειονομική κρίση λόγω
της πανδημίας-συνδημίας, εκφράζει στην ουσία αυτή την «τραγωδία των κοινών»
στην οποία έχει οδηγήσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και το μοντέλο
«ανάπτυξής» του.
Τι θα συμβεί λοιπόν; Πώς θα λύσει ο καπιταλισμός αυτήν την πολυσύνθετη
κρίση; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει σε ένα σημαντικό σημείο. Σαν απάντηση
στην απειλή της οικολογικής κατάρρευσης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το μόνο
που πρέπει να κάνουμε είναι να θέσουμε ανώτατα όρια στις εκπομπές και τη χρήση
υλικών και να μειώσουμε τις κλίμακες αυτές σε βιώσιμα επίπεδα, περισσότερο από
ότι έχει προταθεί από το σενάριο της IPCC, της επιτροπής για το κλίμα του ΟΗΕ.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι αφού γίνει αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη
μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται επ 'αόριστον το ΑΕΠ, ενώ η βιόσφαιρα θα
ανακάμπτει. Αλλά όταν οι εκπομπές απαγορεύονται και η χρήση υλικών περιορίζεται
σε χαμηλά επίπεδα, από πού θα εξασφαλίσει ο καπιταλισμός τις ελεύθερες εισροές
του, αν όχι από ενεργειακά πυκνά ορυκτά καύσιμα και από τη φύση; Θα πρέπει να
στραφεί τότε στην άλλη κύρια πηγή αξίας, δηλαδή στην ανθρώπινη εργασία.
Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε ότι σε μια κατάσταση οικολογικής έκτακτης
ανάγκης, ο καπιταλισμός θα επιδιώξει την ανάπτυξη με το να βρει νέους τρόπους
να συμπιέσει τους εργαζόμενους, δημιουργώντας συνθήκες «νεοφεουδαλισμού».
Θα γίνει αποδεκτή αυτή η προοπτική του καπιταλισμού, από τους «από κάτω»;
Ορισμένοι προοδευτικοί ή πράσινοι οικονομολόγοι, επιμένουν ότι μπορούμε να
μειώσουμε τις ροές υλικών και ενέργειας και να προστατεύσουμε τα εργασιακά
δικαιώματα (θέτοντας αποτελεσματικά όρια και στις δύο πηγές αξίας του
καπιταλισμού), και να εξακολουθούμε να έχουμε ανάπτυξη. Δεν υπάρχει λόγος η νέα
αξία να μη μπορεί να είναι καθαρά άυλη, λένε. Καθώς η καπιταλιστική ανάπτυξη
έχει συνδεθεί στενά, σε όλη την ιστορία της, με υλική και ενεργειακή ροή (ακόμη
και κατά τη μετάβαση στις υπηρεσίες, στον παγκόσμιο Βορρά), να φανταστεί κανείς
ότι το ΑΕγχΠ μπορεί να συνεχίσει μεγαλώνει ενώ μειώνεται η ροή, αντιτίθεται σε
όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, και θα έπρεπε να φανταστεί κανείς ένα εντελώς
διαφορετικό είδος οικονομίας - που δεν υπήρχε ποτέ στο παρελθόν. Εάν πρόκειται
να φανταστούμε μια νέα οικονομία συνολικά, γιατί να μην φανταστούμε τότε
μια οικονομία χωρίς ανάπτυξη;
Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο σημείο κλειδί: Δεν είναι η αύξηση των εισροών
τελικά το πρόβλημα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η επιτακτική
προσταγή για ανάπτυξη! Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να φανταστεί μια
οικονομία όπου η ανάπτυξη πρέπει να συμβαίνει παρά το
ανώτατο όριο των εισροών, με το να είναι άυλη όλη η νέα αξία
που θα δημιουργείται. Με το κεφάλαιο να επιδιώκει να συμπεριλάβει άυλα κοινά
-που είναι σήμερα άφθονα και δωρεάν (γνώση, τραγούδια, χώροι πρασίνου, ίσως
ακόμη και γονείς, φυσική αφή, αγάπη και ίσως ακόμη και ο ίδιος ο αέρας)- και να
τα πουλάει στους ανθρώπους για χρήματα. Για να υπακούσουν σε τέτοια νέα κύματα
τεχνητής έλλειψης, οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να εργάζονται με
μισθούς σε νέες άυλες βιομηχανίες, απλώς για να αποκτήσουν άυλα αγαθά που πριν
ήταν ελεύθερα διαθέσιμα. Αυτό μπορεί να είναι μια «πράσινη» οικονομία, αλλά δεν
είναι μια οικονομία που έχει νόημα, ή μια οικονομία με την οποία
κάποιος θα ήθελε πραγματικά να ζήσει.
Ο μόνος τρόπος για την επίλυση αυτής της αντίφασης είναι να αντιστρέψουμε
τη διαδικασία: να αναδιοργανώσουμε την οικονομία γύρω από τη
δημιουργία αφθονίας δημόσιου πλούτου, ακόμη και αν το κάνουμε με
έξοδα ιδιωτικού πλούτου. Αυτό θα απελευθερώσει τους ανθρώπους από τις πιέσεις
που δημιουργούνται από την τεχνητή έλλειψη, εξουδετερώνοντας έτσι την προσταγή
για ανάπτυξη και απελευθερώνοντας τον ζωντανό κόσμο από το φαντασιακό της
ανάπτυξης, ώστε να μπορεί να επιλέξει το φαντασιακό της αποανάπτυξης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου