Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Ο προηγμένος καπιταλισμός-ηγεμονία χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου- η υπερσυσσώρευση και η αποανάπτυξη

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα κριτικά ρεύματα σκέψης όπως η αποανάπτυξη είναι η επαναθεμελίωση της έννοιας της αξίας.
Όταν ο Μαρξ δηλώνει ότι "η αξία φιλοδοξεί" αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το καπιταλιστικό σύστημα προσανατολίζει την υποκειμενική δραστηριότητα των μελών της καπιταλιστικής τάξης. Ο προηγμένος καπιταλισμός και το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης εμφανίζεται με μια ριζική αλλαγή στην φύση του καπιταλιστή ως υποκειμένου που "ως αξία φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τον εαυτό του". Με λίγα λόγια το κεφάλαιο - στο γύρισμα του 20ού αιώνα - και σήμερα σε ακόμη ευρύτερες μορφές - ενσωματώνεται σε έναν οργανισμό: την επιχειρηματική εταιρεία. Αφήνει, τρόπον τινά, τα πορτοφόλια, τις τσέπες και τα πουγκιά των αστών και παίρνει τη μορφή μεγάλων και πολύπλοκων οργανισμών που έχουν μια κοινωνικά αντικειμενική - θεσμοθετημένη ύπαρξη ως καπιταλιστικά υποκείμενα, τα οποία είναι υποχρεωμένα να στοχεύουν στην κερδοφορία, ικανά να συναλλάσσονται, να συσσωρεύουν, να απασχολούν και να δανείζονται, γίνονται οι "κάτοχοι των μέσων παραγωγής". Αυτές οι νέες καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, όπου η οργάνωση μετατρέπεται σε νομικό πρόσωπο από την υπηρεσία δικαίου, δεν συνεπάγονται την εξαφάνιση μιας τάξης ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται μέσω της σχέσης τους με τη συσσώρευση κεφαλαίου, νέες διαμεσολαβήσεις δομούν αυτές τις σχέσεις και η καπιταλιστική ελίτ παρουσιάζεται είτε ως κάτοχος οικονομικού τίτλου "μετοχές" με κάποια χαρακτηριστικά ιδιοκτησίας ή ως υπάλληλος που ελέγχει τον οργανισμό σε καθημερινή βάση ως εκτελεστικό στέλεχος, ή ένα μείγμα και των δύο.
Ούτως ή άλλως, η σχέση με το κεφάλαιο δεν είναι άμεση, διαμεσολαβείται πλέον από τις κοινωνικές δομές - οικονομικές ή διοικητικές - που συνθέτουν την επιχείρηση, και ο οργανισμός είναι ο νέος τόπος συσσώρευσης. Οι εταιρείες αυτές προκύπτουν από μια διαδικασία της συσσώρευσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου - όταν εξέτασε ο Μαρξ το ζήτημα στο βιβλίο του για το Κεφάλαιο κατέληξε σε ένα ριζικά διαφορετικό αποτέλεσμα προβλέποντας ότι είναι ένα στάδιο στο δρόμο προς το σοσιαλισμό- που έχουν φέρει επανάσταση στην καπιταλιστική συσσώρευση, διατηρώντας παράλληλα την εσωτερική λογική της ως "αξία που επιδιώκει την αξιοποίηση". Η ανάδυσή τους έχει πολλές και πολύπλευρες επιπτώσεις.
Χαρακτηριστικά αυτής της νέας δυναμικής της συσσώρευσης, όπως αναλύεται από την πολιτική οικονομία του μονοπωλιακού κεφαλαίου: οι επιχειρηματικές εταιρείες είναι μονοπωλιακές επιχειρήσεις που διαμορφώνουν τις τιμές, διαχειρίζονται τον ανταγωνισμό, ελέγχουν τις επιπτώσεις των ανατρεπτικών καινοτομιών για να προστατεύουν το πάγιο κεφάλαιό τους και να επενδύουν ένα σημαντικό μέρος των κερδών τους για τη διαμόρφωση της ζήτησης των προϊόντων τους.
Τι κάνει η εταιρεία για να επιδιώξει την "ανάπτυξή της"; Η εταιρική ανάπτυξη δεν είναι πρωτίστως ένα βιοφυσικό ή υλικό φαινόμενο, αν και υλοποιείται ως βιοφυσική απόδοση. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, η ανάπτυξη εκδηλώνεται ως η επέκταση της οργανωτικής δύναμης επί των οικονομικών σχέσεων που διέπουν την ύπαρξη του εταιρικού κεφαλαίου ως διαδικασία συσσώρευσης. Όσο περισσότερο μια δεδομένη εταιρεία αναπτύσσεται, τόσο περισσότερο ελέγχει το περιβάλλον της, συμπεριλαμβανομένων των άλλων επιχειρήσεων που είναι στον ίδιο τομέα δραστηριότητάς της. Όλες οι μεγάλες εταιρείες επιδιώκουν τον ίδιο στόχο, όλες επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της ικανότητά τους να συγκεντρώνουν και να συσσωρεύουν το κεφάλαιο ως οργανωτική δύναμη πάνω στην οικονομία, η ανάπτυξη γίνεται επιτακτική ανάγκη πιο επιτακτική από την κερδοφορία, η οποία υποβιβάζεται σε μέσο προς επίτευξη ενός σκοπού. Αυτό είναι που η πολιτική οικονομία του 20ού αιώνα αντιλήφθηκε ως "μονοπωλιακή δύναμη" με την ευρεία έννοια που δίνεται στον όρο.
Αυτή η νέα μορφή ανάπτυξης αφορά και στις μορφές συσσώρευσης. Η εταιρική ανάπτυξη μπορεί έτσι να είναι εκτεταμένη: όπως μετράται με την αύξηση των πωλήσεων, της παραγωγής ή της παραγωγικής ικανότητας, καθώς και του μεριδίου αγοράς ή του αριθμού των εργαζόμενων- ή εντατικά: ως οργανωτική δομή (μετρούμενη με βάση το μέγεθος των άυλων περιουσιακών στοιχείων), καινοτομία, εισαγωγή νέων προϊόντων στην αγορά, υψηλότερη παραγωγικότητα (όλα αυτά είναι δύσκολο να μετρηθούν άμεσα).
Όπως συμβαίνει με τη δυναμική της εντατικής και της εκτατικής συσσώρευσης, αυτές οι μορφές ανάπτυξης αρθρώνονται πάντοτε και σε συνδυασμό, υλοποιούν ως οργανωτική δύναμη τους κανόνες παραγωγής και κατανάλωσης, καθώς και των αγορών. Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία του 20ου αιώνα, αυτός ο εταιρικός στόχος της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης, την ίδια στιγμή προστατεύει το κεφάλαιο που έχει δεσμευτεί σε παραγωγική και οργανωτική ικανότητα, γεγονός που οδηγεί σε μια κατάσταση υπερσυσσώρευσης. Η υπερσυσσώρευση μπορεί να θεωρητικοποιηθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους, και αυτό θα οδηγήσει σε μια ξεχωριστή διάγνωση σχετικά με το πού κατευθύνεται ο προηγμένος καπιταλισμός και ποια η φύση των ορίων που αντιμετωπίζει.
Από τη μία πλευρά η υπερσυσσώρευση μπορεί να κατανοηθεί ως μια κατάσταση όπου υπάρχει πληθώρα αποταμιεύσεων των καπιταλιστών που αντιμετωπίζουν επενδυτικές ευκαιρίες χαμηλής απόδοσης στον παραγωγικό επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας και οδηγεί σε εκτροπή της "αξίας που επιδιώκει την αξιοποίηση" προς κερδοσκοπικές μορφές επενδύσεων, χρηματοοικονομικές και τελικά ακίνητη περιουσία, γης ή κτισμένη ιδιοκτησία. Η αξία θα αποτιμηθεί ως-σύμφωνα με τα λόγια του David Harvey- "πλασματικό κεφάλαιο" και τελικά θα καταστραφεί στον απόηχο μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ως διαδικασίας στον οικονομικό κύκλο του προηγμένου καπιταλισμού. Αν και σημαντικό αυτό παραμένει ένα επιφανειακό φαινόμενο μακροπρόθεσμα.
Μια άλλη προσέγγιση είναι να κατανοήσουμε την υπερσυσσώρευση ως διαρθρωτικό χαρακτηριστικό που είναι εγγενές στις κυριαρχούμενες από τις εταιρείες καπιταλιστικές οικονομίες. Η υπερσυσσώρευση είναι μια "λανθάνουσα μορφή κρίσης", πέρα από τις επεισοδιακές περιόδους βίαιης υποτίμησης του κεφαλαίου που σημάδεψαν την πορεία του προηγμένου καπιταλισμού. Η προσοχή μας επικεντρώνεται σε μια πιο μακροχρόνια παγκόσμια τάση: πώς οι εταιρείες πρέπει να βρίσκουν συνεχώς τρόπους να απορροφούν παραγωγικά το οικονομικό πλεόνασμα που παράγουν. Στην πραγματικότητα η"τάση αύξησης του πλεονάσματος" θεωρείται ως ξεχωριστός "νόμος" ή εγγενής ιδιότητα του προηγμένου καπιταλισμού, και η πηγή της υπερσυσσώρευσης. Το πλεόνασμα τείνει να αυξάνεται για διάφορους λόγους: επειδή σε μικροοικονομικό επίπεδο κάθε εταιρεία αναζητά ολοένα και μεγαλύτερη παραγωγικότητα, αλλά σε μακροοικονομικό επίπεδο αυτά τα παραγωγικά κέρδη δεν μετατρέπονται σε λιγότερο χρόνο εργασίας, η εργασία μεταφέρεται από την άμεσα παραγωγική διαδικασία στις οργανωτικές λειτουργίες μέσω του φαινομένου της αλληλεπίδρασης, χωρίς να μειώνεται.
Δεδομένου ότι η μείωση των τιμών είναι το εξαιρετικό αποτέλεσμα της μείωσης του κόστους, η αυξημένη παραγωγικότητα, είτε καταγράφεται στους μισθούς των εργαζομένων -και συνεπάγεται διευρυμένη κατανάλωση- και ενσωματώνεται στην επιχείρηση, είτε ως γενικά έξοδα με τη μορφή εισοδήματος της ανώτατης διοίκησης ή ως παρακρατηθέντα κέρδη που πρέπει να επενδυθούν, είτε ως πάγιο ή άυλο κεφάλαιο. Όλα αυτά τα κανάλια συνεπάγονται διευρυμένη παραγωγή. Ο στόχος της εταιρείας είναι ένας μεγιστοποιημένος ρυθμός ανάπτυξης, οι επενδύσεις θα χρηματοδοτηθούν επίσης, επιπλέον των παρακρατηθέντων κερδών, από τραπεζικές πιστώσεις και άλλες μορφές χρηματοδότησης, το πλεόνασμα θα αυξηθεί έτσι μέσω της ανάπτυξης αυτών των οικονομικών σχέσεων.
Η οικονομική δυναμική του εικοστού αιώνα, ιδίως του προηγμένου καπιταλιστικού πυρήνα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μπορεί να γίνει κατανοητό ότι καθορίζεται από τον περιορισμό της απορρόφησης πλεονασμάτων, και αυτό μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση των οικονομικών δυνάμεων πίσω από αυτό που οι περιβαλλοντικοί ιστορικοί έχουν αποκαλέσει ως μεγάλη επιτάχυνση.
Η θεωρία του μονοπωλιακού κεφαλαίου για την υπερσυσσώρευση υποστηρίζει ότι υπάρχουν βασικά δύο τρόποι με τους οποίους τα πλεονάσματα του προηγμένου καπιταλισμού μπορούν να παραχθούν και να απορροφηθούν σε μια κατάσταση όπου οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την ανάπτυξή τους και συνεπώς την ανάπτυξη της οικονομίας:
1. Το πλεόνασμα μπορεί να απορροφηθεί μέσω της ύπαρξης πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας. Η συνολική επένδυση στην παραγωγική ικανότητα υπερβαίνει πάντα την υπάρχουσα ζήτηση, αυτή η πλεονάζουσα ικανότητα θα οδηγήσει είτε σε υπερπαραγωγή και τη συμπερίληψη της απορριπτόμενης παραγωγής ως κόστους παραγωγής - όπως είναι ο κανόνας στη βιομηχανία ενδυμάτων και τροφίμων, ή θα οδηγήσει σε στρατηγική υποαξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, όπως είναι ο κανόνας στις εξορυκτικές βιομηχανίες. Αν και αυτό αποτελεί σημαντική διάσταση της ανάπτυξης από την εμφάνιση του προηγμένου καπιταλισμού στον 20ό αιώνα, ακόμη πιο σημαντική ήταν:
2. Η προγραμματισμένη απορρόφηση του πλεονάσματος σε εταιρικό επίπεδο, μέσω της κατανάλωσης με βάση τα απόβλητα, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Αυτό ήταν μια κεντρική και βασική πτυχή της οικονομικής ανάπτυξης του 20ού αιώνα και επέζησε και αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο στον 21ο.
Η κατανάλωση με βάση τα απόβλητα συνεπάγεται εξαρχής μια αλλαγή στον κοινωνικοοικονομικό τρόπο ύπαρξης της μισθωτής εργασίας. Οι εργαζόμενοι στην παραγωγή, πρέπει να κοινωνικοποιηθούν ως "καταναλωτές ", και το εισόδημά τους με τη μορφή μισθών, από κόστος που πρέπει να ελεγχθεί, γίνεται κύρια πηγή αγοραστικής δύναμης που απαιτείται για να επικυρώνουν την "ποσοτική αύξηση" της παραγωγικής ικανότητας. Για να το θέσουμε αλλιώς, καθώς οι εταιρείες επέκτειναν την παραγωγική τους ικανότητα, οι καταναλωτικοί κανόνες έπρεπε να ακολουθήσουν ώστε να απορροφηθούν αυτά τα νέα εμπορεύματα, και αυτό σήμαινε περαιτέρω - αν η μείωση των τιμών δεν ήταν επιλογή - ότι το εισόδημα από την εργασία έπρεπε να αυξηθεί. Σε ορισμένους προοδευτικούς κύκλους αυτή είναι η ωραία και ανακουφιστική ιστορία του φορντισμού ως της χρυσής εποχής του καπιταλισμού, μια αφήγηση που επικρατεί ακόμη και σήμερα, όπου οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης -σε όρους ΑΕΠ- συνοδεύονται από αυξανόμενο πραγματικό εισόδημα από την εργασία, υψηλά ποσοστά απασχόλησης, υψηλά ποσοστά επενδύσεων και αυξανόμενη ευημερία και οικονομική ασφάλεια για όσους ζουν στον καπιταλιστικό πυρήνα και δεν είναι φυλετικά ή άλλως δομικά περιθωριοποιημένοι. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη βαθιά μεταμόρφωση που επέφερε αυτό στη μισθωτή πλειοψηφία και τον αντίκτυπό της στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς των δυτικών εργαζόμενων τάξεων. Η ανάπτυξη έγινε - το να κάνεις πράγματα σε σύντομο χρονικό διάστημα - τρόπος ζωής!
Αυτό οδήγησε στο να θεωρήσουμε τη Μεγάλη Επιτάχυνση ως αναγκαία ανταλλαγή μεταξύ των υλικών ανέσεων και της ασφάλειας που είναι ενσωματωμένες στο δυτικό πρότυπο κατανάλωσης και στις οικολογικές επιπτώσεις αυτής της ευμάρειας. Η απορρόφηση του πλεονάσματος στηρίχθηκε σε ένα λιγότερο προοδευτικό και αντιοικολογικό πρότυπο που αποτελεί τη "σκοτεινή πλευρά" της δυναμικής της συσσώρευσης. Ο ρυθμός καύσης επιταχύνεται περαιτέρω καθώς παράγονται καπιταλιστικές αξίες χρήσηςΑυτοκίνητα-3και 4 για κάθε π.χ. ευρωπαϊκό νοικοκυριό- οικιακές συσκευές, ηλεκτρικά εργαλεία -τόσο γελοία όσο ο φυσητήρας φύλλων για τη συλλογή τους από τους δρόμους των πόλεων- και στη συνέχεια τελικά ηλεκτρονικές συσκευές επικοινωνίας που σταδιακά γοητεύουν και επαναπροσδιορίζουν τον υλικό κόσμο των αντικειμένων της καθημερινής ζωής όλο το 24ωρο, επιταχύνοντας παράλληλα τη χρήση των ορυκτών καυσίμων που απαιτούνται για την τροφοδοσία της σύγχρονης κοινωνίας. Ενεργειακά απόβλητα, υλικά απόβλητα και τα απόβλητα οικοσυστημάτων είναι όλα ενσωματωμένα στον κόσμο των αντικειμένων των σύγχρονων κοινωνιών.
Αυτή είναι η πιο σκοτεινή πλευρά της νεωτερικής και μετανεωτερικής ευημερίας. Και φυσικά, σύμφωνα με την αρχή της αλληλοδιείσδυση, η παραγωγή αυτών των νέων υπεραπορροφητικών καπιταλιστικών αξιών χρήσης είναι μια σύνθετη και εντατική διαδικασία η οποία απορροφά από μόνη της ένα σημαντικό ποσό εργασίας καθώς και ενέργειας, είτε πρόκειται για σχεδιασμό υλικών, για μηχανική νέων υλικών ή έρευνα στον τομέα του μάρκετινγκ, της επωνυμίας και της επικοινωνιακής στρατηγικής.
Μπορούμε εύκολα να χωρίσουμε αυτή τη νέα μορφή εντατικής συσσώρευσης ή μάλλον εντατικής "υπερσυσσώρευσης" σε δύο οικονομικούς τομείς - επενδύσεις στη διαχείριση της πολιτισμικής αλλαγής και επενδύσεις στην υλική υποδομή της κοινωνίας- και οι δύο μαζί αποτελούν τον κεντρικό προσδιοριστικό παράγοντα στις καταναλωτικές νόρμες που χαρακτηρίζουν τον προηγμένο καπιταλισμό. Και οι δύο συμπίπτουν για να σχηματίσουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής στον προηγμένο καπιταλιστικό πυρήνα, όπου η ευημερία είναι συνώνυμο της καινοτομίας, των υψηλών ποσοστών αποβλήτων και αντικατάστασης αντικειμένων και της έντονης χρήσης ενέργειας. Η κλασική περιβαλλοντική έννοια της υπερκατανάλωσης υπό αυτό το πρίσμα σημαίνει κάτι καινούργιο, δεν είναι ηθικό φαινόμενο, σημαίνει την περιορισμένη και καθορισμένη κατανάλωση αξιών χρήσης που έχουν σημαντική και προγραμματισμένη διάσταση αποβλήτων. Αυτό το μοτίβο της υπερκατανάλωσης επικυρώνει μια δυναμική υπερπαραγωγής - η οποία παρεμπιπτόντως συνεπάγεται την ύπαρξη ανάγκης για υπερβολική εργασία.
Από τη σκοπιά της αποανάπτυξης, η παραπάνω ανάλυση για τον προηγμένο καπιταλισμό έχει 2 σημαντικές πολιτικές και ιστορικές επιπτώσεις.

  1. Μπορούμε να μετακινήσουμε την κριτική της υπερκατανάλωσης από το έδαφος της ηθικής και της ψυχολογίας, σε εκείνο των δομικών αιτιών που εξαρτώνται από τις αντικειμενικές κοινωνικές σχέσεις, καθώς επίσης και από την απλοϊκή καταδίκη της ποσοτικής συσσώρευσης "περισσότερων πραγμάτων", στη φύση -κοινωνικά και βιοφυσικά - του υλικού που συσσωρεύεται.
  2. Μπορούμε με ασφάλεια να προβλέψουμε πώς οι μονοπωλιακές και πλέον παγκόσμιες εταιρείες θα προσπαθήσουν να προσαρμοστούν σε κάθε μορφή της οικολογικής επιταγής που θα μπορούσε να περιορίσει τις δραστηριότητές τους, θα το κάνουν μέσω νέων εκτατικών και εντατικών μορφών "υπερσυσσώρευσης", όπου εκτεταμένη συσσώρευση: οικειοποίηση, αγορά και πώληση υφιστάμενων μορφών ζωής, οικοσυστημάτων, άνθρακα ή γης, και εντατική συσσώρευση που θα "διατηρήσει" με επιφανειακό τρόπο μια περαιτέρω επιτάχυνση της βιοφυσικής απόδοσης, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερη ανακύκλωση, πιο εντατική χρήση των βιομηχανοποιημένων βιοϋλικών,  πειρασμός της γεωμηχανικής για να διατηρηθεί ένας αυξανόμενος ρυθμός καύσης, περισσότερη υψηλή τεχνολογία, κ. λπ

Ο νεοφιλελευθερισμός, η τάση προς τη στασιμότητα και το αίνιγμα της αποανάπτυξης

θα κλείσουμε με μια ματιά στην τρέχουσα συγκυρία, η οποία αποτελεί ένα πραγματικό πολιτικό αίνιγμα για την αποανάπτυξη ως κοινωνικό κίνημα. Τι συμβαίνει όταν σε παγκόσμιο επίπεδο, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις μετατοπίζονται από μια υψηλή ανάπτυξη σε έναν στόχο υψηλού κέρδους; Υψηλό κέρδος με τη συγκεκριμένη έννοια ότι επιθυμούν να δημιουργήσουν σταθερό κέρδος, προβλέψιμα και σχετικά υψηλά κέρδη για την ικανοποίηση ενός οικονομικού κανόνα απόδοσης που συνεπάγεται υψηλά μερίσματα
και μια σημαντική μεταφορά κερδών σε χρηματοοικονομικούς επενδυτές μέσω της επαναγοράς μετοχών. Όταν επιπλέον αυτοί οι ίδιοι χρηματοοικονομικοί επενδυτές (οι οποίοι μπορεί να είναι τόσο διαφορετικοί όσο οι ιδιοκτήτες κορυφαίων περιουσιακών στοιχείων, οι διαχειριστές συνταξιοδοτικών ταμείων, επενδυτικές τράπεζες και τα στελέχη βιομηχανικών επιχειρήσεων με δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών) επιβάλλουν στις ίδιες αυτές εταιρείες μια σύμβαση διαχείρισης ρευστότητας που αποτιμά τις υψηλές εταιρικές αποταμιεύσεις που διατηρούνται ως μετρητά, ώστε να είναι σε θέση να διατηρούν σταθερά τα ποσοστά μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών σε περίπτωση οικονομικής κρίσης ή ύφεσης ή πίεσης στα κέρδη;
Για να αυξηθούν τα κέρδη πέρα από τον ρυθμό ανάπτυξης, θα πρέπει να υπάρξει έστω κάποια ανάπτυξη, θα πρέπει το κόστος να συμπιεστεί, γεγονός όμως που τελικά θα επηρεάσει τα μισθολογικά ποσοστά, τα οποία θα πρέπει να αυξηθούν με βραδύτερο ρυθμό από την παραγωγικότητα, πράγμα όμως που θα εξασθενήσει και τη τελική ζήτηση. Επιπλέον, οι διπλές πιέσεις επί των κερδών της οικονομικής συσσώρευσης βιομηχανικών κερδών μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, και ενός υψηλού ποσοστού αποταμίευσης των επιχειρήσεων θα μειώσει την επενδυτική ικανότητα, καθώς και θα αναγκάσει τις επιχειρήσεις να βασίζονται περισσότερο σε πίστωση. Σε αυτό το κλίμα θα είναι επικίνδυνη η μακροπρόθεσμη δέσμευση της οργανωτικής ικανότητας για την ανάπτυξη των νέων προϊόντων, τα υλικά και οι παραγωγικές διαδικασίες θα αποφεύγονται προς όφελος βραχυπρόθεσμων επενδύσεων που προσφέρουν εξοικονόμηση κόστους κυρίως μέσω της καταστολής των μισθών. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να περιμένουμε μια μερική μετατόπιση στον περιορισμό της απορρόφησης του πλεονάσματος από τη μάζα των μισθωτών προς τη μικρότερη ελίτ των οικονομικών συσσωρευτών. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το μείγμα οικονομικών προσδιορισμών είναι χαρακτηριστικό του ύστερου νεοφιλελευθερισμού, που προάγει μια οικονομία με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και έχει ενσωματωμένη την τάση για στασιμότητα.Στις πολιτιστικές και πολιτικές δομές του προηγμένου καπιταλισμού.
Αυτό θα μεταμορφώσει την τάξη των μισθωτών σε πολιτικό παράγοντα "ζήτησης ανάπτυξης". Οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί των μισθωτών ως οργανωμένη τάξη - συνδικάτα και προοδευτικά πολιτικά κινήματα- θα δουν αυτή τη φορά σαν λύση του κοινωνικού ζητήματος την επιστροφή σε μια φετιχοποιημένη καπιταλιστική χρυσή εποχή ανάπτυξης. Μια πολύ κακή πολιτική συγκυρία για την αποανάπτυξη ως κοινωνικό σχέδιο, εκτός αν μπορέσει να πείσει αναπτύσσοντας ένα ελκυστικό μετακαπιταλιστικό όραμα για την οικονομία και τη σύγχρονη κοινωνία. Όσο ο καπιταλισμός παραμένει ο ορίζοντας στον οποίο οραματίζεται και η αποανάπτυξη το μέλλον της ανθρωπότητας, η καλή "χωρίς αποκλεισμούς" ανάπτυξη θα είναι το φετίχ πίσω από το οποίο οι δυνάμεις της μεγάλης επιτάχυνσης που περιγράφονται παραπάνω θα συνεχίσουν να καθοδηγούν την ιστορία του πλανήτη και των ανθρώπων του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου