Η πανδημία δεν είναι μόνο υγειονομικό-βιολογικό γεγονός, αλλά ταυτόχρονα κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Το υγειονομικό πρόβλημα που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη, προκαλεί διάφορες πολιτικές απαντήσεις που κυριαρχούνται βασικά από τους κρατικούς μηχανισμούς παντού στον πλανήτη. Πραγματικά, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης και της υποβάθμισης της σημασίας του κράτους, η παγκόσμια διασπορά της πανδημίας έφερε πάλι στο προσκήνιο και το μονοπώλιο του κράτους στην τελική διαχείριση και διοίκηση των δικτύων προμηθειών, της τροφοδοσίας, του ελέγχου και της μετακίνησης του πληθυσμού κ.λπ.
Τα μέτρα της αντιμετώπισης της πανδημίας, που λαμβάνονται από τα κράτη και τις κυβερνήσεις, επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο ύπαρξης της κοινωνίας. Για αυτό και είναι απαραίτητος ο συσχετισμός του ατομικού ήθους και της ατομικής συνείδησης με τις κυρίαρχες πολιτικές. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν-ακόμα και ρητά μέσω της ορολογίας που χρησιμοποιούν- να αναγάγουν την πολιτική ευθύνη σε ατομική, χωρίς όμως να παραχωρούν ούτε την παραμικρή πολιτική δικαιοδοσία στον πολίτη-άτομο. Με τη ρητορική των κυβερνητικών εκπροσώπων τους και των ΜΜΕ, κάνουν ιδεολογική χρήση του ηθικού λόγου. Εκφράζεται έτσι μια βιοπολιτική που «δεν τολμά να εμφανιστεί δημόσια» και χρησιμοποιεί μια βιοηθική ως άλλοθι, όπως το έχει διατυπώσει ο Καστοριάδης.1
Όσον αφορά στην υγεία του ανθρώπου, από την εποχή του Ιπποκράτη, η ιατρική πρακτική συνδεόταν με μια ηθική της αλληλεγγύης προς τον ασθενή και της αυτονομίας του, η οποία όμως συχνά λησμονήθηκε από τους γιατρούς, στους κατοπινούς καιρούς.
Η σύγχρονη ιατρική βιοηθική-μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο- διαμορφώθηκε στη βάση της αναγνώρισης των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε ένα πλαίσιο αρχών: 1) της αυτονομίας (autonomy)του ασθενή, 2) της αγαθοποιίας (beneficence), 3) της μη-κακοποίησης (non-malevolence), 4) της δικαιοσύνης (justice)-δηλαδή της ισονομίας και της ισοκατανομής των θεραπευτικών πόρων. Αυτές οι αρχές είχαν ανατεθεί στον «αναπτυγμένο» κόσμο-με την επικράτηση κεϋνσιανικών πολιτικών, της σοσιαλδημοκρατίας και της αντίληψης του «κοινού καλού» έναντι των ναζιστικών απόψεων της «ευγονικής»-στο κράτος-πατέρα και συνδέθηκαν με την ωφελιμιστική- δεοντοκρατική προσέγγιση, ανάλογα με την κοινωνική θέση και την υγειονομική κατάσταση στην κάθε περίπτωση πολίτη.
Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό των τελευταίων χρόνων του νεοφιλελευθερισμού όμως, και η υγεία των πληθυσμών, ανατέθηκε στην πανταχού παρούσα «αγορά» και σε μια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη-δημόσια ή ιδιωτική- καθοριζόμενη παντού από τις πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες- και από ένα καθοδηγούμενο από αυτές ιατροφαρμακευτικό προσωπικό.
Η σημερινή πανδημία του κορονοϊού έκανε εμφανή την αδυναμία αυτής της προσέγγισης της υγείας, με βάση τον ατομοκεντρισμό. Οι γιατροί βρίσκονται μπροστά σε πρωτοφανή διλήμματα ζωής και θανάτου και στην ανάγκη να επιλέξουν ποιος ασθενής έχει πιθανότητες επιβίωσης και ποιος όχι, εγκαταλείποντας τους τελευταίους, σε αντίθεση με τις παραπάνω αρχές της νεωτερικότητας που αναφέραμε. Τι καθορίζει την απόφασή τους αυτή; Μάλλον οι εξωτερικές συνθήκες: το κοινωνικό περιβάλλον και η προηγούμενη απορρύθμιση των υγειονομικών συστημάτων, τα διαθέσιμα εργαλεία και μέσα προφύλαξης και οι επίσημες πολιτικές των κυβερνήσεων.
Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της αγοράς ξέρουν κατά βάθος ότι το «αόρατο χέρι» της δεν μπορεί να λύσει το υγειονομικό πρόβλημα της παρούσας πανδημίας, οπότε τάσσονται τώρα-ακόμα και οι πιο αδιάλλακτοι- υπέρ της επανάκαμψης του κράτους, όχι βέβαια του κράτους –επιχειρηματία που θα παράγει τα απαραίτητα υλικά και φάρμακα-αλλά του κράτους-αφέντη που θα διαφεντέψει τους υπηκόους του ασκώντας σε αυτή την περίπτωση κατάλληλες βιοπολιτικές για να κινητοποιήσει πόρους και μηχανισμούς αντιμετώπισης της πανδημίας.
Οι βιοπολιτικές αυτές του κράτους της κυρίαρχης τάξης στοχεύουν στη διατήρηση της ετερονομίας, της βίας, του εξαναγκασμού και της κοινωνικής αδικίας για τις κυριαρχούμενες τάξεις, έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό τον ωφελιμισμό για το ίδιο το κράτος και το εξουσιαζόμενο ετερώνυμο άτομο, εις βάρος του κοινωνικού. Σε αυτόν τον ωφελιμισμό στηρίζει και τις πολιτικές καταναγκασμού-περιορισμού-αποκλεισμού του ατόμου, προτείνοντάς του την ατομική ευθύνη, για τη διατήρηση της ζωής αυτού και της οικογένειάς του.
Ζητά ατομική ευθύνη από το άτομο που έχει διαμορφώσει σήμερα ο καπιταλισμός και είναι ένα άτομο μονοδιάστατο και μόνο οικονομικά και ωφελιμιστικά σκεπτόμενο. Απαιτεί από αυτόν τον ιδιώτη-άτομο και όχι από τον πολίτη που συναποφασίζει, να συμμορφωθεί και για ηθικούς λόγους στη βιοπολιτική του. Του ζητά να αυτοπροστατευθεί ενώ το ίδιο και η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε για να προστατεύσει τους υγειονομικούς λειτουργούς, τους εργαζόμενους, τους πρόσφυγες, τους φυλακισμένους και γενικά τις κοινωνικές κατηγορίες των σημερινών «από κάτω», πράγμα που επιτείνει τη πανδημία γιατί η υγεία κατά την διάρκειά της μπορεί να στηριχθεί μόνο συλλογικά. Το κράτος επικαλείται τις αρχές της βιοηθικής για να δικαιολογήσει τις βιοπολιτικές του, επειδή ξέρει ότι η αστυνομία δεν αρκεί και απαιτείται ταυτόχρονα μία επίφαση ηθικής.
Και εδώ ακριβώς συνίσταται και η λεπτή διαφορά μεταξύ της ατομικής ευθύνης που επικαλείται το κράτος και της προσωπικής ευθύνης που απαιτείται από τη πλευρά των πολιτών με την ουσιαστική σημασία του χαρακτηριστικού του πολίτη. Έχει να κάνει με αυτό που έχουν γράψει πολλοί-μεταξύ αυτών και ο υπογραφόμενος-σαν διαφορά μεταξύ της έννοιας του ατόμου και του προσώπου.
Ο καπιταλισμός διαμόρφωσε έναν ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του «εγώ» και όχι του «εμείς». Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής. Αντίθετα η έννοια του προσώπου σήμερα έχει να κάνει με μια ολόπλευρα αναπτυγμένη προσωπικότητα που σκέπτεται ολιστικά και αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη και για τον άλλο δίπλα του -αλλά και μακριά του-και για την κοινότητά του, όπως και για το τοπικό και παγκόσμιο οικοσύστημα που τον περιλαμβάνει. Έχει να κάνει με τον αυτόνομο ανθρωπότυπο που αυτοκαθορίζεται και αυτοθεσμίζει, που αντιλαμβάνεται τη σημασία του «συνανήκειν» και «συναποφασίζειν» και προάγει την αίσθηση της κοινότητας και της προσωπικής του ευθύνης προς την κοινωνία. Γιατί ξέρει ότι και στον καιρό της πανδημίας, η υγεία του καθενός ξεχωριστά, εξαρτάται από την υγεία του διπλανού του προσώπου, από τη συλλογική υγεία της κοινότητάς του και των ανθρωποδικτύων που συμμετέχει.
Το επιχείρημα της ατομικής ευθύνης των ιθυνόντων του κράτους-μέχρι και της ευθύνης προς την κοινότητα περιλαμβάνει η ρητορική τους, θυμήθηκαν τώρα και την κοινότητα- απευθύνεται ακριβώς στο άτομο-και όχι στο πρόσωπο-γιατί έχοντας να ελέγξουν μια κοινωνία που είναι σήμερα ένα άθροισμα μονόπλευρων ατόμων, πιστεύουν ότι και το άθροισμα των ατομικών ευθυνών θα βγάλει σαν αποτέλεσμα την συνολική κοινωνική ευθύνη της κοινωνίας-μηχανής. Όμως η κοινωνία δεν είναι μια μεγαμηχανή, αλλά ένα χαοτικό σύστημα ανθρωποδικτύων-στα οποία υπάρχουν και πρόσωπα που επιδρούν-και ο έλεγχός τους δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο με αλγόριθμους μηχανικής τεχνοεπιστήμης και κρατικών εντολών.
Στη προσωπική ευθύνη, τη δράση και την επιρροή αυτών των αξιόλογων προσώπων έγκειται και η ελπίδα να αποφύγουμε –μετά το πέρασμα του σοκ της πανδημίας-την επικράτηση οργουελιανών τεχνοφασιστικών καθεστώτων. Με τη διαμόρφωση προτάσεων και πρακτικών από τη μεριά τους, ίσως καταφέρουν να επηρεάσουν και να βάλουν σε κίνηση σημαντικές κοινωνικές κατηγορίες των «από κάτω», ώστε να καταλήξουμε στην επιλογή εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης, να στραφούμε σε κοινωνίες «Αποανάπτυξης, Κοινοτισμού και Άμεσης Δημοκρατίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου